Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ.



Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΩΝ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
 (29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)

Ἀ­δελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον τὸ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑ­π' ἐ­μοῦ ὅ­τι οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γὰρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τό, οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι' ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἠ­κο­ύ­σα­τε γὰρ τὴν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ἐν τῷ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι κα­θ' ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ἐν τῷ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τῶν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. Ὅ­τε δὲ εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ὸς ὁ ἀ­φο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου καὶ κα­λέ­σας δι­ὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοὶ, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον εἰς Ἀ­ρα­βί­αν, καὶ πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα εἰς Δα­μα­σκόν. Ἔ­πει­τα με­τὰ ἔ­τη τρί­α ἀ­νῆλ­θον εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐ­πέ­μει­να πρὸς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· ἕ­τε­ρον δὲ τῶν ἀ­πο­στό­λων οὐκ εἶ­δον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀ­δελ­φὸν τοῦ Κυ­ρί­ου. 
                                             (Γαλ. α΄[1] 11-19)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, σ­ᾶς γνω­στο­ποι­ῶ, ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο π­οὺ σ­ᾶς κή­ρυ­ξα δ­ὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση. Δι­ό­τι ὄ­χι μό­νο οἱ ὑ­πο­λοι­ποι ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά κι ἐ­γώ δ­ὲν τὸ πα­ρέ­λα­βα οὔ­τε τὸ δι­δά­χθη­κα ἀ­πό κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά τὸ πα­ρέ­λα­βα μὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τ­οῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θεί­ας μοῦ φα­νέ­ρω­σε καί μοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τ­ὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Κ­αὶ τὸ ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μοῦ πα­ρα­δό­θη­κε μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τόν ἴ­διο τ­ὸν Θε­ό, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πό τὴ δρά­ση μου σ­τὸ πα­ρελ­θόν. Δι­ό­τι ἀ­σφα­λῶς ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει γ­ιὰ τὴ δι­α­γω­γὴ ποὺ ἔ­δει­ξα κά­πο­τε, ὅ­ταν ἀ­κο­λου­θοῦ­σα τὸν νό­μο κ­αὶ τὰ ἔ­θι­μα τ­ῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀ­κού­σα­τε δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­τα­δί­ω­κα ὑ­περ­βο­λι­κὰ τ­ὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ κ­αὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τ­ὴν κα­τα­στρέ­ψω. Κ­αὶ προ­ό­δευ­α σ­τ­ὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό πολ­λοὺς συ­νο­μή­λι­κους συμ­πα­τρι­ῶ­τες μ­ου κ­αὶ ἔ­δει­χνα πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο ἀπ᾿ αὐ­τοὺς γ­ιὰ τ­ὶς πα­ρα­δό­σεις π­οὺ κλη­ρο­νο­μή­σα­με ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες μ­ας. Ὅ­ταν ὅ­μως εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ός, ὁ ὀ­ποῖ­ος μὲ ξε­χώ­ρι­σε κ­αὶ μὲ δι­ά­λε­ξε ἀ­πό τ­ὸν και­ρὸ ἀ­κό­μη π­οὺ ἤ­μουν σ­τ­ὴν κοι­λιὰ τ­ῆς μη­τέ­ρας μ­ου, κ­αὶ μὲ κά­λε­σε μὲ τὴ χά­ρη του, χω­ρὶς ἐ­γώ ἀ­πό τά ἔρ­γα μ­ου νὰ εἶ­μαι ἄ­ξιος γ­ιὰ μιά τέ­τοι­α ἐ­κλο­γή, νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει σ­τὸ βά­θος τ­ῆς ψυ­χῆς μ­ου τ­ὸν Υἱ­ὸ του, γιά νά τόν κη­ρύτ­τω στά ἔ­θνη, ἀ­μέ­σως δ­ὲν συμ­βου­λεύ­θη­κα σάρ­κα κ­αὶ αἷ­μα, δη­λα­δὴ κά­ποι­ον θνη­τὸ ἄν­θρω­πο, οὔ­τε ἀ­νέ­βη­κα σ­τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γ­ιὰ νὰ συ­ναν­τή­σω τ­ο­ὺς ἀ­πο­στό­λους π­οὺ εἶ­χαν κλη­θεῖ π­ρ­ὶν ἀ­πό μέ­να σ­τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λά πῆ­γα στ­ὴν Ἀ­ρα­βί­α κ­αὶ πά­λι ἐ­πέ­στρε­ψα σ­τὴ Δα­μα­σκό. Ἔ­πει­τα, με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια ἀ­πό τό­τε π­οὺ εἶ­χα ἐ­πι­στρέ­ψει σ­τὸν Χρι­στό, ἀ­νέ­βη­κα σ­τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γ­ιὰ νὰ γνω­ρί­σω ἀ­πό κον­τὰ τ­ὸν Πέ­τρο, κι ἔ­μει­να μα­ζί τ­ου δε­κα­πέν­τε μέ­ρες. Ἄλ­λον ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους δ­ὲν εἶ­δα, πα­ρὰ μό­νο τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τ­ὸν ἀ­δελ­φὸ τοῦ Κυ­ρί­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ φεῦ­γε εἰς Αἴ­γυ­πτον, καὶ ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γὰρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τὸ παι­δί­ον τοῦ ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς Αἴ­γυ­πτον, καὶ ἦν ἐ­κεῖ ἕ­ως τῆς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἐξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τὸν υἱ­όν μου. Τότε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τῶν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, καὶ ἀ­πο­στε­ί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τοὺς παῖ­δας τοὺς ἐν Βη­θλέ­εμ καὶ ἐν πᾶ­σι τοῖς ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς καὶ κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τὸν χρό­νον ὃν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τῶν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ἐν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τὰ τέ­κνα αὐ­τῆς, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οὐκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δὲ τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ πο­ρε­ύ­ου εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γὰρ οἱ ζη­τοῦν­τες τὴν ψυ­χὴν τοῦ παι­δί­ου. ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ εἰ­σῆλ­θεν εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λε­ύ­ει τῆς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ τοῦ πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δὲ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὰ μέ­ρη τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ τῶν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.       
           (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)

     Θαύ­μα­τα με­γά­λα καὶ πρω­το­φα­νὴ ἑ­ορ­τά­ζου­με τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ­τὲς μὲ κέν­τρο τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Ἐ­νῶ ὅ­μως θαυ­μά­ζου­με τὶς ὑ­πέ­ρο­χες εὐ­αγ­γε­λι­κὲς δι­η­γή­σεις γιὰ τὴ δο­ξο­λο­γί­α τῶν ἀγ­γέ­λων, τὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν ποι­μέ­νων, τὴν ὁ­δοι­πο­ρί­α καὶ τὰ δῶ­ρα τῶν Μά­γων, σή­με­ρα τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς πα­ρου­σιά­ζει δο­κι­μα­σί­ες καὶ πει­ρα­σμοὺς ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν ἔν­το­νο προ­βλη­μα­τι­σμό. Ἂς δοῦ­με πῶς πε­ρι­γρά­φει τὰ γε­γο­νό­τα ὁ ἱ­ε­ρὸς εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος.
 Ὅ­τα­ν ἔ­φυ­γα­ν οἱ Μά­γοι, ποὺ εἶ­χα­ν ἔρ­θει νὰ προ­σκυ­νή­σου­ν τὸν νε­ο­γέν­νη­το Βα­σι­λέ­α Χρι­στό, ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸ­ν Ἰ­ω­σὴ­φ καὶ τοῦ εἶ­πε: 
  –Σή­κω, πά­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ φύ­γε στὴ­ν Αἴ­γυ­πτο, δι­ό­τι ὁ Ἡ­ρώ­δη­ς πρό­κει­ται νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὸ παι­δὶ γιὰ νὰ τὸ σκο­τώ­σει. Καὶ μὴ φύ­γεις ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, ἀλ­λὰ μεῖ­νε ἐ­κεῖ μέ­χρι νὰ σοῦ πῶ.
Πράγ­μα­τι, ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως καί, μέ­σα στὴ νύ­χτα, πῆ­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μη­τέ­ρα του καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὴν Αἴ­γυ­πτο. Κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ μέ­χρι ποὺ πέ­θα­νε ὁ Ἡ­ρώ­δης· γιὰ νὰ ἐ­πα­λη­θευ­θεῖ ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος μέ­σω τοῦ προ­φή­τη: Ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο κά­λε­σα τὸν υἱ­ό μου νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸν τό­πο τῆς γεν­νή­σε­ώς του. 
     ΗΤΑΝ στ’ ἀ­λή­θεια με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α γιὰ τὴν πί­στη τοῦ Ἰ­ω­σὴφ ἡ ξαφ­νι­κὴ εἰ­δο­ποί­η­ση τοῦ ἀγ­γέ­λου νὰ φύ­γουν νύ­χτα καὶ νὰ τα­ξι­δέ­ψουν μα­ζὶ μὲ τὴν Πα­να­γί­α καὶ τὸ θεῖ­ο Βρέ­φος, ἐ­ξό­ρι­στοι στὴν Αἴ­γυ­πτο. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κλο­νι­στεῖ ἡ πί­στη του καὶ νὰ πεῖ στὸν Θε­ό: «Θε­έ μου, Ἐ­σὺ εἶ­πες ὅ­τι Αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὸν λα­ό Του. Δὲν μπο­ρεῖ τώ­ρα νὰ σώ­σει τὸν ἑ­αυ­τό Του;... Δὲν μπο­ρεῖς, Θε­έ μου, νὰ πά­ρεις τὴν ψυ­χὴ τοῦ Ἡ­ρώ­δη; Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρά­σου­με ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν τα­λαι­πω­ρί­α;...».
     Κα­μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς σκέ­ψεις, ὅ­μως, δὲν σκαν­δα­λί­ζει τὸν πι­στὸ δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­χει ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μὲ προ­θυ­μί­α στὶς ὁ­δη­γί­ες τοῦ ἀγ­γέ­λου. Καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ πε­ρι­μέ­νει νέ­ες ὁ­δη­γί­ες...
Κά­πο­τε κι ἐ­μεῖς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με δυ­σκο­λί­ες καὶ θλί­ψεις. Κι ἴ­σως ἀρ­χί­ζουν νὰ μᾶς πο­λι­ορ­κοῦν οἱ λο­γι­σμοί: «για­τί νὰ μοῦ συμ­βεῖ αὐ­τό;... Ἀ­φοῦ πι­στεύ­ω στὸ Θε­ό, κά­νω τὴν προ­σευ­χή μου... για­τί;...».
   Στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­παν­τή­σει ἡ λο­γι­κή. Μό­νο ἡ καρ­διὰ ποὺ ἀ­γα­πᾶ καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τὸν πα­νά­γα­θο Θε­ὸ μπο­ρεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει αὐ­τὰ τὰ δι­λήμ­μα­τα. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­σήφ, τὸν ὁ­ποῖ­ο τι­μᾶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σή­με­ρα, «Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν», μᾶς δεί­χνει τὸν δρό­μο τῆς σι­ω­πῆς καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Μᾶς κα­λεῖ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κά­θε δυ­σκο­λί­α μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα. Μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει κά­θε δο­κι­μα­σί­α πάν­το­τε πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς μας.
     Στὸ με­τα­ξὺ ὁ σκλη­ρὸς καὶ αἱ­μο­στα­γὴς Ἡ­ρώ­δης, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι οἱ Μά­γοι τὸν ἑ­ξα­πά­τη­σαν καὶ ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ ἄλ­λον δρό­μο γιὰ τὴν πα­τρί­δα τους, θύ­μω­σε ὑ­περ­βο­λι­κά. Ἔ­στει­λε λοι­πὸν στρα­τι­ῶ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι σκό­τω­σαν ὅ­λα τὰ παι­διὰ ποὺ ἦ­ταν στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ σ᾿ ὅ­λα τὰ πε­ρί­χω­ρα καὶ τὰ σύ­νο­ρά της, ἀ­πὸ ἡ­λι­κί­α δύ­ο ἐ­τῶν καὶ κά­τω, σύμ­φω­να μὲ τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ποὺ ἐ­ξα­κρί­βω­σε ἀ­πὸ τοὺς Μά­γους. 
Τό­τε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ὁ λό­γο­ς τοῦ προ­φή­τη Ἱ­ε­ρε­μί­α: Φω­νὴ σπα­ρα­κτι­κὴ ἀ­κού­στη­κε στὸ χω­ριὸ Ρα­μᾶ τῆ­ς φυ­λῆ­ς Βε­νια­μίν, «θρῆ­νο­ς καὶ κλαυθ­μὸ­ς καὶ ὀ­δυρ­μὸ­ς πο­λύς». Ἡ Ρα­χὴλ κλαί­ει τὰ παι­διά της καὶ δὲν μπο­ρεῖ μὲ κα­νέ­ναν τρό­πο νὰ πα­ρη­γο­ρη­θεῖ, δι­ό­τι τὰ ἀ­θῶ­α αὐ­τὰ παι­διὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον στὴ ζω­ή. 
Βέ­βαι­α, ἀρ­γό­τε­ρα πέ­θα­νε ὁ Ἡ­ρώ­δης καὶ μά­λι­στα μὲ τρό­πο φρι­κτό. Τό­τε ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­στη­κε σὲ ὄ­νει­ρο πά­λι στὸν Ἰ­ω­σὴφ στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τοῦ εἶ­πε: 
  –Σή­κω, πά­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ πή­γαι­νε στὴ χώ­ρα τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, δι­ό­τι ἔ­χουν πε­θά­νει πλέ­ον ε­κεῖ­νοι ποὺ ἤ­θε­λαν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὴ ζω­ὴ τοῦ παι­διοῦ. Ση­κώ­θη­κε λοι­πὸν, πῆ­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ ἦλ­θε στὴν Πα­λαι­στί­νη.
     Ἀλ­λὰ ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὅ­τι στὴν Ἰ­ου­δαί­α βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀρ­χέ­λα­ος στὴ θέ­ση τοῦ πα­τέ­ρα του Ἡ­ρώ­δη, φο­βή­θη­κε νὰ πά­ει ἐ­κεῖ. Ἔ­λα­βε ὅ­μως νέ­α ὁ­δη­γί­α ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὰ μέ­ρη τῆς Γα­λι­λαί­ας, ὅ­που ἡ­γε­μό­νας ἦ­ταν ὁ Ἡ­ρώ­δης ὁ Ἀν­τί­πας, ποὺ ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο σκλη­ρὸς ἀ­πὸ τὸν ἀ­δελ­φό του Ἀρ­χέ­λα­ο. Κι ἀ­φοῦ ἦλ­θε ἐ­κεῖ, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴν πό­λη τῆς Να­ζα­ρέτ. Γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν οἱ προ­φη­τεῖ­ες ποὺ ἔ­λε­γαν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς θὰ δε­χθεῖ τὴν ἀ­τι­μί­α καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση ἀ­πὸ τοὺς ἐ­χθρούς του, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὅ­ταν τὸν ὀ­νό­μα­σαν πε­ρι­φρο­νη­τι­κὰ Να­ζω­ραῖ­ο.
    ΑΠΟ τὰ γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ ποὺ πε­ρι­γρά­φει ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, τὸ πιὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α μὲ τὴ σφα­γὴ τῶν νη­πί­ων στὴ Βη­θλε­έμ. Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος μπρο­στὰ στὴν εἰ­κό­να τό­σων ἀ­θώ­ων βρε­φῶν; Πρό­κει­ται γιὰ πρω­το­φα­νὴ θη­ρι­ω­δί­α τὴν ὁ­ποί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἀ­πε­ρί­φρα­στα κά­θε ἐ­χέ­φρων ἄν­θρω­πος. 
Ὡ­στό­σο, τὰ πα­ρά­δο­ξο καὶ ἐ­ξω­φρε­νι­κὸ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἡ­ρώ­δης καὶ ἡ κα­τα­στρο­φι­κὴ μα­νί­α του ἀ­να­βι­ώ­νουν στὶς μέ­ρες μας στὸ πρό­σω­πο τῶν ἀ­συ­νεί­δη­των ἰα­τρῶν καὶ τῶν γο­νέ­ων ποὺ ἐ­πι­πό­λαι­α κα­τα­φεύ­γουν στὴν ἐγ­κλη­μα­τι­κὴ ἔ­κτρω­ση. Κά­θε χρό­νο μὲ τὶς ἐ­κτρώ­σεις σκο­τώ­νον­ται ἑ­κα­τομ­μύ­ρια βρέ­φη, κι ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὴν κά­λυ­ψη τοῦ δῆ­θεν πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου μας!
     Ἐ­πι­τέ­λους, ἂς εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­θοῦ­με, γιὰ νὰ στα­μα­τή­σει αὐ­τὸ τὸ κα­κό. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ ἀ­να­λά­βου­με ὅ­λοι τὶς εὐ­θύ­νες μας. Ἡ κραυ­γὴ τῶν ἀ­θώ­ων νη­πί­ων ἂς μᾶς συγ­κλο­νί­σει.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου