Ἄφησαν τὴν
πατρίδα τους, τὴν Ἀλβανία, καὶ ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα ἀναζητώντας καλύτερες
συνθῆκες ζωῆς. Ἐδῶ, σὲ μιὰ κωμόπολη τῆς Ἀττικῆς, συνδέθηκαν μὲ ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ, μὲ μιὰ δασκάλα, ποὺ ἔκανε χρόνια τώρα τὸ Κατηχητικὸ στὰ παιδιά.
Καὶ τὰ τρία παιδιὰ τῆς οἰκογένειάς τους σύντομα ζήτησαν νὰ βαπτισθοῦν
καὶ νὰ στολίσουν μὲ λευκὸ χιτώνα τὶς παιδικές τους ψυχές. Λίγα χρόνια
πέρασαν καὶ ἀκολούθησε στὸ ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἡ μητέρα,
ἡ Φωτεινὴ στὸ ὄνομα καὶ στὴν ψυχή. Ὁ πατέρας δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ σταθερὴ
ἐργασία καὶ τὸ σπίτι βασικὰ τὸ συντηροῦσε μὲ τὸν κόπο της ἡ Φωτεινή,
ποὺ ἐργαζόταν σ᾿ ἕνα ἑστιατόριο.
Ὅλα
φαίνονταν νὰ πηγαίνουν καλὰ στὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας, μέχρι ποὺ ἀναπάντεχα
ἔπεσε τὸ ἀστροπελέκι. Ἡ Φωτεινὴ ἀπὸ μικρὴ εἶχε κάποιο πρόβλημα στ᾿
αὐτιά της. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως ἡ κατσσταση χειροτέρεψε πολύ.
Πονοῦσε ἔντονα καὶ κάποιες φορὲς χάνοντας τὴν ἰσορροπία της ἔπεφτε
κάτω ἀναίσθητη. Ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες ἐξετάσεις, δόθηκε φαρμακευτικὴ
ἀγωγή, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Οἱ γιατροὶ ἀποφάσισαν ὅτι ἔπρεπε νὰ
προχωρήσουν σὲ χειρουργεῖο στὸ κεφάλι. Προειδοποίησαν ὡστόσο ὅτι
τὸ χειρουργεῖο θὰ ἦταν δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο – θὰ κρατοῦσε πιθανῶς
ἑπτὰ μὲ ὀκτὼ ὧρες – καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀβέβαιο. Ἴσως νὰ μὴν τὸ ἄντεχε,
ἴσως νὰ τὴν ἄφηνε μὲ κάποια προβλήματα. 'Ἂν πάλι δὲν τὸ τολμοῦσε, τὰ
πράγματα ὁπωσδήποτε θὰ χειροτέρευαν.
Ἀδιέξοδο.
Γιὰ μιὰ βδομάδα ἡ Φωτεινή, ἀπὸ τὴ στενοχώρια δὲν ἔβαλε σχεδὸν τίποτε
στὸ στόμα της. Τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά της, σκεφτόταν, ἂν αὐτὴ λείψει ἢ μείνει
ἀνήμπορη;
Ἔπειτα
ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψη στὸν γιατρό, κάπου στὸ Περιστέρι, περίμενε στὴ στάση
τὸ λεωφορεῖο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι της. Τὰ δρομολόγια ἦταν ἀραιὰ
καὶ ἤξερε ὅτι τὸ λεωφορεῖο θὰ ἀργοῦσε. Βρῆκε λοιπὸν τὴν εὐκαιρία νὰ
μπεῖ στὸν ἱερὸ Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ζητοῦσε
λιμάνι νὰ ἀσφαλισθεῖ, ζητοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν παρηγορήσει καὶ νὰ κατευνάσει
τὸν σάλο τῶν κυμάτων στὴν ταραγμένη ψυχή της.
Ἄναψε
τὸ κερί της. Προσκύνησε μὲ ἱερὸ δέος τὶς ἅγιες εἰκόνες. Προχώρησε
ἔπειτα πρὸς τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐδῶ, ἡ Παναγία Μητέρα του,
ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ οἱ Ταξιάρχες τῶν ἄνω δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι φύλακες
καὶ φρουροί μας.
Μέσα
στὸ μισοσκόταδο τοῦ ναοῦ ἔριχναν γλυκὸ καὶ παρηγορητικὸ τὸ φῶς τους
τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου. Ὅλα ἥσυχα καὶ κατανυκτικὰ ἦταν ἐδῶ. Συγκινήθηκε
ἡ πονεμένη ψυχή της. Δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος στὸν ναό. Μόνη ἦταν καὶ γονάτισε.
Ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ἄρχισε νὰ κλαίει, νὰ κλαίει ἀσταμάτητα, νὰ λέει
τὸν πόνο της καὶ νὰ παρακαλεῖ. Πέρασε ἔτσι ἀρκετὴ ὥρα, ὅταν ξαφνικὰ
ἔνιωσε ἕνα χέρι νὰ τὴν χτυπᾶ ἁπαλὰ στὸν ὦμο. Γύρισε νὰ κοιτάξει. Ἕνας
ἡλικιωμένος ρασοφόρος μὲ σοβαρὸ καὶ φωτεινὸ πρόσωπο, ποὺ ἔμοιαζε
ἀσκητής, στεκόταν δίπλα της. Τὴν κοίταξε ἐκφραστικὰ καὶ τὴ ρώτησε μὲ
στοργή:
–Τί
ἔχεις, κόρη μου, καὶ κλαῖς; Ἔλα νὰ καθίσουμε νὰ μοῦ πεῖς.
Πῆγαν
παραδίπλα καὶ κάθισαν. Τῆς σκούπισε τὰ δάκρυα. Κέρδισε ἀπὸ τὴν πρώτη
στιγμὴ τὴν ἐμπιστοσύνη της καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα, ἀπὸ τὴ μικρή της ἡλικία
μέχρι τώρα... ὅλα τὰ βάσανά της. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουγε μὲ προσοχή. Πέρασε
περίπου μισὴ ὥρα ἔτσι. Στὸ τέλος τῆς εἶπε δύο λόγια:
–Ὁ
Θεὸς ξέρει, ποὺ τὰ δίνει. Μὴν κλαῖς, παιδί μου. Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό!
Καὶ ἔβαλε γιὰ λίγο πάνω στὸ κεφάλι της μιὰ εἰκόνα ποὺ εἶχε μαζί του. Ὅταν
τὴν πῆρε, ἐκείνη γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει. Ἀλλὰ δὲν εἶδε τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ δὲν φαινόταν πουθενά!
Βγῆκε
ἀπὸ τὸν ναὸ μὲ ἀπορία καὶ φόβο καὶ μὲ μιὰ οὐράνια γαλήνη στὴν ψυχή της.
Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔζησε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ
ἄγνωστος ἐπισκέπτης, ποὺ μὲ τὰ λόγια του ἔριξε βάλσαμο στὴν πονεμένη
ψυχή της καὶ κατόπιν ξαφνικὰ ἔγινε ἄφαντος;
Στὶς
ἀπορίες της τὴν ἀκολούθησε ὁ γιατρός της, ποὺ στὴν ἑπόμενη ἐπίσκεψη
ἔμεινε ἔκπληκτος:
–Δὲν
βλέπω τίποτε. Δὲν ξέρω τί ἔχει γίνει... Εἶναι πολὺ καλά. Δὲν εἶναι αὐτὸ
ποὺ εἶπα. Ἄλλα εἶπα, καὶ ἄλλα συμβαίνουν... Δὲν ξέρω τί νὰ πῶ.
Ἡ
Φωτεινὴ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἔτρεξε στὴν κυρία Μαρίνα, ποὺ διατηροῦσε
τὸ ἑστιατόριο· τὴν εἶχε προσλάβει στὴ δουλειὰ καὶ τῆς συμπαραστεκόταν
μὲ πολλὴ ἀγάπη στὴ δοκιμασία της. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Μαρίνα.
Ὅταν ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅσα συνέβησαν στὸν Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στὸ Περιστέρι,
ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμό: «Θαῦμα! Θαῦμα ἔγινε, Φωτεινή!» Καὶ ἔτρεξε
ἀμέσως νὰ φέρει τὶς εἰκόνες ποὺ εἶχε, παλιῶν καὶ σύγχρονων Ἁγίων. Τὶς
ἔβλεπε μὲ πολλὴ προσοχὴ μία–μία ἢ Φωτεινή, ὥσπου κάποια στιγμὴ εἶπε
μὲ σιγουριά: «Αὐτὸς ἦταν!» Ἅρπαξε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀσπάσθηκε. Καὶ διάβασε
ἔπειτα γύρω ἀπὸ τὸ φωτοστέφανο: Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης!
Δὲν
τὸν εἶχε δεῖ καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀκούσει ποτὲ ξανά. Δὲν ἤξερε ὅτι ὑπάρχει.
Καὶ φυσικὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχε ἐπικαλεσθεῖ. Ὁ Θεὸς ὅμως τὴν ἤξερε καὶ
ἔστειλε τὸν Ἅγιό του νὰ τῆς πεῖ: «Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό!»
Ἡ
Φωτεινὴ ἔχει Θεό. Ἔχει τοὺς Ἁγίους του. Ἔχει τὴν ὑγεία της· καὶ πίστη
μεγαλύτερη ἔχει τώρα· καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν στοργικὸ Πάτερα Θεὸ καὶ
στοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας.
Μὲ
τὴν ψυχὴ γεμάτη εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ δάκρυα χαρᾶς πῆγε τώρα στὸν Ναὸ
τῶν Ταξιαρχῶν· νὰ πεῖ τὸ θαῦμα στὸν ἱερέα, ποὺ τὸ διηγήθηκε στὸ κήρυγμά
του, νὰ κάνει ἀρτοκλασία, νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ δοξάσει Ἐκεῖνον ποὺ
στέλνει ἀγγέλους Ταξιάρχες καὶ Ἁγίους νὰ συμπαραστέκονται καὶ νὰ λυτρώνουν
μὲ θαυμαστοὺς τρόπους ἀπὸ τὰ δεινά τους τὰ ἀγαπημένα του ποδιά.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
«Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2247. 15 Ἰουλίου 2021, σελ. 335 – 336
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου