Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ)

(21 ΜΑΪΟΥ 2023)



ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ) 

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ἐκτείνας τὴν χεῖρα. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ' ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, Βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους. Πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν, ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι· ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ· ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.        

     (Πράξ. Ἀποστ. κστ΄[26] 1, 12-20)

 

ΤΑ ΔΥΟ ΟΡΑΜΑΤΑ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα»

Bασιλικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἡ σημερινή ἑορτή, ἑορτὴ τῶν ἁγίων θεοστέπτων βασιλέων καὶ ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς μεγάλους αὐτοὺς Ἁγίους μας, τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη. Ἀναφέρεται στὴ μεγάλη κλήση τῆς Δαμασκοῦ ποὺ ἔγινε στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὴν κλήση ποὺ ἔκαμε ὁ Θεὸς στὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ τὴν ἀνταπόκρισή τους ἀντιστοίχως. 

1. ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ

Δημόσια εξομολόγηση κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μᾶς λέγει ὅτι ἦταν κάποτε διώκτης τῶν Χριστιανῶν καὶ κάποια ἡμέρα ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴ Δαμασκὸ μὲ φονικὰ σχέδια συλλήψεως και τιμωρίας τῶν Χριστιανῶν, κάποιος οὐράνιος κυνηγὸς τὸν περίμενε στὸν δρόμο του. Ἦταν μεσημέρι κι ἐνῶ πλησίαζε νὰ φθάσει στὴν πόλη, ξαφνικὰ ἕνα φῶς οὐράνιο καὶ θεῖο ἄστραψε ὁλόγυρά του. Κι ἄκουσε φωνὴ ἐπιβλητικὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τοῦ λέγει:

—Σαούλ, Σαούλ ! Τί με διώκεις;

—Ποιός εἶσαι, Κύριε; ρώτησε μὲ ἔκπληξη.

—Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ καταδιώκεις! Σήκω ἐπάνω καὶ στάσου στὰ πόδια σου. Ἦρθε γιὰ σένα τώρα ἡ ὥρα τῆς χάριτος, Σαῦλε. Σοῦ φανερώθηκα γιὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτη, μάρτυρα, Ἀπόστολο. Σὲ ἀποστέλλω σὲ Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς, νὰ τοὺς ἀνοίξεις τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς πίστεως. 

Τί ὑψηλὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ τοῦ Παύλου! Διότι ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ὕψιστος Θεὸς τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητής του καὶ Ἀπόστολος! 

Ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, σὲ διάφορες ἐποχές. Ἐπαναλήφθηκε καὶ στὸν εἰδωλολάτρη βασιλέα Κωνσταντῖνο. Στὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια μέσα στὴν ἀπάνθρωπη αὐλὴ τοῦ αἱμοσταγοῦς διώκτου Διοκλητιανοῦ καὶ κατόπιν μέσα στὸ εἰδωλολατρικό περιβάλλον τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. 

Ἦρθε ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς του. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἤδη τετράρχης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Καίσαρ τῆς Δύσεως Μαξέντιος ἐκστρατεύει ἐναντίον του. Ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου μικρὸς καὶ οἱ δυνάμεις του λίγες. Στη δύσκολη αὐτὴ κατάσταση, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συγκλονιστικότερες στιγμὲς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ὁ Κωνσταντῖνος βλέπει ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα». Ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καλεῖ τὸν εἰδωλολάτρη Κωνσταντίνο νὰ ἀποβεῖ ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Χριστιανῶν, ἀπόστολος καὶ ἅγιος καὶ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας. 

2. Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

Δὲν ἀρνεῖται τὸ θεῖο κάλεσμα τῆς οὐράνιας ὀπτασίας ὁ διώκτης Σαούλ. Ἀμέσως λέει τὸ ναί, ὑπακούει, μετανοεῖ καὶ βαπτίζεται. Καὶ ἀναλαμβάνει τὸ κοπιῶδες ἀλλὰ καὶ πανένδοξο ἔργο τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχαιτίσει τὸν διδάσκαλο τῶν ἐθνῶν στὸν καινούργιο του δρόμο. Οὔτε οἱ ἀνυπέρβλητες δυσκολίες, οὔτε τὸ φοβερὸ κρύο καὶ ὁ καύσωνας, οὔτε οἱ συκοφαντίες καὶ οἱ διωγμοί, οὔτε οἱ ραβδισμοὶ καὶ τὰ ξίφη. Κάθε μέρα πεθαίνει γιὰ τὸν Χριστό, βαστάζοντας πάνω του τὰ στίγματα ἀπὸ τὶς πληγές γιὰ τὸν Κύριο. Καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του στεφανώνεται μὲ τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ ἀναδεικνύεται κορυφαῖος Ἀπόστολος, ἀνακαινιστής τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ οὐρανοπολίτης.  

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο δὲν κάνει καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος; Ἀνταποκρίνεται ἀμέσως στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ ὑψωμένο στὰ χέρια του κατατροπώνει ὁλοσχερῶς τὸν Μαξέντιο καὶ χαρίζει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία. Κατόπιν μὲ τὴν ἴδια πίστη νικᾷ καὶ τὸν Λικίνιο καὶ γίνεται μονοκράτωρ. Μὲ βασιλικό διάταγμα παύει τοὺς σκληρούς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν· ἐξέρχονται ἀπὸ τὶς κατακόμβες οἱ πιστοί, περίλαμπροι ναοὶ κτίζονται, νέα χριστιανικὴ αὐτοκρατορία οἰκοδομεῖται θεμελιωμένη στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται ὁ ὑπέρμαχος καὶ προστάτης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ βοηθὸς τῆς ἱεραποστολῆς σὲ γειτονικὰ ἔθνη· ὁ πρόεδρος τῆς πρώτης καὶ ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του βαπτίζεται Χριστιανὸς καὶ μέχρι τὸν θάνατό του δὲν ἀποχωρίζεται ποτὲ τὸν ὁλόλευκο χιτῶνα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

Ἀδελφοί, στὰ δύσκολα χρόνια τῆς ἱστορίας ὁ πάνσοφος Θεὸς ἔχει τὸ ἐκλεκτό του «λεῖμμα», τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Αὐτοὶ ἀθόρυβα καὶ μυστικὰ ζυμώνουν τὴν κοινωνία, ἀλλάζουν τὸ ρεῦμα, συνεργοῦν στὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό. Στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ καὶ σήμερα ζοῦμε, ὁ Κύριος μὲ τοὺς δικούς του ανθρώπους θὰ ἀναστρέψει τὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴ τὸ ἀρνηθοῦμε.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γων ὁ Ἰησοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν ἐκ γε­νε­τῆς· καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τίς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ἢ οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· Οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλ­λ' ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ ἐν αὐ­τῷ. ἐ­μὲ δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τοῦ πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νὺξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. ὅ­ταν ἐν τῷ κό­σμῳ ὦ, φῶς εἰ­μι τοῦ κό­σμου. ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ καὶ ἐ­πο­ί­η­σε πη­λὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐ­πέ­χρι­σε τὸν πη­λὸν ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ὕ­πα­γε νί­ψαι εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­άμ, ὃ ἑρ­μη­νε­ύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. ἀ­πῆλ­θεν οὖν καὶ ἐ­νί­ψα­το, καὶ ἦλ­θε βλέ­πων. Οἱ οὖν γε­ί­το­νες καὶ οἱ θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τὸ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν, ἔ­λε­γον· Οὐχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος καὶ προ­σαι­τῶν; ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δὲ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. ἔ­λε­γον οὖν αὐ­τῷ· Πῶς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου οἱ ὀ­φθαλ­μοί; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σε καὶ ἐ­πέ­χρι­σέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς καὶ εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δὲ καὶ νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. εἶ­πον οὖν αὐ­τῷ· Ποῦ ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; λέ­γει· Οὐκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρὸς τοὺς Φα­ρι­σα­ί­ους, τόν πο­τε τυ­φλόν. ἦν δὲ σάβ­βα­τον ὅ­τε τὸν πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς. πά­λιν οὖν ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι πῶς ἀ­νέ­βλε­ψεν. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς, καὶ ἐ­νι­ψά­μην, καὶ βλέ­πω. ἔ­λε­γον οὖν ἐκ τῶν Φα­ρι­σα­ί­ων τι­νές· Οὗ­τος ὁ ἄν­θρω­πος οὐκ ἔ­στι πα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι τὸ σάβ­βα­τον οὐ τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Πῶς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοι­αῦ­τα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐ­τοῖς. λέ­γου­σι τῷ τυ­φλῷ πά­λιν· Σὺ τί λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς; ὁ δὲ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. οὐκ ἐ­πί­στευ­σαν οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τοὺς γο­νεῖς αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­να­βλέ­ψαν­τος καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ὃν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; πῶς οὖν ἄρ­τι βλέ­πει; ἀ­πε­κρί­θη­σαν δὲ αὐ­τοῖς οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ καὶ εἶ­πον· Οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν καὶ ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πῶς δὲ νῦν βλέ­πει οὐκ οἴ­δα­μεν, ἢ τίς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. ταῦ­τα εἶ­πον οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τοὺς Ἰ­ου­δα­ί­ους· ἤ­δη γὰρ συ­νε­τέ­θειν­το οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐτόν  ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γένη­ται. δι­ὰ τοῦ­το οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν οὖν ἐκ δευ­τέ­ρου τὸν ἄν­θρω­πον ὃς ἦν τυ­φλὸς, καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δὸς δό­ξαν τῷ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. ἀ­πε­κρί­θη οὖν ἐ­κεῖ­νος  καὶ εἶ­πεν· Εἰ ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν  οὐκ  οἶ­δα· ἓν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ὢν ἄρ­τι βλέ­πω. εἶ­πον δὲ αὐ­τῷ πά­λιν· τί ἐ­πο­ί­η­σέ σοι; πῶς ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· Εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, καὶ οὐκ ἠ­κού­σα­τε· τί πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κο­ύ­ειν; μὴ καὶ ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν καὶ εἶ­πον· Σὺ εἶ μα­θη­τὴς ἐ­κε­ί­νου· ἡ­μεῖς δὲ τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν ὁ Θε­ός· τοῦ­τον δὲ οὐκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐν γὰρ το­ύ­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς. οἴ­δα­μεν δὲ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οὐκ ἀ­κο­ύ­ει, ἀλλ' ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς ᾖ καὶ τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, το­ύ­του ἀ­κο­ύ­ει. ἐκ τοῦ αἰ­ῶ­νος οὐκ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· εἰ μὴ ἦν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οὐκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. ἀ­πε­κρί­θη­σαν καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Ἐν ἁ­μαρ­τί­αις σὺ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, καὶ σὺ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; καὶ ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· Σὺ πι­στε­ύ­εις εἰς τὸν υἱ­ὸν τοῦ Θε­οῦ; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πε· Καὶ τίς ἐ­στι, Κύριε, ἵ­να πι­στε­ύ­σω εἰς αὐ­τόν; εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Καὶ ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν καὶ ὁ λα­λῶν με­τὰ σοῦ ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. ὁ δὲ ἔ­φη· Πι­στε­ύ­ω, Κύριε· καὶ προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.                                                         

(Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θς ησος  περ­νο­σε ­π τ κέν­τρο τς πό­λε­ως, ε­δε ­ναν ν­θρω­πο πού ε­χε γεν­νη­θε τυ­φλός. Τό­τε ο μα­θη­τς του τν ρώ­τη­σαν: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ς ­μάρ­τη­σε γι ν γεν­νη­θε ν­θρω­πος α­τς τυ­φλός; ­μάρ­τη­σε ­διος, ­ταν ­ταν ­κό­μη μέ­σα στὴν κοιλιὰ τῆς μη­τέ­ρας του, ἢ ἁ­μάρ­τη­σαν οἱ γο­νεῖς του καὶ τι­μω­ρεῖ­ται αὐ­τὸς γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Οὔ­τε αὐ­τὸς ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε οἱ γο­νεῖς του. Ἀλ­λὰ γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸς γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θοῦν μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῶν μα­τι­ῶν του τὰ ἔρ­γα πού ἐ­πι­τε­λεῖ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα το­ῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ὅ­σο ζῶ στὴ ζω­ὴ αὐ­τή, πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔρ­γα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή, καὶ ὅ­πως στὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας στα­μα­τοῦν τὰ ἔρ­γα τους οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι καὶ τό­τε κα­νεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν οὔ­τε στιγ­μὴ νὰ χά­νω. Ἐ­φό­σον εἶ­μαι στὸν κό­σμο, εἶ­μαι φῶς τοῦ κό­σμου μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὰ θαύμα­τά μου. Κι ἀφοῦ εἶ­πε αὐ­τά, ἔ­φτυ­σε κά­τω καὶ ἔ­κα­νε πη­λό, καί ἔ­χρι­σε μ' αὐ­τὸν τὰ μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ. Καί δο­κι­μά­ζον­τας τὴν πί­στη τοῦ τυ­φλοῦ τοῦ εἶ­πε: Πήγαινε, νί­ψου στὴ στέρ­να τοῦ Σι­λω­άμ, ὄ­νο­μα ἑβραϊκό πού με­τα­φρά­ζε­ται «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὕ­στε­ρα λοιπόν ἀ­πὸ τὴν ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ πῆ­γε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλ­θε στὸ σπί­τι του μὲ μά­τια ὑ­γι­ῆ. Τό­τε οἱ γεί­το­νες κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν προ­η­γουμένως ὅ­τι ἦ­ταν τυ­φλός, ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶναι αὐ­τὸς πού καθόταν καὶ ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τους δι­α­βά­τες ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Με­ρι­κοὶ ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι. Ἄλ­λοι ὅ­μως ἔ­λε­γαν ὅτι δέν εἶναι αὐ­τός, ἀλλά κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ τυ­φλὸς πού παλιότερα ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ βε­βαί­ω­ση αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ τόν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Πῶς θε­ρα­πεύ­θη­καν τὰ μά­τια σου; Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε πη­λὸ καὶ μοῦ ἄ­λει­ψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πή­γαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψου. Πῆ­γα λοι­πὸν ἐκεῖ καὶ νί­φτη­κα, καί βρῆκα τὸ φῶς μου.

Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τὴ τοῦ τυφλοῦ πού εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ τοῦ εἶ­παν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι: Ποῦ εἶ­ναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέ­ρω, τοὺς ἀ­πάν­τη­σε. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν τό­τε στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, αὐ­τὸν πού ἦ­ταν κά­πο­τε τυ­φλὸς καὶ εἶ­χε ἤ­δη θε­ρα­πευ­θεῖ ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μά­λι­στα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πη­λὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ μά­τια ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν ὁ­δή­γη­σαν στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἄρ­χι­σαν κι αὐ­τοὶ νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν καὶ νὰ τὸν ρω­τοῦν πά­λι πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε καὶ βρῆ­κε τὸ φῶς του. Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς εἶ­πε: Αὐ­τὸς πού μὲ θε­ρά­πευ­σε μοῦ ἔ­βα­λε πη­λὸ πά­νω στὰ μά­τια μου καὶ με­τὰ ἐγώ πλύ­θη­κα καὶ βλέ­πω. Με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους Φα­ρι­σαί­ους ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δὲν τη­ρεῖ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βάτου. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς νὰ κά­νει τέ­τοι­α ἀ­πο­δει­κτι­κὰ καὶ ση­μα­δια­κὰ θαύ­μα­τα; Καὶ δι­α­φω­νοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Κι ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­φω­νί­α τους συ­νε­χι­ζό­ταν, ἄρ­χι­σαν πά­λι νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν τὸν τυ­φλό, καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό; Πρέ­πει νὰ ἀ­κου­στεῖ καὶ ἡ δι­κή σου γνώ­μη· δι­ό­τι τὰ δι­κά σου μά­τια θε­ρά­πευ­σε ἐ­κεῖ­νος κι ἐσύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον γνω­ρί­ζεις τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας σου. Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­γὼ λέ­ω ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ αὐ­τὸ πού ἔ­δω­σε γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ τυ­φλὸς πού θε­ρα­πεύ­θη­κε, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δυ­σα­ρε­στή­θη­καν. Δὲν ἐν­νο­οῦ­σαν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ φῶς του· ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ κα­λέ­σουν τοὺς γο­νεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀ­πέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώ­τη­σαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός σας, πού ἐ­πι­μέ­νε­τε νὰ βε­βαι­ώ­νε­τε ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός; Πῶς λοι­πόν, ἀφοῦ γεν­νή­θη­κε τυ­φλός, τώ­ρα βλέ­πει; Οἱ γο­νεῖς του τό­τε τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός μας καὶ ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός. Πῶς ὅ­μως τώ­ρα βλέ­πει δὲν ξέ­ρου­με. Ἢ ποι­ὸς τοῦ θε­ρά­πευ­σε καὶ τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ παι­δί, ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, καὶ συ­νε­πῶς ἀν­τι­λή­φθη­κε πῶς καὶ ἀ­πὸ ποι­ὸν ἔ­γι­νε ἡ θε­ρα­πεί­α του. Αὐ­τὸν λοι­πὸν ρω­τῆ­στε, αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συ­νέ­βη. Καὶ μί­λη­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ οἱ γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φο­βοῦν­ταν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἄρ­χον­τες, διότι αὐτοί πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀ­φο­ρι­σθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συ­να­γω­γὴ ὅ­ποι­ος θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν φο­βοῦν­ταν οἱ  γονεῖς του μήπως ἀποδιωχθοῦν κι αὐ­τοὶ ἀ­πὸ τὴ συ­να­γω­γή, γι' αὐ­τὸ εἶ­παν ὅτι ἔχει ὥριμη ἡλικία ὁ γιός μας, αὐ­τὸν ρω­τῆ­στε.

 Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πληροφορηθοῦν τί­πο­τε ἀ­πό τούς γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θε­ρα­πεί­α του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τον  Ἰ­η­σοῦ, κά­λε­σαν γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν τυ­φλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε τόν Θεό ὁμολογώντας ὅ­τι πλα­νή­θη­κες καὶ ἀ­ναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐ­τὸν πού σὲ θε­ρά­πευ­σε. Ἐ­μεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέ­ρου­με κα­λὰ ὅ­τι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τὸς πού κα­τα­λύ­ει τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς δὲν τὸ ξέ­ρω, καὶ γι' αὐ­τὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκ­φρά­σω γνώ­μη γι' αὐ­τό. Ξέ­ρω ὅ­μως καλά ἕνα πράγμα, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­νῶ λί­γο πιὸ πρὶν ἤ­μουν τυφλός τώρα βλέ­πω. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄ­ρε­σε, τοῦ εἶ­παν πά­λι: Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια;  Μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γο σᾶς τὸ εἶ­πα, τούς ἀπάντησε, καὶ δὲν θε­λή­σα­τε νὰ προ­σέ­ξε­τε καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶ­πα. Για­τί τώ­ρα θέ­λε­τε νὰ ἀ­κού­σετε πάλι τά ἴδια; Μή­πως θέ­λε­τε κι ἐσεῖς νὰ γί­νε­τε μα­θη­τές του; Τό­τε τοῦ μί­λη­σαν ὑ­βρι­στι­κὰ καὶ περιφρονητικά καί τοῦ εἶ­παν: Ἐ­σὺ εἶ­σαι μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου. ­Ἐ­με­ῖς ὅ­μως εἴμαστε μα­θη­τὲς τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­μεῖς, πού εἴ­μα­στε σπου­δα­σμέ­νοι καὶ ἀ­να­γνωρισμένοι ἄρ­χον­τες τοῦ ἔ­θνους, ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ Θεός ἔχει μι­λή­σει στὸ Μω­υ­σῆ καὶ σὲ κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Αὐ­τὸς μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος καὶ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι καὶ ἀπό ποῦ στάλ­θη­κε. Τό­τε αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ γε­γο­νὸς προ­κα­λεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ ἔκ­πλη­ξη! Ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐσεῖς δὲν ξέ­ρε­τε τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ἐ­ὰν ἔ­χει στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος σὲ σᾶς μοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια. Εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στὸ καὶ τὸ ξέ­ρου­με ὅ­λοι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­κού­ει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν κά­ποι­ος σέ­βε­ται τὸν Θε­ὸ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μά του, αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­κού­ει.  Ἀ­πὸ τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος δὲν ἀ­κού­στη­κε πο­τὲ νὰ ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει κα­νεὶς μά­τια ἀν­θρώ­που πού νὰ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­γι­νε τέ­τοι­ο θαῦ­μα, καὶ αὐ­τὸς πού τὸ ἔ­κα­νε πρέ­πει νὰ ἔ­χει θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τί­πο­τε, οὔτε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ θαῦ­μα. Τοῦ ἀποκρίθηκαν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι: Ἐ­σὺ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν τύ­φλω­ση πού εἶ­χες ἀ­π' τὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄ­θλιος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς κά­νεις τὸ δά­σκα­λο σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπου­δαγ­μέ­νοι ἀ­π' ὅ­λους τούς Ἰ­ου­δαί­ους; Καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω ἀ­π' τὸν τό­πο πού συ­νε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σουν καὶ νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σουν νὰ συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στὶς λα­τρευ­τι­κὲς τε­λε­τὲς τοῦ να­οῦ.

Στὸ με­τα­ξὺ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω γιὰ τὴν παρρησία μὲ τὴν ὁποία δι­ε­κή­ρυτ­τε τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα μὲ τοὺς ἄ­πι­στους Ἰ­ου­δαί­ους, πι­στεύ­εις στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ; Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός, Κύ­ρι­ε, γιὰ νὰ τὸν πι­στέ­ψω; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Μὰ τὸν ἔ­χεις κι­ό­λας δεῖ μὲ τὰ μά­τια σου. Αὐ­τὸς πού μι­λά­ει αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μα­ζί σου, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε. Καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύ­ριο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου