Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΤΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

(10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)

Ἀδελφοί, ἑ­νὶ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τ μέ­τρον τς δω­ρε­ᾶς το Χρι­στοῦ. δι­ὸ λέ­γει· ἀ­να­βὰς ες ὕ­ψος ᾐχ­μα­λώ­τευ­σεν αἰχ­μα­λω­σί­αν κα ἔ­δω­κε δό­μα­τα τος ἀν­θρώ­ποις. τ δ ἀ­νέ­βη τ ἐ­στιν ε μ ὅ­τι κα κα­τέ­βη πρῶ­τον ες τ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τς γς; κα­τα­βὰς αὐ­τός ἐ­στι κα ἀ­να­βὰς ὑ­πε­ρά­νω πάν­των τν οὐ­ρα­νῶν, ἵ­να πλη­ρώ­σῃ τ πάν­τα. κα αὐ­τὸς ἔ­δω­κε τος μν ἀ­πο­στό­λους, τος δ προ­φή­τας, τος δ εὐ­αγ­γε­λι­στάς, τος δ ποι­μέ­νας κα δι­δα­σκά­λους, πρς τν κα­ταρ­τι­σμὸν τν ἁ­γί­ων ες ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, ες οἰ­κο­δο­μὴν το σώ­μα­τος το Χρι­στοῦ, μέ­χρι κα­ταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν ἑ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως κα τς ἐ­πι­γνώ­σε­ως το υἱ­οῦ το Θε­οῦ, ες ἄν­δρα τέ­λει­ον, ες μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στοῦ. 

                                                

     (Ἐφεσ. δ΄[4], 7 – 13)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, πρέ­πει ν εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἕ­να. Βέ­βαι­α ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ δν ἔ­χου­με λά­βει τ ἴ­δια χα­ρί­σμα­τα, ἀλ­λὰ δι­ά­φο­ρα κα ποι­κί­λα. Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ δι­α­νο­μὴ γι κα­νέ­να λό­γο δν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ν γί­νε­ται αἰ­τί­α χω­ρι­σμοῦ με­τα­ξὺ τν πι­στῶν. Δι­ό­τι ἡ δι­α­νο­μὴ αὐ­τὴ δν εἶ­ναι τυ­χαί­α, ἀλ­λὰ γί­νε­ται ἀ­π' τν ἴ­διο τν Χρι­στό. Αὐ­τὸς δη­λα­δὴ στν κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στὰ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ἔ­δω­σε τ θεί­α χά­ρη, σύμ­φω­να μ τ μέ­τρο πο μ σο­φί­α κα δι­και­ο­σύ­νη χρη­σι­μο­ποι­εῖ στ δι­α­νο­μὴ τς δω­ρε­ᾶς του.Κι ἐ­πει­δὴ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς δι­α­νέ­μει τ χα­ρί­σμα­τα, γι᾿ αὐ­τὸ λέ­ει καἉ­γί­α Γρα­φὴ στος ψαλ­μούς: Ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς μ τν Ἀ­νά­λη­ψή του ἀ­νέ­βη­κε ψη­λὰ στν οὐ­ρα­νό, ἔ­δε­σε αἰχ­μά­λω­τους τος ἐ­χθρούς του, δη­λα­δὴ τν σα­τα­νᾶ κα τὸν θά­να­το, κι ἔ­δω­σε χα­ρί­σμα­τα στος ἀν­θρώ­πους. Λέ­γον­τας λοι­πὸν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ γι τν Χρι­στὸ ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε, τί ἄλ­λο ση­μαί­νει πα­ρὰ ὅ­τι πρω­τύ­τε­ρα κα κα­τέ­βη­κε στ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τς γς, ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος κα σταυ­ρώ­θη­κε; Ὁ Χρι­στὸς πο κα­τέ­βη­κε, εἶ­ναι ὁ ἴ­διος πο κα ἀ­νέ­βη­κε ἐ­πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λους τος οὐ­ρα­νούς, γι ν γε­μί­σει μ τν πα­ρου­σί­α του κα τς δω­ρε­ές του τ πάν­τα. Κι αὐ­τὸς ἔ­δω­σε δι­ά­φο­ρα χα­ρί­σμα­τα κα δι­α­κο­νί­ες: Ἄλ­λους ἔ­θε­σε ἀ­πο­στό­λους, ἄλ­λους προ­φῆ­τες, ἄλ­λους εὐ­αγ­γε­λι­στές, ἄλ­λους ποι­μέ­νες κα δι­δα­σκά­λους, γι ν κα­ταρ­τί­ζον­ται οἱ Χρι­στια­νοὶ κα ν ἐ­πι­τε­λεῖ­ται τ ἔρ­γο τς δι­α­κο­νί­ας, μ τ ὁ­ποῖ­ο οἰ­κο­δο­μεῖ­ται τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Μέ­χρι ν φθά­σου­με ν ἔ­χου­με ὅ­λοι μί­α κα τν ἴ­δια ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη κα τέ­λεια γνώ­ση τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ προ­ο­δεύ­σου­με πνευ­μα­τι­κά, ἕ­ως ὅ­του γί­νου­με ἕ­νας τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος· κα ν᾿ ἀ­πο­κτή­σου­με τ μέ­τρο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὡ­ρι­μό­τη­τος κα τε­λει­ό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ δη­λα­δὴ νὰ ἔ­χου­με πλή­ρεις τς δω­ρε­ὲς κα τν πνευ­μα­τι­κὴ τε­λει­ό­τη­τά του.

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἀ­κο­ύ­σας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν· καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ, ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν, ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ, ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ ῾Η­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του, λέ­γον­τος· Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ ᾿Ι­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκι­ᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς.  Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.                                                          

(Ματ­θ. δ΄[4], 12-17)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Με­τὰ τὴ Βά­πτι­σή Του στὸν Ἰ­ορ­δά­νη ἀ­πὸ τὸν Τί­μιο Πρό­δρο­μο, ὁ Κύ­ριος, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό, ἀ­πε­σύρ­θη στὴν ἔ­ρη­μο γιὰ ν᾿ ἀν­τι­με­τω­πί­σει πρω­τί­στως τὴν κα­κο­πά­θεια τῆς ἀ­σκή­σε­ως, ὅ­σον καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ Δι­α­βό­λου, καὶ ν᾿ ἀ­να­δει­χθεῖ νι­κη­τής. Κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε καὶ Ἐ­κεῖ­νος νὰ κη­ρύτ­τει «εἰς τὴν Ἰ­ου­δαί­αν γῆν», ἐ­νῶ οἱ μα­θη­τές Του καὶ ἐ­βά­πτι­ζαν τὸν λα­ὸ μὲ τὸ βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας (Ἰ­ω. γ'[3] 22, δ'[4] 2).

Δὲν ­πέ­ρα­σε ὅ­μως πο­λὺς και­ρός, ἴ­σως οὔ­τε ἑ­ξά­μη­νο, καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης «πα­ρε­δό­θη», συ­νε­λή­φθη ἀ­πὸ τὸν θλι­βε­ρὸ Ἡ­ρώ­δη Ἀν­τί­πα καὶ ἐ­κλεί­σθη στὴ φυ­λα­κή, ὥ­στε νὰ μὴ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­λέγ­χει δη­μό­σια τὰ βα­σι­λι­κὰ σκάν­δα­λα.

Τό­τε ὁ Κύ­ριος «ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λαί­αν», γιὰ ν᾿ ἀρ­χί­σει ἐ­κεῖ τὴ συ­στη­μα­τι­κὴ δρά­ση Του. Ἔ­φυ­γε γιὰ νὰ βρε­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­χὴ ἥ­συ­χη, ὅ­που θὰ ἐρ­γα­ζό­ταν ἀ­φα­νῶς καὶ εἰ­ρη­νι­κὰ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἔρ­γο Του. Κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴ Γα­λι­λαί­α, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλη­ρω­θεῖ «τὸ ρη­θὲν διὰ Ἡ­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του», ὅ­τι ἐ­κεῖ, «ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ», θὰ ἐ­πε­φαί­νε­το ὁ Μεσ­σί­ας. Ἔ­φυ­γε ὅ­μως καὶ γιὰ λο­γους συ­νέ­σε­ως, ἀ­σφα­λί­ζον­τας τὸ ἔρ­γο Του καὶ τὴν ἱ­ε­ρὴ ἀ­πο­στο­λή Του ἀ­πὸ τὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ καὶ τὴν ἐμ­πά­θεια τοῦ ἀ­δί­στα­κτου Ἡ­ρώ­δου, κα­θὼς καὶ τὸν φθό­νο τῶν Φα­ρι­σαί­ων, ποὺ ἄρ­χι­σεν ἤ­δη νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται (Ἰ­ω. δ'[4] 1-3). Γιὰ λό­γους συ­νέ­σε­ως ἐ­πί­σης ἀ­πέ­φυ­γε τὴ Να­ζα­ρὲτ μὲ τοὺς κα­κό­τρο­πους κα­τοί­κους της καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε «εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν».

Αὐ­τὴν τὴ σύ­νε­ση κα­λού­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς νὰ δεί­χνου­με στὴ ζω­ή μας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως σή­με­ρα, ποὺ πλεῖ­στοι ὅ­σοι κίν­δυ­νοι καὶ κα­κοὶ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­μο­νεύ­ουν. Δι­α­πι­στώ­σα­με ὅ­τι κά­ποι­ος πε­λά­της ἢ προ­μη­θευ­τής μας εἶ­ναι δύ­στρο­πος, ἐ­ρι­στι­κός, ἀ­δί­στα­κτος στὸ ψέ­μα καὶ τὴν ἁρ­πα­γή; Ἂς τὸν ἀ­πο­φύ­γου­με, ἔ­στω καὶ ἂν φα­νεῖ ὅ­τι ζη­μι­ω­νό­μα­στε πρὸς και­ρό. Ἀ­νοί­γουν ὕ­πο­πτα κα­τα­στή­μα­τα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μας, ποὺ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὸ χρῶ­μα καὶ τὴν ἠθικὴ ποι­ό­τη­τα τῆς γει­το­νιᾶς; Πρέ­πει νὰ σκε­φθοῦ­με σο­βα­ρὰ τὸ θέ­μα καὶ στὴν ἀ­νάγ­κη νὰ με­τα­κο­μί­σου­με. Γί­νε­ται κά­ποι­α δι­α­δή­λω­ση καὶ θό­ρυ­βος, ποὺ ἐγ­κυ­μο­νοῦν ἀ­να­στα­τώ­σεις καὶ κιν­δύ­νους; Εἶ­ναι συ­νε­τὸ ν᾿ ἀ­πο­τρα­βη­χθοῦ­με, ἂν θέ­λου­με νὰ μὴ θρη­νοῦ­με θύ­μα­τα ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νειάν μας.

Ὁ Θε­ὸς μᾶς προ­στα­τεύ­ει, ὅ­ταν καὶ ἐ­μεῖς λαμ­βά­νου­με τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α μέ­τρα καὶ δὲν ρί­πτου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας σὲ κιν­δύ­νους ἄ­και­ρους καὶ ἄ­σκο­πους.

2. Ἀ­ξί­ζει νὰ ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με τί αἰ­σθάν­θη­κε ὁ κό­σμος, ὅ­ταν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀν­τί­κρυ­σε τὸν Κύ­ριο στὴν δη­μό­σια πα­ρου­σί­α καὶ δρά­ση Του.

Κου­ρα­σμέ­νοι μέ­χρι τό­τε ἀ­πὸ τὴν ψυ­χρὴ σχο­λα­στι­κό­τη­τα τῶν Γραμ­μα­τέ­ων, ἀ­πηυ­δι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­κρι­σί­α τῶν Φα­ρι­σαί­ων, αἰχ­μα­λω­τι­σμέ­νοι καὶ οἱ ἴ­διοι ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους, βυ­θι­σμέ­νοι στὴν ἄ­γνοι­α, ἀν­τί­κρυ­σαν ξαφ­νι­κὰ τὸ Φῶς! «Τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς»!

Ἄ­κου­σαν τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, λό­για γε­μά­τα οὐ­σί­α, θεί­α σο­φί­α, ἀ­λη­θι­νὰ καὶ ζω­ο­ποι­ὰ λό­για, ποὺ ἀ­νέ­βα­ζαν στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ξε­κα­θά­ρι­ζαν πλή­ρως τὸν ὁ­ρί­ζον­τα τῆς ψυ­χῆς. Εἶ­δαν καὶ τὰ θαύ­μα­τά Του. Ὄ­χι ἕ­να καὶ δύ­ο. Ἀ­μέ­τρη­τα, ποι­κί­λα, πρω­το­φα­νῆ πολ­λά, ποὺ ξε­χυ­νόν­του­σαν σὰν πο­τα­μὸς πρὸς ὅ­λες τὶς κα­τευ­θύν­σεις. Πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα πα­ρα­τή­ρη­σαν μὲ θάμ­βος τὴν ἁ­γί­α ἀ­να­στρο­φή Του. Ὤ, ἡ τέ­λεια, ἡ μο­να­δι­κὴ ζω­ὴ καὶ πο­λι­τεί­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ! Καμ­μί­α σχέ­ση δὲν εἶ­χε μὲ τὶς συ­νη­θι­σμέ­νες ἀν­θρώ­πι­νες μι­κρό­τη­τες. Ἀ­κό­μη, τί­πο­τε τὸ πε­ριτ­τὸ ἢ τὸ χω­ρὶς νό­η­μα. Ὅ­λα δί­δα­σκαν, ὅ­λα ἔ­δι­δαν τὸ μέ­τρο τῆς τε­λει­ό­τη­τος, ὅ­λα συγ­κι­νοῦ­σαν καὶ ἐ­ξέ­πλητ­ταν, ὅ­λα ­φώ­να­ζαν: Ἰ­δού, τὸ πρό­τυ­πο τοῦ ἀν­θρώ­που! Ἰ­δοὺ τὸ φῶς τοῦ κό­σμου! Καὶ ἔ­τρε­χε ὁ κό­σμος ξαφ­νι­α­σμέ­νος, ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος, ἔ­τρε­χε κον­τά Του νὰ χορ­τά­σει φῶς, νὰ ζή­σει.

Ἐ­μεῖς, ὡς φαί­νε­ται, ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει τὸ Φῶς, ποὺ κα­ταυ­γά­ζει τὴ ζω­ή μας ἀ­πὸ τὰ μι­κρά μας χρό­νια. Δὲν τὸ ἐ­κτι­μοῦ­με ὅ­σον πρέ­πει. Ἴ­σως καὶ κά­τι ἄλ­λο. Ἔ­χου­με πά­θει σύγ­χυ­ση καὶ θε­ω­ροῦ­με φῶς καὶ τοὺς κα­θρέ­φτες ἢ κά­ποι­ους ἀ­σθε­νι­κοὺς λαμ­πτῆ­ρες, ἀ­κό­μη καὶ τὰ τό­σο ἐ­φή­με­ρα πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα. Ἀλ­λί­μο­νο.

Ἐ­ὰν συ­ναι­σθα­νό­μα­στε βα­θειὰ - δυ­να­τὰ τί εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, τὸ Φῶς τοῦ κό­σμου, πό­σο ζῆ­λο θὰ ἐ­πι­δει­κνύ­α­με γιὰ τὴ με­λέ­τη τοῦ λό­γου Του, ποι­ὸ πό­θο γιὰ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α καὶ τὴν θεί­α Κοι­νω­νί­α, ποι­ὰν ὁ­μο­λο­γί­α ζω­η­ρὴ στὸ πε­ρι­βάλ­λον μας, ποι­ὰν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα καὶ συ­νέ­πεια θὰ πα­ρου­σι­ά­ζα­με στὴ ζω­ή μας!

Ἀλ­λὰ ἰ­δού! Σή­με­ρα μᾶς δί­δε­ται ἡ εὐ­και­ρί­α. Μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ ἐ­πί­και­ρο αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Καὶ μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη τοῦ νέ­ου ἔ­τους νὰ κά­νου­με νέ­α ἀρ­χή. Πι­στοί, ἀ­φω­σι­ω­μέ­νοι, ὁ­λό­ψυ­χα δο­σμέ­νοι στὸ Φῶς τοῦ κό­σμου, τὸν Χρι­στό, μὲ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι Αὐ­τὸς θὰ μᾶς με­τα­μορ­φώ­σει καὶ θὰ μᾶς κά­μει στὸ πε­ρι­βάλ­λον μας καὶ ἐ­μᾶς φῶ­τα.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου