Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

«Ἔ­χεις Θε­ό! Ἔ­χεις Θε­ό!». Ἀληθινὴ ἱστορία.

 


Ἄ­φη­σαν τὴν πα­τρί­δα τους, τὴν Ἀλ­βα­νί­α, καὶ ἦλ­θαν στὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­να­ζη­τών­τας κα­λύ­τε­ρες συν­θῆ­κες ζω­ῆς. Ἐ­δῶ, σὲ μιὰ κω­μό­πο­λη τῆς Ἀτ­τι­κῆς, συν­δέ­θη­καν μὲ ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ, μὲ μιὰ δα­σκά­λα, ποὺ ἔ­κα­νε χρό­νια τώ­ρα τὸ Κα­τη­χη­τι­κὸ στὰ παι­διά. Καὶ τὰ τρί­α παι­διὰ τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους σύν­το­μα ζή­τη­σαν νὰ βα­πτι­σθοῦν καὶ νὰ στο­λί­σουν μὲ λευ­κὸ χι­τώ­να τὶς παι­δι­κές τους ψυ­χές. Λί­γα χρό­νια πέ­ρα­σαν καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος ἡ μη­τέ­ρα, ἡ Φω­τει­νὴ στὸ ὄ­νο­μα καὶ στὴν ψυ­χή. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βρεῖ στα­θε­ρὴ ἐρ­γα­σί­α καὶ τὸ σπί­τι βα­σι­κὰ τὸ συν­τη­ροῦ­σε μὲ τὸν κό­πο της ἡ Φω­τει­νή, ποὺ ἐρ­γα­ζό­ταν σ᾿ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο.

Ὅ­λα φαί­νον­ταν νὰ πη­γαί­νουν κα­λὰ στὴ ζω­ὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, μέ­χρι ποὺ ἀ­να­πάν­τε­χα ἔ­πε­σε τὸ ἀ­στρο­πε­λέ­κι. Ἡ Φω­τει­νὴ ἀ­πὸ μι­κρὴ εἶ­χε κά­ποι­ο πρό­βλη­μα στ᾿ αὐ­τιά της. Τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ ὅ­μως ἡ κα­τσστ­α­ση χει­ρο­τέ­ρε­ψε πο­λύ. Πο­νοῦ­σε ἔν­το­να καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς χά­νον­τας τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α της ἔ­πε­φτε κά­τω ἀ­ναί­σθη­τη. Ἔ­γι­ναν οἱ ἀ­πα­ραί­τη­τες ἐ­ξε­τά­σεις, δό­θη­κε φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, χω­ρὶς ὅ­μως ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Οἱ για­τροὶ ἀ­πο­φά­σι­σαν ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ προ­χω­ρή­σουν σὲ χει­ρουρ­γεῖ­ο στὸ κε­φά­λι. Προ­ει­δο­ποί­η­σαν ὡ­στό­σο ὅ­τι τὸ χει­ρουρ­γεῖ­ο θὰ ἦ­ταν δύ­σκο­λο καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νο – θὰ κρα­τοῦ­σε πι­θα­νῶς ἑ­πτὰ μὲ ὀ­κτὼ ὧ­ρες – καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἴ­σως νὰ μὴν τὸ ἄν­τε­χε, ἴ­σως νὰ τὴν ἄ­φη­νε μὲ κά­ποι­α προ­βλή­μα­τα. 'Ἂν πά­λι δὲν τὸ τολ­μοῦ­σε, τὰ πράγ­μα­τα ὁ­πωσ­δή­πο­τε θὰ χει­ρο­τέ­ρευ­αν.

Ἀ­δι­έ­ξο­δο. Γιὰ μιὰ βδο­μά­δα ἡ Φω­τει­νή, ἀ­πὸ τὴ στε­νο­χώ­ρια δὲν ἔ­βα­λε σχε­δὸν τί­πο­τε στὸ στό­μα της. Τί θὰ γί­νουν τὰ παι­διά της, σκε­φτό­ταν, ἂν αὐ­τὴ λεί­ψει ἢ μεί­νει ἀ­νήμ­πο­ρη;

Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸν για­τρό, κά­που στὸ Πε­ρι­στέ­ρι, πε­ρί­με­νε στὴ στά­ση τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο, γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸ σπί­τι της. Τὰ δρο­μο­λό­για ἦ­ταν ἀ­ραι­ὰ καὶ ἤ­ξε­ρε ὅ­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο θὰ ἀρ­γοῦ­σε. Βρῆ­κε λοι­πὸν τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ μπεῖ στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τῶν Τα­ξια­ρχῶν, ποὺ βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ κον­τά. Ζη­τοῦ­σε λι­μά­νι νὰ ἀ­σφα­λι­σθεῖ, ζη­τοῦ­σε τὸν Θε­ὸ νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σει καὶ νὰ κα­τευ­νά­σει τὸν σά­λο τῶν κυ­μά­των στὴν τα­ραγ­μέ­νη ψυ­χή της.

Ἄ­να­ψε τὸ κε­ρί της. Προ­σκύ­νη­σε μὲ ἱ­ε­ρὸ δέ­ος τὶς ἅ­γι­ες εἰ­κό­νες. Προ­χώ­ρη­σε ἔ­πει­τα πρὸς τὸ τέμ­πλο τοῦ να­οῦ. Ὁ Χρι­στὸς ἐ­δῶ, ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα του, ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος καὶ οἱ Τα­ξιά­ρχες τῶν ἄ­νω δυ­νά­με­ων, οἱ ἄγ­γε­λοι φύ­λα­κες καὶ φρου­ροί μας.

Μέ­σα στὸ μι­σο­σκό­τα­δο τοῦ να­οῦ ἔ­ρι­χναν γλυ­κὸ καὶ πα­ρη­γο­ρη­τι­κὸ τὸ φῶς τους τὰ καν­τή­λια τοῦ τέμ­πλου. Ὅ­λα ἥ­συ­χα καὶ κα­τα­νυ­κτι­κὰ ἦ­ταν ἐ­δῶ. Συγ­κι­νή­θη­κε ἡ πο­νε­μέ­νη ψυ­χή της. Δὲν ὑ­πῆρ­χε ἄν­θρω­πος στὸν να­ό. Μό­νη ἦ­ταν καὶ γο­νά­τι­σε. Ἄρ­χι­σε νὰ προ­σεύ­χε­ται· ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει, νὰ κλαί­ει ἀ­στα­μά­τη­τα, νὰ λέ­ει τὸν πό­νο της καὶ νὰ πα­ρα­κα­λεῖ. Πέ­ρα­σε ἔ­τσι ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ ἔ­νι­ω­σε ἕ­να χέ­ρι νὰ τὴν χτυ­πᾶ ἁ­πα­λὰ στὸν ὦ­μο. Γύ­ρι­σε νὰ κοι­τά­ξει. Ἕ­νας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ρα­σο­φό­ρος μὲ σο­βα­ρὸ καὶ φω­τει­νὸ πρό­σω­πο, ποὺ ἔ­μοια­ζε ἀ­σκη­τής, στε­κό­ταν δί­πλα της. Τὴν κοί­τα­ξε ἐκ­φρα­στι­κὰ καὶ τὴ ρώ­τη­σε μὲ στορ­γή:

–Τί ἔ­χεις, κό­ρη μου, καὶ κλαῖς; Ἔ­λα νὰ κα­θί­σου­με νὰ μοῦ πεῖς.

Πῆ­γαν πα­ρα­δί­πλα καὶ κά­θι­σαν. Τῆς σκού­πι­σε τὰ δά­κρυ­α. Κέρ­δι­σε ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη της καὶ τοῦ τὰ εἶ­πε ὅ­λα, ἀ­πὸ τὴ μι­κρή της ἡ­λι­κί­α μέ­χρι τώ­ρα... ὅ­λα τὰ βά­σα­νά της. Ἐ­κεῖ­νος τὴν ἄ­κου­γε μὲ προ­σο­χή. Πέ­ρα­σε πε­ρί­που μι­σὴ ὥ­ρα ἔ­τσι. Στὸ τέ­λος τῆς εἶ­πε δύ­ο λό­για:

–Ὁ Θε­ὸς ξέ­ρει, ποὺ τὰ δί­νει. Μὴν κλαῖς, παι­δί μου. Ἔ­χεις Θε­ό! Ἔ­χεις Θε­ό! Καὶ ἔ­βα­λε γιὰ λί­γο πά­νω στὸ κε­φά­λι της μιὰ εἰ­κό­να ποὺ εἶ­χε μα­ζί του. Ὅ­ταν τὴν πῆ­ρε, ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε νὰ τὸν κοι­τά­ξει. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­δε τί­πο­τε. Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ δὲν φαι­νό­ταν που­θε­νά!

Βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸν να­ὸ μὲ ἀ­πο­ρί­α καὶ φό­βο καὶ μὲ μιὰ οὐ­ρά­νια γα­λή­νη στὴν ψυ­χή της. Τί ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ζη­σε μέ­σα στὸ σπί­τι τοῦ Θε­οῦ; Καὶ ποι­ὸς ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος ἐ­πι­σκέ­πτης, ποὺ μὲ τὰ λό­για του ἔ­ρι­ξε βάλ­σα­μο στὴν πο­νε­μέ­νη ψυ­χή της καὶ κα­τό­πιν ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος;

Στὶς ἀ­πο­ρί­ες της τὴν ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ για­τρός της, ποὺ στὴν ἑ­πό­με­νη ἐ­πί­σκε­ψη ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος:

–Δὲν βλέ­πω τί­πο­τε. Δὲν ξέ­ρω τί ἔ­χει γί­νει... Εἶ­ναι πο­λὺ κα­λά. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πα. Ἄλ­λα εἶ­πα, καὶ ἄλ­λα συμ­βαί­νουν... Δὲν ξέ­ρω τί νὰ πῶ.

Ἡ Φω­τει­νὴ τὴν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα ἔ­τρε­ξε στὴν κυ­ρί­α Μα­ρί­να, ποὺ δι­α­τη­ροῦ­σε τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο· τὴν εἶ­χε προσ­λά­βει στὴ δου­λειὰ καὶ τῆς συμ­πα­ρα­στε­κό­ταν μὲ πολ­λὴ ἀ­γά­πη στὴ δο­κι­μα­σί­α της. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καὶ ἡ Μα­ρί­να. Ὅ­ταν ἄ­κου­σε μὲ προ­σο­χὴ ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν στὸν Να­ὸ τῶν Τα­ξια­ρχῶν στὸ Πε­ρι­στέ­ρι, ἀ­να­φώ­νη­σε μὲ ἐν­θου­σια­σμό: «Θαῦ­μα! Θαῦ­μα ἔ­γι­νε, Φω­τει­νή!» Καὶ ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως νὰ φέ­ρει τὶς εἰ­κό­νες ποὺ εἶ­χε, πα­λι­ῶν καὶ σύγ­χρο­νων Ἁ­γί­ων. Τὶς ἔ­βλε­πε μὲ πολ­λὴ προ­σο­χὴ μί­α–μί­α ἢ Φω­τει­νή, ὥ­σπου κά­ποι­α στιγ­μὴ εἶ­πε μὲ σι­γου­ριά: «Αὐ­τὸς ἦ­ταν!» Ἅρ­πα­ξε τὴν εἰ­κό­να καὶ τὴν ἀ­σπά­σθη­κε. Καὶ δι­ά­βα­σε ἔ­πει­τα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ φω­το­στέ­φα­νο: Ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της!

Δὲν τὸν εἶ­χε δεῖ καὶ δὲν τὸν εἶ­χε ἀ­κού­σει πο­τὲ ξα­νά. Δὲν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει. Καὶ φυ­σι­κὰ πο­τὲ δὲν τὸν εἶ­χε ἐ­πι­κα­λε­σθεῖ. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως τὴν ἤ­ξε­ρε καὶ ἔ­στει­λε τὸν Ἅ­γιό του νὰ τῆς πεῖ: «Ἔ­χεις Θε­ό! Ἔ­χεις Θε­ό!»

Ἡ Φω­τει­νὴ ἔ­χει Θε­ό. Ἔ­χει τοὺς Ἁ­γί­ους του. Ἔ­χει τὴν ὑ­γεί­α της· καὶ πί­στη με­γα­λύ­τε­ρη ἔ­χει τώ­ρα· καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη στὸν στορ­γι­κὸ Πά­τε­ρα Θε­ὸ καὶ στοὺς Ἁ­γί­ους της Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Μὲ τὴν ψυ­χὴ γε­μά­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ μὲ δά­κρυ­α χα­ρᾶς πῆ­γε τώ­ρα στὸν Να­ὸ τῶν Τα­ξια­ρχῶν· νὰ πεῖ τὸ θαῦ­μα στὸν ἱ­ε­ρέ­α, ποὺ τὸ δι­η­γή­θη­κε στὸ κή­ρυγ­μά του, νὰ κά­νει ἀρ­το­κλα­σί­α, νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει καὶ νὰ δο­ξά­σει Ἐ­κεῖ­νον ποὺ στέλ­νει ἀγ­γέ­λους Τα­ξιά­ρχες καὶ Ἁ­γί­ους νὰ συμ­πα­ρα­στέ­κον­ται καὶ νὰ λυ­τρώ­νουν μὲ θαυ­μα­στοὺς τρό­πους ἀ­πὸ τὰ δει­νά τους τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να του πο­διά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2247. 15 Ἰ­ου­λί­ου 2021, σελ. 335 – 336

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου