25. ΤΑ μάγια τοΥ ΦαλΗρου
Ἐπειδὴ ἔγραψα τὸ βιβλίο «ὑπάρχουν Μάγια», τρέχει πολὺς κόσμος ἀπὸ
τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ χτυπημένοι ἀπὸ μάγια. Νομίζουν κακῶς,
ὅτι ἐγὼ ἔχω κάποια δύναμη μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς. Δὲν
ξέρουν, ὅτι ὅλοι οἱ Ἱερεῖς ἔχουν τὴν ἴδια δύναμη ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἀρκεῖ
νὰ πιστεύουν οἱ προσερχόμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος ἔλεγε «ἡ πίστις σου
σέσωκέ σε» καὶ τοὺς ρωτοῦσε πρoτήτερα, ἂν πιστεύουν.
Κάποτε μοῦ ἔφερε τὰ μάγια, ποὺ βρῆκε μιὰ δικηγόρος, καὶ ἀφοῦ διάβασα
τὰ σχετικά, βγῆκα στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς Πετράκη καὶ τὰ ἔκαψα.
Τότε ἦλθε καὶ κάποια κυρία, γιὰ νὰ τῆς λύσω τὰ μάγια μὲ τὶς εὐχὲς τῆς
Ἐκκλησίας καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς:
Ὁ ἄνδρας μου ψυχράθηκε πρὸς τὸ σπίτι. Δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου.
Τρελλάθηκε μὲ κάποια στὴν ὑπηρεσία του. Μοῦ εἶπαν, ὅτι τοῦ ἔχει κάνει
μάγια καὶ νὰ πάω σὲ κάποιον νὰ τὰ λύση. Ἐγὼ δὲν ἐπῆγα. Στὴν ἐπιμονή τους
ὅμως ἐπῆγα καὶ μοῦ λέγει: «Εἶναι στὸ Φάληρο. Νὰ πᾶμε νὰ τὰ βροῦμε».
Ἐπήγαμε στὴν ἀμμουδιά. Αὐτὸς γύριζε ἀρκετὰ καὶ σὲ μία στιγμὴ
τρέμοντας, τὰ ἐνετόπισε. Ἔσκαψε μὲ τὸ χέρι του στὴν ἄμμο, σαράντα
περίπου πόντους καὶ βρῆκε ἕνα στενόμακρο ξύλινο κουτί. Μέσα εἶχε
σαπούνια μισολειωμένα, καρφίτσες, καὶ κομμάτια ἀπὸ μία ζακέττα μου.
Φαίνεται, ὅταν ἔλειπα ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐπήγαινε αὐτὴ καὶ μοῦ τὴν πῆρε.
-
Ὅταν γυρίσης στὸ σπίτι, μοῦ εἶπε,
θὰ βρῆς τὸ παιδὶ σου ἄρρωστο, ἀλλὰ θὰ γίνη καλά.
Πράγματι, ὅταν γύρισα τὸ βρῆκα μὲ μεγάλο πυρετὸ
ἀλλὰ τοῦ πέρασε. Ἔγινε καλά.
Μοῦ εἶπε ὁ μάγος, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα,
ἀλλὰ ἐγὼ δὲν πηγαίνω νὰ τὰ βρῶ.
Τὸ εἶπα στὸν Παπᾶ καὶ μοῦ λέγει: Νὰ τὸν πᾶς νὰ
καὶ βρῆ. (Δὲν ἤξερε ὁ καυμένος. Ὁ Ἱερεὺς ἔχει την δύναμη ἀπὸ τὸν
Θεὸ νὰ τὰ διαλύη καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς μάγους). Ἐπέμενα ἐγώ,
εἶπε ἡ γυναίκα, στὸν μάγο καὶ τὸν κατάφερα καὶ πήγαμε στὸ Φάληρο. Πάλι
τὸν ἔπιασε τρεμούλα, προσγειώθηκε, ἔσκαψε στὴν ἄμμο καὶ βρῆκε ἄλλο
κουτὶ ξύλινο μικρότερο, ποὺ μέσα εἶχε διάφορα πράγματα. Ἀλλὰ ἀρρώστησε,
ἔτρεμε καὶ ἔπεσε κάτω. Συγκεντρώθηκε κόσμος. Τὸν ἔβαλα σ᾿ ἕνα ταξὶ
καὶ τὸν ἔφερα στὴν Ἀθήνα.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα, μοῦ εἶπε, ἀλλὰ σὲ ἄλλο μέρος.
Μὲ πολλὲς παρακλήσεις, τὸν κατάφερα καὶ πήγαμε. Ἤτανε τὸ κτίριο,
ποὺ ἐργαζότανε μέσα ὁ ἄνδρας μου καὶ ἐκείνη ἡ παλιοβρώμα. Σταθήκαμε
στὸν δρόμο καὶ δίπλα ἦταν ἕνας μανδρότοιχος.
Ἐκεῖ μέσα, μοῦ εἶπε, εἶναι, ἀλλὰ θὰ μὲ ἀντιληφθοῦν,
γιατί μπροστὰ φυλάει ὁ σκοπός. Τοῦ ἐπέμεινα. Αὐτός τότε κάτι μουρμούρισε.
Καὶ ὁ σκοπὸς μὲ τὸ ὅπλο του ἔφυγε καὶ πῆγε πρὸς τὰ κάτω. Τότε κάτι μουρμούρισε
καὶ σκόρπισε μόνος του ὁ μαντρότοιχος, ὁπότε βρέθηκε καὶ ἄλλο κουτὶ
μὲ μάγια.
Ἀλλὰ δυστυχῶς, μοῦ εἶπε ἡ Κυρία, δὲν μπόρεσε
ὁ μάγος νὰ τὰ λύση καὶ ἦλθα στὴν Ἐκκλησία.
Ἔχω παρατηρήσει, τῆς εἶπα, ὅταν πᾶνε προτήτερα
σὲ μέντιουμ καὶ μάγους, μᾶς δένουν ἐμᾶς τῶν Ἱερέων τὰ χέρια καὶ χρειάζεται
πολλὴ ἐπιμονὴ νὰ λυθοῦν. Ὁ Θεὸς λέγει, ἀφοῦ πῆγες ἐκεῖ, ἐγὼ δὲν σὲ κάνω
καλά. Πήγαινε νὰ σὲ κάνουν ἐκεῖ καλά. Ἂν ὅμως δὲν πᾶνε σὲ μάγους, καὶ ὑπάρχει
πίστις, τότε εὔκολα τὰ λύνει ἡ Ἐκκλησία.
Τότε τῆς ἔκανα Ἁγιασμό, τῆς διάβασα τὶς εὐχές.
Καὶ ἀπὸ τὸν Ἀγασμὸ ἐκεῖνον τῆς εἶπα νὰ πίνη κάθε μέρα καὶ νὰ ραντίση
καὶ τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ της.
Ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ θαῦμα Του. Ἔδωσε νὰ τσακωθῆ
τὸ παράνομο ζεῦγος καὶ νὰ γυρίση καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς στὴν οἰκογένειά του!
Πολλοὶ τρέχουν στοὺς Μάγους καὶ στὶς Μάγισσες,
γιὰ νὰ τοὺς λύσουν τὰ μάγια. Ἀλλὰ ὁ σατανᾶς δὲν τὰ λύνει ποτέ. Μπορεῖ
ποτὲ νὰ κάνη καλὸ ὁ σατανᾶς; Καὶ ἐὰν πρὸς στιγμὴν κάνη κάτι, θὰ κάμη
κατόπιν πολὺ χειρότερα. Καὶ τὸ χείριστο εἶναι, ὅτι τοὺς παίρνει τὴν ψυχὴ
καὶ τὴν πηγαίνει στὴν Κόλασι.
+ Ἀρχιμ. ΧΑΡ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ», Δ' Ἔκδοσις, ΑΘΗΝΑΙ 1990. Σελ. 74-76.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου