Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
(23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κυριακῆς)
Ἀδελ­φοί, βρῶ­μα ἡ­μᾶς ο πα­ρί­στη­σι τ Θε­ῷ· οὔ­τε γρ ἐ­ὰν φά­γω­μεν πε­ρισ­σεύ­ο­μεν, οὔ­τε ἐ­ὰν μ φά­γω­μεν ὑ­στε­ρο­ύ­με­θα. βλέ­πε­τε δ μή­πως ἡ ἐ­ξου­σί­α ὑ­μῶν αὕ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τος ἀ­σθε­νοῦ­σιν. ἐ­ὰν γρ τις ἴ­δῃ σε, τν ἔ­χον­τα γνῶ­σιν, ν εἰ­δω­λε­ί­ῳ κα­τα­κε­ί­με­νον, οὐ­χὶ συ­νε­ί­δη­σις αὐ­τοῦ ἀ­σθε­νοῦς ὄν­τος οἰ­κο­δο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εἰ­δω­λό­θυ­τα ἐ­σθί­ειν; καὶ ἀ­πο­λεῖ­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φὸς ἐ­πὶ τ σ γνώ­σει, δι' ν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν. οὕ­τω δὲ ἁ­μαρ­τά­νον­τες ες τος ἀ­δελ­φοὺς κα τύ­πτον­τες αὐ­τῶν τν συ­νε­ί­δη­σιν ἀ­σθε­νοῦ­σαν ες Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε. δι­ό­περ ε βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τν ἀ­δελ­φόν μου, ο μ φά­γω κρέ­α ες τν αἰ­ῶ­να, ἵ­να μ τν ἀ­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος; οκ εἰ­μὶ ἐ­λε­ύ­θε­ρος; οὐ­χὶ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν τν Κριον ἡ­μῶν ἑ­ώ­ρα­κα; ο τὸ ἔρ­γον μου ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ; εἰ ἄλ­λοις οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λά γε ὑ­μῖν εἰ­μι· γρ σφρα­γὶς τς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. 
       (Α’Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΜΑΣ!
«Ἀ­μα­ρτά­νον­τες εἰς τοὺς ἀ­δελ­φούς... εἰς Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε»
Κυ­ρια­κή τῆς Ἀ­πό­κρε­ω σή­με­ρα, καὶ ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὴ φο­βε­ρὴ ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως καὶ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὴ σπου­δαί­α ἀ­λή­θεια ὅ­τι κα­τὰ τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ὅ­λοι ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ δώ­σου­με λό­γο γιὰ κά­θε πτυ­χὴ τῆς ζω­ῆς μας. Μά­λι­στα αὐ­τὸ ποὺ το­νί­ζε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κά­θε ἀ­γα­θο­ερ­γί­α πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας ὁ Κύ­ριος τὴ δέ­χε­ται ὡς πρά­ξη ἀ­γά­πης πρὸς τὸ πρό­σω­πό του. Ἀν­τί­στοι­χα καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα γιὰ κά­τι ἐ­ξί­σου ἐν­τυ­πω­σια­κό: Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α ποὺ δι­α­πράτ­του­με εἰς βά­ρος τῶν ἀ­δελ­φῶν μας, προ­σβάλ­λει τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό!
Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν μὲ ποι­οὺς τρό­πους ἁ­μαρ­τά­νει κά­ποι­ος εἰς βά­ρος τῶν ἄλ­λων καὶ για­τί κά­θε πα­ρό­μοι­α ἁ­μαρ­τί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται τε­λι­κὰ στὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό.
1. «Ἁ­μαρ­τά­νον­τες εἰς τοὺς ἀ­δελ­φοὺς»
Δὲν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ κα­τα­λά­βει κα­νεὶς ὅ­τι ἁ­μαρ­τά­νει, ὅ­ταν ἐ­ξα­πα­τᾶ καὶ ἀ­δι­κεῖ, ὑ­βρί­ζει καὶ κτυ­πᾶ, καὶ γε­νι­κὰ φέ­ρε­ται ἐ­πι­θε­τι­κὰ πρὸς τοὺς ἄλ­λους, εἴ­τε αὐ­τοὶ εἶ­ναι μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του, συγ­γε­νεῖς, φί­λοι, συ­νά­δελ­φοι, πε­λά­τες κλπ. Ὡ­στό­σο δὲν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τὲς οἱ ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ πλη­γώ­νουν τὶς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ἁ­μαρ­τί­α ἐ­πί­σης εἶ­ναι τὸ νὰ σκαν­δα­λί­ζει κα­νεὶς τοὺς ἄλ­λους, ἀ­κό­μα κι ἂν ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του μοιά­ζει σω­στή. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὸ το­νί­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τὸ καὶ ση­μει­ώ­νει ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νὰ στε­ρη­θοῦ­με ἐ­μεῖς κά­ποι­ο νό­μι­μο δι­καί­ω­μά μας πα­ρὰ νὰ σκαν­δα­λί­σου­με κά­ποι­ον ἀ­δελ­φό μας.
Καὶ κά­τι ἀ­κό­μη: Ἁ­μαρ­τά­νου­με ὄ­χι μό­νο ὅ­ταν βλά­πτου­με τοὺς ἄλ­λους ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς βο­η­θή­σου­με καὶ δὲν τὸ κά­νου­με. «Εἰ­δό­τι κα­λὸν ποι­εῖν καὶ μὴ ποι­οῦν­τι, ἁ­μαρ­τί­α αὐ­τῷ ἐ­στιν», γρά­φει ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος (Ἰ­ακ. δ'[4] 17), δη­λώ­νον­τας σα­φῶς ὅ­τι ἁ­μαρ­τά­νει ὅ­ποι­ος γνω­ρί­ζει νὰ κά­νει τὸ κα­λὸ καὶ δὲν τὸ κά­νει. Ἄλ­λω­στε σύμ­φω­να μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ἡ βα­σι­κὴ αἰ­τί­α τῆς κα­τα­δί­κης τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν δὲν θὰ εἶ­ναι τὰ ἐγ­κλή­μα­τα ποὺ δι­έ­πρα­ξαν, ἀλ­λὰ τὸ κα­λὸ ποὺ δὲν ἔ­κα­ναν: «Ἐ­πεί­να­σα, καὶ οὐκ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα, καὶ οὐκ ἐ­πο­τί­σα­τέ με...» (Ματθ. κε'[25] 42-43). Ναί! Εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α ἡ ἔλ­λει­ψη ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα! Πῶς ἀλ­λι­ῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νεὶς τὸ νὰ δι­α­σκε­δά­ζουν κά­ποι­οι σὲ ἁ­μαρ­τω­λὰ κέν­τρα ἢ νὰ σπα­τα­λοῦν χρή­μα­τα στὰ ἐ­παί­σχυν­τα καρ­να­βά­λια, τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ποὺ μι­κρὰ παι­διὰ λι­πο­θυ­μοῦν ἀ­πὸ τὴν πεί­να καὶ ἄλ­λοι δὲν ἔ­χουν οὔ­τε σπί­τι νὰ μεί­νουν;
Εἶ­ναι λοι­πὸν με­γά­λη ἡ εὐ­θύ­νη μας. Καὶ ἡ σο­βα­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν παρεκτρο­πῶν γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο φα­νε­ρή, ὅ­ταν σκε­φθοῦ­με ὅ­τι κά­θε ἁ­μαρ­τί­α ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀ­δελ­φῶν μας στὴν οὐ­σί­α στρέ­φε­ται ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χρι­στοῦ! Πῶς ὅ­μως γί­νε­ται αὐ­τό;
2. «Εἰς Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε»
Ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἦλ­θε στὴ γῆ καὶ προ­σέ­λα­βε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ὁ ἴ­διος μπῆ­κε στὴ θέ­ση τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. «Τὰ τῶν οἰ­κε­τῶν αὐ­τὸς οἰ­κει­οῦ­ται», λέ­ει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, δη­λα­δὴ αὐ­τὰ ποὺ ἀ­φο­ροῦν τοὺς δού­λους (ἐνν. τοὺς ἀν­θρώ­πους) ὁ Δε­σπό­της τὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἀ­φο­ροῦν τὸν Ἑ­αυ­τό του. Γι᾿ αὐ­τὸ καί, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς λέ­ει «ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε» στὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, οὐ­σι­α­στι­κὰ το­πο­θε­τεῖ τὸν Ἑ­αυ­τό του στὴ θέ­ση τοῦ πει­να­σμέ­νου, τοῦ δι­ψα­σμέ­νου, τοῦ ξέ­νου, τοῦ ρα­κέν­δυ­του, τοῦ ἀρ­ρώ­στου, ἀ­κό­μη καὶ τοῦ φυ­λα­κι­σμέ­νου!
Ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­πο­τε­λοῦ­με «σῶ­μα Χρι­στοῦ καὶ μέ­λη ἐκ μέ­ρους» (Α' Κορ. ι­β' [12] 27). Εἶ­ναι δυ­να­τόν, ὅ­ταν τραυ­μα­τι­στεῖ ἕ­να μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος, νὰ ἀ­δι­α­φο­ρή­σει ἡ κε­φα­λή; Ὅ­ταν πλη­γώ­νου­με ἕ­να συ­νάν­θρω­πό μας, πλήτ­τε­ται ταυ­τό­χρο­να καὶ ἡ κε­φα­λὴ τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Καὶ τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κό: Ἂς μὴν ξε­χνοῦ­με, ὅ­πως μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει σή­με­ρα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­τι κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­δελ­φός μας «δι᾿ ὅν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν». Ἐ­φό­σον λοι­πὸν ὁ Χρι­στὸς θυ­σί­α­σε τὴ ζω­ή του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μου, ἐ­γὼ πό­σο προ­σε­κτι­κὸς ὀ­φεί­λω νὰ εἶ­μαι ἀ­πέ­ναν­τί του, ὥ­στε νὰ τὸν βο­η­θῶ κι ὄ­χι νὰ τὸν βλά­πτω;
Κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πλα­σμέ­νος «κατ᾿ εἰ­κό­να καὶ καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν» Θε­οῦ. Συ­νε­πῶς στὸ πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἄν­θρω­που ὀ­φεί­λου­με πάν­το­τε νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως σε­βό­μα­στε τὶς ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες καὶ τὶς προ­στα­τεύ­ου­με ἀ­πὸ τὴ φθο­ρὰ ἢ ἀ­πὸ βε­βή­λω­ση, ἂς σε­βό­μα­στε καὶ τὸν κά­θε συ­νάν­θρω­πό μας. Στὸ πρό­σω­πό του ἂς βλέ­που­με τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό, ποὺ πο­νᾶ καὶ ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας ἄ­δι­κη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ἂς προ­σέ­χου­με λοι­πὸν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας κι ἂς στε­κό­μα­στε ἀ­πέ­ναν­τί τους μὲ σε­βα­σμὸ καὶ ἀ­γά­πη, ἔ­χον­τας πάν­τα στὸ νοῦ μας τὸν λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «ἁ­μαρ­τά­νον­τες εἰς τοὺς ἀ­δελ­φούς... εἰς Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε».
 (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ὁ υ­ς τοῦ ἀν­θρ­που ν τ δ­ξ α­το κα πν­τες οἱ ἅ­γι­οι γ­γε­λοι με­τ' α­το, τ­τε κα­θ­σει ­π θρ­νου δ­ξης α­το· κα συ­να­χθ­σε­ται μ­προ­σθεν α­το πν­τα τὰ ἔ­θνη, καὶ ἀ­φο­ρι­ε α­τος ­π' λ­λ­λων, ­σπερ ποι­μν ­φο­ρ­ζει τ πρ­βα­τα ­π τν ­ρ­φων, κα στ­σει τ μν πρ­βα­τα κ δε­ξι­ν α­το τ δὲ ἐ­ρ­φι­α ξ ε­ω­ν­μων. τ­τε ­ρεῖ ὁ βα­σι­λες τος κ δε­ξι­ν α­το· δε­τε, ο ε­λο­γη­μ­νοι το πα­τρς μου, κλη­ρο­νο­μ­σα­τε τν ­τοι­μα­σμ­νην ­μν βα­σι­λε­­αν ­π κα­τα­βο­λς κ­σμου· ­πε­να­σα γρ καὶ ἐ­δ­κα­τ μοι φα­γεν, ­δ­ψη­σα καὶ ἐ­πο­τ­σα­τ με, ξ­νος ­μην κα συ­νη­γ­γε­τ με, γυ­μνς κα πε­ρι­ε­β­λε­τ με, ­σθ­νη­σα καὶ ἐ­πε­σκ­ψα­σθ με, ν φυ­λα­κῇ ἤ­μην καὶ ἤλ­θε­τε πρς με. τ­τε ­πο­κρι­θ­σον­ται α­τ ο δ­και­οι λ­γον­τες· κ­ρι­ε, π­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα καὶ ἐ­θρ­ψα­μεν, δι­ψν­τα καὶ ἐ­πο­τ­σα­μεν; π­τε δ σε ε­δο­μεν ξ­νον κα συ­νη­γ­γο­μεν, γυ­μνν κα πε­ρι­ε­β­λο­μεν; π­τε δ σε ε­δο­μεν ­σθε­νῆ ἢ ἐν φυ­λα­κ καὶ ἤλ­θο­μεν πρς σε; καὶ ἀ­πο­κρι­θες βα­σι­λες ­ρε α­τος· ­μν λ­γω ­μν, ­φ' ­σον ­ποι­­σα­τε ἑ­ν το­των τν ­δελ­φν μου τν ­λα­χ­στων, ­μοὶ ἐ­ποι­­σα­τε. Ττε ­ρε κα τος ξ ε­ω­ν­μων· πο­ρε­­ε­σθε ­π' ­μο ο κα­τη­ρα­μ­νοι ες τ πρ τ α­­νι­ον τὸ ἡ­τοι­μα­σμ­νον τ δι­α­β­λ κα τος γ­γ­λοις α­το· ­πε­­να­σα γρ κα οκ ­δ­κα­τ μοι φα­γεν, ­δ­ψη­σα κα οκ ­πο­τ­σα­τ με, ξ­νος ­μην κα ο συ­νη­γ­γε­τ με, γυ­μνς κα ο πε­ρι­ε­β­λε­τ με, ­σθε­νς καὶ ἐν φυ­λα­κ κα οκ ­πε­σκψα­σθ με. τ­τε ­πο­κρι­θ­σον­ται α­τ κα α­το λ­γον­τες· κ­ρι­ε, π­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα δι­ψν­τα ξ­νον γυ­μνν ἢ ἀ­σθε­νῆ ἢ ἐν φυ­λα­κ κα ο δι­η­κο­ν­σα­μν σοι; τ­τε ­πο­κρι­θ­σε­ται α­τος λ­γων·  ­μν  λ­γω  ­μν,  φ' σον  οκ  ποισατε  ν  τοτων τν λαχστων, οδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι ες κό­λα­σιν αἰ­ώ­νι­ον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον.          
  (Ματθ. κε΄[25] 31 - 46)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπεν Κύριος· Ὅ­ταν θά ἔρ­θει ὁ Υἱ­ός τοῦ Ἀν­θρώ­που μὲ τὴ δό­ξα του καὶ μα­ζί του ὅ­λοι οἱ ἅ­γι­οι ἄγ­γε­λοι, τό­τε θὰ κα­θί­σει σὲ θρό­νο ἔν­δο­ξο καὶ λαμ­πρό. Καὶ θὰ συ­να­χθοῦν μπρο­στά του ὅ­λα τὰ ἔ­θνη, ὅ­λοι δη­λα­δὴ οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἔ­ζη­σαν ἀ­π' τὴν ἀρχή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μέ­χρι τὸ τέ­λος τοῦ κό­σμου. Καὶ θὰ τοὺς χω­ρί­σει τὸν ἕ­να ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο, ὅ­πως ὁ βο­σκὸς χω­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τὰ γί­δι­α. Καὶ θὰ το­πο­θε­τή­σει τοὺς δι­καί­ους, πού εἶ­ναι ἥ­με­ροι σὰν τὰ πρό­βα­τα, στὰ δε­ξι­ὰ του· ἐνῶ τούς ἁ­μαρ­τω­λούς, πού εἶ­ναι ἀ­τί­θα­σοι καὶ ἄ­τα­κτοι σὰν τὰ γί­δι­α, θὰ τοὺς βά­λει στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του. Τό­τε θὰ πεῖ ὁ βα­σι­λι­ὰς σ᾿ ἐ­κεί­νους πού θά εἶναι στὰ δε­ξι­ά του: Ἐ­λᾶ­τε ἐσεῖς πού εἶ­στε εὐ­λο­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μῆ­στε τὴ βα­σι­λεί­α πού ἔ­χει ἑ­τοι­μα­στεῖ γι­ὰ σᾶς ἀ­πὸ τό­τε πού θε­με­λι­ω­νό­ταν ὁ κό­σμος. Σᾶς ἀ­νή­κει λοι­πὸν ἡ κλη­ρο­νο­μι­ὰ αὐ­τὴ· δι­ό­τι πεί­να­σα καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω, ἤ­μουν δι­ψα­σμέ­νος καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ πι­ῶ, ἤ­μουν ξέ­νος καὶ δὲν εἶ­χα ποῦ νὰ μεί­νω καὶ μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­τε στὸ σπί­τι σας, ἤ­μουν γυ­μνὸς καὶ μὲ ντύ­σα­τε, ἀρ­ρώ­στη­σα καὶ μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε, ἤ­μουν μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ καὶ ἤλ­θα­τε νὰ μὲ δεῖτε καὶ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σε­τε. Τό­τε θὰ τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν οἱ δί­και­οι: Κύ­ρι­ε, πό­τε σὲ εἴ­δα­με πει­να­σμέ­νο καὶ σὲ θρέ­ψα­με, ἢ δι­ψα­σμέ­νο καὶ σοῦ δώ­σα­με νὰ πιεῖς; Καὶ πό­τε σὲ εἴ­δα­με ξέ­νο καὶ σὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­με, ἢ γυ­μνὸ καὶ σὲ ντύ­σα­με; Καὶ πό­τε σὲ εἴ­δα­με ἄρ­ρω­στο ἢ φυ­λα­κι­σμέ­νο καὶ ἤλ­θα­με νὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με; Τό­τε θὰ τοὺς ἀ­πο­κρι­θεῖ ὁ βα­σι­λι­άς: Ἀ­λη­θι­νά σάς λέ­ω ὅ­τι κά­θε τί πού κά­να­τε σ' ἕ­ναν ἀ­πό τους φτω­χοὺς αὐ­τοὺς ἀ­δελ­φούς μου πού φαί­νον­ταν ἄ­ση­μοι καὶ πο­λὺ μι­κροί, τὸ κά­να­τε σὲ μέ­να.
Τό­τε θὰ πεῖ καὶ σὲ κεί­νους πού θὰ εἶ­ναι στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του: Ἐ­σεῖς πού ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα σας γί­να­τε κα­τα­ρα­μέ­νοι, φύ­γε­τε μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ μέ­να στὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νι­ο, πού ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθεῖ γι­ὰ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους του. Δι­ό­τι πεί­να­σα καὶ δὲν μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω, δί­ψα­σα καὶ δὲν μοῦ δώ­σα­τε νὰ πι­ῶ, ἤ­μουν ξέ­νος καὶ δὲν μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­τε νὰ μὲ φι­λο­ξε­νή­σε­τε, ἤ­μουν γυ­μνὸς καὶ δὲν μὲ ντύ­σα­τε, ἤ­μουν ἄρ­ρω­στος καὶ μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ καὶ δὲν μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε. Τό­τε θὰ τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν κι αὐ­τοί: Κύ­ρι­ε, πό­τε σὲ εἴ­δα­με νὰ πει­νᾶς ἢ νὰ δι­ψᾶς ἢ νὰ εἶ­σαι ξέ­νος ἢ γυ­μνὸς ἢ ἄρ­ρω­στος ἢ φυ­λα­κι­σμέ­νος, καὶ δὲν σὲ ὑ­πη­ρε­τή­σα­με; Τό­τε θὰ τοὺς ἀ­πο­κρι­θεῖ: Ἀ­λη­θι­νά σας λέ­ω, κά­θε τί πού δὲν κά­να­τε σ' ἕ­ναν ἀ­π' αὐ­τοὺς πού ὁ κό­σμος θε­ω­ροῦ­σε πο­λὺ μι­κρούς, οὔ­τε σὲ μέ­να τὸ κά­να­τε.
Καὶ θὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ σὲ κό­λα­ση πού δὲν θὰ ἔ­χει τέ­λος, ἀλλά θὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­α· ἐ­νῶ οἱ δί­και­οι θὰ πᾶ­νε γι­ὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν ζω­ὴ αἰ­ώ­νι­α.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου