Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

(24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΑ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξιος, ὅ­τι Χρι­στὸς ᾽Ι­η­σοῦς ἦλ­θεν εἰς τὸν κό­σμον ἁ­μαρ­τω­λοὺς σῶ­σαι, ὧν πρῶ­τός εἰ­μι ἐ­γώ· ἀλ­λὰ διὰ τοῦ­το ἠ­λε­ή­θην, ἵ­να ἐν ἐ­μοὶ πρώ­τῳ ἐν­δε­ί­ξη­ται ᾽Ι­η­σοῦς Χρι­στὸς τὴν πᾶ­σαν μα­κρο­θυ­μί­αν, πρὸς ὑ­πο­τύ­πω­σιν τῶν μελ­λόν­των πι­στε­ύ­ειν ἐπ᾽ αὐ­τῷ εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Τῷ δὲ βα­σι­λεῖ τῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­φθάρ­τῳ, ἀ­ο­ρά­τῳ, μό­νῳ σο­φῷ Θε­ῷ, τι­μὴ καὶ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.

(Α΄Τιμ. α΄[1] 15-17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

 Παιδί μου Τιμόθεε, ὁ λό­γος ποὺ θὰ πῶ εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος καὶ ἄ­ξιος νὰ τὸν δε­χθοῦν ὅ­λοι μὲ τὴν ψυ­χή τους: ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἦλ­θε στὸν κό­σμο νὰ σώ­σει ἁ­μαρ­τω­λούς, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους πρῶ­τος εἶ­μαι ἐ­γώ. Ἀλ­λὰ ἀ­κρι­βῶς γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­λε­ή­θη­κα, γιὰ νὰ δεί­ξει ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς σὲ μέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον ὅ­λη του τὴ μα­κρο­θυ­μί­α, ὥ­στε νὰ χρη­σι­μεύ­σω ὡς ὑ­πό­δειγ­μα σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ πρό­κει­ται νὰ πι­στέ­ψουν σ᾿ αὐ­τὸν καὶ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν ἔ­τσι τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Στὸ βα­σι­λιὰ λοι­πὸν ποὺ εἶ­ναι κύ­ριος τῶν αἰ­ώ­νων καὶ ὅ­λων τῶν κτι­σμά­των ποὺ ἔ­γι­ναν μέ­σα στοὺς αἰ­ῶ­νες αὐ­τούς, στὸν ἄ­φθαρ­το, ἀ­ό­ρα­το, ἕ­να καὶ μό­νο σο­φὸ Θε­ό, ἂς εἶ­ναι τι­μὴ καὶ δό­ξα στοὺς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.    

                                                  (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ὅ­πως κά­θε μέ­ρα, ὁ τυ­φλὸς Βαρ­τί­μαι­ος (Μάρκ. ι΄[10] 46) «ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν». Ζη­τι­ά­νευ­ε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, διὰ νὰ ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σει τὸν ἐ­πι­ού­σιο ἄρ­το. Ἀλλ᾿ ἄ­κου­σε βή­μα­τα καὶ ὁ­μι­λί­ες «ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου». Κά­τι λοι­πὸν ἀ­συ­νή­θι­στο συ­νέ­βαι­νε. Ἐ­ρώ­τη­σε αὐ­τούς, ποὺ εὑ­ρέ­θη­σαν κον­τά του, καὶ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­τι «Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται».

Αὐ­τὸ ἦ­ταν. Σὰν τε­ρά­στια φλό­γα κα­μί­νου, σὰν πυ­ρα­κτω­μέ­νη λά­βα ἡ­φαι­στεί­ου ξε­πε­τά­χθη­κε ἀ­πὸ τὴν καρ­διά του ἡ πί­στη του, ποὺ ἔ­γι­νε ὁ­μο­λο­γί­α καὶ ἐ­πί­κλη­ση μὲ φω­νὴ δυ­να­τή: «Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με»! 

Ὁ πο­λὺς κό­σμος, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε, Τὸν ὀ­νό­μα­ζε «δι­δά­σκα­λον», ἄλ­λοι «υἱ­ὸν τοῦ Ἰ­ω­σήφ», ἄλ­λοι «ἕ­να τῶν προ­φη­τῶν». Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἔ­βλε­πε μὲ τὰ μά­τια τοῦ σώ­μα­τος θαύ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὰ θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο θέ­α­μα καὶ προ­σέ­τρε­χε γιὰ νὰ δεῖ καὶ ἄλ­λα. 

Ὁ Βαρ­τί­μαι­ος δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε μὲ τὰ μά­τια τοῦ σώ­μα­τος. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­μως τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τὶς εὐ­αί­σθη­τες κε­ραί­ες τῆς ψυ­χῆς του. Καὶ τὸ ὡ­μο­λο­γοῦ­σε καὶ τὸ δι­α­κή­ρυτ­τε: «Υἱ­ὲ Δαυ­ίδ»! Δη­λα­δή, «Ἰ­η­σοῦ, σὺ εἶ­σαι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ βα­σι­λέ­ως Δα­βίδ. Σπλαγ­χνί­σου με καὶ βο­ή­θη­σέ με»! Τὸν ὁ­μο­λο­γεῖ «Μεσ­σί­α», Κι ἂς ἦ­ταν στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ Σχο­λὴ ὁ­λό­κλη­ρος Ραβ­βί­νων καὶ Φα­ρι­σαί­ων, ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε θὰ δυ­σφο­ροῦ­σαν... 

Ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πί­στη στὴν ψυ­χή, αὐ­θόρ­μη­τα ξε­χει­λί­ζει μὲ λό­για, γί­νε­ται ὁ­μο­λο­γί­α εὐ­θαρ­σής. Ὁ­μο­λο­γί­α ποὺ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει καὶ δι­δά­σκει τοὺς δι­στα­κτι­κούς, ποὺ κα­θη­λώ­νει τοὺς ἀ­πί­στους.

«Ναί, πι­στεύ­ω. Δό­ξα τῷ Θε­ῶ. Τί κα­λύ­τε­ρο, τί πιὸ σω­στὸ καὶ λο­γι­κό; Ἀλ­λὰ καὶ τί ὡ­ραι­ό­τε­ρο ὑ­πάρ­χει στὴ ζω­ή μας»! «Βε­βαί­ως ἐκ­κλη­σι­ά­ζο­μαι, ἀ­γα­πῶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὶς ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες, βρί­σκω τὴ γα­λή­νη μου ἐ­κεῖ». Εἶ­ναι ἁ­πλὲς ἀ­παν­τή­σεις στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή. Μαρ­τυ­ρί­α πί­στε­ως καὶ πό­θου τῆς ψυ­χῆς μας πρὸς τὸν Χρι­στό. Μὴ δι­στά­ζου­με νὰ τὴν δί­δου­με. 

2. «Οἱ προ­ά­γον­τες», αὐ­τοὶ ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν τῆς συ­νο­δεί­ας καὶ ποὺ πρῶ­τοι ἀν­τι­λή­φθη­σαν ποι­ὸς φώ­να­ζε, «ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ». Τὸν ἐ­πέ­πλητ­ταν τὸν φτω­χὸ Βαρ­τί­μαι­ο καὶ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν ἀ­ναγ­κά­σουν νὰ σι­ω­πή­σει. Ὄ­χι ἀ­πὸ κα­κί­α πρὸς αὐ­τόν, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον μὲ τὴ σκέ­ψη ὅ­τι δὲν ἦ­το ται­ρια­στὸ νὰ ἐ­νο­χλεῖ τὸν Δι­δά­σκα­λο ἕ­νας ζη­τιά­νος. 

Ἀλ­λὰ για­τί; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­να­ξι­ο­πα­θεῖ, ἔ­χει μι­κρό­τε­ρη ἀ­ξί­α καὶ δὲν δι­και­οῦ­ται νὰ προ­βά­λει κά­ποι­ο αἴ­τη­μα καὶ νὰ ζη­τεῖ νὰ τὸν προ­σέ­ξουν; Δὲν εἶ­ναι ψυ­χὴ καὶ αὐ­τός, μά­λι­στα δὲ ψυ­χὴ δο­κι­μα­ζό­με­νη στὸ κα­μί­νι τοῦ πό­νου, ποὺ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­και­οῦ­ται νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει κά­ποι­ας κα­τα­νό­η­σης, συμ­πα­ρά­στα­σης, ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σης, στορ­γῆς; 

Δέ­στε ὅ­μως τὸν Κύ­ριο. Δὲν συμ­με­ρί­ζε­ται δι­ό­λου τὴν ἄ­πο­ψη τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τῶν. Ἀ­να­κό­πτει τὴν πο­ρεί­αν Του, «στα­θεὶς» δί­δει ἐν­το­λὴ νὰ ὁ­δη­γή­σουν ἐ­κεῖ μπρο­στά Του, ἐ­πι­σή­μως θὰ λέ­γα­με, τὸν τυ­φλὸ ἐ­παί­τη, «Ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν». Καὶ τὸν ρώ­τη­σε μὲ στορ­γὴ τί ἤ­θε­λε, ποι­ὸ ἦ­ταν τὸ αἴ­τη­μά του. Ἐν­τὸς δὲ ὀ­λί­γου τοῦ χά­ρι­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ τὸ φῶς του.

Ἂς μὴ πα­ρα­τρέ­χου­με τὰ αἰ­τή­μα­τα τῶν φτω­χῶν καὶ κα­τα­φρο­νη­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Εἴ­τε ἀ­σθε­νεῖς εἶ­ναι αὐ­τοί, εἴ­τε γέ­ρον­τες, εἴ­τε ἄ­ση­μοι καὶ ἁ­πλο­ϊ­κοὶ τύ­ποι, εἴ­τε ἀ­νά­πη­ροι μὲ σω­μα­τι­κὲς ἢ δι­α­νο­η­τι­κὲς ἐλ­λεί­ψεις, εἴ­τε ἐ­παῖ­τες.

Ἐν­δέ­χε­ται βε­βαί­ως τὰ αἰ­τή­μα­τά των νὰ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἢ πρὸς βλά­βη τους. Καὶ ἡ λο­γι­κή μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει νὰ μὴ τοὺς τὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με. Ἐν τού­τοις ἡ κα­τα­δε­κτι­κό­τη­τα καὶ ἡ στορ­γή μας πρὸς αὐ­τοὺς εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας. Τὸ νὰ στα­θοῦ­με κον­τά τους μὲ κα­λω­σύ­νη, ὑ­πο­μο­νή, ἀ­λη­θι­νὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἀ­γά­πη, εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο φάρ­μα­κο, αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ζη­τοῦν καὶ τὸ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη. Ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό, ἕ­νας λό­γος πα­ρη­γο­ρη­τι­κός, κά­ποι­ο λου­λού­δι στὸ τρα­πε­ζά­κι τους... Ἂν ὄ­χι τί­πο­τε ἄλ­λο, δί­δουν σὲ μᾶς ὠ­φέ­λεια, κά­νον­τας τὴν ψυ­χή μας πιὸ λε­πτὴ καὶ τρυ­φε­ρή, πιὸ χρι­στι­α­νι­κή. Χα­ρί­ζουν δὲ καὶ βέ­βαι­η ἐλ­πί­δα οὐ­ρα­νί­ων ἀ­μοι­βῶν.

3. Μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἀνάβλεψον», τελικῶς ὄντως «παραχρῆμα ἀνέβλεψεν» ὁ πιστός, ὁ ἔνθερμος καὶ ζηλωτὴς τυφλός, Ἀνέβλεψεν. Εἶδε τὴ φύση,  τὰ δένδρα, τὸ φῶς. Εἶδε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδε τὴν πόλη, ποὺ μόνο ἀπὸ ἀόριστες περιγραφὲς γνώριζε καὶ μόνο βήματα μετροῦσε. Ἦταν ἐλεύθερος τώρα νὰ τὴν χαρεῖ. Νὰ ἀνιχνεύσει μία πρὸς μία τὶς τοποθεσίες καὶ τὶς συνοικίες της. Νὰ χαρεῖ τὶς ὀμορφιές της, τὰ ὡραῖα κτήρια, τὸν Ἰορδάνη λίγο πιὸ πέρα... Ἀλλὰ καὶ τὸ συγκινητικότερο, νὰ σπεύσει στοὺς δικούς του, νὰ τοὺς μεταδώσει χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν εἴδηση: «βρῆκα τὸ φῶς μου!»

Ἀλλ' ὁ Βαρτίμαιος δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καθὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του, ἀντίκρυσε πρὶν ἀπ᾿ ὅλα τὸν Εὐεργέτη του, τὸν λατρευτόν του Κύριον Ἰησοῦ, τὸν Ὁποῖον ὁλόψυχα ἐπίστευε ὡς τὸν Μεσσία. Τὸ ὅτι ἔβλεπε πλέον, τὸ ὅτι ἀπόκτησε τὸ ποθητό του φῶς καὶ ἱκανοποιήθηκε τὸ αἴτημά του, δὲν ἦταν λόγος νὰ φύγει καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀγαπητό του Διδάσκαλο. Κάθε ἄλλο. Ἡ εὐεργεσία, ποὺ ἀπόλαυσε, τὸν ἔκαμε περισσότερο θερμὸ καὶ ἀφοσιωμένο, περισσότερο προσκολλημένο στὸν Χριστό, στὸν ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς μὲ τόσο πόθο εἶχε προσανατολισθεῖ.

«Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ», μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, «δοξάζων τὸν Θεόν». Τώρα τὰ αἰτήματα καὶ οἱ κραυγὲς ἔγιναν δοξολογίες. Τώρα δὲν καλεῖ τὸν Κύριο νὰ ἔλθει Ἐκεῖνος κοντά του, τώρα αὐτὸς ὁλοπρόθυμα ἀκολουθεῖ. Τώρα περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια ἐκφράζει τὴν πίστη του μὲ ἔργα. Προσκολλᾶται στὴ συνοδεία τοῦ Κυρίου.

Ἂς διδαχθοῦμε ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, πού, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ δοκιμασία, τρέχουμε στὴν Ἐκκλησία, κλαίομε, παρακαλοῦμε, ἱκετεύουμε, ὑποσχόμεθα... Ἀλλ᾿ ὅταν ἱκανοποιηθεῖ τὸ αἴτημά μας, ἀφήνουμε τὸν Θεὸ καὶ γυρίζουμε στὶς παλαιὲς κοσμικὲς συνήθειές μας. Κάποτε οὔτε ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν λέμε. Κάποτε οὔτε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε, δὲν ἐκπληρώνουμε.

Εἶναι ὅμως αὐτὸ σωστό; Καὶ ἆραγε τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι κέρδος καὶ ἐπιτυχία;

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου