Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Η ΑΠΌΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΉΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΌΚΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

Η απόδοση της εορτης τησ Κοιμήσεως της Θεοτόκου

(23 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Ἑορτῆς)

Ἀ­δελ­φοί, τοῦ­το φρο­νε­ί­σθω ἐν ὑ­μῖν ὃ καὶ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ, ὃς ἐν μορ­φῇ Θε­οῦ ὑ­πάρ­χων οὐχ ἁρ­παγ­μὸν ἡ­γή­σα­το τὸ εἶ­ναι ἴ­σα Θε­ῷ, ἀλλ᾿ ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε μορ­φὴν δο­ύ­λου λα­βών, ἐν ὁ­μοι­ώ­μα­τι ἀν­θρώ­πων γε­νό­με­νος, καὶ σχή­μα­τι εὑ­ρε­θεὶς ὡς ἄν­θρω­πος ἐ­τα­πε­ί­νω­σεν ἑ­αυ­τὸν γε­νό­με­νος ὑ­πή­κο­ος μέ­χρι θα­νά­του, θα­νά­του δὲ σταυ­ροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θε­ὸς αὐ­τὸν ὑ­πε­ρύ­ψω­σε καὶ ἐ­χα­ρί­σα­το αὐ­τῷ ὄ­νο­μα τὸ ὑ­πὲρ πᾶν ὄ­νο­μα, ἵ­να ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι ᾿Ι­η­σοῦ πᾶν γό­νυ κάμ­ψῃ ἐ­που­ρα­νί­ων καὶ ἐ­πι­γε­ί­ων καὶ κα­τα­χθο­νί­ων, καὶ πᾶ­σα γλῶσ­σα ἐ­ξο­μο­λο­γή­ση­ται ὅ­τι Κύριος ᾿Ι­η­σοῦς Χρι­στὸς εἰς δό­ξαν Θε­οῦ πα­τρός.   

                                     (Φιλιπ. β΄[2] 5 –11)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἀδελφοὶ,  φόσον εἶστε μαθητὲς καὶ δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ μιμηθεῖτε τὴν ταπείνωση καὶ τήν αὐταπάρνησή του. Ἂς ὑπάρχει λοιπὸν μέσα σας αὐτό τό φρόνημα τῆς ταπεινώσεως καὶ αὐταπαρνήσεως ποὺ εἶχε κι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, ἄν καὶ εἶχε τὴν ἴδια οὐσία καί φύση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὡς ἀπαράλλακτη καί ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ μορφή καὶ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεό Πατέρα ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς. Διότι ἐάν ἦταν ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ τὸ ἀποθέσει, ἀπό φόβο μήπως τὸ χάσει. Ἀλλὰ κένωσε τὸν ἑαυτὸ του συγκαλύπτοντας καὶ κρύβοντας γιὰ κάποιο διάστημα τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητάς του. Πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ παρουσιάστηκε μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ὅπως φαινόταν, ἀλλά ἦταν συγχρόνως καὶ Θεός. Καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος. Γιὰ τὴν ταπείνωση λοιπὸν καὶ τὴν ὑπακοὴ του αὐτή ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ ὡς ἄνθρωπο καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα, τὸ ὄνομα Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἄλλο ὄνομα. Τὸν ὑπερύψωσε, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ γονατίσουν ταπεινὰ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν λατρευτικὰ καὶ οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ γῆ καὶ οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν στὰ καταχθόνια· ἀλλά κι αὐτὰ τὰ δαιμονικὰ ὄντα ποὺ εἶναι στὰ καταχθόνια μὲ τρόμο νὰ ὑποκλιθοῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του. Κι ἔτσι κάθε γλώσσα νὰ ὁμολογήσει φανερά, δυνατὰ καὶ ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος. Καὶ μὲ τὴν ὁμολογία αὐτὴ καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου θὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς Πατήρ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (Τῆς Ἑορτῆς)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σῆλ­θεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἰς κώ­μην τι­νά. γυ­νὴ δέ τις, ὀ­νό­μα­τι Μάρθα, ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τῆς. Καὶ τῇ­δε ἦν ἀ­δελ­φὴ κα­λου­μέ­νη Μα­ρί­α, ἣ καὶ πα­ρα­κα­θί­σα­σα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ, ἤ­κου­ε τὸν λό­γον αὐ­τοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα πε­ρι­ε­σπᾶ­το πε­ρὶ πολ­λὴν δι­α­κο­νί­αν· ἐ­πι­στᾶ­σα δὲ εἶ­πε· Κύριε, οὐ μέ­λει σοι ὅ­τι ἡ ἀ­δελφή μου μό­νην με κα­τέ­λι­πε δι­α­κο­νεῖν; εἰ­πὲ οὖν αὐ­τῇ ἵ­να μοι συ­ναν­τι­λά­βη­ται. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ εἶ­πεν αὐ­τῇ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Μάρθα, Μάρθα, με­ρι­μνᾷς καὶ τυρ­βά­ζῃ πε­ρὶ πολ­λά, ἑ­νὸς δέ ἐ­στι χρε­ί­α. Μα­ρί­α δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν με­ρί­δα ἐ­ξε­λέ­ξα­το, ἥ­τις οὐκ ἀ­φαι­ρε­θή­σε­ται ἀπ᾿ αὐ­τῆς. ᾿Ε­γέ­νε­το δὲ ἐν τῷ λέ­γειν αὐ­τὸν ταῦ­τα, ἐ­πά­ρα­σά τις γυ­νὴ φω­νὴν ἐκ τοῦ ὄ­χλου, εἶ­πεν αὐ­τῷ· Μα­κα­ρί­α ἡ κοι­λί­α ἡ βα­στά­σα­σά σε, καὶ μα­στοὶ οὓς ἐ­θή­λα­σας. Αὐ­τὸς δὲ εἶ­πε· Με­νοῦν­γε μα­κά­ριοι οἱ ἀ­κο­ύ­ον­τες τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ, καὶ φυ­λάσ­σον­τες αὐ­τόν.

                          (Λουκ. ι΄ [10] 38 – 42 καὶ ια΄ [11]  27 – 28)

 

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σ᾿ ἕνα χωριό. Καὶ κάποια γυναίκα ποὺ ὀνομαζόταν Μάρθα τὸν ὑποδέχθηκε στό σπίτι της. Αὐτὴ εἶχε μία ἀδελφὴ ποὺ λεγόταν Μαρία, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ ὅπως ἡ Μάρθα, ἀλλά καὶ κάθισε κοντὰ στὰ πόδια του ὡς ταπεινή μαθήτρια κι ἄκουγε μὲ ἀπερίσπαστη προσοχή τὴ διδασκαλία του. Ἡ Μάρθα ὅμως ἦταν ἀπασχολημένη καὶ πνιγμένη σὲ πολλὴ ἐργασία, φροντίζοντας νὰ ἑτοιμάσει τὸ φαγητὸ καὶ νὰ περιποιηθεῖ τὸν Διδάσκαλο. Κάποια στιγμή λοιπὸν στάθηκε κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπε: Κύριε δὲν σὲ νοιάζει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη μου νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ἑτοιμάζω τὸ τραπέζι; Πὲς της λοιπόν νά μὲ βοηθήσει. Τότε τῆς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Μάρθα, Μάρθα, βασανίζεις καὶ ταλαιπωρεῖς τὸ νοῦ σου μὲ πολλὲς ἀγωνιώδεις φροντίδες, καὶ κουράζεις τὸ σῶμα σου γιά νά προετοιμάσεις πολλά πράγματα. Ἐνῶ ἕνα εἶναι χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, ἡ ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴν τὴν τροφὴ διάλεξε ἡ Μαρία, τὴν καλὴ καὶ ὠφέλιμη μερίδα, ποὺ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ ποτέ. Διότι οἱ ὠφέλειες τῆς πνευματικῆς αὐτῆς τροφῆς δὲν εἶναι προσωρινὲς καὶ φθαρτές, ἀλλά πνευματικὲς καὶ αἰώνιες. Κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς τὰ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναίκα ἀπ' τὸ πλῆθος, ἐπειδὴ ἐνθουσιάστηκε ἀπό τὴ διδασκαλία του, ἔβγαλε μιά δυνατή φωνή καὶ εἶπε: Εὐτυχισμένη ἡ κοιλιὰ ποὺ σὲ βάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλασες. Εὐτυχισμένη δηλαδὴ ἡ μητέρα ποὺ σὲ γέννησε καὶ σὲ ἀνέθρεψε. Κι αὐτὸς εἶπε: Ἀληθινά, εὐτυχισμένη εἶναι ἡ μητέρα μου· ἀλλά μὴν ξεχνᾶτε ὅτι μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν. Μ' αὐτὴ τὴν ἔννοια, αὐτὴ ποὺ μὲ γέννησε καὶ μὲ θήλασε, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς δέχθηκε τὴ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει μητέρα μου, διότι φύλαξε πάντοτε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

 

Η απόδοση της εορτης τησ Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Κά­θε ἑ­ορ­τὴ στὸν ἑ­ορ­το­λο­γι­κὸ κύ­κλο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἑ­νὸς προ­σώ­που ἢ ἑ­νὸς γε­γο­νό­τος ἔ­χει τρί­α στά­δια, τὰ προ­ε­όρ­τια, τὴν κυ­ρί­ως ἑ­ορ­τὴ καὶ τὰ με­θε­όρ­τια (δη­λα­δὴ τὸν ἀ­πό­η­χό της). Στὶς 23 Αὐ­γού­στου ἑ­κά­στου ἔ­τους ἑ­ορ­τά­ζου­με τὴν Ἀ­πό­δο­ση τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κλεί­νει μὲ τὴν ἴ­δια πα­νη­γυ­ρι­κὴ δι­ά­θε­ση τοὺς ἑ­ορ­τα­σμοὺς τῆς Κοι­μή­σε­ως καὶ τῆς Με­τα­στά­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας, ποὺ τι­μᾶ­ται τὴν 15 Αὐ­γού­στου.

Ὁ λα­ὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν λα­ϊ­κή του εὐ­σέ­βεια δί­νει ἄλ­λο τό­νο στὴν ἑ­ορ­τὴ καὶ τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ τὰ «Ἐν­νι­ά­με­ρα τῆς Πα­να­γί­ας». Τὴ σκέ­φτε­ται σὰν μνη­μό­συ­νο πρὸς τὴ Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως πράτ­τει, ἄλ­λω­στε, καὶ γιὰ τοὺς δι­κούς του ἀν­θρώ­πους. Ἀ­σφα­λῶς, ἀ­πὸ θε­ο­λο­γι­κῆς καὶ λει­τουρ­γι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως, δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἐν­νε­α­ή­με­ρο μνη­μό­συ­νο γιὰ τὴν Πα­να­γί­α, ἀ­φοῦ ἡ Θε­ο­τό­κος ὡς μη­τέ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ «με­τέ­στη πρὸς τὴν ζω­ήν, μή­τηρ ὑ­πάρ­χου­σα τῆς ζω­ῆς» καὶ πρε­σβεύ­ει γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α καί, συ­νε­πῶς, δὲν νο­εῖ­ται τέ­λε­ση μνη­μο­σύ­νου ὑ­πὲρ ἀ­να­παύ­σε­ως τῆς ψυ­χῆς της.

«Ἀ­πό­δο­σις» στὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γλώσ­σα ση­μαί­νει τὴν με­τὰ πά­ρο­δο ὀ­κτὼ συ­νή­θως ἡ­με­ρῶν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ἑ­ορ­τῆς ὥ­στε μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ἡ διά­ρκειά της ἑ­ορ­τῆς πα­ρα­τεί­νε­ται με­θε­ορ­τί­ως μέ­χρι τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἑ­ορ­τα­σμὸς δὲν εἶ­ναι στιγ­μια­ῖος.

Μ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μί­α σκυ­τα­λο­δρο­μί­α. Ἡ μί­α ἑ­ορ­τὴ πα­ρα­δί­δει τὴ σκυ­τά­λη στὴν ἑ­πό­με­νη ἑ­ορ­τὴ ποὺ ἔ­χει τὰ δι­κά της βι­ώ­μα­τα, τὰ δι­κά της μη­νύ­μα­τα. Ἔ­τσι ζοῦ­με σὲ μί­α συ­νέ­χεια τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ὄ­χι ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά· μὲ τὸν νοῦ μας συγ­κεν­τρω­μέ­νο σὲ κά­θε φά­ση καὶ μὲ τρό­πο ἀ­γω­νι­στι­κό. Τὸ ὅ­λον δέ­νε­ται σὲ μί­α ἑ­νό­τη­τα.

Εἴ­πα­με λοι­πὸν πὼς στὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γλώσ­σα «Ἀ­πό­δο­σις» ση­μαί­νει τὴν με­τὰ πά­ρο­δο ὀ­κτὼ συ­νή­θως ἡ­με­ρῶν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ἑ­ορ­τῆς. Ἡ κα­θι­έ­ρω­ση τῆς ἀ­πό­δο­σης τῶν ἑ­ορ­τῶν προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ Λα­οῦ στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη. Μὲ ρη­τὴ δι­ά­τα­ξη τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, οἱ με­γά­λες ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὲς ἑ­ορ­τὲς δι­αρ­κοῦ­σαν 8 ἡ­μέ­ρες. (Ἐξ. β΄[2] 5-19, Λευ. κγ΄[23] 36-39 καὶ Ἀρ. κθ΄[29] 35). Αὐ­τὴ τὴ συ­νή­θεια τὴν κλη­ρο­νό­μη­σε καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στὴν λει­τουρ­γι­κή της ζω­ή.

Πρώ­τη μαρ­τυ­ρί­α πε­ρὶ πα­ρα­τά­σε­ως ἑ­ορ­τῆς γιὰ ὀ­κτα­ή­με­ρο στὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ζω­ή, πα­ρέ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Εὐ­σέ­βιο, καὶ πρό­κει­ται γιὰ τὰ ἐγ­καί­νια τῶν βα­σι­λι­κῶν Τύ­ρου καὶ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων (355). Ἂν καὶ πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­ο ἔ­κτα­κτο γε­γο­νός, πο­λὺ νω­ρὶς ἐ­πι­κρά­τη­σε ἡ συ­νή­θεια, κυ­ρί­ως στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, νὰ πα­ρα­τεί­νε­ται ὁ ἑ­ορ­τα­σμὸς τῶν με­γά­λων ἑ­ορ­τῶν τοῦ Πά­σχα, τῶν Ἐ­πι­φα­νεί­ων καὶ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς γιὰ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες. Ἡ πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων γρή­γο­ρα δι­α­δό­θη­κε στὴν Ἀ­να­το­λὴ καὶ τὴ Δύ­ση. Κα­τὰ μί­μη­ση τῶν ἑ­ορ­τῶν αὐ­τῶν καὶ οἱ νε­ό­τε­ρες δε­σπο­τι­κὲς καὶ θε­ο­μη­το­ρι­κὲς ἑ­ορ­τὲς ἀ­κο­λου­θή­θη­καν ἀ­πὸ ὀ­κτα­ή­με­ρο ἑ­ορ­τα­σμό, ποὺ ὁ­λο­κλη­ρω­νό­ταν μέ­σῳ τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως.

Ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες με­τὰ τὴ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῆς 15ης Αὐ­γού­στου, δη­λα­δὴ στὶς 23 τοῦ μη­νός, γί­νε­ται ἡ «ἀ­πό­δο­σις» τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου, δη­λα­δὴ ἡ πα­νη­γυ­ρι­κὴ λή­ξη τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ. Ἡ εὐ­λα­βὴς συ­νή­θεια, ποὺ εἶ­ναι πα­ρά­δο­ση στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καὶ γιὰ ἄλ­λες με­γά­λες ἑ­ορ­τές της υἱ­ο­θε­τή­θη­κε καὶ στὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου, ὄ­χι βέ­βαι­α ὁ­μοι­ό­μορ­φα καὶ ἀ­μέ­σως, ἀλ­λὰ στα­δια­κά. Ἔ­τσι ἡ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου γνώ­ρι­σε με­γά­λες δι­α­κυ­μάν­σεις. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων ἀ­πε­δί­δε­το στὶς 22, στὴ μο­νὴ τοῦ Στου­δί­ου στὶς 18, σὲ ἄλ­λες μο­νὲς τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως στὶς 23, ἀλ­λὰ καὶ στὶς 28 Αὐ­γού­στου, ὅ­πως συ­νέ­βαι­νε καὶ στὸ Ἅ­γιο Ὅ­ρος. Τέ­λος, ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328) ὅ­ρι­σε νὰ ἑ­ορ­τά­ζε­ται ἡ ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ καθ᾿ ὅ­λο τὸν Αὔ­γου­στο ἀ­πὸ 1η μέ­χρι καὶ τῆς 31ης τοῦ μή­να.

Σύμ­φω­να μὲ τὴν τυ­πι­κὴ δι­ά­τα­ξη τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν, κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς ἀ­πό­δο­σης, τῆς ἡ­μέ­ρας δη­λα­δὴ ποὺ κλεί­νει ὁ κύ­κλος ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῆς Κοι­μή­σε­ως, τε­λεῖ­ται ἡ ἴ­δια ἀ­κο­λου­θί­α μὲ αὐ­τὴν τῆς 15ης Αὐ­γού­στου, κά­τι ποὺ συμ­βαί­νει σὲ ὅ­λες τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῶν με­γά­λων δε­σπο­τι­κῶν καὶ θε­ο­μη­το­ρι­κῶν ἑ­ορ­τῶν.

Ἡ χρο­νι­κὴ αὐ­τὴ πα­ρά­τα­ση τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ δὲν στε­ρεῖ­ται καὶ τοῦ ἀ­νά­λο­γου θε­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Για­τί εἶ­ναι, κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο, μί­α ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ πα­ρόν­τος χρό­νου, ἀλ­λὰ καὶ μί­α πρό­γευ­ση τῆς Αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, θὰ εἶ­ναι μί­α χω­ρὶς τέ­λος «πα­νή­γυ­ρις πρω­το­τό­κων» (Ἑ­βρ. ιβ΄[12] 23). Στὴν οὐ­σί­α κά­θε ἑ­ορ­τὴ εἶ­ναι καὶ μί­α μυ­στι­κὴ γέ­φυ­ρα ποὺ «προ­ά­γει «ἡ­μᾶς εἰς τὸ πέ­ραν» (Μρκ. Ϛ΄[6] 45), μᾶς περ­νά­ει δη­λα­δὴ στὴν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη τῆς ἄ­χρο­νης βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Ἡ μί­μη­ση τῶν ἁ­γί­ων εἶ­ναι μί­μη­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἡ κα­ταλ­λα­γὴ μὲ τὸν Θε­ό, τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ τὴ φύ­ση εἶ­ναι τὸ ζη­τού­με­νο. Ἑ­πο­μέ­νως οἱ ἑ­ορ­τὲς στὶς μνῆ­μες τῶν ἁ­γί­ων δὲν εἶ­ναι μό­νο ἀ­φορ­μὲς γιὰ πα­νη­γύ­ρεις ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι τὸ μό­νο ποὺ ἀ­ξί­ζει στὴν ζω­ὴ εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα. Στὸ πρό­σω­πο δὲ τῆς Πα­να­γί­ας συ­νο­ψί­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ πο­ρεί­α αὐ­τὴ πρὸς τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ στὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη σὲ Αὐ­τόν.

Ἡ Θε­ο­τό­κος συ­νέ­δρα­με στὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ σὲ ὅ­λη της τὴ ζω­ή. Καὶ μὲ τὴν κοί­μη­σή της καὶ τὴν με­τά­στα­ση τῆς ἔ­δει­ξε τὴ θέ­ση ποὺ ὁ Θε­ὸς ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει γιὰ κά­θε πι­στό. Ὡς ἐκ τού­του ἡ Πα­να­γί­α συ­νο­ψί­ζει τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα ἐ­κεί­νη ποὺ λέ­ει ναὶ στὸν Θε­ό, ποὺ ἀ­να­φω­νεῖ πρό­θυ­μα τὸ «γέ­νοι­τό μοι κα­τὰ τὸ ρῆ­μά σου». Ἡ Πα­να­γί­α ἀ­πο­τε­λεῖ πρό­τυ­πο γιὰ κά­θε πι­στό, ποὺ λό­γῳ καὶ ἔρ­γῳ ὑ­πο­δέ­χε­ται τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸν γεν­νᾶ στὴν καρ­διά του. Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι σύμ­βο­λο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α γεν­νᾶ­ται καὶ ἀ­να­γεν­νᾶ­ται κά­θε πι­στός.

Ἡ Πα­να­γί­α μᾶς ὁ­δη­γεῖ καὶ συ­νο­δεύ­ει πρὸς τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἐκ­πλή­ρω­σε τὸν σκο­πὸ γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν ἄν­θρω­πο. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χον­τας ὁ­δη­γή­τρια τὴν Πα­να­γί­α, κα­λεῖ­ται νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὴ ζω­ή του λέ­γον­τας «γέ­νοι­το» στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ γιὰ συ­νερ­γα­σί­α μὲ στό­χο τὴ με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ κό­σμου καὶ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ὁ συ­νε­χὴς ἑ­ορ­τα­σμὸς μέ­χρι τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως τῆς ἑ­ορ­τῆς μᾶς κα­λεῖ καὶ ἐ­μᾶς νὰ ἀν­τλή­σου­με ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ὴ ἐ­φό­δια ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ στά­ση τῆς Πα­να­γί­ας μας.

Ἡ Θε­ο­τό­κος κα­θί­στα­ται ἡ Μά­να Πα­να­γιά, ἡ Μη­τέ­ρα τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Μὲ τὴ ζω­ή της μᾶς ἔ­δει­ξε τὸν δρό­μο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πε­πρω­μέ­νου τοῦ ἀν­θρώ­που, γί­νε­ται γιὰ τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ ἐ­μᾶς πη­γὴ ἀ­γά­πης καὶ ἐλ­πί­δα προ­στα­σί­ας.

ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/2019/08/i-apodosi-tis-eortis-tis-kimiseos-tis-theotokou/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου