ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΑ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέκνον
Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾽Ιησοῦς
ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ
τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾽Ιησοῦς Χριστὸς τὴν
πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾽ αὐτῷ
εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ
σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(Α΄Τιμ. α΄[1] 15-17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Παιδί μου Τιμόθεε, ὁ λόγος ποὺ θὰ πῶ εἶναι ἀξιόπιστος
καὶ ἄξιος νὰ τὸν δεχθοῦν ὅλοι μὲ τὴν ψυχή τους: ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο νὰ σώσει ἁμαρτωλούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος
εἶμαι ἐγώ. Ἀλλὰ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ἐλεήθηκα, γιὰ νὰ δείξει ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς σὲ μένα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὅλη του τὴ μακροθυμία,
ὥστε νὰ χρησιμεύσω ὡς ὑπόδειγμα σ᾿ ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ πιστέψουν
σ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ κληρονομήσουν ἔτσι τὴν αἰώνια ζωή. Στὸ βασιλιὰ λοιπὸν
ποὺ εἶναι κύριος τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων ποὺ ἔγιναν μέσα
στοὺς αἰῶνες αὐτούς, στὸν ἄφθαρτο, ἀόρατο, ἕνα καὶ μόνο σοφὸ Θεό,
ἂς εἶναι τιμὴ καὶ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν
εἰς ῾Ιεριχὼ, τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας
δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο, τί εἴη τοῦτο; Ἀπήγγειλαν
δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε, λέγων· ᾿Ιησοῦ
υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ·
αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Σταθεὶς δὲ ὁ
᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ, ἐπηρώτησεν
αὐτὸν, λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα
ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ, δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν,
ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
(Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ὅπως κάθε μέρα, ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος
(Μάρκ. ι΄[10] 46) «ἐκάθητο παρὰ
τὴν ὁδὸν προσαιτῶν». Ζητιάνευε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, διὰ νὰ ἐξοικονομήσει
τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Ἀλλ᾿ ἄκουσε βήματα καὶ ὁμιλίες «ὄχλου
διαπορευομένου». Κάτι λοιπὸν ἀσυνήθιστο συνέβαινε. Ἐρώτησε
αὐτούς, ποὺ εὑρέθησαν κοντά του, καὶ πληροφορήθηκε ὅτι «Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται».
Αὐτὸ ἦταν. Σὰν τεράστια φλόγα καμίνου, σὰν πυρακτωμένη
λάβα ἡφαιστείου ξεπετάχθηκε ἀπὸ τὴν καρδιά του ἡ πίστη του, ποὺ ἔγινε
ὁμολογία καὶ ἐπίκληση μὲ φωνὴ δυνατή: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν
με»!
Ὁ πολὺς κόσμος, ποὺ ἀκολουθοῦσε, Τὸν ὀνόμαζε «διδάσκαλον»,
ἄλλοι «υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ», ἄλλοι «ἕνα τῶν προφητῶν». Ὁ
πολὺς κόσμος ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος θαύματα, ἀλλὰ τὰ θεωροῦσε
ὡς ἀξιοπερίεργο θέαμα καὶ προσέτρεχε γιὰ νὰ δεῖ καὶ ἄλλα.
Ὁ Βαρτίμαιος δὲν ἔβλεπε τίποτε μὲ τὰ μάτια τοῦ
σώματος. Αἰσθανόταν ὅμως τὴν πραγματικότητα μὲ τὶς εὐαίσθητες κεραίες
τῆς ψυχῆς του. Καὶ τὸ ὡμολογοῦσε καὶ τὸ διακήρυττε: «Υἱὲ
Δαυίδ»! Δηλαδή, «Ἰησοῦ, σὺ εἶσαι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας,
ὁ ἀπόγονος τοῦ βασιλέως Δαβίδ. Σπλαγχνίσου με καὶ βοήθησέ με»! Τὸν ὁμολογεῖ «Μεσσία», Κι ἂς ἦταν
στὴν Ἱεριχὼ Σχολὴ ὁλόκληρος Ραββίνων καὶ Φαρισαίων, ποὺ ὁπωσδήποτε
θὰ δυσφοροῦσαν...
Ὅταν ὑπάρχει πίστη στὴν ψυχή, αὐθόρμητα ξεχειλίζει
μὲ λόγια, γίνεται ὁμολογία εὐθαρσής. Ὁμολογία ποὺ ἐντυπωσιάζει
καὶ διδάσκει τοὺς διστακτικούς, ποὺ καθηλώνει τοὺς ἀπίστους.
«Ναί, πιστεύω.
Δόξα τῷ Θεῶ. Τί καλύτερο, τί πιὸ σωστὸ καὶ λογικό; Ἀλλὰ καὶ τί ὡραιότερο
ὑπάρχει στὴ ζωή μας»! «Βεβαίως ἐκκλησιάζομαι, ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὶς ἱερὲς
Ἀκολουθίες, βρίσκω τὴ γαλήνη μου ἐκεῖ». Εἶναι ἁπλὲς ἀπαντήσεις
στὴν καθημερινή μας ζωή. Μαρτυρία πίστεως καὶ πόθου τῆς ψυχῆς μας
πρὸς τὸν Χριστό. Μὴ διστάζουμε νὰ τὴν δίδουμε.
2. «Οἱ προάγοντες», αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τῆς συνοδείας καὶ ποὺ πρῶτοι ἀντιλήφθησαν
ποιὸς φώναζε, «ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ». Τὸν ἐπέπλητταν τὸν φτωχὸ
Βαρτίμαιο καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ σιωπήσει. Ὄχι ἀπὸ
κακία πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὴ σκέψη ὅτι δὲν ἦτο ταιριαστὸ νὰ ἐνοχλεῖ
τὸν Διδάσκαλο ἕνας ζητιάνος.
Ἀλλὰ γιατί; Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀναξιοπαθεῖ, ἔχει
μικρότερη ἀξία καὶ δὲν δικαιοῦται νὰ προβάλει κάποιο αἴτημα καὶ
νὰ ζητεῖ νὰ τὸν προσέξουν; Δὲν εἶναι ψυχὴ καὶ αὐτός, μάλιστα δὲ ψυχὴ
δοκιμαζόμενη στὸ καμίνι τοῦ πόνου, ποὺ πολὺ περισσότερο δικαιοῦται
νὰ ἀπολαμβάνει κάποιας κατανόησης, συμπαράστασης, ἐξυπηρέτησης,
στοργῆς;
Δέστε ὅμως τὸν Κύριο. Δὲν συμμερίζεται διόλου
τὴν ἄποψη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀνακόπτει τὴν πορείαν Του, «σταθεὶς»
δίδει ἐντολὴ νὰ ὁδηγήσουν ἐκεῖ μπροστά Του, ἐπισήμως θὰ λέγαμε,
τὸν τυφλὸ ἐπαίτη, «Ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν». Καὶ τὸν ρώτησε μὲ στοργὴ τί ἤθελε,
ποιὸ ἦταν τὸ αἴτημά του. Ἐντὸς δὲ ὀλίγου τοῦ χάρισε θαυματουργικὰ
τὸ φῶς του.
Ἂς μὴ παρατρέχουμε τὰ αἰτήματα τῶν φτωχῶν καὶ
καταφρονημένων ἀπὸ τοὺς πολλοὺς συνανθρώπους μας. Εἴτε ἀσθενεῖς εἶναι
αὐτοί, εἴτε γέροντες, εἴτε ἄσημοι καὶ ἁπλοϊκοὶ τύποι, εἴτε ἀνάπηροι
μὲ σωματικὲς ἢ διανοητικὲς ἐλλείψεις, εἴτε ἐπαῖτες.
Ἐνδέχεται βεβαίως τὰ αἰτήματά των νὰ εἶναι ὑπερβολικὰ
ἢ πρὸς βλάβη τους. Καὶ ἡ λογική μᾶς ὑποδεικνύει νὰ μὴ τοὺς τὰ ἱκανοποιήσουμε.
Ἐν τούτοις ἡ καταδεκτικότητα καὶ ἡ στοργή μας πρὸς αὐτοὺς εἶναι ὑποχρέωσή
μας. Τὸ νὰ σταθοῦμε κοντά τους μὲ καλωσύνη, ὑπομονή, ἀληθινὸ ἐνδιαφέρον
καὶ ἀγάπη, εἶναι τὸ καλύτερο φάρμακο, αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ζητοῦν
καὶ τὸ ἔχουν ἀνάγκη. Ἕνα ποτήρι νερό, ἕνας λόγος παρηγορητικός,
κάποιο λουλούδι στὸ τραπεζάκι τους... Ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, δίδουν σὲ
μᾶς ὠφέλεια, κάνοντας τὴν ψυχή μας πιὸ λεπτὴ καὶ τρυφερή, πιὸ χριστιανική.
Χαρίζουν δὲ καὶ βέβαιη ἐλπίδα οὐρανίων ἀμοιβῶν.
3. Μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἀνάβλεψον», τελικῶς ὄντως «παραχρῆμα
ἀνέβλεψεν» ὁ πιστός, ὁ ἔνθερμος καὶ ζηλωτὴς τυφλός, Ἀνέβλεψεν. Εἶδε τὴ
φύση, τὰ δένδρα, τὸ φῶς. Εἶδε τοὺς
ἀνθρώπους. Εἶδε τὴν πόλη, ποὺ μόνο ἀπὸ ἀόριστες περιγραφὲς γνώριζε καὶ μόνο
βήματα μετροῦσε. Ἦταν ἐλεύθερος τώρα νὰ τὴν χαρεῖ. Νὰ ἀνιχνεύσει μία πρὸς μία
τὶς τοποθεσίες καὶ τὶς συνοικίες της. Νὰ χαρεῖ τὶς ὀμορφιές της, τὰ ὡραῖα
κτήρια, τὸν Ἰορδάνη λίγο πιὸ πέρα... Ἀλλὰ καὶ τὸ συγκινητικότερο, νὰ σπεύσει
στοὺς δικούς του, νὰ τοὺς μεταδώσει χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν εἴδηση: «βρῆκα
τὸ φῶς μου!»
Ἀλλ'
ὁ Βαρτίμαιος δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καθὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του, ἀντίκρυσε
πρὶν ἀπ᾿ ὅλα τὸν Εὐεργέτη του, τὸν λατρευτόν του Κύριον Ἰησοῦ, τὸν Ὁποῖον
ὁλόψυχα ἐπίστευε ὡς τὸν Μεσσία. Τὸ ὅτι ἔβλεπε πλέον, τὸ ὅτι ἀπόκτησε τὸ ποθητό
του φῶς καὶ ἱκανοποιήθηκε τὸ αἴτημά του, δὲν ἦταν λόγος νὰ φύγει καὶ νὰ
ἐγκαταλείψει τὸν ἀγαπητό του Διδάσκαλο. Κάθε ἄλλο. Ἡ εὐεργεσία, ποὺ ἀπόλαυσε,
τὸν ἔκαμε περισσότερο θερμὸ καὶ ἀφοσιωμένο, περισσότερο προσκολλημένο στὸν
Χριστό, στὸν ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς μὲ τόσο πόθο εἶχε προσανατολισθεῖ.
«Καὶ
ἠκολούθει αὐτῷ»,
μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, «δοξάζων τὸν Θεόν». Τώρα τὰ αἰτήματα
καὶ οἱ κραυγὲς ἔγιναν δοξολογίες. Τώρα δὲν καλεῖ τὸν Κύριο νὰ ἔλθει Ἐκεῖνος
κοντά του, τώρα αὐτὸς ὁλοπρόθυμα ἀκολουθεῖ. Τώρα περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια
ἐκφράζει τὴν πίστη του μὲ ἔργα. Προσκολλᾶται στὴ συνοδεία τοῦ Κυρίου.
Ἂς
διδαχθοῦμε ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, πού, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ
δοκιμασία, τρέχουμε στὴν Ἐκκλησία, κλαίομε, παρακαλοῦμε, ἱκετεύουμε, ὑποσχόμεθα...
Ἀλλ᾿ ὅταν ἱκανοποιηθεῖ τὸ αἴτημά μας, ἀφήνουμε τὸν Θεὸ καὶ γυρίζουμε στὶς
παλαιὲς κοσμικὲς συνήθειές μας. Κάποτε οὔτε ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν λέμε. Κάποτε οὔτε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε, δὲν
ἐκπληρώνουμε.
Εἶναι
ὅμως αὐτὸ σωστό; Καὶ ἆραγε τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι κέρδος
καὶ ἐπιτυχία;
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου