Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ          

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ

(3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 


Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, νῆ­φε ν πᾶ­σι, κα­κο­πά­θη­σον, ἔρ­γον πο­ί­η­σον εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐ­γὼ γρ ἤ­δη σπέν­δο­μαι, κα και­ρὸς τς ἐ­μῆς ἀ­να­λύ­σε­ως ἐ­φέ­στη­κε. τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να ἠ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταί μοι τς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ν ἀ­πο­δώ­σει μοι Κύ­ριος ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ, δί­και­ος κρι­τής, ο μό­νον δ ἐ­μοὶ, ἀλ­λὰ κα πᾶ­σι τος ἠ­γα­πη­κό­σι τν ἐ­πι­φά­νειαν αὐ­τοῦ.

                                         (Β΄ Τιμ. δ΄[4] 5 – 8)                                                                                             

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πρό­σε­χε ἄ­γρυ­πνα ὅ­λα ὅ­σα σο πα­ρου­σιά­ζει τό ποι­μαν­τι­κό σου ἔρ­γο. Κο­πί­α­σε, κά­νε ἔρ­γο εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, ὁ­λο­κλή­ρω­σε μέ ἐ­πι­τυ­χί­α τή δι­α­κο­νί­α πού σο ἀ­να­τέ­θη­κε στήν Ἐκ­κλη­σί­αΝά ἀ­γρυ­πνεῖς καί νά κο­πιά­ζεις, δι­ό­τι ἐ­γώ τώ­ρα χύ­νω τό αἷ­μα μου ς σπον­δή καί θυ­σί­α στό Θε­ό· καί και­ρός τς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς μου ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό εἶ­ναι πο­λύ κον­τά. Ἔ­χω ἀ­γω­νι­σθεῖ τόν κα­λό ἀ­γώ­να γιά τή δι­ά­δο­ση το Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­χω φθά­σει στό τέ­λος το δρό­μου τς ἀ­ρε­τῆς καί τς ἐκ­πλη­ρώ­σε­ως τς ἀ­πο­στο­λῆς μου. Ἔ­χω δι­α­φυ­λά­ξει τήν πί­στη.  Λοι­πόν τώ­ρα πιά μέ πε­ρι­μέ­νει τό στε­φά­νι πού ἀ­νή­κει ὡς βρα­βεῖ­ο στή δι­και­ο­σύ­νη καί τήν ἀ­ρε­τή. Τό στε­φά­νι αὐ­τό θά μο τό δώ­σει ς ἀν­τα­μοι­βή ὁ Κύ­ριος κα­τά τήν ἔν­δο­ξη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα τς Κρί­σε­ως, δί­και­ος κρι­τής. Θά τό δώ­σει μά­λι­στα ὄ­χι μό­νο σέ μέ­να, ἀλ­λά καί σ’ ὅ­λους ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­γα­πή­σει καί μέ πό­θο πε­ρι­μέ­νουν τήν ἔν­δο­ξη ἐμ­φά­νι­σή του

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)

Ἀρ­χὴ το εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ το Θε­οῦ. ς γέ­γρα­πται ν τος προ­φή­ταις, ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τν ἄγ­γε­λόν μου πρ προ­σώ­που σου, ς κα­τα­σκευ­ά­σει τν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου· φω­νὴ βο­ῶν­τος ν τ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τς τρί­βους αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ν τ ἐ­ρή­μῳ κα κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας ες ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρς αὐ­τὸν πᾶ­σα Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα κα ο Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, κα ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ν τ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. ν δ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου κα ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, κα ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας κα μέ­λι ἄ­γριον. κα ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων· Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, ο οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κύ­ψας λῦ­σαι τν ἱ­μάν­τα τν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ. ἐ­γὼ μν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι, αὐ­τὸς δ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ. 

                                      (Μάρκ. α΄[1]  1-8)                                                                              

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΟΜΙΛΙΑ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Καὶ γιὰ ποι­ὸ λό­γο, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ρω­τή­σει κά­ποι­ος, ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τριά­ντα χρό­νια, ἦλ­θε γιὰ νὰ βα­πτι­σθεῖ; Με­τὰ τὸ βά­πτι­σμα αὐ­τό, λοι­πόν, σκό­πευ­ε νὰ κα­ταρ­γή­σει τὸν νό­μο. Γι᾿ αὐ­τὸ μέ­χρι τῆς ἡ­λι­κί­ας αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποί­α προ­σβάλ­λε­ται ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πα­ρα­μέ­νει καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει αὐ­τὸν καθ᾿ ὁ­λο­κλη­ρί­αν, ὥ­στε κα­νέ­νας νὰ μὴν ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι κα­τήρ­γη­σε αὐ­τόν, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν τη­ρή­σει. Δι­ό­τι δὲ δε­χό­μα­στε πάν­το­τε ὅ­λων μα­ζὶ τῶν πα­θῶν τὴν ἐ­πί­θε­ση· ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α μᾶς δι­α­κρί­νει ἡ ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α καὶ ἡ δει­λί­α, στὴ συ­νέ­χεια δὲ ἡ σφο­δρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ τὶς ἡ­δο­νὲς καὶ ἔ­πει­τα ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν χρη­μά­των. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, ἀ­φοῦ πε­ρί­με­νε σὲ ὅ­λα τὰ στά­δια τῆς ἡ­λι­κί­ας καὶ ἀ­φοῦ σὲ ὅ­λα αὐ­τὰ τή­ρη­σε τὸν νό­μο, ἔ­τσι ἔρ­χε­ται γιὰ νὰ βα­πτι­σθεῖ, το­πο­θε­τών­τας τὸ βά­πτι­σμα στὸ τέ­λος με­τὰ τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν ἄλ­λων ἐν­το­λῶν.

Τὸ ὅ­τι δὲ τὸ βά­πτι­σμα ἦ­ταν γι᾿ αὐ­τὸν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κα­τόρ­θω­μα ἀ­πὸ τὰ ὁ­ρι­ζό­με­να ἀ­πὸ τὸν νό­μο, ἄ­κου­σε τί λέ­γει: «Δι­ό­τι ἔ­τσι εἶ­ναι πρέ­πον σὲ ἐ­μᾶς νὰ ἐ­κτε­λέ­σου­με κά­θε ἐν­το­λὴ» (Ματθ. γ΄ [3] 15). Αὐ­τὸ δὲ ποὺ λέ­γει, ση­μαί­νει τὸ ἑ­ξῆς· Ἐ­φαρ­μό­σα­με ὅ­λες τὶς νο­μι­κὲς δι­α­τά­ξεις, δὲν πα­ρα­βι­ά­σα­με κα­μί­α ἐν­το­λή. Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, αὐ­τὸ μας μέ­νει ἀ­κό­μη, πρέ­πει νὰ τὸ προ­σθέ­σου­με καὶ αὐ­τὸ καὶ ἔ­τσι θὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με κά­θε δι­και­ο­σύ­νη. Δι­και­ο­σύ­νη δὲ ὀ­νο­μά­ζει ἐ­δῶ τὴν τή­ρη­ση ὅ­λων τῶν ἐν­το­λῶν· ὅ­τι αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ Χρι­στὸς ἤ­θε­λε νὰ βα­πτι­σθεῖ, εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ἀ­πὸ τὰ ἀ­νω­τέ­ρω.

Ἀλ­λὰ για­τί ἀ­να­τέ­θη­κε τοῦ­το τὸ βά­πτι­σμα στὸν Ἰ­ω­άν­νη; Τὸ ὅ­τι βέ­βαι­α ὁ υἱ­ὸς τοῦ Ζα­χα­ρί­α δὲν πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση αὐ­τὴ νὰ βα­πτί­ζει ἀ­πὸ μό­νος του, ἀλ­λὰ ἐ­κτε­λοῦ­σε τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ πα­ρα­κι­νού­με­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ ὁ Λου­κᾶς τὸ φα­νε­ρώ­νει, ὅ­ταν λέ­γει: «Δό­θη­κε ἐν­το­λὴ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ πρὸς τὸν Ἰ­ω­άν­νη» (Λουκ. γ΄[3] 2) καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ λέ­γει: «Ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ ἀ­πέ­στει­λε νὰ βα­πτί­ζω μὲ νε­ρό, ἐ­κεῖ­νος μου εἶ­πε· σὲ  ὅ­ποι­ον θὰ δεῖς τὸ Πνεῦ­μα νὰ κα­τε­βαί­νει σὰν πε­ρι­στε­ρὰ καὶ νὰ μέ­νει ἐ­πά­νω Του, Αὐ­τὸς εἶ­ναι ποὺ βα­πτί­ζει μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιο» (Ἰ­ω­άν. α΄[1] 33).

Καὶ γιὰ ποι­ὸ σκο­πὸ ἀ­πε­στά­λη νὰ βα­πτί­ζει; Καὶ αὐ­τό, πά­λι, ὁ Βα­πτι­στὴς μᾶς τὸ γνω­στο­ποι­εῖ λέ­γον­τας: «Καὶ ἐ­γὼ ὁ ἴ­διος δὲν Τὸν γνώ­ρι­ζα προ­η­γου­μέ­νως, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ γί­νει Αὐ­τὸς φα­νε­ρὸς στοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ἦλ­θα ἐ­γὼ καὶ βα­πτί­ζω μὲ νε­ρὸ στὰ ὕ­δα­τα τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου»(Ἰ­ω­άν. α΄[1] 31).

Μὰ ἐ­ὰν ἦ­ταν μό­νο αὐ­τὴ ἡ αἰ­τί­α τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του, τό­τε για­τί λέ­γει ὁ Λου­κᾶς ὅ­τι «ἦλ­θε σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη καὶ κή­ρυτ­τε βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας γιὰ ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν» (Λουκ. γ΄[3] 3); Βέ­βαι­α, τὸ βά­πτι­σμα αὐ­τὸ δὲν ἔ­σβη­νε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λὰ ἡ δω­ρε­ὰ αὐ­τὴ ἦ­ταν γνώ­ρι­σμα τοῦ βα­πτί­σμα­τος ποὺ δό­θη­κε στὴ συ­νέ­χεια. Δι­ό­τι, μέ­σω τοῦ βα­πτί­σμα­τός μας ἐν­τα­φι­α­στή­κα­με μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ ὁ πα­λαι­ός μας ἑ­αυ­τὸς συ­σταυ­ρώ­θη­κε τό­τε, καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρὸ δὲν ὑ­πάρ­χει ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση· πάν­το­τε, βέ­βαι­α, τὸ αἷ­μα Αὐ­τοῦ θε­ω­ρεῖ­ται ὡς αἰ­τί­α τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ Παῦ­λος λέ­γει: «Ἀλ­λὰ λου­σθή­κα­τε μὲ τὸ ἅ­γιο βά­πτι­σμα καὶ κα­θα­ρι­σθή­κα­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα», ὄ­χι μὲ τὸ βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, «ἀλ­λὰ πή­ρα­τε τὸν ἁ­για­σμὸ ποὺ χα­ρί­ζει τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιο, γί­να­τε δί­και­οι ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ διὰ τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ μᾶς» (Α΄Κο­ρινθ. Ϛ΄[6] 11). Καὶ σὲ ἄλ­λο βι­βλί­ο λέ­γει: «ὁ Ἰ­ω­άν­νης μὲν σᾶς βά­πτι­σε σὲ βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας καὶ προ­πα­ρα­σκευ­ῆς» καὶ δὲν λέ­γει «ἀ­φέ­σε­ως», «λέ­γον­τας συγ­χρό­νως στὸν λα­ὸ νὰ πι­στέ­ψουν σὲ ἐ­κεῖ­νον, ποὺ θὰ ἐρ­χό­ταν κα­τό­πιν ἀ­πὸ αὐ­τόν, δη­λα­δὴ στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ μό­νος θὰ ἔ­δι­δε ἄ­φε­ση καὶ σω­τη­ρί­α”. Πραγ­μα­τι­κά, ἀ­φοῦ ἀ­κό­μη δὲν εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἡ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, οὔ­τε τὸ ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­χε κα­τέ­βει, οὔ­τε ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε συγ­χω­ρη­θεῖ, οὔ­τε ἡ ἔ­χθρα με­τα­ξὺ Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­που εἶ­χε κα­ταρ­γη­θεῖ, οὔ­τε ἡ κα­τά­ρα εἶ­χε ἀ­φα­νι­στεῖ, πῶς ἐ­πρό­κει­το νὰ γί­νει ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν;

Τό­τε τί ση­μαί­νει ἡ ἔκ­φρα­ση «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν» (Λουκ. γ΄[3] 3· Μάρκ. α΄[1] 4); Οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἦ­ταν ἀ­γνώ­μο­νες καὶ οὐ­δέ­πο­τε δὲ συ­ναι­σθά­νον­ταν τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, ἀλ­λά, ἐ­νῶ ἤ­σαν ἔ­νο­χοι γιὰ τὰ βα­ρύ­τε­ρα πα­ρα­πτώ­μα­τα, δι­καί­ω­ναν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο τοὺς ὁ­δή­γη­σε στὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τοὺς ἀ­πο­μά­κρυ­νε ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Αὐ­τὴν τὴν κα­τη­γο­ρί­α ἀ­πο­δί­δον­τας σὲ αὐ­τοὺς καὶ ὁ Παῦ­λος ἔ­λε­γε· «Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀ­γνό­η­σαν μὲν καὶ πα­ρα­μέ­ρι­σαν τὴ δι­καί­ω­ση, ποὺ ἐξ ἀ­γά­πης πα­ρέ­χει ὁ Θε­ός, ζη­τοῦν δὲ νὰ στή­σουν τὶς δι­κές τους ἀν­τι­λή­ψεις πε­ρὶ δι­και­ώ­σε­ως καὶ ἔ­τσι δὲν ὑ­πο­τά­χθη­καν στὴν δι­καί­ω­ση τοῦ Θε­οῦ (Ρωμ. ι΄[10] 3)». Καὶ πά­λι· «Τί λοι­πὸν θὰ συμ­πε­ρά­νου­με τώ­ρα; Ὅ­τι τὰ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὰ ἔ­θνη ποὺ δὲν ἐ­πε­δί­ω­καν νὰ δι­και­ω­θοῦν, κα­τέ­λα­βαν ὡς κτῆ­μα τους τὴν δι­καί­ω­ση, δι­καί­ω­ση δὲ ἡ ὁ­ποί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη, οἱ δὲ Ἰσ­ρα­η­λί­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­ζη­τοῦ­σαν τὴν δι­καί­ω­σή τους διὰ τοῦ Νό­μου στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Νό­μο τῆς δι­και­ώ­σε­ως, δὲν κα­τόρ­θω­σαν νὰ φθά­σουν. Για­τί; Δι­ό­τι δὲν ἐ­πε­δί­ω­καν τὴν δι­καί­ω­σή τους διὰ τῆς πί­στε­ως στὸν Χρι­στό, ἀλ­λὰ διὰ τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, σὰν νὰ ἦ­ταν δυ­να­τὸν μὲ ἔρ­γα τοῦ Νό­μου νὰ δι­και­ω­θοῦν. Δι­ό­τι ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πι­στί­ας τους “σκόν­τα­ψαν ἐ­πά­νω στὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πῆρ­ξε γι᾿ αὐ­τοὺς λί­θος προ­σκόμ­μα­τος”» (Ρωμ .θ΄[9] 30-32).

Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῶν κα­κῶν, ἔρ­χε­ται  Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν κά­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ προ­σπα­θεῖ νὰ τοὺς φέ­ρει σὲ συ­ναί­σθη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους. Ἐ­ξάλ­λου, αὐ­τὸ φα­νέ­ρω­νε καὶ ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή του ἐμ­φά­νι­ση ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἐμ­φά­νι­ση με­τα­νοί­ας καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως: «φο­ροῦ­σε ἔν­δυ­μα ἀ­πὸ τρί­χες κα­μή­λου καὶ δερ­μά­τι­νη ζώ­νη, γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν μέ­ση του» (Ματθ. γ΄[3] 4). Τὸ ἴ­διο φα­νέ­ρω­νε καὶ τὸ κή­ρυγ­μά του, δι­ό­τι δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ «νὰ κά­νε­τε καρ­ποὺς ἄ­ξιους τῆς με­τα­νοί­ας» (Ματθ. γ΄[3] 8· Λουκ. γ΄[3] 8).

Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν, ἡ μὴ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν οἰ­κεί­ων ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξε καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τοὺς ἔ­κα­νε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό, ἐ­νῶ ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς τους τοὺς γεν­νοῦ­σε τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν τὸν Λυ­τρω­τὴ καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, γιὰ νὰ συν­τε­λέ­σει σὲ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς καὶ νὰ πεί­σει αὐ­τοὺς νὰ με­τα­νο­ή­σουν· ὄ­χι βέ­βαι­α γιὰ νὰ τι­μω­ρη­θοῦν, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ μὲ τὴ με­τά­νοι­α γί­νουν πιὸ τα­πει­νοὶ καὶ κα­τη­γο­ρή­σουν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους, νὰ σπεύ­σουν γιὰ νὰ λά­βουν τὴ συγ­χώ­ρη­ση.

Κοί­τα­ξε, λοι­πόν, μὲ πό­ση ἀ­κρί­βεια κα­θό­ρι­σε αὐ­τό. Δι­ό­τι ἀ­φοῦ εἶ­πε· «ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ Ἰ­ω­άν­νης καὶ κή­ρυσ­σε βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας στὴν ἔ­ρη­μο τῆς Ἰ­ου­δαί­ας», πρό­σθε­σε «πρὸς συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν» (Μαρκ. α΄[1] 4), σὰν νὰ ἔ­λε­γε, δη­λα­δή, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ του βα­πτί­σμα­τος ἔ­πει­θε αὐ­τοὺς νὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους καὶ νὰ με­τα­νο­ή­σουν γι᾿ αὐ­τά, ὄ­χι γιὰ νὰ τι­μω­ρη­θοῦν, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ δε­χθοῦν εὐ­κο­λό­τε­ρα τὴν κα­το­πι­νὴ συγ­χώ­ρη­ση. Δι­ό­τι ἐ­ὰν δὲν κα­τα­λό­γι­ζαν τὶς ἁ­μαρ­τί­ες στοὺς ἑ­αυ­τούς τους, οὔ­τε τὴ Χά­ρη δὲ θὰ ζη­τοῦ­σαν. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲ ζη­τοῦ­σαν τὴν χά­ρη, οὔ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση δὲ θὰ ἐ­λάμ­βα­ναν. Ὥ­στε τὸ βά­πτι­σμα αὐ­τὸ προ­ε­τοί­μα­ζε τὸν δρό­μο γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­λε­γε ὁ Ἰ­ω­άν­νης στὸν λα­ό· «νὰ πι­στέ­ψουν σὲ Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ θὰ ἐρ­χό­ταν κα­τό­πιν ἀ­πὸ αὐ­τόν, δη­λα­δὴ στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος μο­νά­χα θὰ ἔ­δι­δε ἄ­φε­ση καὶ σω­τη­ρί­α» (Πραξ. ιθ΄[19] 4), προ­σθέ­τον­τας καὶ αὐ­τὴ τὴ σκο­πι­μό­τη­τα τοῦ βα­πτί­σμα­τος σὲ αὐ­τὴν ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­κε πα­ρα­πά­νω.

Πραγ­μα­τι­κά, δὲν ἦ­ταν τὸ ἴ­διο τὸ νὰ πε­ρι­έρ­χε­ται τὰ σπί­τια καὶ νὰ πε­ρι­φέ­ρει τὸν Χρι­στὸ κρα­τών­τάς Τον ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ λέ­γει: «Νὰ πι­στέ­ψε­τε σὲ Αὐ­τόν», μὲ τὸ νὰ ἀ­κου­σθεῖ ἡ μα­κα­ρί­α ἐ­κεί­νη φω­νὴ «οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός, ἐν ᾧ εὐ­δό­κη­σα [: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος (ὁ μο­νο­γε­νὴς ὡς Θε­ὸς υἱ­ός μου, καὶ ὁ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­να­μάρ­τη­τος ὡς ἄν­θρω­πος) στὸν ὁ­ποῖ­ον ἀ­να­παύ­ο­μαι πάν­το­τε πλή­ρως, δι­ό­τι πράτ­τει τὸ ἀ­ρε­στὸ σὲ ἐ­μέ­να] (Ματθ. γ΄[3] 16-17)» καὶ νὰ γί­νουν ὅ­λα τὰ ἄλ­λα, ἐ­νῶ ἦ­σαν ὅ­λοι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι καὶ ἔ­βλε­παν τὰ συμ­βαί­νον­τα.

Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ἔρ­χε­ται γιὰ νὰ βα­πτι­σθεῖ. Δι­ό­τι ἡ ὑ­πό­λη­ψη τοῦ βα­πτί­ζον­τος καὶ ἡ ὑ­πό­θε­ση τοῦ βα­πτί­σμα­τος προ­σέλ­κυ­ε ὁ­λό­κλη­ρη τὴν πό­λη καὶ τὴν κα­λοῦ­σε πρὸς τὸν Ἰ­ορ­δά­νη καὶ με­γά­λη συγ­κέν­τρω­ση, σὰν σὲ θέ­α­τρο, πραγ­μα­το­ποι­οῦ­ταν. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τόν, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὅ­ταν συγ­κεν­τρώ­θη­καν τοὺς ἐ­λέγ­χει καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τοὺς πεί­σει νὰ μὴν ἔ­χουν με­γά­λη ἰ­δέ­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τάς τους ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­νο­χοι γιὰ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἐ­ὰν δὲ με­τα­νο­ή­σουν καὶ δὲν ἀ­φή­σουν τὴ συ­νε­χῆ ἀ­να­φο­ρὰ στοὺς προ­γό­νους καὶ τὴν καύ­χη­ση γιὰ τὴν εὐ­γε­νι­κή τους κα­τα­γω­γὴ καὶ δὲ δε­χθοῦν τὸν Ἐρ­χό­με­νο.

Δι­ό­τι εἶ­χαν βέ­βαι­α συ­σκια­σθεῖ τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ πα­λαι­ό­τε­ρα καὶ πί­στευ­αν οἱ πολ­λοὶ ὅ­τι εἶ­χε πε­θά­νει ἐ­ξαι­τί­ας τῆς σφα­γῆς ποὺ ἔ­λα­βε χώ­ρα στὴ Βη­θλε­ὲμ ἀ­πὸ τὸν Ἡ­ρώ­δη. Βέ­βαι­α φα­νέ­ρω­σε τὸν ἑ­αυ­τό Του ὅ­ταν ἦ­ταν δώ­δε­κα ἐ­τῶν, ἀλ­λὰ γρή­γο­ρα πέ­ρα­σε πά­λι στὴν ἀ­φά­νεια. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, χρει­ά­ζον­ταν λαμ­πρὰ προ­οί­μια καὶ κά­ποι­α ὑ­ψη­λό­τε­ρη ἀρ­χὴ τοῦ ἔρ­γου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τό­τε κα­τὰ πρῶ­τον, ὅ­σα οὐ­δέ­πο­τε δὲν ἄ­κου­σαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, οὔ­τε ἀ­πὸ τοὺς προ­φῆ­τες, οὔ­τε ἀ­πὸ ἄλ­λον κα­νέ­να, δι­α­κη­ρύσ­σει μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὴν ἐ­κεῖ Βα­σι­λεί­α, χω­ρὶς νὰ λέ­γει τί­πο­τα πε­ρὶ τῆς γῆς, πλέ­ον. Ὅ­ταν δὲ λέ­γει «Βα­σι­λεί­ας», ἐν­νο­εῖ ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ τὴν πρώ­τη καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α.

«Καὶ τί σχέ­ση ἔ­χει αὐ­τὸ μὲ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους;», θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ρω­τή­σει κα­νείς. Πραγ­μα­τι­κὰ δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τί λές. Μὰ γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὁ­μι­λῶ μὲ τέ­τοι­ον τρό­πο, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὥ­στε πα­ρα­κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­σά­φεια τῶν λε­γο­μέ­νων, νὰ θε­λή­σουν νὰ ἀ­να­ζη­τή­σουν τὸν κη­ρυτ­τό­με­νο. Ἔ­τσι λοι­πὸν τοὺς προ­σείλ­κυ­ε μὲ τὶς χρη­στὲς ἐλ­πί­δες, ὅ­ταν πή­γαι­ναν κον­τά του, ὥ­στε καὶ πολ­λοὶ τε­λῶ­νες («ἦλ­θον δὲ καὶ τε­λῶ­ναι βα­πτι­σθῆ­ναι» Λουκ. γ΄[3] 12-13) καὶ στρα­τι­ω­τι­κοὶ (Λουκ. γ΄[3] 14) νὰ ρω­τοῦν τί πρέ­πει νὰ πράτ­τουν καὶ πῶς νὰ ρυθ­μί­ζουν τὴ ζω­ή τους, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι εἶ­χαν ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πὸ τὰ ἐ­πί­γεια πράγ­μα­τα καὶ φρόν­τι­ζαν γιὰ ἄλ­λα σπου­δαι­ό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα καὶ ὅ­τι ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν τὰ μελ­λον­τι­κὰ ἀ­γα­θά, δι­ό­τι ὅ­λα, καὶ οἱ πρά­ξεις καὶ οἱ λό­γοι τοὺς ἐ­νέ­πνε­αν ὑ­ψη­λὸ φρό­νη­μα.

Σκέ­ψου λοι­πὸν τί σή­μαι­νε νὰ δοῦν ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν υἱ­ὸς ἀρ­χι­ε­ρέ­ως, νὰ ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τριά­ντα χρό­νια, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει χρεια­στεῖ πο­τὲ μέ­χρι τώ­ρα τί­πο­τε ἀ­πὸ τὰ ἀν­θρώ­πι­να καὶ νὰ εἶ­ναι ἄ­ξιος σε­βα­σμοῦ ἀ­πὸ πά­σης ἀ­πό­ψε­ως, ἔ­χον­τας μα­ζί του τὸν προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α. Δι­ό­τι ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸς πα­ρών, προ­βάλ­λον­τας τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ λέ­γον­τας· «Αὐ­τὸς δὲ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε προ­φη­τεύ­σει ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας λέ­γον­τας· ‘’­ἰ­δοὺ ἀ­κού­γε­ται φω­νὴ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος κρά­ζει με­γα­λο­φώ­νως στὴν ἔ­ρη­μο· Ἑ­τοι­μά­στε τὸν δρό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου, κάν­τε εὐ­θεῖς καὶ ὁ­μα­λοὺς τοὺς δρό­μους αὐ­τοῦ· (δη­λα­δὴ προ­πα­ρα­σκευά­στε τὶς καρ­δι­ές σας καὶ κα­θα­ρί­στε τὶς ψυ­χές σας, γιὰ νὰ τὶς ἐ­πι­σκε­φτεῖ ὁ Κύ­ριος). Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­πα ὅ­τι θὰ ἔλ­θει καὶ θὰ φω­νά­ζει καὶ θὰ κη­ρύτ­τει μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ στὴν ἔ­ρη­μο»(Ματθ. γ΄[3] 3· Ἡσ. μ΄[40] 3). Δι­ό­τι τό­σο πο­λὺ φρόν­τι­ζαν οἱ προ­φῆ­τες γιὰ τὰ πράγ­μα­τα αὐ­τά, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο γιὰ τὸν Κύ­ριό τους πρὸ πολ­λοῦ χρό­νου νὰ προ­φη­τεύ­σουν, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πρό­κει­το νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει αὐ­τόν. Καὶ ὄ­χι μό­νο αὐ­τὸν ἀ­να­φέ­ρουν ἀλ­λὰ καὶ τὸν τό­πο στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πρό­κει­το νὰ πα­ρα­μεί­νει καὶ τὸν τρό­πο τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἀ­ξι­ο­ποι­οῦ­σε ὅ­ταν θὰ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στοὺς ἀν­θρώ­πους, κα­θὼς καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς δρά­σε­ως αὐ­τοῦ.

Κοί­τα­ξε, λοι­πόν, πῶς κα­τα­λή­γουν στὰ ἴ­δια νο­ή­μα­τα, ἂν καὶ δὲ χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὶς ἴ­δι­ες λέ­ξεις, καὶ ὁ Προ­φή­της καὶ ὁ Βα­πτι­στής. Πραγ­μα­τι­κά, ὁ μὲν Προ­φή­της λέ­γει ὅ­τι θὰ ἔλ­θει, λέ­γον­τας: «Ἑ­τοι­μά­στε τὸν δρό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου, κάν­τε ἴ­σιους καὶ ὁ­μα­λοὺς τοὺς δρό­μους Αὐ­τοῦ» (Ἤσ. μ΄[40] 3)· ὁ δὲ Βα­πτι­στὴς ἀ­φοῦ ἦλ­θε ἔ­λε­γε: «Κάν­τε καρ­ποὺς ἄ­ξιους τῆς με­τά­νοι­ας» (Ματθ. γ΄[3] 3), πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ τὸ «ἑ­τοι­μά­σα­τε τὸν δρό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου». Βλέ­πεις ὅ­τι μὲ ὅ­σα εἶ­πε ὁ Προ­φή­της καὶ μὲ ὅ­σα κή­ρυτ­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἕ­να μό­νο πράγ­μα δη­λώ­νε­ται, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­άν­νης νὰ ἐ­ξο­μα­λύ­νει τὸν δρό­μο καὶ νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Μεσ­σί­α, ὄ­χι γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει τὴν δω­ρε­ά, πράγ­μα ποὺ ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, ἀλ­λὰ μό­νο προ­ε­τοί­μα­ζε τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων, ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ δε­χθοῦν τὸν Θε­ὸ τῶν ὅ­λων.

Ὁ δὲ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς λέ­γει καὶ κά­τι ἐ­πι­πλέ­ον. Δη­λα­δή, δὲν ἔ­θε­σε τὸ προ­οί­μιο μό­νο καὶ στα­μά­τη­σε, ἀλ­λὰ πα­ρα­θέ­τει ὁ­λό­κλη­ρη τὴν προ­φη­τεί­α: «πά­σα φά­ραγξ πλη­ρω­θή­σε­ται καὶ πᾶν ὅ­ρος καὶ βου­νὸς τα­πει­νω­θή­σε­ται, καὶ ἔ­σται τὰ σκο­λιὰ εἰς εὐ­θεῖ­αν καὶ αἱ τρα­χεῖ­αι εἰς ὁ­δοὺς λεί­ας, καὶ ὄ­ψε­ται πά­σα σὰρξ τὸ σω­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ [: Κά­θε φα­ράγ­γι θὰ γε­μί­σει (θὰ σκε­πα­σθοῦν δη­λα­δὴ τὰ χά­σμα­τα, ποὺ ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς ἀ­ρε­τῆς δη­μι­ουρ­γεῖ στὶς ψυ­χὲς) καὶ κά­θε ὅ­ρος καὶ βου­νὸ θὰ χα­μη­λώ­σει καὶ θὰ ἰ­σο­πε­δω­θεῖ (κά­θε δη­λα­δὴ ἐ­γω­ι­σμὸς καὶ ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη, ποὺ ἐμ­πο­δί­ζει τὴν λυ­τρω­τι­κὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, θὰ ἐ­ξα­λει­φθεῖ καὶ θὰ σβή­σει ἀ­πὸ τὶς ψυ­χὲς) τὰ στρα­βὰ καὶ ἀ­νώ­μα­λα μο­νο­πά­τια θὰ γί­νουν εὐ­θεί­α ὁ­δὸς καὶ οἱ πε­τρώ­δεις δρό­μοι ὁ­μα­λοί. (Ἀ­νω­μα­λί­ες καὶ τρα­χύ­τη­τες καὶ ἰ­δι­ο­τρο­πί­ες ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν τὰ πά­θη, θὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὶς ψυ­χές, γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χθοῦν αὐ­τὲς τὸν Σω­τή­ρα). Καὶ ὅ­ταν θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ αὐ­τὴ ἡ ἠ­θι­κὴ προ­πα­ρα­σκευ­ή, τό­τε κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­τος ἄν­θρω­πος θὰ δεῖ καὶ θὰ ἀ­πο­λαύ­σει τὴν σω­τη­ρί­α ποὺ στέλ­νει ὁ Θε­ός” (Λουκ. γ΄[3] 5-6· Ἡσ. μ΄[40] 4-5). […]

(Ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ τὴν ὁ­μι­λί­α Ἰ΄ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ Χρυ­σο­στό­μου)

ΠΗΓΗ: http://kirigmata.blogspot.com/2020/01/blog- post_64.html#more

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου