Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

 

3. Αγαπη προς τον πλησιον

 


ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΙΣΤΟΡΙΑ μᾶς τήν διηγεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Ἑλε- 

νουπόλεως Παλλάδιος!. 

Ὁ Σεραπίων ἦταν Αἰγύπτιος Ἀσκητής, τελείως ἀκτήμων καί πολύ ἐλεήμων. Πολλές φορές τόν εἶχαν δεῖ νά γυρίζει μ᾿ ἕνα σεντόνι τυλιγ-μένο γύρω ἀπό τό γυμνό του σῶμα, γιατί τά ἐνδύματά του τά εἶχε δώσει ἐλεημοσύνη. Ἔτσι τοῦ ἔμεινε καί τό ὄνομα Σινδόνιος. 

Κάποτε πουλήθηκε σάν δοῦλος σ᾿ ἕναν εἰδωλολάτρη ηθοποιό, για εἴκοσι νομίσματα. Ἄρχισε μέ μεγάλη προθυμία νά ὑπηρετεῖ τόν κύριό του καί ὅλη του τήν οἰκογένεια. Ἐργαζόταν ἀδιάκοπα χωρίς ἀπαιτήσεις. Το φαγητό του ἀποτελοῦνταν μόνο ἀπό ψωμί καί νερό. Ἐνῶ τά χέρια του δούλευαν, ὁ νοῦς του ἦταν ἀπασχολημένος μέ τήν προσευχή. Τα λόγια τῆς Γραφῆς δέν ἔλειπαν ποτέ από τα χείλη του. Σκοπός του ἦταν να μεταδώσει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στους κυρίους του καί δέν ἄργησε νά τό ἐπιτύχει. Τούς προσείλκυσε στην πίστη, πρῶτα ἀπό ὅλα μέ τό παράδειγμα τοῦ χριστιανικοῦ βίου του καί ὕστερα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, πού πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριᾶς στις ταλαιπωρημένες ἀπό τήν κοσμική ματαιότητα ψυχές. 

Ὅταν ὁ μῖμος – ἔτσι ἔλεγαν τότε τους ηθοποιούς-, ἡ σύζυγος καί τά παιδιά του πῆραν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἄφησαν τό ἐπάγγελμά τους, πού δέν συμφωνοῦσε πιά μέ τήν νέα ζωή τους, καί ἔγιναν ἐνεργά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μιά μέρα πῆρε ἰδιαιτέρως τόν Σινδόνιο ὁ κύριός του καί τοῦ εἶπε: 

– Εἶναι καιρός, ἀδελφέ, νά σοῦ ἀνταποδώσω τήν εὐεργεσία πού μοῦ ἔκανες νά ἐλευθερώσεις καί μένα καί τήν οἰκογένειά μου ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας. Πάρε κι ἐσύ γιά ἀντάλλαγμα τήν ἐλευθερια σου. 

Τότε ὁ Σινδόνιος κατάλαβε πώς εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νά τοῦ ἀποκαλύ- ψει τήν ἀλήθεια. Τοῦ εἶπε λοιπόν πώς δέν ἦταν δοῦλος καί πώς μέ τήν θέλησή του πουλήθηκε σ᾿ αὐτόν, γιά νά τόν ὁδηγήσει στόν Χριστό. 

Ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε ὁ Θεός τήν ἐπιθυμία μου, ἄς πάω τώρα να βοηθήσω κι ἄλλους. 

Ἐπέστρεψε τά εἴκοσι νομίσματα στον κύριό του καί ἔφυγε γιά ἄλλη χώρα. Ἐκεῖ πουλήθηκε σέ οἰκογένεια αἱρετικῶν. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔφερε κι αυτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. 

Μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ὁ Σινδόνιος ὑπηρετοῦσε σωματικά καί ψυχικά τούς συνανθρώπους του. 

 

ΓΙΑΤΙ, Ἀββᾶ, οἱ σημερινοί μοναχοί, ἐνῶ κοπιάζουν, δέν παίρνουν ἀπό τόν Θεό τά χαρίσματα πού ἔπαιρναν οἱ παλαιοί Πατέρες; ρώτησε ἕναν Γέροντα κάποιος ἀδελφός. 

- Τόν παλαιό καιρό, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ σεβάσμιος Γέροντας, ὑπῆρχε ἀγάπη μεταξύ τῶν μοναχῶν καί καθένας προθυμοποιοῦνταν να βοηθήσει τόν ἀδελφό του νά ἀνεβεῖ πρός τά ἐπάνω. Τώρα ἡ ἀγάπη ψυχράνθηκε καί ὁ ἕνας παρασύρει τόν ἄλλον πρός τά κάτω. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν χορηγεῖ πλέον ὁ Θεός χαρίσματα πνευματικά. 

 

ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ καιρό – ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης σ᾿ ἕναν νέο μοναχό, πού πῆγε νά τόν συμβουλευθεῖ – ἡ πνευματική απασχόληση ἦταν τό κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ καί ἡ ἐργασία πάρεργο. Σήμερα ἀντιστράφηκαν οἱ ὅροι καί θεωρεῖται πάρεργο τό ἔργο τῆς ψυχῆς καί ἔργο το εργόχειρο. 

– Ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς ψυχῆς; ρώτησε ὁ ἀδελφός. 

– Ἐκεῖνο πού γίνεται χάριν τῆς θείας ἐντολῆς, ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μαθαίνεις, λόγου χάρη, πώς εἶμαι ἄρρωστος καί ἡ συνείδησή σου σοῦ λέει πώς εἶναι καθῆκον σου νά μέ ἐπισκεφθεῖς. Ἐσύ ὅμως κάθεσαι καί σκέπτεσαι: «Ἄν πάω, θά μείνει πίσω τό εργόχειρό μου, γιατί θα χάσω χρόνο». Δέν ἔρχεσαι καί παραβαίνεις τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Ἢ κάποιος σοῦ ζητᾶ νά τόν βοηθήσεις στήν ἐργασία του. Ἐσύ μονολογεῖς: «Εἶναι ἀνάγκη τώρα ν' ἀφήσω τήν δική μου δουλειά στην μέση, γιά νά βοηθήσω ἄλλον;». Ἀρνεῖσαι, παραβλέποντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἔργο τῆς ψυχῆς, καί προσηλώνεσαι στο εργόχειρό σου, πού εἶναι πάρεργο. 

 

ΠΗΓΕ μιά φορά ὁ Ὅσιος Μακάριος να κάνει συντροφιά σ᾿ ἕναν ἄρρωστο Ἐρημίτη. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω στο γυμνό κελλάκι του, εἶδε πώς δέν ὑπῆρχε πουθενά οὔτε ἴχνος φαγητοῦ. 

– Τί θά ἤθελες νὰ φᾶς, ἀδελφέ; ρώτησε ὁ Ὅσιος. 

Ὁ ἄρρωστος δίστασε να απαντήσει. Τί νὰ ζητοῦσε τάχα, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε τίποτε σ᾿ ἐκείνη τήν ἐρημιά; Τέλος, ἐπειδή επέμενε νά τόν ρωτᾶ ὁ Ὅσιος, εἶπε πώς εἶχε ἐπιθυμήσει λίγη αλευρόσουπα. Αλλά ποῦ νὰ βρεθεῖ ἀλεύρι; 

Ὁ Ὅσιος Μακάριος, γιά νά ἀναπαύσει τόν ἄρρωστο ἀδελφό του, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια, κάνοντας πενήντα μίλια μέ τά πόδια, γιά νά βρεῖ ἀλεύρι. 

 

Ο ΟΣΙΟΣ Ποιμήν ἀσκήτευε μαζί μέ τούς τέσσερις ἀδελφούς του στήν αἰγυπτιακή ἔρημο. Ὁ Παΐσιος, ὁ νεώτερος ἀδελφός, δέν εἶχε ἀκόμη κατορθώσει να διορθώσει τίς ἀδυναμίες του καί στενοχωροῦσε μέ τίς ἀταξίες του τούς ἄλλους. 

– Αὐτός ὁ μικρός δέν μᾶς ἀφήνει σέ ἡσυχία, είπε μιά μέρα στενο- χωρημένος στόν μεγαλύτερο ἀδελφό του ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν. Ἔλα να φύγουμε ἀπό τό μέρος αὐτό, νά ἠρεμήσει ὁ λογισμός μας. 

Πήραν τον δρόμο κι ἔψαχναν να βροῦν τόπο κατάλληλο γιά νά μείνουν. Ὁ Παΐσιος ὅμως κατάλαβε πώς τά ἀδέλφια του τόν ἄφησαν κι ἔφυγαν καί βγῆκε νά τούς γυρεύει. 

Ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν τόν εἶδε ἀπό μακριά νά ἔρχεται καί εἶπε στον Ἀββᾶ Ἀνούβ, τόν μεγαλύτερο: 

 Ἄς περιμένουμε τόν ἀδελφό πού κοπιάζει νά μᾶς φθάσει. 

Τέλος, πλησίασε ἐκεῖνος καί τούς παραπονέθηκε: 

– Ποῦ πηγαίνετε καί μέ ἀφήνετε μόνο; 

– Φεύγουμε νά βροῦμε ἡσυχία. Ἐσύ διαρκῶς μᾶς θλίβεις μέ τίς ἀπερισκεψίες σου, τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν. 

– Ναί, ναί, πᾶμε ὅλοι μαζί ὅπου θέλετε, εἶπε μέ ἀφέλεια ὁ νέος.

Βλέποντας τήν ἀκακία του ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, εἶπε στον μεγάλο του ἀδελφό: 

 Ας γυρίσουμε πίσω, Ἀνούβ. Νομίζω πώς άθελά του ἀτακτεῖ ὁ νεαρός αὐτός ἤ ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἔτσι, γιά νά δεῖ τήν ὑπομονή μας. 

Ἐπέστρεψαν λοιπόν στο κελλί τους καί ἔζησαν ὅλοι μαζί μέχρι τέλους. 

 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ, ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΧΑΜΠΑΚΗ, ΕΚΔΟΣΗ Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ» σελ.11 – 13

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου