Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΜΕ ΔΥΟ ΦΤΕΡΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΥ

 




Ὅλα ξεκίνησαν στὸ πρῶτο διάλειμμα, ὅταν θέλησα νὰ μπῶ τερματοφύλακας.

-Ἒ, ὄχι βέβαια ὁ Τάσος, θὰ φάει ὅλα τὰ γκόλ, εἶπε ὁ Παναγιώτης. Δὲν ἔφαγε χτὲς ἕνα γκὸλ τοῦ Κώστα; Ἐγὼ θὰ μπῶ!

-Νομίζεις! Εἶπα θυμωμένος. Κι ὅσο γιὰ τὸ χτεσινό, εἶχε χτυπήσει τὸ κουδούνι, τὸ γκὸλ τοῦ Κώστα δὲν μετροῦσε.

-Παιδιά, θὰ χάσουμε ὅλο τὸ διάλειμμα! Ἂς μπεῖ ὁ Παναγιώτης τώρα, κι ἐσύ, Τάσο, στὸ ἄλλο διάλειμμα, ἐπενέβη ὁ Γιῶργος καὶ τὸ παιχνίδι ξεκίνησε.

Ποῦ εἶναι ἡ μπάλα; Ἄ, ἐμεῖς τὴν ἔχουμε. Ὁ Γιάννης τὴ στέλνει στὸν Γιῶργο, πολὺ κοντὰ στὴν περιοχή, μὰ ὁ Σπύρος τοῦ τὴν κλέβει. Δίνει πάσα στὸν Ἀντώνη, αὐτὸς σουτάρει, προσπαθεῖ ὁ Παναγιώτης νὰ ἀποκρούσει, μὰ πέφτει κάτω. Ἡ μπάλα στὰ δίχτυα καὶ μαζὶ χτυπᾶ τὸ κουδούνι.

1-0, χάνουμε.

-Εἶσαι ἄσχετος, ἄμπαλος! ἀκούγεται νὰ λέει θυμωμένος ὁ Μιχάλης στὸν Παναγιώτη, κι ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος νὰ πῶ τὰ ἴδια, μὰ βλέπω τὴ δασκάλα μας νὰ πλησιάζει καὶ σταματῶ. Καθόλου δὲν τῆς ἀρέσουν οἱ ἄσχημες λέξεις καὶ οἱ τσακωμοί.

Ἀνεβαίνουμε στὴν τάξη ἀναψοκοκκινισμένοι. Μὰ ποῦ εἶναι τὰ κορίτσια; Αὐτὲς δὲν καθυστεροῦν ποτέ. Νά τες, φτάνουν. Κάτι κρατοῦν στὰ χέρια τους.

-Κυρία, κυρία, κοιτάξτε! Ἕνα μικρὸ χελιδόνι!

-Ἕνα χελιδόνι! λέμε ὅλοι καὶ τρέχουμε κοντά.

-Κυρία, ἐκεῖ ποὺ παίζαμε κρυφτὸ τὸ βρήκαμε, πεσμένο κάτω. Ἔχει πληγωμένη τὴ φτερούγα του. Τὸ πήγαμε στὸν ἐπιστάτη καὶ τὸ περιποιήθηκε.

-Φαίνεται φοβισμένο!

-Φοβᾶται, φαίνεται, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει.

-Δὲν μπορεῖ;

-Ἔ, πῶς νὰ πετάξει μὲ μία φτερούγα;

-Κυρία, θὰ μπορέσει νὰ ξαναπετάξει;

-Μὰ βέβαια! Θὰ γίνει καλὰ καὶ θὰ πετάξει πάλι, μὴν ἀνησυχεῖτε. Ὁ κύριος Κώστας, ὁ ἐπιστάτης μας, θὰ τὸ φροντίσει, καὶ ὅλοι φυσικά! Πάντως αὐτὸ τὸ χελιδόνι ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ, δὲν νομίζετε; λέει ἡ δασκάλα μας αἰνιγματικά.

-Νὰ προσέχουμε ὅταν παίζουμε; ρωτᾶ ἡ Μαργαρίτα.

-Νὰ μὴν κάνουμε ἐπικίνδυνα παιχνίδια; λέει ὁ Γιῶργος.

-Νὰ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο ὅταν χτυπάει; συμπληρώνει ὁ Σπύρος.

-Ὅλα ὅσα λέτε εἶναι πολὺ σωστὰ καὶ ὡραῖα. Ὅμως, εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ βρήκατε. Κάποτε ἕνας ἅγιος παπούλης, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, περνοῦσε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ μιλοῦσε στοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους, γιὰ τὴν πίστη, τὴν πατρίδα, τὰ γράμματα. Ἦταν στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φαίνεται πὼς κάποια φορά, ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε, πέρασε ἕνα σμῆνος ἀπὸ χελιδόνια. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς τὰ εἶδε καὶ εἶπε:

«Νὰ ἕνα χελιδόνι! Πόσες φτεροῦγες χρειάζεται γιὰ νὰ πετᾶ;».

«Δύο, Γέροντα», τοῦ ἀπάντησαν οἱ ἄνθρωποι.

«Ἒ λοιπόν, εἶπε ὁ Ἅγιος, ὅπως ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο φτεροῦγες γιὰ νὰ πετᾶ, ἔτσι κι ἐμεῖς χρειαζόμαστε δύο ἀγάπες γιὰ νὰ σωθοῦμε· τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὸν διπλανό μας. Καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ μᾶς χαροποιεῖ καὶ ζοῦμε ἀπὸ ἐδῶ τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου».

«Καὶ πῶς νὰ δείξουμε ἀγάπη, Γέροντα, στὸν διπλανό μας;», ρώτησαν οἱ ἄνθρωποι.

«Ἔχω ἔγω ἕνα ψωμὶ νὰ φάω κι ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μοῦ λέει, δῶσε καὶ στὸν ἀδερφό σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σοῦ πῶ ψέματα. Ἡ ἀγάπη ὅμως κλείνει τὸ στόμα μου. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει».

Ἔτσι μίλησε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς κι ὅλοι κατάλαβαν.

-Κι ἐμεῖς καταλάβαμε! πετάχτηκε ὁ Φάνης.

-Τί μᾶς εἶπε λοιπὸν αὐτὸ τὸ χελιδόνι σήμερα! εἶπε ἡ Μαρία, ποὺ προηγουμένως εἶχε τσακωθεῖ μὲ τὴ Δήμητρα γιὰ μία γόμα.

-Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς! διόρθωσε ὁ Γιῶργος.

-Ἂν θέλουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, παιδιά, νὰ πετᾶμε ψηλά, εἶπε ἡ δασκάλα μας, ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὰ δυὸ φτερὰ τοῦ χελιδονιοῦ. Γυρίζω καὶ κοιτάζω τὸν Παναγιώτη. Ὄχι, δὲν εἶμαι θυμωμένος μαζί του πιά.

-Χτύπησες πολὺ ὅταν ἔπεσες; τὸν ρωτάω. Μὲ κοιτάζει ξαφνιασμένος.

-Μὴ στενοχωριέσαι γιὰ τὸ γκόλ. Θὰ τοὺς βάλουμε ἐμεῖς στὸ ἄλλο διάλειμμα, λέω, καὶ μέσα μου ἡ καρδιά μου πετᾶ. Μὲ δυὸ φτερὰ χελιδονιοῦ.

Μυρόπη

(ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ". ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019) 

 






Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου