Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ

(31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)



 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξι­ος, εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κο­πι­ῶ­μεν καὶ ὀ­νει­δι­ζό­με­θα, ὅ­τι ἠλ­πί­κα­μεν ἐ­πὶ Θε­ῷ ζῶν­τι, ὅς ἐ­στι σω­τὴρ πάν­των ἀν­θρώ­πων, μά­λι­στα πι­στῶν. Πα­ράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δί­δα­σκε. Μη­δε­ίς σου τῆς νε­ό­τη­τος κα­τα­φρο­νε­ί­τω, ἀλ­λὰ τύ­πος γί­νου τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνε­ύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνε­ί­ᾳ. Ἕ­ως ἔρ­χο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀ­να­γνώ­σει, τῇ πα­ρα­κλή­σει, τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Μὴ ἀ­μέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χα­ρί­σμα­τος, ὃ ἐ­δό­θη σοι δι­ὰ προ­φη­τε­ί­ας με­τὰ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. Ταῦ­τα με­λέ­τα, ἐν το­ύ­τοις ἴ­σθι, ἵ­να σου ἡ προ­κο­πὴ φα­νε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶ­σιν.

                                             (Α΄ Τιμ. δ΄[4] 9 -15)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Παιδί μου Τιμόθεε, τό ὅ­τι ο ἀ­γῶ­νες τς εὐ­σε­βοῦς καί ἁ­γί­ας ζω­ῆς μς ὠ­φε­λοῦν καί στή ζω­ή αὐ­τή καί στή μελ­λον­τι­κή εἶ­ναι λό­γος ἀ­ξι­ό­πι­στος καί ἄ­ξιος νά τόν ἀ­πο­δε­χθεῖ κα­νείς μ᾿ ὅ­λη του τήν καρ­διά. Κι ἐ­πει­δή ὁ λό­γος αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος, γι᾿ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς κι ἐ­μεῖς ὑ­πο­μέ­νου­με κό­πους καί δε­χό­μα­στε ὀ­νει­δι­σμούς ὅ­τι εἴ­μα­στε δῆ­θεν ἀ­νό­η­τοι, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με στη­ρί­ξει τίς ἐλ­πί­δες μας στό ζων­τα­νό Θε­ό. Αὐ­τός εἶ­ναι σω­τή­ρας ὅ­λων τν ἀν­θρώ­πων, τούς ὁ­ποί­ους συν­τη­ρεῖ μέ τήν πρό­νοι­ά του, προ­παν­τός ὅ­μως τν πι­στῶν, τούς ὁ­ποί­ους σώ­ζει ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Μέ τό κύ­ρος καί τήν ἐ­ξου­σί­α το ἀ­ξι­ώ­μα­τός σου νά προ­τρέ­πεις καί νά δι­δά­σκεις αὐ­τά πού σο γρά­φω. Πα­ρά τή νε­ό­τη­τά σου νά ἔ­χεις ζω­ή συ­νε­τοῦ καί ἐ­νά­ρε­του γέ­ρον­τα, ὥ­στε κα­νείς νά μήν κα­τα­φρο­νεῖ τό νε­α­ρό τς ἡ­λι­κί­ας σου. Ἀλ­λά πα­ρό­λη τή νε­ό­τη­τά σου νά γί­νε­σαι ὑ­πό­δειγ­μα τν πι­στῶν καί στά λό­για σου καί στή συμ­πε­ρι­φο­ρά πού θά ἔ­χεις στίς συ­να­να­στρο­φές μα­ζί τους, καί στήν ἀ­γά­πη πού θά δεί­χνεις πρός ὅ­λους, καί στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή πού θά ζες μέ τή χά­ρη το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καί στήν πί­στη καί στήν ἁ­γνό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα τς ζω­ῆς σου. Μέ­χρι νά ἔλ­θω, σο συ­νι­στῶ νά ἐ­πι­δί­δε­σαι μέ ζῆ­λο καί ἐ­πι­μέ­λεια στήν ἀ­νά­γνω­ση τν Ἁ­γί­ων Γρα­φῶν, στήν πα­ρη­γο­ριά καί νου­θε­σί­α τν ἀν­θρώ­πων πού θλί­βον­ται καί κλο­νί­ζον­ται, στή δι­δα­σκα­λί­α ὅ­λων τν πι­στῶν. Μήν πα­ρα­με­λεῖς τό θεῖ­ο χά­ρι­σμα πού ἔ­χεις μέ­σα σου καί σο δό­θη­κε μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση τν χε­ρι­ῶν το ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος τν πρε­σβυ­τέ­ρων πά­νω στό κε­φά­λι σου, με­τά ἀ­πό τήν ἐ­κλο­γή στήν ὁ­ποί­α ὁ­δη­γη­θή­κα­με μέ προ­φη­τι­κή ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Σο συ­νι­στῶ νά με­λε­τᾶς αὐ­τά πού σο γρά­φω. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ σκέ­ψη σου καί ὕ­παρ­ξή σου νά εἶ­ναι μέ­σα σ᾿ αὐ­τά, γιά νά γί­νε­ται φα­νε­ρή σέ ὅ­λους ἡ πρό­ο­δός σου καί νά δί­νεις σ᾿ ὅ­λους τό κα­λό πα­ρά­δειγ­μα.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.

                                        (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ἀρ­χι­τε­λώ­νης καὶ πλού­σιος. Κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση καὶ ἐ­ξου­σί­α. Πλού­τη πολ­λὰ καὶ ἀ­νέ­σεις. Τί­πο­τε δὲν ἔ­λει­πε ἀ­πὸ τὸν Ζακ­χαῖ­ο. Ζοῦ­σε μέ­σα σὲ τό­σο εὐ­νο­ϊ­κὲς συν­θῆ­κες, ποὺ πολ­λοὶ τὸν ζή­λευ­αν. Τί ζη­τοῦ­σε λοι­πὸν ἀ­πὸ ἕ­να δι­δά­σκα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κε­φα­λὴν κλί­νῃ; Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται ἐ­κεῖ­νος ὁ σφο­δρὸς καὶ ἀ­κα­τα­νί­κη­τος πό­θος νὰ συ­ναν­τή­σει, ἔ­στω ἀ­πὸ μα­κριὰ καὶ μό­νο ν᾿ ἀν­τι­κρύ­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ; Για­τὶ ἄ­ρα­γε ἀ­κό­μη καὶ ἐ­πά­νω σὲ δέν­δρο ἀ­ναρ­ρι­χή­θη­κε, αὐ­τὸς ὁ ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος καὶ ἐ­πί­ση­μος κά­τοι­κος τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς, ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ὅ­τι θὰ μα­ται­ω­νό­ταν ὁ σκο­πός του; 

Μὲ λο­γι­κὴ ὑ­λι­στι­κὴ καὶ κο­σμι­κὴ τὸ πράγ­μα εἶ­ναι ἀ­νερ­μή­νευ­το. Ἐ­ὰν ὅ­μως λὰ­βου­με ὑπ᾿ ὄ­ψη τὸν ψυ­χι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸ βρί­σκου­με πο­λὺ φυ­σι­ο­λο­γι­κό. Δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πλῶς μί­α βι­ο­λο­γι­κὴ ὀν­τό­τη­τα, πού, ὅ­ταν κο­ρε­σθοῦν κά­ποι­ες ψυ­χο­σω­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος, στὰ βά­θη τῆς ὕ­παρ­ξής του κρύ­βει τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ζω­η­ρὲς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­νη­συ­χί­ες καὶ ἀ­να­ζη­τή­σεις, πο­θεῖ τὸ ἄ­πει­ρο καὶ ἀ­πό­λυ­το, δι­ψᾶ τὸν Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ εἶ­ναι δε­κτι­κός τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος καὶ τῶν θαυ­μά­των, ποὺ αὐ­τὴ ἐ­πι­τε­λεῖ.

Μὴ προ­κα­τα­λαμ­βα­νό­μα­στε λοι­πὸν ἀ­πὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ φαι­νό­με­να. Μὴ ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ κά­ποι­ες ἀν­τι­δρά­σεις. Μὴ ἀ­πο­θαρ­ρυ­νό­μα­στε πο­τέ. Καὶ ὁ πλού­σιος σή­με­ρα μὲ τὸν ἀ­έ­ρα καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­σή του ἔ­χει τοὺς μυ­στι­κοὺς πό­νους, τὶς με­τα­φυ­σι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις του. Καὶ ὁ ἀ­τί­θα­σος ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νος νέ­ος αἰ­σθά­νε­ται τὴν ἀ­ξί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ σέ­βε­ται βα­θιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα. Καὶ ὁ ἄ­θε­ος συ­χνά, συ­χνό­τα­τα προ­βλη­μα­τί­ζε­ται καὶ νο­σταλ­γεῖ νὰ δεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὸν μό­νο Σω­τῆ­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων.

Γι᾿ αὐ­τὸ πρέ­πει μὲ κα­τα­νό­η­ση ὅ­σο καὶ χρη­στὲς ἐλ­πί­δες νὰ βλέ­που­με ὅ­λους τους συ­ναν­θρώ­πους μας καὶ νὰ μὴ παύ­ου­με νὰ προ­σφέ­ρου­με πρὸς ὅ­λους εὐ­και­ρί­ες γνω­ρι­μί­ας τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ.

2. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος πό­θη­σε νὰ ἀν­τι­κρύ­σει τὸν Κύ­ριο. Δι­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι καὶ μό­νο αὐ­τὸ θὰ τοῦ ἔ­δι­δε χα­ρὰ καὶ ὠ­φέ­λεια πολ­λή. 

Δὲν ἐ­πό­θη­σε δὲ ἁ­πλῶς, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­πε­δί­ω­ξε. Κα­τέ­βη­κε στὸν δρό­μο καὶ αὐ­τὸς μα­ζὶ μὲ τὸν λα­ό. Καὶ ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι δυ­σκο­λευ­ό­ταν καὶ ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νὰ ἀ­πο­τύ­χει τοῦ σκο­ποῦ του, ἀ­να­ζή­τη­σε καὶ ἐ­πι­νό­η­σε ἄλ­λη λύ­ση, νὰ ἀ­νε­βεῖ ἐ­πά­νω σὲ μιὰ «συ­κο­μο­ρέ­αν». 

Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ὄ­χι μό­νο αὐ­τὸς εἶ­δε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λὰ καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πρό­σε­ξε καὶ τὸν τί­μη­σε, τὸν φώ­να­ξε μὲ τὸ ὄ­νο­μά του καὶ τοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε τὴν ἀ­πό­φα­σή του νὰ δι­α­μεί­νει φι­λο­ξε­νού­με­νος στὸ σπί­τι του.

Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἀλ­λὰ καὶ τὴ χα­ρὰ καὶ συγ­κί­νη­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου! Κά­τι ἐ­λά­χι­στο εἶ­χε ἐ­πι­θυ­μή­σει, καὶ ὁ Χρι­στὸς τοῦ χά­ρι­σε, θὰ λέ­γα­με, τὸ πᾶν! Ὄ­χι ἁ­πλῶς ἕ­να βλέμ­μα, ἀλ­λὰ τι­μη­τι­κὴ ἐ­πί­σκε­ψη στὸ σπί­τι του. Ἐ­φαρ­μό­στη­κε καὶ ἐ­δῶ πλή­ρως ἡ θε­ό­πνευ­στη δι­α­βε­βαί­ω­ση: «Ἐγ­γί­σα­τε τῷ Θε­ῷ καὶ ἐγ­γι­εῖ ὑ­μῖν». Κά­νε­τε σεῖς ἕ­να μό­νο βῆ­μα γιὰ νὰ πλη­σι­ά­σε­τε τὸν Θε­ό, μιὰ μι­κρή, ἐ­λά­χι­στη προ­σπά­θεια, καὶ θὰ σπεύ­σει ἀ­μέ­σως Ἐ­κεῖ­νος ν᾿ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω καὶ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τὸν πό­θο σας.

Ἂς δι­δα­χθοῦν ἀ­πὸ αὐ­τὸ οἱ δύ­σπι­στοι καὶ ὀ­λι­γό­πι­στοι, ποὺ μεμ­ψι­μοι­ροῦν ὅ­τι δὲν ἔ­χουν ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ νὰ πι­στεύ­σουν, ὅ­τι δὲν ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε σ᾿ αὐ­τοὺς ὁ Θε­ός. Ἂς πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸν Ζακ­χαῖ­ο καὶ ἂς ἐ­πι­χει­ρή­σουν ἕ­να μι­κρὸ βῆ­μα, μιὰν εἰ­λι­κρι­νὴ κί­νη­ση πρὸς τὸν Φι­λάν­θρω­πο Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ εὐ­σε­βεῖς ψυ­χές, ποὺ προ­σεύ­χον­ται μὲ θέρ­μη καὶ ἐκ­ζη­τοῦν «τὸ πρό­σω­πον τοῦ Θε­οῦ» καὶ ἐ­πι­πο­θοῦν τὴ χά­ρη τῆς κα­τάνυξης, ἂς μὴ ἀ­πο­κά­μνουν. Θὰ ἔλ­θει ἡ στιγ­μή, ποὺ ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς θὰ τοὺς ἐ­πι­σκε­φθεῖ καὶ θὰ τοὺς «ἐγ­γί­σει». Θὰ σκη­νώ­σει ἐν­τός τους. Τὰ δὲ οὐ­ρά­νια δω­ρή­μα­τά Του θὰ ξε­περ­νοῦν ὄν­τως «πάν­τα νοῦν», κά­θε πρό­βλε­ψη καὶ ἐλ­πί­δα. 

3. Κα­θὼς ὁ Ζακ­χαῖ­ος ὁ­δη­γοῦ­σε τρι­σχα­ρού­με­νος τὸν Κύ­ριο στὸ σπί­τι του, γε­νι­κὴ ἀ­γα­νά­κτη­ση καὶ κα­τα­κραυ­γὴ ἠ­γέρ­θη με­τα­ξὺ τοῦ λα­οῦ. «Πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι», ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους «πάν­τες», ἐ­πι­κρί­νον­τες τό­σον τὸν Ζακ­χαῖ­ο,  ὅ­σο καὶ τὸν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο.

Δυ­στυ­χεῖς ἄν­θρω­ποι! Κιν­δύ­νευ­ε μή­πως ὁ Κύ­ριος ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τα τοῦ Ἀρ­χι­τε­λώ­νη; Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­ὰν ἦ­το ὄν­τως βε­βα­ρη­μέ­νος μὲ ἀ­δι­κί­ες ὁ Ζακ­χαῖ­ος μέ­χρι χθές, ποι­ὸς ἀ­πέ­κλει­ε τώ­ρα νὰ με­τε­στρέ­φε­το καὶ νὰ με­τα­νο­οῦ­σε; Ἢ μᾶλ­λον ποι­ὸς ἀ­προ­κα­τά­λη­πτος θε­α­τὴς τῶν γε­γο­νό­των δὲν δι­α­πί­στω­νε ὅ­τι ἤ­δη κά­τι με­γά­λο συ­νέ­βαι­νε στὴν ψυ­χὴ τοῦ Ζακ­χαί­ου; Καὶ τὸ ἀ­κό­μη σπου­δαι­ό­τε­ρο: Σὲ ποι­οῦ τὸ σπί­τι ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ γόγ­γυ­ζαν, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φι­λο­ξε­νη­θεῖ ὁ Κύ­ριος καὶ δὲν θὰ εἶ­χαν οἱ ὑ­πό­λοι­ποι λό­γους νὰ ἐ­πα­να­λά­βουν «πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι»; 

Ἀλλ᾿ εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι, ἐ­νῶ ὅ­λοι λη­σμο­νοῦ­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, ὁ Ζακ­χαῖ­ος μό­νο τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὰ σφάλ­μα­τά του πρό­σε­χε καὶ σκε­πτό­ταν πῶς νὰ τὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σει. Μέ­σα δὲ στὸ σπί­τι του, ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου ἀλ­λὰ καὶ τοῦ λα­οῦ, ἔ­κα­με δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καὶ ἔ­δω­σε ὑ­πό­σχε­ση ἐ­πα­νόρ­θω­σης.

Ἀ­λή­θεια, πό­σο εὔ­κο­λα οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­τη­ροῦ­με, σχο­λι­ά­ζου­με, κρί­νου­με καὶ κα­τα­κρί­νου­με τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν ἂλ­λων, ἐ­νῶ ἀ­με­λοῦ­με ἢ κλεί­νου­με τὰ μά­τια μπρο­στὰ στὰ δι­κά μας λά­θη καὶ πά­θη!

Καὶ πό­σο συ­χνὰ κα­τό­πιν ἀ­δι­κοῦ­με τοὺς ἄλ­λους, ἀ­δι­κοῦ­με δὲ καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας, κα­θὼς τὸν κρα­τοῦ­με ἀ­δι­όρ­θω­το καὶ ἀ­με­τα­νό­η­το!

«Τὰ αὐ­τὰ πράσ­σεις ὁ κρί­νων»! φω­νά­ζει ἐ­λεγ­κτι­κὰ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸν κα­θέ­να μας. Τὴν ὥ­ρα ποὺ σπεύ­δεις νὰ κρί­νεις τὸν ἄλ­λο, στρέ­ψε τὸ βλέμ­μα στὸν ἑ­αυ­τό σου: Ὑ­πάρ­χουν ἴ­δι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ πά­θη, ποὺ αὐ­τὰ ἐ­ρε­θί­ζον­ται καὶ σὲ ἀ­να­στα­τώ­νουν στὴ θέ­α τῶν ξέ­νων ἐ­λατ­τω­μά­των.

Ἂς ἔ­χου­με λοι­πὸν τὴ σκέ­ψη καὶ τὴν προ­σο­χὴ ἐ­πι­με­λῶς στραμ­μέ­να στὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἂς καλ­λι­ερ­γοῦ­με αὐ­το­γνω­σί­α καὶ με­τά­νοι­α. Τό­τε ἀ­ναμ­φι­βό­λως θ᾿ ἀ­κοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς κά­πο­τε τὸν πα­ρή­γο­ρο λό­γο: «Σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κω τού­τῳ ἐ­γέ­νε­το». 

 (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου