Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ



Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΩΝ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ
(5 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020)

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)
Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, νῆ­φε ν πᾶ­σι, κα­κο­πά­θη­σον, ἔρ­γον πο­ί­η­σον εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐ­γὼ γρ ἤ­δη σπέν­δο­μαι, κα και­ρὸς τς ἐ­μῆς ἀ­να­λύ­σε­ως ἐ­φέ­στη­κε. τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να ἠ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταί μοι τς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ν ἀ­πο­δώ­σει μοι Κύ­ριος ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ, δί­και­ος κρι­τής, ο μό­νον δ ἐ­μοὶ, ἀλ­λὰ κα πᾶ­σι τος ἠ­γα­πη­κό­σι τν ἐ­πι­φά­νειαν αὐ­τοῦ.
                       (Β΄ Τιμ. δ΄[4] 5 – 8)                                                                        
ΤΑ  ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΜΑΣ
«Τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λὸν ἠ­γώ­νι­σμαι, τὸν δρό­μον τε­τέ­λε­κα,
τὴν πί­στιν τε­τή­ρη­κα»
Βρι­σκό­μα­στε στήν ἀρ­χή ἑ­νός νέ­ου ἔ­τους. Βρι­σκό­μα­στε, δη­λα­δή, σ’ ἕ­να ἀ­κό­μη σταθ­μό τῆς ζω­ῆς μας. Πῶς πέ­ρα­σε, ἄ­ρα­γε, τό προ­η­γού­με­νο ἔ­τος ἀ­πό πνευ­μα­τι­κῆς πλευ­ρᾶς; Ποι­ά ἦ­ταν ἡ πρό­ο­δός μας στήν ἀ­ρε­τήν; Ποι­ές οἱ ἐλ­λεί­ψεις καί ἀ­δυ­να­μί­ες μας; Ὑ­πάρ­χουν λοι­πόν τά πε­πραγ­μέ­να μας καί εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά κά­νου­με ἀ­πο­λο­γι­σμό γιά νά τά ἐ­πι­ση­μά­νου­με. Πε­ρί αὐ­τοῦ θά ὁ­μι­λή­σου­με πρῶ­τα. Καί ἔ­πει­τα θά δοῦ­με ποι­ά θά πρέ­πει νά εἶ­ναι τά ἔρ­γα μας.
1. α­νάγ­κη α­πο­λο­γι­σμου.
Προ­τοῦ ἐ­ρευ­νή­σου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας, ἄς προ­σέ­ξου­με τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Βρι­σκό­ταν δέ­σμιος στή φυ­λα­κή, χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ. Καί προ­αι­σθά­νε­ται ὅ­τι τό τέ­λος του ἐγ­γί­ζει. Ὁ και­ρός τοῦ θα­νά­του μου εἶ­ναι πο­λύ κον­τά, γρά­φει πρός τόν Τι­μό­θε­ο. Στρέ­φει λοι­πόν τό βλέμ­μα του πρός τό πα­ρελ­θόν. Ἀ­να­πο­λεῖ τήν κο­πι­ώ­δη ἀ­πο­στο­λι­κή του ζω­ή. Ἐ­ρευ­νᾷ τά πε­πραγ­μέ­να του. Καί βγά­ζει τό εὐ­λο­γη­μέ­νο συμ­πέ­ρα­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κού­σα­με. Μᾶς δί­δει λοι­πόν τό πα­ρά­δειγ­μα, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς νά κά­νου­με ἀ­πο­λο­γι­σμό τῶν ἔρ­γων μας.
Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α τό ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε ὅ­λοι στά τέ­λη τῆς ζω­ῆς μας. Βρι­σκό­μα­στε πάν­τως σ᾿ ἕ­να σταθ­μόν, στήν ἀλ­λα­γή τοῦ ἔ­τους. Ἐξ᾿ ἄλ­λου δέν γνω­ρί­ζου­με, πό­τε θά μᾶς κα­λέ­σει ὁ Κύ­ριος κον­τά Του. Καί Ἐ­κεῖ­νος μᾶς συ­νέ­στη­σε: «Γί­νε­σθε ἕ­τοι­μοι», δι­ό­τι δέν γνω­ρί­ζε­τε τήν ἡ­μέ­ρα οὔ­τε τήν ὥ­ρα, κα­τά τήν ὁ­ποί­α θά ἔλ­θει διά τοῦ θα­νά­του νά σᾶς κα­λέ­σει «ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που» (Ματθ. κδ' 44).
Ἐ­άν θέ­λου­με δέ νά βελ­τι­ω­νό­μα­στε πνευ­μα­τι­κῶς, πο­λύ συ­χνά θά πρέ­πει νά ἐ­ρευ­νοῦ­με τά πε­πραγ­μέ­να μας. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος γρά­φει κά­που, ὅ­τι οἱ πι­στοί τῆς ἐ­πο­χῆς του συ­νή­θι­ζαν νά κά­νουν μί­α τέ­τοι­α αὐ­το­κρι­τι­κή κά­θε βρά­δυ. «Τῶν πρά­ξε­ων τόν λό­γον ποι­εῖν εἰ­ώ­θα­μεν, με­τά τό δεῖ­πνον, ἐ­πί τῆς κλί­νης κεί­με­νοι, οὐ­δε­νός ἐ­νο­χλοῦν­τος». Συ­νη­θί­ζου­με, λέ­γει, νά ζη­τοῦ­με ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μας τόν λό­γον τῶν πρά­ξε­ών μας, προ­τοῦ κοι­μη­θοῦ­με, στό κρεβ­βά­τι μας. Πό­σο μᾶλ­λον κά­τι τέ­τοι­ο πρέ­πει νά κά­νου­με τώ­ρα πού βρι­σκό­μα­στε στήν ἀρ­χή τοῦ νέ­ου ἔ­τους;...
Ἄς μήν μέ­νου­με λοι­πόν, τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, μό­νο στήν ἀν­ταλ­λα­γή δώ­ρων καί εὐ­χῶν ἀλ­λά ἄς βροῦ­με κα­τάλ­λη­λο τό­πο καί χρό­νο καί, με­τά ἀ­πό θερ­μή προ­σευ­χή, ἄς ἀρ­χί­σου­με τήν ἔ­ρευ­νά μας. «Τό ἡ­μέ­τε­ρον συ­νει­δός κα­λέ­σαν­τες, ποι­ή­σω­μεν αὐ­τῷ λό­γον τῶν ρη­μά­των, τῶν πραγ­μά­των, τῶν ἐν­θυ­μή­σε­ων» (Χρυ­σό­στο­μος). Ἄς ἐ­ρευ­νή­σου­με, δη­λα­δή, τήν συ­νεί­δη­σή μας, γιά τούς λό­γους, τίς πρά­ξεις, τίς σκέ­ψεις μας: Πῶς πέ­ρα­σε τό προ­η­γού­με­νο ἔ­τος; Ποι­ές ἁ­μαρ­τί­ες δι­α­πρά­ξα­με καί για­τί; Ποι­ούς λυ­πή­σα­με; Καί ποι­ά κα­λά, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ κά­να­με; Νά βροῦ­με, δη­λα­δή, τά «ὑ­πέρ» καί τά «κα­τά» τῆς δι­α­γω­γῆς μας κα­τά τό ἔ­τος ποῦ πέ­ρα­σε. Καί τήν ἔ­ρευ­να αὐ­τή νά τήν κά­νου­με μέ φό­βο καί μέ πνεῦ­μα Θε­οῦ, ἀ­με­ρό­λη­πτα, ἀν­τι­κει­με­νι­κά. Στό τέ­λος δέ νά βγά­λου­με τά ἀ­ναγ­καί­α συμ­πε­ρά­σμα­τα. Νά πά­ρου­με νέ­ες ἀ­πο­φά­σεις γιά με­τά­νοι­α καί δι­όρ­θω­ση, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­νέ­πεια καί γιά θερ­μό­τε­ρη ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­όν. Μό­νον ἔ­τσι θά βελ­τι­ω­νό­μα­στε χρό­νο μέ τόν χρό­νο. Ἀλ­λά ἄς δοῦ­με πλέ­ον, μέ βά­ση τόν ἀ­πο­λο­γι­σμό τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου.
2. Ποι­ά θά πρέ­πει νά εΙ­ναι τά ερ­γα μας.
Τά πε­πραγ­μέ­να τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου εἶ­ναι συγ­κι­νη­τι­κά καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως δι­δα­κτι­κά. «Τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λὸν ἠ­γώ­νι­σμαι, τὸν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τὴν πί­στιν τε­τή­ρη­κα», λέ­γει. Μέ­σα σέ τρεῖς φρά­σεις πε­ρι­έ­κλει­σε ὁ ἡ­ρω­ι­κός Παῦ­λος τήν πο­λύ­μο­χθη καί ἁ­γί­α του ζω­ή. Καί τώ­ρα δι­καί­ως πε­ρι­μέ­νει ἀ­πό τόν Θε­όν τήν ἀ­μοι­βή του, σάν ἄλ­λος θρι­αμ­βευ­τής μα­ρα­θω­νο­δρό­μος, πού ἔ­φθα­σε στό τέρ­μα του.
Μή σκε­φθεῖ κα­νείς ὅ­τι ἀ­πό ἀ­λα­ζο­νεί­α ἐκ­θέ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο τά πε­πραγ­μέ­να του. Ὄ­χι, βέ­βαι­α, δι­ό­τι εἶ­ναι γνω­στή ἡ ὑ­περ­βο­λή τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης του. Ἀλλά ὅ,τι γρά­φει, τό γρά­φει γιά νά πα­ρη­γο­ρή­σει τόν μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο γιά τόν θά­να­τό του καί τόν χω­ρι­σμό τους, πού πλη­σί­α­ζε. Σάν νά τοῦ λέ­γει δη­λα­δή: Πρέ­πει νά χαί­ρε­σαι, δι­ό­τι ἔ­χω τέ­τοι­ο τέ­λος καί νά μή πο­νεῖς γιά τόν χω­ρι­σμό μας.
Ἀλ­λά τά πε­πραγ­μέ­να καί ὁ ἀ­πο­λο­γι­σμός τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου θά πρέ­πει νά μᾶς βά­λουν σέ σο­βα­ρές σκέ­ψεις. Ἐ­άν δη­λα­δή θέ­λου­με κι ἐ­μεῖς νά ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με τό πο­λύ­τι­μο εἰ­σι­τή­ριο γιά τήν αἰ­ω­νί­α δό­ξα, θά πρέ­πει νά ζή­σου­με ἔ­τσι, ὥ­στε καί τά δι­κά μας πε­πραγ­μέ­να νά εἶ­ναι, κα­τά τό δυ­να­τόν, ὅ­μοι­α πρός τά τοῦ Παύ­λου.
Λοι­πόν ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς ἕ­ναν ἀ­γώ­να, τόν ὁποῖο πρέ­πει νά κά­νου­με. Ὑ­πάρ­χει γύ­ρω μας τό­ση ἁ­μαρ­τί­α. Ὑ­πάρ­χει πο­νη­ρός ἐ­χθρός. Ὑ­πάρ­χουν καί μέ­σα μας τό­ση κα­κί­α, τό­σες ἀ­δυ­να­μί­ες. «Ἀ­γω­νί­ζε­σθε...», μᾶς φω­νά­ζει ὁ Κύ­ριος (Λουκ. ι­γ' 24). Χω­ρίς ἀ­δι­ά­κο­πο, ἀ­νύ­στα­κτο ἀ­γώ­να, μήν πε­ρι­μέ­νου­με νά βελ­τι­ώ­σου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας.
Ἔ­πει­τα ἔ­χου­με νά δι­α­νύ­σου­με κι ἐ­μεῖς ἕ­να δρό­μο. Τόν δρό­μο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κα­θή­κον­τος. Τήν ὁδό τῶν προ­σταγ­μά­των τοῦ Κυ­ρί­ου. Τό θέ­λη­μα καί ὁ νό­μος τοῦ Κυ­ρί­ου πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ μό­νος δρό­μος, τόν ὁ­ποῖ­ο θά βα­δί­ζου­με. Κι ὄ­χι ὁ σκο­λιός δρό­μος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Καί τέ­λος ἔ­χου­με τήν πί­στη, τόν πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, τόν ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά κρα­τή­σου­με­  ἀ­μό­λυν­το. «Κρά­τει ὅ ἔ­χεις», μᾶς φω­νά­ζει ὁ Θε­ός (Ἀ­ποκ. γ' 11). Τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας πρέ­πει νά τήν δι­α­τη­ρή­σου­με μέ­χρι τέ­λους τῆς ζω­ῆς μας ἀ­κέ­ραι­η. Δι­ό­τι αὐ­τή ἀ­πο­τελεῖ τόν ἀ­λάν­θα­στο ὁ­δη­γό μας καί γιά τό πα­ρόν καί γιά τό μέλ­λον. Προ­σο­χή λοι­πόν ἀ­πό τίς πα­ρεκ­κλί­σεις, τίς νο­θεῖ­ες, τήν χα­λά­ρω­ση, τή σύγ­χυ­ση τῶν ἰ­δε­ῶν, πού παίρ­νουν καί δί­νουν στίς ἡ­μέ­ρες μας καί ἀ­πει­λοῦν τά τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ νά τά πλα­νή­σουν μα­κράν τῆς ἀ­λη­θεί­ας.
Λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, μέ βά­ση τά τρί­α αὐ­τά, τόν κα­λόν ἀ­γῶ­να, τόν δρό­μο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ μας κα­θή­κον­τος καί τήν πί­στη, θά πρέ­πει νά κά­νου­με τήν αὐ­το­κρι­τι­κή μας. Καί στόν νέ­ον ἐ­νια­υτόν, στόν ὁ­ποῖ­ο ἡ χρη­στό­της τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς εἰ­σά­γει, ὅ­πως καί σέ ὅ­λα τά προ­σε­χῆ ἔ­τη, μέ αὐ­τή τήν τρι­πλῆ κα­τεύ­θυν­ση ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ἀ­κο­λου­θών­τας τά ἴ­χνη τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, μι­μού­με­νοι τά πε­πραγ­μέ­να του. Καί τό­τε θά ἔ­χου­με ἀ­να­παυ­μέ­νη τήν συ­νεί­δη­σή μας, δι­ό­τι θά ἔ­χου­με καρ­πούς. Καί θά μπο­ροῦ­με τό­τε νά ἐλ­πί­ζου­με στήν ἀ­μοι­βή τοῦ Θε­οῦ κι ἐ­μεῖς. Εἴ­θε λοι­πόν τό νέ­ον ἔ­τος νά εἶ­ναι τό­σο εὐ­λο­γη­μέ­νο ἀ­πό τόν Θε­όν, ὥ­στε νά μᾶς φέ­ρει πλη­σι­έ­στε­ρα πρός «τόν τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νον»!
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ)
         Ἀρ­χὴ το εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ το Θε­οῦ. ς γέ­γρα­πται ν τος προ­φή­ταις, ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τν ἄγ­γε­λόν μου πρ προ­σώ­που σου, ς κα­τα­σκευ­ά­σει τν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου· φω­νὴ βο­ῶν­τος ν τ ἐ­ρή­μῳ, Ἑ­τοι­μά­σα­τε τν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τς τρί­βους αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ν τ ἐ­ρή­μῳ κα κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας ες ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρς αὐ­τὸν πᾶ­σα Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα κα ο Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, κα ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ν τ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. ν δ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου κα ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, κα ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας κα μέ­λι ἄ­γριον. κα ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων· Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, ο οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κύ­ψας λῦ­σαι τν ἱ­μάν­τα τν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ. ἐ­γὼ μν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι, αὐ­τὸς δ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ.  
         (Μάρκ. α΄[1]  1-8)                                                                                                                                                 
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἔ­γι­νε ἡ ἀρ­χή τοῦ χα­ρο­ποι­οῦ μη­νύ­μα­τος γιὰ τὴν ἔ­λευ­ση στὸν κό­σμο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἡ ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­πως ἔ­χει προ­φη­τευ­θεῖ καὶ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στοὺς προ­φῆ­τες. Στὸ βι­βλί­ο δη­λα­δὴ τοῦ προ­φή­τη Μα­λα­χί­α λέ­ει ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας στὸ Μεσ­σί­α: Ἰ­δού, ἐ­γώ ἀ­πο­στέλ­λω τὸν ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρο μου πρὶν ἀ­πὸ σέ­να καὶ μπρο­στὰ ἀ­πὸ σέ­να. Αὐ­τὸς θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ νὰ σὲ ὑ­πο­δε­χθοῦν ὡς Σω­τή­ρα καὶ Λυ­τρω­τή. Κι ἔ­τσι θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὸν δρό­μο ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ πλη­σιά­σεις ὡς δι­δά­σκα­λος καὶ Σω­τή­ρας τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­φή­τευ­σε ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας τὰ ἑ­ξῆς: Φω­νὴ ἀν­θρώ­που πού κραυ­γά­ζει στὴν ἔ­ρη­μο καὶ λέ­ει: Ἑ­τοι­μά­στε τὸ δρό­μο ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἔλ­θει σὲ σᾶς ὁ Κύ­ριος· κά­νε­τε ἴ­σι­ες καὶ ὁ­μα­λὲς τὶς δι­α­βά­σεις ἀ­π' τὶς ὁ­ποῖ­ες θὰ πε­ρά­σει. Ξε­ρι­ζῶ­στε δη­λα­δὴ ἀ­π' τὶς ψυ­χὲς σας τὰ ἀγ­κά­θια τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν πα­θῶν καὶ ρίξ­τε μα­κριὰ τὶς πέ­τρες τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ τῆς πω­ρώ­σε­ως· καὶ κα­θα­ρί­στε μὲ τὴ με­τά­νοι­α τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό σας, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὸν Κύ­ριο. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, μὲ τὸ νὰ βα­πτί­ζει στὴν ἔ­ρη­μο καὶ μὲ τὸ νὰ κη­ρύτ­τει βά­πτι­σμα πού ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ με­τά­νοι­α, ἔ­τσι ὥ­στε οἱ βα­πτι­σμέ­νοι νὰ λά­βουν ἀρ­γό­τε­ρα τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους, τὴν ὁ­ποί­α θὰ τοὺς ἐ­ξα­σφά­λι­ζε ὁ Μεσ­σί­ας πού θὰ ἐρ­χό­ταν με­τὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη. Καὶ πή­γαι­ναν σ' αὐ­τὸν οἱ κά­τοι­κοι ὅ­λης τῆς Ἰ­ου­δαί­ας καὶ οἱ Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μί­τες. Καὶ βα­πτί­ζον­ταν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη στὸν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ταν φα­νε­ρὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ ὅ­λη ζω­ὴ καὶ ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη ἦ­ταν σύμ­φω­νη μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του σὲ ὅ­λα. Φο­ροῦ­σε δη­λα­δὴ ἔν­δυ­μα ὑ­φα­σμέ­νο ἀ­πὸ τρί­χες κα­μή­λας καὶ εἶ­χε δερ­μά­τι­νη ζώ­νη γύ­ρω ἀ­π' τὴ μέ­ση του, κι ἔ­τρω­γε ἀ­κρί­δες, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες πού ἔ­φερ­νε ὁ ἄ­νε­μος σὰν σύν­νε­φο ἀ­π' τὴν Ἀ­ρα­βί­α στὴν ἔ­ρη­μο, καὶ μέ­λι πού ἀ­πο­θή­κευ­αν τὰ ἄ­γρια με­λίσ­σια μέ­σα στὶς σχι­σμὲς τῶν βρά­χων. Καὶ κή­ρυτ­τε λέ­γον­τας: Ἔρ­χε­ται ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μέ­να ἐ­κεῖ­νος πού εἶ­ναι πιὸ δυ­να­τὸς ἀ­πὸ μέ­να λό­γῳ τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του καὶ τῆς θεί­ας φύ­σε­ώς του. Μπρο­στά του ἐ­γώ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σκύ­ψω καὶ νὰ λύ­σω ὡς δοῦ­λος τὸ λου­ρὶ τῶν ὑ­πο­δη­μά­των του. Ἐ­γὼ σᾶς βά­πτι­σα μὲ νε­ρό, αὐ­τὸς ὅ­μως θὰ σᾶς βα­πτί­σει μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ κα­θα­ρί­σει καὶ τὶ­ς ψυ­χές σας.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου