Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕ. ΜΕΤΑ...

 


     Κά­θε Σάβ­βα­το 5.30 τὸ πρω­ὶ ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας πε­ρι­μέ­νει ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το. Θὰ τὸν με­τα­φέ­ρει ψη­λὰ σ᾿ ἕ­να λό­φο, σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι. Τὸ μο­να­στή­ρι εἶ­ναι κτι­σμέ­νο στὴν πα­ρυ­φὴ τῆς πρω­τευ­ού­σης τοῦ νη­σιοῦ.

    Τὸ ἔ­κτι­σε γέ­ρον­τας εὐ­λα­βής, ποὺ ἐ­δῶ καὶ δε­κα­ε­τί­ες ἐ­κοι­μή­θη καὶ τε­λευ­ταί­ως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τὸν κα­τέ­τα­ξε στοὺς Ὁ­σί­ους. Ὁ Ὅ­σιος στά­θη­κε στὰ νε­α­νι­κά του χρό­νια κον­τὰ στοὺς λε­προύς, τό­τε ποὺ ἡ ἐ­πι­στή­μη δὲν εἶ­χε προ­χω­ρή­σει. Εἶ­χε κτί­σει καὶ οἰ­κή­μα­τα μὲ δι­κή του φρον­τί­δα. Πο­τὲ δὲν λο­γά­ρια­σε τὴν ζω­ή του.

    Ὅ­ταν ἔ­κλει­σε τὸ λε­προ­κο­μεῖ­ο, ἔ­κτι­σε ἐ­κεῖ κον­τὰ ἕ­να μο­να­στή­ρι γυ­ναι­κεῖ­ο καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­σε στὴν Πα­να­γί­α.

    Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πη­γαί­νει κά­θε Σάβ­βα­το καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ στὶς λα­τρευ­τι­κές της ἀ­νάγ­κες. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας θὰ λει­τουρ­γή­σει καὶ στὸ τέ­λος θὰ κά­νει μνη­μό­συ­νο γιὰ πλῆ­θος πι­στῶν, ποὺ οἱ συγ­γε­νεῖς θέ­λουν ἡ ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ νὰ κά­νει τὸ μνη­μό­συ­νό τους.

    Κά­ποι­ο Σάβ­βα­το πρό­σε­ξε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, κα­θὼς τὸ αὐ­το­κί­νη­το πλη­σί­α­ζε τὸ μο­να­στή­ρι, ἕ­να ἄν­δρα ποὺ βά­δι­ζε πα­ρα­πα­τών­τας. Δὲν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α καὶ συ­νέ­χι­σε τὴν πο­ρεί­α του. Ἄλ­λο ὅ­μως Σάβ­βα­το, μό­λις συ­νάν­τη­σαν τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό, ὁ ὁ­δη­γὸς τοῦ λέ­ει:

    -Πά­τερ, ξέ­ρεις ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός;

    -Ὄ­χι, λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

    -Πά­τερ, τὸν γνω­ρί­ζεις, ἐ­πι­μέ­νει ὁ ὁ­δη­γός. Σί­γου­ρα τὸν ἔ­χεις ἐ­ξο­μο­λο­γή­σει καὶ αὐ­τὸν καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Εἶ­ναι πο­λύ­τε­κνος.

    -Ποι­ὸς εἶ­ναι; ρω­τᾷ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

    -Εἶ­ναι ὁ Πα­νά­γος, εἶ­ναι ὁ ἄν­τρας τῆς Λε­νι­ῶς. Ἔ­χει φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του, γυ­ρί­ζει τὴ νύ­κτα, θὰ ἔ­λε­γα εἶ­ναι στοὺς πέν­τε δρό­μους. Πῆ­ρε τὸν δρό­μο τῆς ἀ­σω­τί­ας.

    -Στα­μά­τη­σε, λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

    Ὁ ὁ­δη­γὸς στα­μά­τη­σε. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­νοί­γει τὴν πόρ­τα τοῦ αὐ­το­κι­νή­του καὶ πη­γαί­νει στὸν Πα­νά­γο.

    -Ἒ, Πα­νά­γο, κα­λη­μέ­ρα, μὲ θυ­μᾶ­σαι; Ὁ Πα­νά­γος κι­νεῖ τὰ χεί­λη του καὶ τὸ κε­φά­λι κα­τα­φα­τι­κά.

    -Πα­νά­γο, ξέ­ρεις ποῦ πη­γαί­νεις;

    -Ὄ­χι, ἀ­πάν­τη­σε.

    Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ τὸ αὐ­το­κί­νη­το συ­νέ­χι­σε τὴν πο­ρεί­α του. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας συλ­λο­γί­ζε­ται: Ὁ Πα­νά­γος εἶ­ναι ναυ­τι­κός, φαί­νε­ται γύ­ρι­σε ἀ­πὸ τὰ τα­ξί­δια καὶ δὲν ἐ­πέ­στρε­ψε σπί­τι του. Ἡ Λε­νι­ὼ μιὰ νοι­κο­κυ­ρά, ἀρ­χόν­τισ­σα, οἰ­κο­δέ­σποι­να ἀ­λη­θι­νή. Ἔ­χει μπρο­στά της τὰ παι­διά της, παν­τρεύ­ει τὶς κό­ρες της καὶ ὁ ἄ­ξιος γυι­ός της ζεῖ τὸ σπί­τι μὲ τὴν ἐρ­γα­σί­α του.

    Καὶ τί δὲν χρω­στᾶ­με ἐ­μεῖς, σκέ­πτε­ται ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, στὴ Λε­νι­ώ, κεν­τή­μα­τα πολ­λὰ καὶ ἄ­ξια στὸ να­ό. Τί πρό­σφο­ρα μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει ὄ­χι γιὰ μιὰ ἢ δύ­ο ἐκ­κλη­σί­ες. Ἀ­γο­ρά­ζει σι­τά­ρι καὶ τὸ ἀ­λέ­θει. Δὲν ξέ­ρει οὔ­τε ἡ ἴ­δια πό­σα πρό­σφο­ρα ἑ­τοι­μά­ζει τὴν ἑ­βδο­μά­δα καὶ ἕ­να ἢ δύ­ο γιὰ τὸν Δε­σπό­τη, ποὺ τὰ πε­ρι­μέ­νει. Εἶ­ναι σὲ κύ­κλο με­λέ­της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, δι­α­δί­δει μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἔν­τυ­πο. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πάν­το­τε τὴν μνη­μο­νεύ­ει. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας θυ­μή­θη­κε τὸν λό­γο τοῦ Πα­ροι­μια­στῆ: «Γυ­ναῖ­κα ἀν­δρεί­αν τὶς εὑ­ρή­σει; τι­μι­ω­τέ­ρα δὲ ἐ­στι λί­θων πο­λυ­τε­λῶν ἡ τοια­ύτη». Γυ­ναί­κα δρα­στή­ρια καὶ ἐ­νά­ρε­τη ποι­ὸς θὰ ἀ­ξι­ω­θεῖ νὰ εὕ­ρει; Αὐ­τὴ ἀ­ξί­ζει πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὰ πο­λύ­τι­μα πε­τρά­δια (Παρ. λα' [31] 10).

    ***

    Πέ­ρα­σε και­ρός. Τώ­ρα ὁ Πα­νά­γος εἶ­ναι στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του, στὸ σπί­τι του. Ναί, εἶ­ναι στὸ σπί­τι του. Πῆ­γε ἡ Λε­νι­ὼ καὶ ὁ γυι­ός του καὶ τὸν ἔ­φε­ραν.

    Τώ­ρα ὅ­λοι εἶ­ναι κον­τὰ στὸν πα­τέ­ρα τους ἕ­τοι­μοι νὰ τὸν βο­η­θή­σουν. Ὁ Πα­νά­γος εἶ­ναι ἄρ­ρω­στος. Εἶ­ναι βα­ριὰ ἄρ­ρω­στος. Κά­θε μέ­ρα ποὺ περ­νᾷ ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν φέρ­νει ἡ ἀρ­ρώ­στια του κον­τὰ στὸν θά­να­το. Ἡ Λε­νι­ὼ ἀ­νη­συ­χεῖ, τρέ­χει στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α, στοὺς για­τρούς. Τρέ­χει νὰ σώ­σει τὸν Πα­νά­γο.

    Ἡ Λε­νι­ὼ δὲν φρον­τί­ζει μό­νο γιὰ τοὺς για­τροὺς τοῦ σώ­μα­τος ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸν για­τρὸ τῆς ψυ­χῆς. Φέρ­νει Πνευ­μα­τι­κό, τὸν ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ καὶ στὴ συ­νέ­χεια τὸν κοι­νω­νεῖ τῶν Ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων.

    Τώ­ρα εἶ­ναι ἥ­συ­χη.

    ***

    Σή­με­ρα ἡ Λε­νι­ὼ τη­λε­φώ­νη­σε στὸν ἱ­ε­ρέ­α.

    -Ὁ ἄν­τρας μου πέ­θα­νε· αὔ­ριο 4 μ.μ. θὰ γί­νει ἡ κη­δεί­α, ἐ­λᾶ­τε σᾶς πα­ρα­κα­λῶ.

    Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, οἱ ψάλ­τες, ὁ κό­σμος, ὅ­λοι στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ ποὺ εἶ­ναι ἡ ἐ­νο­ρί­α τους.

    Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δί­πλα στὸ φέ­ρε­τρο. Πρώ­τη ἡ Λε­νι­ώ, οἱ κό­ρες, οἱ γαμ­προί, τὰ ἐγ­γό­νια καὶ ὁ γυι­ός. Ὅ­λοι μπρο­στὰ στὸν πα­τέ­ρα τους. Σή­με­ρα ὁ πα­τέ­ρας τους βγῆ­κε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τους. Ὄ­χι γιὰ τα­ξί­δι στοὺς ὠ­κε­α­νούς. Ἀλ­λὰ γιὰ ἄλ­λο τα­ξί­δι.

    Ὁ Δε­σπό­της ψάλ­λει τὴν Ἀ­κο­λου­θί­α. Ἔ­χει συγ­κι­νη­θεὶ πο­λύ. Ξέ­ρει ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἦρ­θε.

    Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τε­λεί­ω­σε. Τώ­ρα θὰ ὁ­μι­λή­σει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

    Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀρ­χί­ζει: «Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α, τὴν εὐ­χὴ καὶ τὴν ἄ­δειά σας, θὰ πῶ δύ­ο λό­για, θὰ μι­λή­σω γιὰ τοὺς ζων­τα­νούς. Ναί, γιὰ τοὺς ζων­τα­νούς, τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Πα­νά­γου Μάν­θου. Ἡ ση­με­ρι­νὴ κη­δεί­α εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ. Ὁ πα­τέ­ρας τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας φεύ­γει ἀ­πὸ τὴν ζω­ὴ αὐ­τή. Φεύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του. Ἡ σύ­ζυ­γός του, τὰ παι­διά του, τὰ ἐγ­γό­νια, ὁ γυι­ός του, ὅ­λοι ἐ­δῶ. Ἡ ἐ­νο­ρί­α ὅ­λη ἐ­δῶ.

    Μιὰ μέ­ρα συ­νήν­τη­σα πρὸ και­ροῦ τὸν ἀ­εί­μνη­στο Πα­νά­γο στὸν δρό­μο. «Ἒ, Πα­νά­γο, τοῦ λέ­ω, κα­λη­μέ­ρα, ξέ­ρεις ποῦ πᾶς;». Μοῦ ἀ­πήν­τη­σε «ὄ­χι». Σή­με­ρα ποὺ ἀ­σπά­σθη­κα τὸ σκῆ­νος του τὸν ρώ­τη­σα ξα­νά: «Πα­νά­γο, ξέ­ρεις ποῦ πᾶς;». Μοῦ φά­νη­κε πὼς μοῦ ᾿πε: «Ἡ Λε­νι­ὼ μὲ στέλ­νει στὸν Πα­ρά­δει­σο, εὐ­χα­ρι­στῶ".

    Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὁ ἀ­εί­μνη­στος Πα­νά­γος ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε καὶ κοι­νώ­νη­σε.

    Γεν­ναί­α σύ­ζυ­γος, γεν­ναῖ­α παι­διά, γεν­ναῖ­ε νέ­ε. Κά­μα­τε τὸ κα­θῆ­κον σας. Τη­ρή­σα­τε τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ «τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου...» Ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ σᾶς σκε­πά­ζει.

    Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με».    

    ΠΗΓΗ: Ἄρ­θρο ἀ­πὸ ΠΑΛΑΙΟ ΤΟΜΟ ΣΩΤΗΡΟΣ  

    Δεν υπάρχουν σχόλια :

    Δημοσίευση σχολίου