Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς ὁ λό­γος· καὶ πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι οἱ πε­πι­στευ­κό­τες τῷ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τὰ κα­λὰ καὶ ὠ­φέ­λι­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δὲ ζη­τή­σεις καὶ γε­νε­α­λο­γί­ας καὶ ἔ­ρεις καὶ μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γὰρ ἀ­νω­φε­λεῖς καὶ μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος καὶ ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρός σε ἢ Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρός με εἰς Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γὰρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τὸν νο­μι­κὸν καὶ Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δὲ καὶ οἱ ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι εἰς τὰς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μὴ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε οἱ με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. Ἡ χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.

                                    (Τἰτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι»

Μἐ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναχωρήσεως ἀπὸ τὴν Κρήτη δύο συνεργῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ νομικοῦ Ζηνᾶ καὶ τοῦ Ἀπολλοδώρου, ὁ θεῖος Παῦλος συμβουλεύει τὸν ἀπόστολο Τίτο νὰ τοὺς ἐφοδιάσει μὲ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸ ταξίδι τρόφιμα καὶ ροῦχα. Παράλληλα δὲ τὸν συμβουλεύει ὅτι θὰ πρέπει νὰ μάθει σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα καὶ νὰ συντρέχουν τοὺς ἀδελφοὺς στὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες τους. Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν προτροπὴ αὐτὴ τοῦ θείου Ἀποστόλου ἂς δοῦμε κι ἐμεῖς μὲ ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ γιατί.

1. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΕΡΓΑ ΑΛΛΑ ΙΕΡΑ!

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζητεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ ἔχουμε ὡς διαρκὴ σπουδὴ καὶ μέριμνα τὴν ἐπιτέλεση καλῶν ἔργων. Νὰ μὴν ἔχουμε ἁπλῶς μία θεωρητικὴ πίστη, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐκδηλώνουμε καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα. Καὶ ἔτσι νὰ διδάσκουμε τὸ μάθημα τῶν καλῶν ἔργων καὶ μὲ τὸν λόγο μας, πολὺ δὲ περισσότερο μὲ τὸ παράδειγμά μας. Καὶ μᾶς τονίζει ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐργαζόμαστε τὰ καλὰ ἔργα ὅταν μᾶς περισσεύει χρόνος, ἀλλὰ νὰ ἀποτελοῦν αὐτὰ τὴν κύρια φροντίδα μας, νὰ πρωτοστατοῦμε σ᾿ αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ τὰ ἐργαζόμαστε μὲ ἐπιμέλεια καὶ ζῆλο. Διότι εἶναι ἔργα ἀγάπης, ἔργα ἱερά. Νὰ τὰ ἐργαζόμαστε ὡς κατενώπιον Θεοῦ.

Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ νὰ δίνουμε ὅλη μας τὴν καρδιὰ ὅταν ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Νὰ εἴμαστε δραστήριοι καὶ ἐφευρετικοί. Μὴ περιμένουμε ἀπὸ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη νὰ ζητοῦν τὴν βοήθειά μας, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι μέσα σὲ ἕνα πλημμύρισμα ἀγάπης νὰ δείχνουμε ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀναζητοῦμε ἀνθρώπους ἐνδεεῖς. Κι ὅταν τοὺς βροῦμε, νὰ τοὺς διακονοῦμε μὲ προθυμία καὶ εὐχαρίστηση. Καὶ νὰ τοὺς χορηγοῦμε τὰ ἀπαραίτητα ἀγαθὰ μὲ ἀφθονία καὶ χαρά. Νὰ τοὺς δίδουμε καὶ τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ χρήματα, ὅ,τι τοὺς εἶναι ἀπαραίτητο. Μάλιστα δὲ νὰ συμπαραστεκόμαστε καὶ νὰ διακονοῦμε τοὺς ἀρρώστους καὶ ἡλικιωμένους, ἀνθρώπους ἀνυπεράσπιστους ἢ ἀνήμπορους, χῆρες, ὀρφανὰ καὶ ἐγκαταλελειμμένους γέροντες. Καὶ νὰ τοὺς παρέχουμε τὶς ἀναγκαῖες ἐξυπηρετήσεις σὲ ὅ,τι χρειάζονται, σὰν νὰ διακονοῦμε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

2. ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΣΥ!

Γιατί ὅμως πρέπει νὰ πρωτοστατοῦμε στὰ καλὰ ἔργα; Θὰ ἀπαντοῦσε πολὺ φυσικὰ κανεὶς ὅτι θὰ πρέπει νὰ πρωτοστατοῦμε στὰ καλὰ ἔργα γιὰ νὰ βοηθοῦμε τοὺς γύρω μας ἀνθρώπους. Ἀσφαλῶς καὶ γι᾿ αὐτό. Στὸ σημερινὸ ὅμως Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος ζητεῖ νὰ ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα αὐτὰ περισσότερο γιὰ μᾶς τοὺς ἰδίους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἐμεῖς πρῶτα. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν αἰτιολογικὴ πρόταση ποὺ ἐπιτάσσει. Συνιστᾶ στοὺς πιστοὺς νὰ τὰ ἐργάζονται γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρποι. Ἄρα λοιπὸν ἐνδιαφέρεται περισσότερο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δίνουν κι ἔπειτα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ λαμβάνουν. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε συνιστᾶ νὰ ἐργαζόμαστε τὰ καλὰ ἔργα ὄχι ἀπὸ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη, ὄχι τόσο γιὰ νὰ δέχονται πλουσιοπάροχα οἱ ἄλλοι τὴν ἀγάπη μας, ἀλλὰ διότι «ἱλαρὸν δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς» (Β' Κορ.θ'[9] 7).

Πάνω σ' αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ποὺ ἔθρεψε στὴν ἔρημο ἀπὸ πέντε ἄρτους πέντε χιλιάδες ἄνδρες, νὰ θρέψει τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς μαθητὰς του; Γιατί λοιπὸν δεχόταν τροφὲς ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν; Γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ἔτσι ὅτι φροντίζει καὶ ἐνδιαφέρεται πολὺ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐργάζονται τὰ καλὰ ἔργα.

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Δανιὴλ συμβούλευσε τὸν Ναβουχοδονόσορα λέγοντας : «διὰ τοῦτο, βασιλεῦ,... τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων»(Δαν. δ'[4] 24). Μὲ τὶς ἐλεημοσύνες καὶ τὴν εὐσπλαγχνία σου θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἀδικίες σου. Ἄδειασε τὸ ταμεῖο σου ὄχι μόνο γιὰ νὰ τραφοῦν ἀπὸ αὐτὸ οἱ φτωχοί, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν τιμωρία. Μὲ τὰ καλὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας λοιπόν, τῆς ἐλεημοσύνης καὶ γενικώτερα τῆς ἀγάπης, ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον βέβαια ζεῖ ἐν μετανοίᾳ, λυτρώνεται ἀπό τὶς ἁμαρτίες του. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γλυτώνει ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη τῆς κολάσεως. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὁμοιάζει μὲ τὸν οἰκτίρμονα καὶ ἐλεήμονα Θεό. Ποιὸς κερδίζει λοιπὸν περισσότερα, αὐτὸς ποὺ δέχεται τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ἢ αὐτὸς ποῦ τὰ ἐνεργεῖ;

Ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ χρήματα δὲν ἔχουν ἀποταμιευτικὴ ἀξία, ἡ καλύτερη ἐπένδυση γιὰ μᾶς εἶναι νὰ ἀποταμιεύουμε ὄχι μόνον τὰ χρήματά μας ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά μας στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ μεταφέρουμε τὶς ἐπενδύσεις μας στὴν ἄλλη ζωή, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων τοῦ σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐ­τοῦ. καὶ ἐν τῷ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν ὃ μὲν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν, καὶ κα­τε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν, καὶ φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τὸ μὴ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τῶν ἀ­καν­θῶν, καὶ συμ­φυ­εῖ­σαι αἱ ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν, καὶ φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δὲ αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τίς εἴ­η ἡ πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, τοῖς δὲ λοι­ποῖς ἐν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μὴ βλέ­πω­σι καὶ ἀ­κο­ύ­ον­τες μὴ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δὲ αὕ­τη ἡ πα­ρα­βο­λή· ὁ σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ· οἱ δὲ πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν εἰ­σιν οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ αἴ­ρει τὸν λό­γον ἀ­πὸ τῆς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μὴ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. οἱ δὲ ἐ­πὶ τῆς πέ­τρας οἳ ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τὸν λό­γον, καὶ οὗ­τοι ῥί­ζαν οὐκ ἔ­χου­σιν, οἳ πρὸς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι καὶ ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ ἀ­κού­σαν­τες, καὶ ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν καὶ πλο­ύ­του καὶ ἡ­δο­νῶν τοῦ βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καὶ οὐ τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τὸ δὲ ἐν τῇ κα­λῇ γῇ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ἐν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ καὶ ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τὸν λό­γον κα­τέ­χου­σι καὶ καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ.

                                            (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸν σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρό­μο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸν σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.

Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸν λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸν λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸν σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸν δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸν λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου