Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ

 


Πό­σες φο­ρὲς ἀ­λή­θεια ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος δὲν βι­ώ­νει τὴν τρα­γι­κό­τη­τα τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του! Πό­σες φο­ρὲς δὲν ἔρ­χε­ται ἀν­τι­μέ­τω­πος καὶ δὲν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὴ μη­δα­μι­νό­τη­τά του, τὴν ἀ­νημ­πό­ρια του νὰ ἀν­τι­πα­λέ­ψει τὶς κα­κὲς συ­νή­θει­ες, τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς ρο­πὲς καὶ τὰ πά­θη του! Πό­σες φο­ρὲς δὲν αἰ­σθά­νε­ται τρα­γι­κὰ προ­δο­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό του! Πό­σες φο­ρὲς δὲν συλ­λαμ­βά­νει τὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ἐρ­γά­ζε­ται πρά­ξεις ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ἀν­τι­πα­θεῖ καὶ ἀ­πε­χθά­νε­ται! Καὶ κά­θε τέ­τοι­α φο­ρὰ ζεῖ τὴν ὀ­δύ­νη τοῦ προ­σω­πι­κοῦ του δι­χα­σμοῦ. Γεύ­ε­ται τὴν πι­κρί­α τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς του δι­α­σπά­σε­ως. Καὶ δρέ­πει τὸν πό­νο καὶ τὴν θλί­ψη αὐ­τῆς τῆς τα­λαι­πω­ρί­ας. Ἐ­πι­ση­μαί­νει καὶ κα­τα­γρά­φει μὲ ἀρ­κε­τὴ θλί­ψη κά­θε φο­ρὰ τὴν ὑ­πο­κλο­πὴ τοῦ λο­γι­κοῦ του, τὴν ἐ­ξα­σθέ­νη­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν του δυ­νά­με­ων καὶ τὴν πα­ρά­λυ­ση τῆς θε­λή­σε­ώς του.

Ὅ­σοι μά­χον­ται τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να γιὰ τὴν πε­ρι­κο­πὴ τῶν πα­θῶν καὶ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἔ­χουν πι­κρὴ πεί­ρα αὐ­τῆς τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῶν ἀ­νε­πι­θύ­μη­των πτώ­σε­ών τους. Ἡ τρα­γι­κό­τη­τα αὐ­τῆς τῆς κα­τα­στά­σε­ως εἶ­ναι συ­νέ­πεια καὶ ἐ­πα­κό­λου­θο τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἄν­θρω­που. Τῆς πρώ­της ἐ­κεί­νης ἀν­ταρ­σί­ας καὶ ἀ­νυ­πα­κο­ῆς στὸν δη­μι­ουρ­γὸ Θε­ό, ποὺ εἰ­σά­γει τὸ κα­κὸ στὸν κό­σμο, τοῦ δί­νει δι­και­ώ­μα­τα, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να πλα­νᾶ καὶ δι­α­στρέ­φει τὸ λο­γι­κό μας καὶ ἀ­δυ­να­τί­ζει τὴ θέ­λη­σή μας. Τρα­γι­κό­τη­τα τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που ποὺ τὴν ἔ­ζη­σαν ἔμ­πο­να καὶ οἱ με­γά­λοι ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὸς καὶ ἀ­λη­θι­νὸς ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ὅ­ταν ὁ­μι­λεῖ ὡς ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀν­θρώ­που, πε­ρι­γρά­φον­τας αὐ­τὴν τὴν κα­τά­στα­ση. «Οὐ γὰρ ὃ θέ­λω ποι­ῶ ἀ­γα­θόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέ­λω κα­κὸν τοῦ­το πράσ­σω» (Ρωμ. ζ'[7] 19). Δὲν πράτ­τω τὸ ἀ­γα­θὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ψυ­χή μου καὶ ἡ θέ­λη­σή μου προ­κρί­νει καὶ ἀ­σπά­ζε­ται. Ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα δι­α­πράτ­τω τὸ κα­κό, τὸ ὁ­ποῖ­ο παρ᾿ ὅλ᾿ αὐ­τὰ ἀ­πο­δο­κι­μά­ζω καὶ βδε­λύσ­σο­μαι.

Συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας αὐ­τὴν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μὲ τὴν συ­νέρ­γεια τοῦ μι­σαν­θρώ­που δι­α­βό­λου πε­ρι­πί­πτου­με στὴν ἀ­πελ­πι­σί­α καὶ ἀ­το­νοῦν οἱ ψυ­χι­κές μας δυ­νά­μεις. Ἀ­πο­κά­μνου­με καὶ πα­ρα­δι­νό­μα­στε ἀ­μα­χη­τὶ στὴ δι­ά­πρα­ξη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ὅ­μως μιὰ τέ­τοι­α τα­κτι­κὴ καὶ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος πολ­λα­πλα­σιά­ζει τὸ κα­κὸ καὶ στα­δια­κὰ ναρ­κώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο, ἕ­ως ὅ­του πα­ρα­δο­θεῖ καὶ ἀλ­λοι­ω­θεῖ καὶ τὸ λο­γι­κὸ καὶ ἡ θέ­λη­σή του.

Καὶ ὅ­μως, ὅ­ταν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι ἔ­τσι γι­νό­μα­στε παι­χνί­δι στὰ νύ­χια τοῦ δι­α­βό­λου, τό­τε θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­πα­λέ­ψου­με αὐ­τὴν τὴν τρα­γι­κό­τη­τα μὲ δύ­ο εὐ­λο­γη­μέ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ χα­ρι­τό­βρυ­τες με­θό­δους.

Πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα νὰ τα­πει­νο­φρο­νοῦ­με. Νὰ δι­α­τη­ροῦ­με μιὰ τα­πει­νὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α βλέ­πον­τας τὶς συ­νε­χεῖς μας πτώ­σεις, ποὺ μᾶς ξε­μα­κραί­νουν ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Καὶ δεύ­τε­ρο νὰ ζοῦ­με τα­πει­νὰ τὴ με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α τοῦ ἐ­λέ­ους τοῦ Θε­οῦ. Νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε δη­λα­δὴ στὸν Πνευ­μα­τι­κὸ ὅ­λες τὶς πτώ­σεις καὶ τὰ ἀ­το­πή­μα­τα τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας ποὺ αἰ­σθα­νό­μα­στε νὰ μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νουν, πα­ρὰ τὴ βα­θύ­τε­ρη θέ­λη­σή μας, ἀ­πὸ κον­τά Του. Εἶ­ναι δρό­μοι ἀ­σφα­λοῦς ἐ­πι­στρο­φῆς καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­σε­ως αὐ­τοί, ποὺ τοὺς βά­δι­σαν πάμ­πολ­λοι ἁ­μαρ­τω­λοὶ πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μή­πως ὁ Ζακ­χαῖ­ος δὲν ἦ­ταν φι­λο­χρή­μα­τος; Καὶ ὅ­μως, ὅ­ταν πλη­σί­α­σε τὸν Ἰ­η­σοῦ μὲ με­τά­νοι­α καὶ τα­πει­νό­φρο­να καρ­δί­α, ἔ­γι­νε ὁ ἐ­λε­ή­μων στοὺς φτω­χοὺς καὶ ἀ­δι­κη­μέ­νους.

Μή­πως ὁ ἱ­ε­ρὸς Αὐ­γου­στῖ­νος ἢ ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γύ­πτια δὲν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν γιὰ χρό­νια τὰ πά­θη τους; Καὶ ὅ­μως ἔ­γι­ναν πα­ρα­δείγ­μα­τα με­τα­νοί­ας καὶ τα­πει­νῆς ἐ­πι­στρο­φῆς γιὰ ὅ­λους τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς.

Βα­δί­ζον­τας μὲ κό­πο, πό­νο καὶ ἀ­γώ­να αὐ­τὸν τὸν δρό­μο τῆς τα­πει­νῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας μα­ζὶ μὲ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς συγ­γνώ­μης τοῦ Θε­οῦ στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, σι­γὰ - σι­γὰ θὰ μᾶς χα­ρι­σθεῖ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρα­κα­λεῖ ὁ Δα­βίδ: «Ἀ­πό­δος μοι τὴν ἀ­γαλ­λί­α­σιν τοῦ σω­τη­ρί­ου σου καὶ πνεύ­μα­τι ἡ­γε­μο­νι­κῷ στή­ρι­ξόν με» (Ψαλ. ν' [50] 14). Χά­ρι­σέ μου τὴ χα­ρὰ καὶ τὴν ἀ­γαλ­λί­α­ση τοῦ θεί­ου σου ἐ­λέ­ους, ποὺ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὴ σω­τη­ρί­α, καὶ στή­ρι­ξέ με στὶς νέ­ες μου ἀ­πο­φά­σεις μὲ θέ­λη­ση ἰ­σχυ­ρή, ἡ ὁ­ποί­α νὰ ἡ­γε­μο­νεύ­ει ἐν­τός μου καὶ νὰ μὲ κα­τευ­θύ­νει στὸ ἀ­γα­θό. Καὶ ὁ Κύ­ριος θὰ μᾶς χα­ρί­σει αὐ­τὸ τὸ ἡ­γε­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα τῆς θεί­ας του σο­φί­ας καὶ ὁ πει­ρα­στὴς δι­ά­βο­λος θὰ πά­ψει νὰ θο­λώ­νει τὴ σκέ­ψη μας, για­τί ὁ Παν­το­δύ­να­μος θὰ μᾶς δυ­να­μώ­νει.

Ἂς μὴν ἀ­πο­κά­μνου­με λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κό μας δι­χα­σμὸ καὶ τὴν δι­ά­σπα­ση τῆς θε­λή­σε­ώς μας. Ἀλ­λὰ ἂς τα­πει­νο­φρο­νοῦ­με ἐ­πι­στρέ­φον­τας διὰ τῆς με­τα­νοί­ας στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ Αὐ­τὸς θὰ μᾶς λυ­πη­θεῖ στὴν τρα­γι­κό­τη­τά μας καὶ θὰ μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μας.

(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ Τόμο τοῦ «ΣΩΤΗΡΟΣ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου