ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ
ΦΩΤΩΝ
(3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)
Τέκνον Τιμόθεε,
νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον,
ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον. ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα,
τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει
μοι
ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.
(Β΄ Τιμ.
δ΄[4] 5 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τέκνον Τιμόθεε, πρόσεχε ἄγρυπνα ὅλα ὅσα σοῦ παρουσιάζει τό ποιμαντικό σου ἔργο. Κοπίασε, κάνε ἔργο εὐαγγελιστοῦ, ὁλοκλήρωσε
μέ ἐπιτυχία
τή διακονία πού σοῦ ἀνατέθηκε στήν Ἐκκλησία. Νά ἀγρυπνεῖς καί νά κοπιάζεις, διότι ἐγώ τώρα χύνω τό αἷμα μου ὡς σπονδή καί θυσία στό Θεό· καί ὁ καιρός τῆς ἀναχωρήσεώς μου
ἀπό τόν κόσμο
αὐτό εἶναι πολύ κοντά. Ἔχω ἀγωνισθεῖ
τόν καλό ἀγώνα γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ἀποστολῆς
μου. Ἔχω διαφυλάξει τήν
πίστη. Λοιπόν τώρα πιά μέ περιμένει τό στεφάνι πού ἀνήκει ὡς βραβεῖο στή δικαιοσύνη καί τήν ἀρετή. Τό στεφάνι αὐτό θά μοῦ τό δώσει ὡς ἀνταμοιβή ὁ Κύριος
κατά τήν ἔνδοξη ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ δίκαιος κριτής. Θά τό δώσει μάλιστα ὄχι μόνο σέ μένα, ἀλλά καί σ’ ὅλους ὅσους
ἔχουν ἀγαπήσει καί μέ πόθο περιμένουν τήν ἔνδοξη ἐμφάνισή του.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)
Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις,
ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε
τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας
ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ,
ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα
μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα
ἡ Ἰουδαία
χώρα
καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ
ποταμῷ
ὑπ' αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας
καὶ μέλι ἄγριον. καὶ ἐκήρυσσε
λέγων·
Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός
μου
ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα
ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.
(Μάρκ.
α΄[1] 1-8)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΑΠΟ ΟΜΙΛΙΑ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Καὶ γιὰ ποιὸ
λόγο, θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, ὁ Ἰησοῦς, ὕστερα ἀπὸ τριάντα
χρόνια, ἦλθε γιὰ νὰ βαπτισθεῖ; Μετὰ τὸ βάπτισμα αὐτό, λοιπόν, σκόπευε
νὰ καταργήσει τὸν νόμο. Γι᾿ αὐτὸ μέχρι τῆς ἡλικίας αὐτῆς, ἡ ὁποία
προσβάλλεται ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, παραμένει καὶ ἐφαρμόζει αὐτὸν
καθ᾿ ὁλοκληρίαν, ὥστε κανένας νὰ μὴν ἰσχυρίζεται ὅτι κατήργησε
αὐτόν, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τηρήσει. Διότι δὲ δεχόμαστε πάντοτε
ὅλων μαζὶ τῶν παθῶν τὴν ἐπίθεση· ἀλλὰ κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία μᾶς
διακρίνει ἡ ἀπερισκεψία καὶ ἡ δειλία, στὴ συνέχεια δὲ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία
γιὰ τὶς ἡδονὲς καὶ ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό,
ἀφοῦ περίμενε σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἡλικίας καὶ ἀφοῦ σὲ ὅλα αὐτὰ τήρησε
τὸν νόμο, ἔτσι ἔρχεται γιὰ νὰ βαπτισθεῖ, τοποθετώντας τὸ βάπτισμα
στὸ τέλος μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἄλλων ἐντολῶν.
Τὸ ὅτι δὲ τὸ
βάπτισμα ἦταν γι᾿ αὐτὸν τὸ τελευταῖο κατόρθωμα ἀπὸ τὰ ὁριζόμενα
ἀπὸ τὸν νόμο, ἄκουσε τί λέγει: «Διότι ἔτσι εἶναι πρέπον σὲ ἐμᾶς νὰ ἐκτελέσουμε
κάθε ἐντολὴ» (Ματθ. γ΄ [3] 15). Αὐτὸ δὲ ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς· Ἐφαρμόσαμε
ὅλες τὶς νομικὲς διατάξεις, δὲν παραβιάσαμε καμία ἐντολή. Ἐπειδή,
λοιπόν, αὐτὸ μας μένει ἀκόμη, πρέπει νὰ τὸ προσθέσουμε καὶ αὐτὸ καὶ ἔτσι
θὰ ἐκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη δὲ ὀνομάζει ἐδῶ
τὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν· ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία
ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω.
Ἀλλὰ γιατί ἀνατέθηκε
τοῦτο τὸ βάπτισμα στὸν Ἰωάννη; Τὸ ὅτι βέβαια ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρία
δὲν πῆρε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ νὰ βαπτίζει ἀπὸ μόνος του, ἀλλὰ ἐκτελοῦσε
τὸ ἔργο αὐτὸ παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὁ Λουκᾶς τὸ φανερώνει,
ὅταν λέγει: «Δόθηκε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν Ἰωάννη» (Λουκ. γ΄[3]
2) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τὸ λέγει: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀπέστειλε νὰ βαπτίζω
μὲ νερό, ἐκεῖνος μου εἶπε· σὲ ὅποιον θὰ δεῖς τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει
σὰν περιστερὰ καὶ νὰ μένει ἐπάνω Του, Αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ
Πνεῦμα Ἅγιο» (Ἰωάν. α΄[1] 33).
Καὶ γιὰ ποιὸ
σκοπὸ ἀπεστάλη νὰ βαπτίζει; Καὶ αὐτό, πάλι, ὁ Βαπτιστὴς μᾶς τὸ γνωστοποιεῖ
λέγοντας: «Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν Τὸν γνώριζα προηγουμένως, ἀλλὰ γιὰ νὰ
γίνει Αὐτὸς φανερὸς στοὺς Ἰσραηλίτες, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἦλθα ἐγὼ
καὶ βαπτίζω μὲ νερὸ στὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου»(Ἰωάν. α΄[1] 31).
Μὰ ἐὰν ἦταν
μόνο αὐτὴ ἡ αἰτία τῆς ἀποστολῆς του, τότε γιατί λέγει ὁ Λουκᾶς ὅτι
«ἦλθε σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη καὶ κήρυττε βάπτισμα μετανοίας
γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄[3] 3); Βέβαια, τὸ βάπτισμα αὐτὸ δὲν ἔσβηνε
τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἡ δωρεὰ αὐτὴ ἦταν γνώρισμα τοῦ βαπτίσματος
ποὺ δόθηκε στὴ συνέχεια. Διότι, μέσω τοῦ βαπτίσματός μας ἐνταφιαστήκαμε
μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ παλαιός μας ἑαυτὸς συσταυρώθηκε τότε, καὶ
πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ καμία περίπτωση·
πάντοτε, βέβαια, τὸ αἷμα Αὐτοῦ θεωρεῖται ὡς αἰτία τῆς συγχωρήσεως
τῶν ἁμαρτημάτων. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Ἀλλὰ λουσθήκατε μὲ τὸ ἅγιο
βάπτισμα καὶ καθαρισθήκατε ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα», ὄχι μὲ τὸ βάπτισμα
τοῦ Ἰωάννου, «ἀλλὰ πήρατε τὸν ἁγιασμὸ ποὺ χαρίζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο,
γίνατε δίκαιοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μᾶς» (Α΄Κορινθ. Ϛ΄[6] 11). Καὶ σὲ ἄλλο βιβλίο λέγει:
«ὁ Ἰωάννης μὲν σᾶς βάπτισε σὲ βάπτισμα μετανοίας καὶ προπαρασκευῆς»
καὶ δὲν λέγει «ἀφέσεως», «λέγοντας συγχρόνως στὸν λαὸ νὰ πιστέψουν
σὲ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ ἐρχόταν κατόπιν ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό,
ὁ ὁποῖος καὶ μόνος θὰ ἔδιδε ἄφεση καὶ σωτηρία”. Πραγματικά, ἀφοῦ
ἀκόμη δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ θυσία τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸ ἅγιο
Πνεῦμα εἶχε κατέβει, οὔτε ἡ ἁμαρτία εἶχε συγχωρηθεῖ, οὔτε ἡ ἔχθρα
μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἶχε καταργηθεῖ, οὔτε ἡ κατάρα εἶχε ἀφανιστεῖ,
πῶς ἐπρόκειτο νὰ γίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν;
Τότε τί σημαίνει
ἡ ἔκφραση «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄[3] 3· Μάρκ. α΄[1] 4); Οἱ Ἰουδαῖοι
ἦταν ἀγνώμονες καὶ οὐδέποτε δὲ συναισθάνονταν τὰ ἁμαρτήματά
τους, ἀλλά, ἐνῶ ἤσαν ἔνοχοι γιὰ τὰ βαρύτερα παραπτώματα, δικαίωναν
τοὺς ἑαυτούς τους σὲ κάθε περίπτωση, πράγμα τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδήγησε
στὴν καταστροφὴ καὶ τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πίστη. Αὐτὴν τὴν κατηγορία
ἀποδίδοντας σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· «Διότι αὐτοὶ ἀγνόησαν
μὲν καὶ παραμέρισαν τὴ δικαίωση, ποὺ ἐξ ἀγάπης παρέχει ὁ Θεός, ζητοῦν
δὲ νὰ στήσουν τὶς δικές τους ἀντιλήψεις περὶ δικαιώσεως καὶ ἔτσι δὲν
ὑποτάχθηκαν στὴν δικαίωση τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. ι΄[10] 3)». Καὶ πάλι· «Τί λοιπὸν
θὰ συμπεράνουμε τώρα; Ὅτι τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ποὺ δὲν ἐπεδίωκαν
νὰ δικαιωθοῦν, κατέλαβαν ὡς κτῆμα τους τὴν δικαίωση, δικαίωση δὲ ἡ
ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, οἱ δὲ Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦσαν
τὴν δικαίωσή τους διὰ τοῦ Νόμου στὸν ἀληθινὸ Νόμο τῆς δικαιώσεως,
δὲν κατόρθωσαν νὰ φθάσουν. Γιατί; Διότι δὲν ἐπεδίωκαν τὴν δικαίωσή
τους διὰ τῆς πίστεως στὸν Χριστό, ἀλλὰ διὰ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, σὰν νὰ ἦταν
δυνατὸν μὲ ἔργα τοῦ Νόμου νὰ δικαιωθοῦν. Διότι ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας
τους “σκόνταψαν ἐπάνω στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε γι᾿ αὐτοὺς λίθος
προσκόμματος”» (Ρωμ .θ΄[9] 30-32).
Ἐπειδὴ λοιπὸν
ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τῶν κακῶν, ἔρχεται Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος
δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ προσπαθεῖ νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση
τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἐξάλλου, αὐτὸ φανέρωνε καὶ ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση
ἡ ὁποία ἦταν ἐμφάνιση μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως: «φοροῦσε ἔνδυμα
ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ δερμάτινη ζώνη, γύρω ἀπὸ τὴν μέση του» (Ματθ.
γ΄[3] 4). Τὸ ἴδιο φανέρωνε καὶ τὸ κήρυγμά του, διότι δὲν ἔλεγε τίποτε
ἄλλο, παρὰ «νὰ κάνετε καρποὺς ἄξιους τῆς μετανοίας» (Ματθ. γ΄[3] 8·
Λουκ. γ΄[3] 8).
Ἐπειδὴ λοιπόν,
ἡ μὴ ἀναγνώριση τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων, ὅπως ἀπέδειξε καὶ ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, τοὺς ἔκανε νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐνῶ ἡ συναίσθηση
τῆς ἁμαρτωλότητάς τους τοὺς γεννοῦσε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναζητοῦν
τὸν Λυτρωτὴ καὶ νὰ ἐπιδιώκουν τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸ ἦλθε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ συντελέσει σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ νὰ πείσει
αὐτοὺς νὰ μετανοήσουν· ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν, ἀλλὰ ἀφοῦ μὲ
τὴ μετάνοια γίνουν πιὸ ταπεινοὶ καὶ κατηγορήσουν τοὺς ἑαυτούς τους,
νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ λάβουν τὴ συγχώρηση.
Κοίταξε, λοιπόν,
μὲ πόση ἀκρίβεια καθόρισε αὐτό. Διότι ἀφοῦ εἶπε· «ἐμφανίστηκε ὁ
Ἰωάννης καὶ κήρυσσε βάπτισμα μετανοίας στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας»,
πρόσθεσε «πρὸς συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν» (Μαρκ. α΄[1] 4), σὰν νὰ ἔλεγε,
δηλαδή, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ του βαπτίσματος ἔπειθε αὐτοὺς νὰ ὁμολογήσουν
τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ νὰ μετανοήσουν γι᾿ αὐτά, ὄχι γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν,
ἀλλὰ γιὰ νὰ δεχθοῦν εὐκολότερα τὴν κατοπινὴ συγχώρηση. Διότι ἐὰν
δὲν καταλόγιζαν τὶς ἁμαρτίες στοὺς ἑαυτούς τους, οὔτε τὴ Χάρη δὲ θὰ
ζητοῦσαν. Ἐὰν ὅμως δὲ ζητοῦσαν τὴν χάρη, οὔτε τὴ συγχώρηση δὲ θὰ ἐλάμβαναν.
Ὥστε τὸ βάπτισμα αὐτὸ προετοίμαζε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, γι᾿ αὐτὸ
καὶ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στὸν λαό· «νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ ἐρχόταν
κατόπιν ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μονάχα θὰ ἔδιδε
ἄφεση καὶ σωτηρία» (Πραξ. ιθ΄[19] 4), προσθέτοντας καὶ αὐτὴ τὴ σκοπιμότητα
τοῦ βαπτίσματος σὲ αὐτὴν ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω.
Πραγματικά,
δὲν ἦταν τὸ ἴδιο τὸ νὰ περιέρχεται τὰ σπίτια καὶ νὰ περιφέρει τὸν Χριστὸ
κρατώντάς Τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ λέγει: «Νὰ πιστέψετε σὲ Αὐτόν», μὲ τὸ
νὰ ἀκουσθεῖ ἡ μακαρία ἐκείνη φωνὴ «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός,
ἐν ᾧ εὐδόκησα [: Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος (ὁ μονογενὴς
ὡς Θεὸς υἱός μου, καὶ ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος ὡς ἄνθρωπος) στὸν ὁποῖον
ἀναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει τὸ ἀρεστὸ σὲ ἐμένα]
(Ματθ. γ΄[3] 16-17)» καὶ νὰ γίνουν ὅλα τὰ ἄλλα, ἐνῶ ἦσαν ὅλοι συγκεντρωμένοι
καὶ ἔβλεπαν τὰ συμβαίνοντα.
Γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸ ἔρχεται γιὰ νὰ βαπτισθεῖ. Διότι ἡ ὑπόληψη τοῦ βαπτίζοντος καὶ
ἡ ὑπόθεση τοῦ βαπτίσματος προσέλκυε ὁλόκληρη τὴν πόλη καὶ τὴν καλοῦσε
πρὸς τὸν Ἰορδάνη καὶ μεγάλη συγκέντρωση, σὰν σὲ θέατρο, πραγματοποιοῦταν.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Ἰωάννης ὅταν συγκεντρώθηκαν τοὺς ἐλέγχει καὶ
προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείσει νὰ μὴν ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους,
ἀποδεικνύοντάς τους ὅτι εἶναι ἔνοχοι γιὰ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα,
ἐὰν δὲ μετανοήσουν καὶ δὲν ἀφήσουν τὴ συνεχῆ ἀναφορὰ στοὺς προγόνους
καὶ τὴν καύχηση γιὰ τὴν εὐγενική τους καταγωγὴ καὶ δὲ δεχθοῦν τὸν Ἐρχόμενο.
Διότι εἶχαν
βέβαια συσκιασθεῖ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ παλαιότερα καὶ
πίστευαν οἱ πολλοὶ ὅτι εἶχε πεθάνει ἐξαιτίας τῆς σφαγῆς ποὺ ἔλαβε
χώρα στὴ Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Βέβαια φανέρωσε τὸν ἑαυτό Του ὅταν
ἦταν δώδεκα ἐτῶν, ἀλλὰ γρήγορα πέρασε πάλι στὴν ἀφάνεια. Γιὰ τὸν λόγο
αὐτό, χρειάζονταν λαμπρὰ προοίμια καὶ κάποια ὑψηλότερη ἀρχὴ τοῦ
ἔργου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τότε κατὰ πρῶτον, ὅσα οὐδέποτε δὲν ἄκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι,
οὔτε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἀπὸ ἄλλον κανένα, διακηρύσσει μὲ δυνατὴ
φωνὴ ὁ Ἰωάννης, ἀναφερόμενος στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ἐκεῖ Βασιλεία,
χωρὶς νὰ λέγει τίποτα περὶ τῆς γῆς, πλέον. Ὅταν δὲ λέγει «Βασιλείας»,
ἐννοεῖ ἐν προκειμένῳ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ τὴν πρώτη καὶ τὴν τελευταία.
«Καὶ τί σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τοὺς Ἰουδαίους;», θὰ
μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς. Πραγματικὰ δὲν ἀντιλαμβάνονται τί λές.
Μὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁμιλῶ μὲ τέτοιον τρόπο, ἀπαντᾶ ὁ Ἰωάννης, ὥστε
παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀσάφεια τῶν λεγομένων, νὰ θελήσουν νὰ ἀναζητήσουν
τὸν κηρυττόμενο. Ἔτσι λοιπὸν τοὺς προσείλκυε μὲ τὶς χρηστὲς ἐλπίδες,
ὅταν πήγαιναν κοντά του, ὥστε καὶ πολλοὶ τελῶνες («ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι
βαπτισθῆναι» Λουκ. γ΄[3] 12-13) καὶ στρατιωτικοὶ (Λουκ. γ΄[3] 14) νὰ ρωτοῦν
τί πρέπει νὰ πράττουν καὶ πῶς νὰ ρυθμίζουν τὴ ζωή τους, πράγμα τὸ ὁποῖο
ἦταν ἀπόδειξη ὅτι εἶχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ
φρόντιζαν γιὰ ἄλλα σπουδαιότερα ζητήματα καὶ ὅτι ὀνειρεύονταν τὰ
μελλοντικὰ ἀγαθά, διότι ὅλα, καὶ οἱ πράξεις καὶ οἱ λόγοι τοὺς ἐνέπνεαν
ὑψηλὸ φρόνημα.
Σκέψου λοιπὸν
τί σήμαινε νὰ δοῦν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς ἀρχιερέως, νὰ ἐπιστρέφει
ἀπὸ τὴν ἔρημο ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια, χωρὶς νὰ ἔχει χρειαστεῖ ποτὲ
μέχρι τώρα τίποτε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ εἶναι ἄξιος σεβασμοῦ ἀπὸ
πάσης ἀπόψεως, ἔχοντας μαζί του τὸν προφήτη Ἡσαΐα. Διότι ἦταν
καὶ αὐτὸς παρών, προβάλλοντας τὸν Ἰωάννη καὶ λέγοντας· «Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης
ἦταν ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε προφητεύσει ὁ Ἡσαΐας λέγοντας·
‘’ἰδοὺ ἀκούγεται φωνὴ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κράζει μεγαλοφώνως στὴν
ἔρημο· Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου, κάντε εὐθεῖς καὶ ὁμαλοὺς
τοὺς δρόμους αὐτοῦ· (δηλαδὴ προπαρασκευάστε τὶς καρδιές σας καὶ καθαρίστε
τὶς ψυχές σας, γιὰ νὰ τὶς ἐπισκεφτεῖ ὁ Κύριος). Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπα ὅτι θὰ ἔλθει καὶ θὰ φωνάζει καὶ θὰ κηρύττει μὲ δυνατὴ
φωνὴ στὴν ἔρημο»(Ματθ. γ΄[3] 3· Ἡσ. μ΄[40] 3). Διότι τόσο πολὺ φρόντιζαν
οἱ προφῆτες γιὰ τὰ πράγματα αὐτά, ὥστε ὄχι μόνο γιὰ τὸν Κύριό τους πρὸ
πολλοῦ χρόνου νὰ προφητεύσουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο
νὰ ὑπηρετήσει αὐτόν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸν ἀναφέρουν ἀλλὰ καὶ τὸν τόπο
στὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ παραμείνει καὶ τὸν τρόπο τοῦ κηρύγματος,
τὸν ὁποῖο θὰ ἀξιοποιοῦσε ὅταν θὰ ἐμφανιζόταν στοὺς ἀνθρώπους, καθὼς
καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς δράσεως αὐτοῦ.
Κοίταξε, λοιπόν,
πῶς καταλήγουν στὰ ἴδια νοήματα, ἂν καὶ δὲ χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες
λέξεις, καὶ ὁ Προφήτης καὶ ὁ Βαπτιστής. Πραγματικά, ὁ μὲν Προφήτης λέγει
ὅτι θὰ ἔλθει, λέγοντας: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου, κάντε ἴσιους
καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους Αὐτοῦ» (Ἤσ. μ΄[40] 3)· ὁ δὲ Βαπτιστὴς ἀφοῦ ἦλθε
ἔλεγε: «Κάντε καρποὺς ἄξιους τῆς μετάνοιας» (Ματθ. γ΄[3] 3), πράγμα τὸ
ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ἑτοιμάσατε τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου». Βλέπεις
ὅτι μὲ ὅσα εἶπε ὁ Προφήτης καὶ μὲ ὅσα κήρυττε ὁ Ἰωάννης, ἕνα μόνο
πράγμα δηλώνεται, ὅτι δηλαδὴ ἦλθε ὁ Ἰωάννης νὰ ἐξομαλύνει τὸν
δρόμο καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, ὄχι γιὰ νὰ προσφέρει
τὴν δωρεά, πράγμα ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ
μόνο προετοίμαζε τὶς ψυχὲς ἐκείνων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεχθοῦν τὸν Θεὸ
τῶν ὅλων.
Ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς
Λουκᾶς λέγει καὶ κάτι ἐπιπλέον. Δηλαδή, δὲν ἔθεσε τὸ προοίμιο μόνο
καὶ σταμάτησε, ἀλλὰ παραθέτει ὁλόκληρη τὴν προφητεία: «πάσα φάραγξ
πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὅρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ
σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πάσα
σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ [: Κάθε φαράγγι θὰ γεμίσει (θὰ σκεπασθοῦν
δηλαδὴ τὰ χάσματα, ποὺ ἡ ἔλλειψη τῆς ἀρετῆς δημιουργεῖ στὶς ψυχὲς)
καὶ κάθε ὅρος καὶ βουνὸ θὰ χαμηλώσει καὶ θὰ ἰσοπεδωθεῖ (κάθε δηλαδὴ
ἐγωισμὸς καὶ ὑψηλοφροσύνη, ποὺ ἐμποδίζει τὴν λυτρωτικὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ, θὰ ἐξαλειφθεῖ καὶ θὰ σβήσει ἀπὸ τὶς ψυχὲς) τὰ στραβὰ καὶ ἀνώμαλα
μονοπάτια θὰ γίνουν εὐθεία ὁδὸς καὶ οἱ πετρώδεις δρόμοι ὁμαλοί. (Ἀνωμαλίες
καὶ τραχύτητες καὶ ἰδιοτροπίες ποὺ δημιουργοῦν τὰ πάθη, θὰ φύγουν
ἀπὸ τὶς ψυχές, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν αὐτὲς τὸν Σωτήρα). Καὶ ὅταν θὰ πραγματοποιηθεῖ
αὐτὴ ἡ ἠθικὴ προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος θὰ
δεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσει τὴν σωτηρία ποὺ στέλνει ὁ Θεός” (Λουκ. γ΄[3] 5-6·
Ἡσ. μ΄[40] 4-5). […]
(Ἀποσπάσματα
ἀπὸ τὴν ὁμιλία Ἰ΄ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
τοῦ Χρυσοστόμου)
ΠΗΓΗ:
http://kirigmata.blogspot.com/2020/01/blog- post_64.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου