Τὸ ἔκτισε γέροντας
εὐλαβής, ποὺ ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἐκοιμήθη καὶ τελευταίως ἡ Ἐκκλησία
τὸν κατέταξε στοὺς Ὁσίους. Ὁ Ὅσιος στάθηκε στὰ νεανικά του χρόνια
κοντὰ στοὺς λεπρούς, τότε ποὺ ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε προχωρήσει. Εἶχε
κτίσει καὶ οἰκήματα μὲ δική του φροντίδα. Ποτὲ δὲν λογάριασε τὴν ζωή
του.
Ὅταν ἔκλεισε τὸ
λεπροκομεῖο, ἔκτισε ἐκεῖ κοντὰ ἕνα μοναστήρι γυναικεῖο καὶ τὸ ἀφιέρωσε
στὴν Παναγία.
Ὁ ἱερέας πηγαίνει
κάθε Σάββατο καὶ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἱερὰ Μονὴ στὶς λατρευτικές της ἀνάγκες.
Ὁ ἱερέας θὰ λειτουργήσει καὶ στὸ τέλος θὰ κάνει μνημόσυνο γιὰ πλῆθος
πιστῶν, ποὺ οἱ συγγενεῖς θέλουν ἡ ἱερὰ Μονὴ νὰ κάνει τὸ μνημόσυνό τους.
Κάποιο Σάββατο
πρόσεξε ὁ ἱερέας, καθὼς τὸ αὐτοκίνητο πλησίαζε τὸ μοναστήρι, ἕνα
ἄνδρα ποὺ βάδιζε παραπατώντας. Δὲν ἔδωσε σημασία καὶ συνέχισε τὴν
πορεία του. Ἄλλο ὅμως Σάββατο, μόλις συνάντησαν τὸν ἄνθρωπο αὐτό, ὁ
ὁδηγὸς τοῦ λέει:
-Πάτερ, ξέρεις
ποιὸς εἶναι αὐτός;
-Ὄχι, λέει ὁ ἱερέας.
-Πάτερ, τὸν γνωρίζεις,
ἐπιμένει ὁ ὁδηγός. Σίγουρα τὸν ἔχεις ἐξομολογήσει καὶ αὐτὸν καὶ τὴν
οἰκογένειά του. Εἶναι πολύτεκνος.
-Ποιὸς εἶναι; ρωτᾷ
ὁ ἱερέας.
-Εἶναι ὁ Πανάγος,
εἶναι ὁ ἄντρας τῆς Λενιῶς. Ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι του, γυρίζει τὴ νύκτα,
θὰ ἔλεγα εἶναι στοὺς πέντε δρόμους. Πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἀσωτίας.
-Σταμάτησε, λέει
ὁ ἱερέας.
Ὁ ὁδηγὸς σταμάτησε.
Ὁ ἱερέας ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ πηγαίνει στὸν Πανάγο.
-Ἒ, Πανάγο, καλημέρα,
μὲ θυμᾶσαι; Ὁ Πανάγος κινεῖ τὰ χείλη του καὶ τὸ κεφάλι καταφατικά.
-Πανάγο, ξέρεις
ποῦ πηγαίνεις;
-Ὄχι, ἀπάντησε.
Ὁ ἱερέας ἐπέστρεψε
στὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸ αὐτοκίνητο συνέχισε τὴν πορεία του. Ὁ ἱερέας
συλλογίζεται: Ὁ Πανάγος εἶναι ναυτικός, φαίνεται γύρισε ἀπὸ τὰ ταξίδια
καὶ δὲν ἐπέστρεψε σπίτι του. Ἡ Λενιὼ μιὰ νοικοκυρά, ἀρχόντισσα, οἰκοδέσποινα
ἀληθινή. Ἔχει μπροστά της τὰ παιδιά της, παντρεύει τὶς κόρες της καὶ ὁ
ἄξιος γυιός της ζεῖ τὸ σπίτι μὲ τὴν ἐργασία του.
Καὶ τί δὲν χρωστᾶμε
ἐμεῖς, σκέπτεται ὁ ἱερέας, στὴ Λενιώ, κεντήματα πολλὰ καὶ ἄξια στὸ
ναό. Τί πρόσφορα μᾶς ἑτοιμάζει ὄχι γιὰ μιὰ ἢ δύο ἐκκλησίες. Ἀγοράζει
σιτάρι καὶ τὸ ἀλέθει. Δὲν ξέρει οὔτε ἡ ἴδια πόσα πρόσφορα ἑτοιμάζει
τὴν ἑβδομάδα καὶ ἕνα ἢ δύο γιὰ τὸν Δεσπότη, ποὺ τὰ περιμένει. Εἶναι σὲ
κύκλο μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, διαδίδει μὲ ἐπιτυχία τὸ χριστιανικὸ
ἔντυπο. Ὁ ἱερέας πάντοτε τὴν μνημονεύει. Ὁ ἱερέας θυμήθηκε τὸν λόγο
τοῦ Παροιμιαστῆ: «Γυναῖκα ἀνδρείαν τὶς εὑρήσει; τιμιωτέρα δὲ ἐστι
λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη». Γυναίκα δραστήρια καὶ ἐνάρετη ποιὸς θὰ
ἀξιωθεῖ νὰ εὕρει; Αὐτὴ ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια (Παρ.
λα' [31] 10).
***
Πέρασε καιρός.
Τώρα ὁ Πανάγος εἶναι στὴν οἰκογένειά του, στὸ σπίτι του. Ναί, εἶναι στὸ
σπίτι του. Πῆγε ἡ Λενιὼ καὶ ὁ γυιός του καὶ τὸν ἔφεραν.
Τώρα ὅλοι εἶναι
κοντὰ στὸν πατέρα τους ἕτοιμοι νὰ τὸν βοηθήσουν. Ὁ Πανάγος εἶναι ἄρρωστος.
Εἶναι βαριὰ ἄρρωστος. Κάθε μέρα ποὺ περνᾷ ὅλο καὶ περισσότερο τὸν φέρνει
ἡ ἀρρώστια του κοντὰ στὸν θάνατο. Ἡ Λενιὼ ἀνησυχεῖ, τρέχει στὰ νοσοκομεῖα,
στοὺς γιατρούς. Τρέχει νὰ σώσει τὸν Πανάγο.
Ἡ Λενιὼ δὲν φροντίζει
μόνο γιὰ τοὺς γιατροὺς τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν γιατρὸ τῆς ψυχῆς. Φέρνει
Πνευματικό, τὸν ἐξομολογεῖ καὶ στὴ συνέχεια τὸν κοινωνεῖ τῶν Ἄχραντων
Μυστηρίων.
Τώρα εἶναι ἥσυχη.
***
Σήμερα ἡ Λενιὼ
τηλεφώνησε στὸν ἱερέα.
-Ὁ ἄντρας μου πέθανε·
αὔριο 4 μ.μ. θὰ γίνει ἡ κηδεία, ἐλᾶτε σᾶς παρακαλῶ.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ
Σεβασμιώτατος, οἱ ἱερεῖς, οἱ ψάλτες, ὁ κόσμος, ὅλοι στὸν ἱερὸ Ναὸ ποὺ
εἶναι ἡ ἐνορία τους.
Ἡ οἰκογένεια
δίπλα στὸ φέρετρο. Πρώτη ἡ Λενιώ, οἱ κόρες, οἱ γαμπροί, τὰ ἐγγόνια καὶ
ὁ γυιός. Ὅλοι μπροστὰ στὸν πατέρα τους. Σήμερα ὁ πατέρας τους βγῆκε γιὰ
τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ὄχι γιὰ ταξίδι στοὺς ὠκεανούς. Ἀλλὰ
γιὰ ἄλλο ταξίδι.
Ὁ Δεσπότης ψάλλει
τὴν Ἀκολουθία. Ἔχει συγκινηθεὶ πολύ. Ξέρει ὅλη τὴν ἱστορία, γι᾿ αὐτὸ
καὶ ἦρθε.
Ἡ Ἀκολουθία
τελείωσε. Τώρα θὰ ὁμιλήσει ὁ ἱερέας.
Ὁ ἱερέας ἀρχίζει:
«Σεβασμιώτατε, μὲ τὴν εὐλογία, τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἄδειά σας, θὰ πῶ δύο
λόγια, θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς ζωντανούς. Ναί, γιὰ τοὺς ζωντανούς, τὴν οἰκογένεια
τοῦ Πανάγου Μάνθου. Ἡ σημερινὴ κηδεία εἶναι εὐλογία Θεοῦ. Ὁ πατέρας
τῆς οἰκογενείας φεύγει ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἡ σύζυγός
του, τὰ παιδιά του, τὰ ἐγγόνια, ὁ γυιός του, ὅλοι ἐδῶ. Ἡ ἐνορία ὅλη ἐδῶ.
Μιὰ μέρα συνήντησα
πρὸ καιροῦ τὸν ἀείμνηστο Πανάγο στὸν δρόμο. «Ἒ, Πανάγο, τοῦ λέω, καλημέρα,
ξέρεις ποῦ πᾶς;». Μοῦ ἀπήντησε «ὄχι». Σήμερα ποὺ ἀσπάσθηκα τὸ σκῆνος
του τὸν ρώτησα ξανά: «Πανάγο, ξέρεις ποῦ πᾶς;». Μοῦ φάνηκε πὼς μοῦ ᾿πε:
«Ἡ Λενιὼ μὲ στέλνει στὸν Παράδεισο, εὐχαριστῶ".
Σεβασμιώτατε,
ὁ ἀείμνηστος Πανάγος ἐξωμολογήθηκε καὶ κοινώνησε.
Γενναία σύζυγος,
γενναῖα παιδιά, γενναῖε νέε. Κάματε τὸ καθῆκον σας. Τηρήσατε τὴν ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ «τίμα τὸν πατέρα σου...» Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σᾶς σκεπάζει.
Σεβασμιώτατε,
σᾶς εὐχαριστοῦμε».
ΠΗΓΗ: Ἄρθρο ἀπὸ ΠΑΛΑΙΟ ΤΟΜΟ ΣΩΤΗΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου