Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

25. ΤΑ ΜΆΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ

 

25. ΤΑ μάγια τοΥ ΦαλΗρου

 


Ἐ­πει­δὴ ἔ­γρα­ψα τὸ βι­βλί­ο «ὑ­πάρ­χουν Μά­για», τρέ­χει πο­λὺς κό­σμος ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ χτυ­πη­μέ­νοι ἀ­πὸ μά­για. Νο­μί­ζουν κα­κῶς, ὅ­τι ἐ­γὼ ἔ­χω κά­ποι­α δύ­να­μη με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ἱ­ε­ρεῖς. Δὲν ξέ­ρουν, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἱ­ε­ρεῖς ἔ­χουν τὴν ἴ­δια δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἀρ­κεῖ νὰ πι­στεύ­ουν οἱ προ­σερ­χό­με­νοι. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε «ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε» καὶ τοὺς ρω­τοῦ­σε πρo­τή­τε­ρα, ἂν πι­στεύ­ουν.

Κά­πο­τε μοῦ ἔ­φε­ρε τὰ μά­για, ποὺ βρῆ­κε μιὰ δι­κη­γό­ρος, καὶ ἀ­φοῦ δι­ά­βα­σα τὰ σχε­τι­κά, βγῆ­κα στὴν αὐ­λὴ τῆς Μο­νῆς Πε­τρά­κη καὶ τὰ ἔ­κα­ψα.

Τό­τε ἦλ­θε καὶ κά­ποι­α κυ­ρί­α, γιὰ νὰ τῆς λύ­σω τὰ μά­για μὲ τὶς εὐ­χὲς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ μοῦ εἶ­πε τὰ ἑ­ξῆς:

Ὁ ἄν­δρας μου ψυ­χρά­θη­κε πρὸς τὸ σπί­τι. Δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται κα­θό­λου. Τρελ­λά­θη­κε μὲ κά­ποι­α στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α του. Μοῦ εἶ­παν, ὅ­τι τοῦ ἔ­χει κά­νει μά­για καὶ νὰ πά­ω σὲ κά­ποι­ον νὰ τὰ λύ­ση. Ἐ­γὼ δὲν ἐ­πῆ­γα. Στὴν ἐ­πι­μο­νή τους ὅ­μως ἐ­πῆ­γα καὶ μοῦ λέ­γει: «Εἶ­ναι στὸ Φά­λη­ρο. Νὰ πᾶ­με νὰ τὰ βροῦ­με».

Ἐ­πή­γα­με στὴν ἀμ­μου­διά. Αὐ­τὸς γύ­ρι­ζε ἀρ­κε­τὰ καὶ σὲ μί­α στιγ­μὴ τρέ­μον­τας, τὰ ἐ­νε­τό­πι­σε. Ἔ­σκα­ψε μὲ τὸ χέ­ρι του στὴν ἄμ­μο, σα­ράν­τα πε­ρί­που πόν­τους καὶ βρῆ­κε ἕ­να στε­νό­μα­κρο ξύ­λι­νο κου­τί. Μέ­σα εἶ­χε σα­πού­νια μι­σο­λει­ω­μέ­να, καρ­φί­τσες, καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ μί­α ζα­κέτ­τα μου. Φαί­νε­ται, ὅ­ταν ἔ­λει­πα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ἐ­πή­γαι­νε αὐ­τὴ καὶ μοῦ τὴν πῆ­ρε.

-            Ὅ­ταν γυ­ρί­σης στὸ σπί­τι, μοῦ εἶ­πε, θὰ βρῆς τὸ παι­δὶ σου ἄρ­ρω­στο, ἀλ­λὰ θὰ γί­νη κα­λά. 

Πράγ­μα­τι, ὅ­ταν γύ­ρι­σα τὸ βρῆ­κα μὲ με­γά­λο πυ­ρε­τὸ ἀλ­λὰ τοῦ πέ­ρα­σε. Ἔ­γι­νε κα­λά. 

Μοῦ εἶ­πε ὁ μά­γος, ὅ­τι ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν πη­γαί­νω νὰ τὰ βρῶ. 

Τὸ εἶ­πα στὸν Πα­πᾶ καὶ μοῦ λέ­γει: Νὰ τὸν πᾶς νὰ καὶ βρῆ. (Δὲν ἤ­ξε­ρε ὁ καυ­μέ­νος. Ὁ Ἱ­ε­ρεὺς ἔ­χει τη­ν δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ τὰ δι­α­λύ­η καὶ δὲν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τοὺς μά­γους). Ἐ­πέ­με­να ἐ­γώ, εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα, στὸν μά­γο καὶ τὸν κα­τά­φε­ρα καὶ πή­γα­με στὸ Φά­λη­ρο. Πά­λι τὸν ἔπι­α­σε τρε­μού­λα, προ­σγει­ώ­θη­κε, ἔ­σκα­ψε στὴν ἄμ­μο καὶ βρῆ­κε ἄλ­λο κου­τὶ ξύ­λι­νο μι­κρό­τε­ρο, ποὺ μέ­σα εἶ­χε δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα. Ἀλ­λὰ ἀρ­ρώ­στη­σε, ἔ­τρε­με καὶ ἔ­πε­σε κά­τω. Συγ­κεν­τρώ­θη­κε κό­σμος. Τὸν ἔ­βα­λα σ᾿ ἕ­να τα­ξὶ καὶ τὸν ἔ­φε­ρα στὴν Ἀ­θή­να.

Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα, μοῦ εἶ­πε, ἀλ­λὰ σὲ ἄλ­λο μέ­ρος. Μὲ πολ­λὲς πα­ρα­κλή­σεις, τὸν κα­τά­φε­ρα καὶ πή­γα­με. Ἤ­τα­νε τὸ κτί­ριο, ποὺ ἐρ­γα­ζό­τα­νε μέ­σα ὁ ἄν­δρας μου καὶ ἐ­κεί­νη ἡ πα­λι­ο­βρώ­μα. Στα­θή­κα­με στὸν δρό­μο καὶ δί­πλα ἦ­ταν ἕ­νας μαν­δρό­τοι­χος.

Ἐ­κεῖ μέ­σα, μοῦ εἶ­πε, εἶ­ναι, ἀλ­λὰ θὰ μὲ ἀν­τι­λη­φθοῦν, για­τί μπρο­στὰ φυ­λά­ει ὁ σκο­πός. Τοῦ ἐ­πέ­μει­να. Αὐ­τός τό­τε κά­τι μουρ­μού­ρι­σε. Καὶ ὁ σκο­πὸς μὲ τὸ ὅ­πλο του ἔ­φυ­γε καὶ πῆ­γε πρὸς τὰ κά­τω. Τό­τε κά­τι μουρ­μού­ρι­σε καὶ σκόρ­πι­σε μό­νος του ὁ μαν­τρό­τοι­χος, ὁ­πό­τε βρέ­θη­κε καὶ ἄλ­λο κου­τὶ μὲ μά­για.

Ἀλ­λὰ δυ­στυ­χῶς, μοῦ εἶ­πε ἡ Κυ­ρί­α, δὲν μπό­ρε­σε ὁ μά­γος νὰ τὰ λύ­ση καὶ ἦλ­θα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἔ­χω πα­ρα­τη­ρή­σει, τῆς εἶ­πα, ὅ­ταν πᾶ­νε προ­τή­τε­ρα σὲ μέν­τιουμ καὶ μά­γους, μᾶς δέ­νουν ἐ­μᾶς τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων τὰ χέ­ρια καὶ χρει­ά­ζε­ται πολ­λὴ ἐ­πι­μο­νὴ νὰ λυ­θοῦν. Ὁ Θε­ὸς λέ­γει, ἀ­φοῦ πῆ­γες ἐ­κεῖ, ἐ­γὼ δὲν σὲ κά­νω κα­λά. Πή­γαι­νε νὰ σὲ κά­νουν ἐ­κεῖ κα­λά. Ἂν ὅ­μως δὲν πᾶ­νε σὲ μά­γους, καὶ ὑ­πάρ­χει πί­στις, τό­τε εὔ­κο­λα τὰ λύ­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

Τό­τε τῆς ἔ­κα­να Ἁ­για­σμό, τῆς δι­ά­βα­σα τὶς εὐ­χές. Καὶ ἀ­πὸ τὸν Ἀ­γα­σμὸ ἐ­κεῖ­νον τῆς εἶ­πα νὰ πί­νη κά­θε μέ­ρα καὶ νὰ ραν­τί­ση καὶ τὰ πράγ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ της.

Ὁ Θε­ὸς ἔ­κα­με τὸ θαῦ­μα Του. Ἔ­δω­σε νὰ τσα­κω­θῆ τὸ πα­ρά­νο­μο ζεῦ­γος καὶ νὰ γυ­ρί­ση καὶ ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του!

Πολ­λοὶ τρέ­χουν στοὺς Μά­γους καὶ στὶς Μά­γισ­σες, γιὰ νὰ τοὺς λύ­σουν τὰ μά­για. Ἀλ­λὰ ὁ σα­τα­νᾶς δὲν τὰ λύ­νει πο­τέ. Μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ κά­νη κα­λὸ ὁ σα­τα­νᾶς; Καὶ ἐ­ὰν πρὸς στιγ­μὴν κά­νη κά­τι, θὰ κά­μη κα­τό­πιν πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα. Καὶ τὸ χεί­ρι­στο εἶ­ναι, ὅ­τι τοὺς παίρ­νει τὴν ψυ­χὴ καὶ τὴν πη­γαί­νει στὴν Κό­λα­σι. 

 

+ Ἀρ­χιμ. ΧΑΡ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ», Δ' Ἔκ­δο­σις, ΑΘΗΝΑΙ 1990. Σελ. 74-76.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου