Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ  (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
 (15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Τέκνον Τι­μό­θε­ε, μὴ ἐ­παι­σχυν­θῇς τὸ μαρ­τύ­ριον τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν μη­δὲ ἐ­μὲ τὸν δέ­σμιον αὐ­τοῦ, ἀλ­λὰ συγ­κα­κο­πά­θη­σον τῷ εὐ­αγ­γε­λί­ῳ κα­τὰ δύ­να­μιν Θε­οῦ, τοῦ σώ­σαν­τος ἡ­μᾶς καὶ κα­λέ­σαν­τος κλή­σει ἁ­γί­ᾳ, οὐ κα­τὰ τὰ ἔρ­γα ἡ­μῶν, ἀλ­λὰ κατ᾿ ἰ­δί­αν πρό­θε­σιν καὶ χά­ριν, τὴν δο­θεῖ­σαν ἡ­μῖν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ πρὸ χρό­νων αἰ­ω­νί­ων, φα­νε­ρω­θεῖ­σαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐ­πι­φα­νε­ί­ας τοῦ σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κα­ταρ­γή­σαν­τος μὲν τὸν θά­να­τον, φω­τί­σαν­τος δὲ ζω­ὴν καὶ ἀ­φθαρ­σί­αν διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, εἰς ὃ ἐ­τέ­θην ἐ­γὼ κή­ρυξ καὶ ἀ­πό­στο­λος καὶ δι­δά­σκα­λος ἐ­θνῶν. Δι᾿ ἣν αἰ­τί­αν καὶ ταῦ­τα πά­σχω, ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­παι­σχύ­νο­μαι· οἶ­δα γὰρ ᾧ πε­πί­στευ­κα, καὶ πέ­πει­σμαι ὅ­τι δυ­να­τός ἐ­στι τὴν πα­ρα­θή­κην μου φυ­λά­ξαι εἰς ἐ­κε­ί­νην τὴν ἡ­μέ­ραν. Ὑ­πο­τύ­πω­σιν ἔ­χε ὑ­γι­αι­νόν­των λό­γων ὧν παρ᾿ ἐ­μοῦ ἤ­κου­σας, ἐν πί­στει καὶ ἀ­γά­πῃ τῇ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ· τὴν κα­λὴν πα­ρα­θή­κην φύ­λα­ξον διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου τοῦ ἐ­νοι­κοῦν­τος ἐν ἡ­μῖν. Οἶ­δας τοῦ­το, ὅ­τι ἀ­πε­στρά­φη­σάν με πάν­τες οἱ ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ, ὧν ἐ­στι Φύγελλος καὶ ῾Ερ­μο­γέ­νης. Δῴ­η ἔ­λε­ος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ο­νη­σι­φό­ρου οἴ­κῳ, ὅ­τι πολ­λά­κις με ἀ­νέ­ψυ­ξε καὶ τὴν ἅ­λυ­σίν μου οὐκ ἐ­παι­σχύν­θη, ἀλ­λὰ γε­νό­με­νος ἐν ῾Ρώμῃ σπου­δαι­ό­τε­ρον ἐ­ζή­τη­σέ με καὶ εὗ­ρε· δῴ­η αὐ­τῷ ὁ Κύριος εὑ­ρεῖν ἔ­λε­ος πα­ρὰ Κυ­ρί­ου ἐν ἐ­κε­ί­νῃ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ· καὶ ὅ­σα ἐν ᾿Ε­φέ­σῳ δι­η­κό­νη­σε, βέλ­τιον σὺ γι­νώ­σκεις                                   
     (Β΄ Τιμ. α’[1] 8 – 18)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Παιδί μου Τιμόθεε, ἀφο Θεός μς δωσε χάρισμα νδρείας καί δυνάμεως, μήν ντραπες νά μολογες τή μαρτυρία γιά τόν Κύριό μας, τόν σταυρωμένο Χριστό. Μήν ντρα­πες κόμη οτε γιά μένα πού χω φυλακισθε γιά τό νο­μά του, λλά κακοπάθησε μαζί μου γιά χάρη το Ε­αγ­γελίου μέ τή δύναμη πού δίνει Θεός. Ατός μς σωσε καί μς κάλεσε μέ ερή κλήση πού μς γιάζει. Μς σωσε καί μς κάλεσε χι γιά τά ργα μας, λλά γιατί διος εχε τήν γαθή θέληση καί μς πρόσφερε τή χάρη του λόγ τς σχέσεώς μας μέ τόν ησο Χριστό. Μς δωσε λοιπόν τή χάρη του καί μς πρόσφερε τή σωτηρία ατή προτο δημιουργηθον σα γιναν μέσα στόν χρόνο, πειδή τήν εχε ποφασίσει προαιώνια. Φανερώθηκε μως τώρα χάρις καί σωτηρία α­τή μέ τήν νανθρώπηση καί μφάνιση το Σωτρος μας ησο Χριστο, ποος κατήργησε τόν θάνατο καί φερε στό φς τή ζωή καί τήν φθαρσία μέ τό κήρυγμα το Εαγγελίου. Γιά τό Εαγγέλιο ατό ναδείχθηκα γώ πό τόν Θεό κήρυκας καί πόστολος καί διδάσκαλος τν θνι­κνΚι πειδή εμαι κήρυκας καί πόστολος τν θνι­κν, γι᾿ ατό καί ποφέρω ατά τά παθήματα. λλά δέν ντρέπομαι γι᾿ ατά. Διότι γνωρίζω ποιός εναι α­τός στόν ποο χω στηρίξει τήν μπιστοσύνη μου. Καί εμαι βέβαιος τι χει τή δύναμη νά φυλάξει λο τό ρ­­γο πού μο μπιστεύθηκε καί πετέλεσα, πως καί τήν νταμοιβή μου γι᾿ ατό, μέχρι τήν μέρα κείνη τς δευ­­­τέρας του παρουσίας. ς πόδειγμα καί τύπο γιος διδασκαλίας, παλ­λαγμένης πό τήν ρρώστια τς πλάνης, νά κρατς γε­ρά τούς λόγους πού κουσες πό μένα. Ατοί ο λόγοι ναφέρονται στήν πίστη καί τήν γάπη πού πο­κτο­με ο πιστοί ταν εμαστε νωμένοι μέ τόν ησο Χριστό. Τόν καλό καί πολύτιμο θησαυρό τς εαγγελικς διδασκαλίας πού σο μπιστεύθηκε Θεός φύλαξέ τον μέ τήν νίσχυση καί τό φωτισμό το γίου Πνεύματος, τό ποο κατοικε μέσα μαςΜή μιμεσαι ατούς πού μέ γκατέλειψαν. Γνωρί­ζεις τι μέ γκατέλειψαν καί μέ ποστράφηκαν λοι α­τοί πού τώρα εναι στήν σία, νάμεσα στούς ποί­ους εναι καί Φύγελλος καί ρμογένης Κύριος νά δώσει τό λεός του στήν οκογένεια το νησιφόρου, διότι πολλές φορές μο δωσε να­ψυχή καί νακούφιση καί δέν ντράπηκε τήν λυσίδα μέ τήν ποία εμαι δεμένοςλλά λθε διος στή Ρώμη καί μέ μεγάλο νδια­φέ­ρον καί προθυμία μέ ναζήτησε καί μέ βρκε Κύριός μας ησος Χριστός νά το δώσει νά βρεῖς λεος πό τόν Κύριο καί Πατέρα τήν μέρα κείνη τς δευτέρας παρουσίας. λλά καί πόσο μς βοήθησε καί μς πηρέτησε στήν φεσο, σύ τό ξέρεις καλύτερα.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, κα ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· κα ἀ­πέ­στει­λε τν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τ ὥ­ρᾳ το δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τος κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα. κα ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, κα ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν κα ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, κα πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, κα δι­ὰ τοῦ­το ο δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν. κα πα­ρα­γε­νό­με­νος δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· ἔ­ξελ­θε τα­χέ­ως ες τς πλα­τε­ί­ας κα ῥύ­μας τς πό­λε­ως, κα τος πτω­χοὺς κα ἀ­να­πή­ρους κα χω­λοὺς κα τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε. κα εἶ­πεν δοῦ­λος· κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ς ἐ­πέ­τα­ξας, κα ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. κα εἶ­πεν κύ­ρι­ος πρς τν δοῦ­λον· Ἔ­ξελ­θε ες τς ὁ­δοὺς κα φραγ­μοὺς κα ἀ­νάγ­κα­σον εἰ­σελ­θεῖν, ἵ­να γε­μι­σθῇ οἶ­κός μου. λέ­γω γρ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δεὶς τν ἀν­δρῶν ἐ­κε­ί­νων τν κε­κλη­μέ­νων γε­ύ­σε­ταί μου το δε­ί­πνου.       
                (Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24)  

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΕΤΟΙΜΑ!
Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, λέ­γει ὁ Κύ­ριος στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Με­γά­λου Δεί­πνου, ἑ­τοί­μα­σε ἕ­να με­γά­λο καὶ ἐ­πί­ση­μο βρα­δι­νὸ τρα­πέ­ζι καὶ προ­σκά­λε­σε σ᾿ αὐ­τὸ πολ­λούς. Μά­λι­στα, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα, ἔ­στει­λε τὸν δοῦ­λο του γιὰ νὰ τοὺς τὸ ὑ­πεν­θυ­μί­σει. «Ἔρ­χε­σθε ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα», ἔ­λε­γε ὁ δοῦ­λος στὸν κα­θέ­να τους· ἐ­λᾶ­τε, εἶ­ναι ὅ­λα ἕ­τοι­μα!
ΤΟ ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ συμ­βο­λί­ζει, λέ­γουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, τὴν ἀ­τέ­λει­ω­τη χα­ρὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Τὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα καὶ εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας. Καὶ νὰ πού, ὅ­πως μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος, ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι κι­ό­λας ἕ­τοι­μα. Ἕ­τοι­μα ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη αὐ­γὴ τοῦ Σύμ­παν­τος, ἢ μᾶλ­λον πρὶν κἂν ἀ­κό­μη δη­μι­ουρ­γη­θεῖ τὸ Σύμ­παν. Δι­ό­τι ὁ πα­νά­γα­θος Δη­μι­ουρ­γός μας, κι­νού­με­νος ἀ­πὸ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη, ἑ­τοί­μα­σε πρῶ­τα τὸ Μέ­γα Δεῖ­πνο, τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α, ποὺ θὰ ἦ­ταν ὁ σκο­πὸς τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μας, καὶ κα­τό­πιν μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε.
Τώ­ρα λοι­πὸν εἶ­ναι ὅ­λα ἕ­τοι­μα. Εἶ­ναι στρω­μέ­νο τὸ τρα­πέ­ζι, ὅ­λα στὴ θέ­ση τους.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Δὲν πο­ρευ­ό­μα­στε στὴν τύ­χη, στὰ χα­μέ­να. Οὔ­τε μᾶς ἔ­πλα­σε ὀ Θε­ὸς γιὰ τὴ φω­τιά. Μᾶς ἔ­πλα­σε γιὰ τὸ ἀ­τέ­λει­ω­το Τρα­πέ­ζι Του, γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια της Βα­σι­λεί­ας Του χα­ρά. Αὐ­τὸ τὸ Τρα­πέ­ζι εἶ­ναι ποὺ δί­νει νό­η­μα στοὺς κό­πους μας, στοὺς πό­νους, στὶς ἀ­γω­νί­ες, στοὺς ἀ­γῶ­νες μας, στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμούς μας, κα­θὼς περ­νᾶ­με ἀ­στρα­πια­ῖα ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τοῦ­το τῆς φθο­ρᾶς.
Χω­ρὶς αὐ­τό, αὐ­τὴ ἡ ζω­ή μας θὰ ἦ­ταν κό­λα­ση καὶ φρί­κη καὶ νυ­χτιά. Μὲ αὐ­τὸ νὰ μᾶς προ­σμέ­νει ἐ­κεῖ στὸ τέρ­μα, γε­μί­ζει φῶς καὶ ἡ φρί­κη γί­νε­ται χα­ρά. Τώ­ρα τὸ ξέ­ρου­με, ἡ ὀ­λι­γο­ή­με­ρη ζω­ή μας – ἂν τὸ θε­λή­σου­με – μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὸ πα­νευ­φρό­συ­νο αὐ­τὸ Δεῖ­πνο, ὅ­που ἡ φω­νὴ τοῦ Πλα­στουρ­γοῦ μας μᾶς κα­λεῖ:
Ἐρ­χε­σθε! Εἶ­ναι ὅ­λα ἕ­τοι­μα. Ἐ­λᾶ­τε στὴν αἰ­ώ­νια χα­ρά!
2. ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ
Ἔκ­πλη­ξη καὶ ἀ­πο­ρί­α προ­κα­λεῖ ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­δει­ξαν οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι στὸ με­γά­λο αὐ­τὸ τρα­πέ­ζι. Ὁ ἕ­νας εἶ­πε: «ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα» καὶ ἔ­χω ἀ­νάγ­κη νὰ πά­ω νὰ τὸν δῶ. Ὁ ἄλ­λος ὅ­τι ἀ­γό­ρα­σε πέν­τε ζευ­γά­ρια βό­δια καὶ πά­ει νὰ τὰ δο­κι­μά­σει. Κι ὁ ἄλ­λος ὅ­τι παν­τρεύ­τη­κε καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ με­τά­σχει στὸ δεῖ­πνο.
Ὅ­ταν ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἄ­κου­σε ἀ­πὸ τὸν δοῦ­λο του τὶς ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τες προ­φά­σεις τῶν προ­σκε­κλη­μέ­νων του θύ­μω­σε καὶ τοῦ ἔ­δω­σε και­νούρ­για ἐν­το­λή. Πή­γαι­νε, τοῦ εἶ­πε, γρή­γο­ρα στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ στὰ στε­νὰ τῆς πό­λε­ως καὶ φέ­ρε ἐ­δῶ μέ­σα ὅ­λους τοὺς φτω­χοὺς καὶ τοὺς σα­κά­τη­δες καὶ τοὺς κου­τσ­οὺς καὶ τοὺς τυ­φλοὺς ποὺ θὰ βρεῖς. Ὁ δοῦ­λος ἔ­φυ­γε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο εἶ­πε στὸν κύ­ριό του: κύ­ρι­ε, ἔ­γι­νε ὅ­πως δι­έ­τα­ξες, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει κι ἄλ­λος τό­πος ἄ­δει­ος ἀ­κό­μη στὸ σπί­τι. Καὶ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε στὸν δοῦ­λο: ἔ­βγα τώ­ρα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη στοὺς δρό­μους καὶ τοὺς φρά­χτες τῶν χω­ρα­φι­ῶν, καὶ ὅ­σους θὰ βρεῖς ἐ­κεῖ, ἐ­πει­δὴ μπο­ρεῖ νὰ ντρέ­πον­ται, φέ­ρε τους ἐ­δῶ μὲ τὴ βί­α γιὰ νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι μου. Ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­γω, συμ­πλή­ρω­σε, κα­νέ­νας ἀ­πό τους προ­σκα­λε­σμέ­νους ἐ­κεί­νους δὲν θὰ ἀ­πο­λαύ­σει τὸ τρα­πέ­ζι μου. Δι­ό­τι πολ­λοὶ προ­σκα­λοῦν­ται, λί­γοι ὅ­μως ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ἄ­ξιοι τῆς τι­μη­τι­κῆς αὐ­τῆς προ­σκλή­σε­ως. «Πολ­λοὶ γάρ εἰ­σι κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοί».
ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ καὶ μά­λι­στα ἐ­πι­σή­μως καὶ ἐ­πι­μό­νως νὰ με­τά­σχουν στὸ Μέ­γα Δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ πρω­τί­στως, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, ὑ­πῆρ­ξαν οἱ Ἑ­βραῖ­οι, ὁ λα­ὸς ποὺ δέ­χθη­κε τὶς ἐκ­πλη­κτι­κὲς εὐ­λο­γί­ες τοῦ Θε­οῦ διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Καὶ ὅ­μως, τί μυ­στή­ριο! Αὐ­τὸς ὁ λα­ός, μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σπλάγ­χνα τοῦ ὁ­ποί­ου βγῆ­καν οἱ με­γά­λοι προ­φῆ­τες καὶ ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­ῆλ­θε καὶ ὁ ἴ­διος ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ός, ἔ­μει­νε στὴν πλει­ο­ψη­φί­α του πα­γε­ρὰ ἀ­δι­ά­φο­ρος στὴ με­γά­λη πρό­σκλη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α.
Δι­ε­στραμ­μέ­νος λα­ός. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κού­ει γιὰ Οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α. Δι­α­στρε­βλώ­νον­τας φρι­κτὰ τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε μό­νο ἐ­πί­γεια βα­σι­λεί­α. Ἤ­θε­λε νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει αὐ­τὸς σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Τυ­φλω­μέ­νος, πα­ρά­φρων λα­ός. Θα­νά­τω­σε τὸν ἴ­διο τὸν Μεσ­σί­α ποὺ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες πε­ρί­με­νε. Καὶ δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει στὸ στο­τά­δι καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κει ἀ­κό­μη τὴν ἐ­πί­γεια βα­σι­λεί­α, νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει ἀπ᾿ ἄ­κρου σ᾿ ἄ­κρο τῆς γῆς. Καὶ αὐ­τὸ στὰ χρό­νια τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου, ἔ­στω καὶ γιὰ λί­γο, θὰ τὸ ἐ­πι­τύ­χει, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας ἔ­τσι τὸν κύ­κλο τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας του, τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του νὰ με­τά­σχει στὸ τρα­πέ­ζι τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Σὰν τοὺς Ἑ­βραί­ους ὅ­μως – ἂς τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με αὐ­τὸ – ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ ἀ­δι­α­φο­ρή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοί, ποὺ δε­χθή­κα­με ἀ­πεί­ρως με­γα­λύ­τε­ρες εὐ­λο­γί­ες ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους καὶ ἀ­ναμ­φι­βό­λως εἴ­μα­στε πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­μεῖς ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ κίν­δυ­νος δὲ εἶ­ναι νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς – ὄ­χι σὰν σύ­νο­λο πλέ­ον, ἀλ­λὰ ὁ κα­θέ­νας μας προ­σω­πι­κὰ – νὰ βροῦ­με τὴν εὐ­τυ­χί­α μας στὴ γῆ. Τὰ χω­ρά­φια, τὰ βό­δια, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια, οἱ μέ­ρι­μνες γιὰ ἐ­πί­γει­ες ἀ­νέ­σεις καὶ ἡ­δο­νές, ὑ­πάρ­χει φό­βος νὰ μᾶς ἀ­πορ­ρο­φή­σουν τό­σο πο­λύ, ὥ­στε νὰ πε­ρι­φρο­νή­σου­με τὸ Μέ­γα Δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Νὰ τὸ πε­ρι­φρο­νή­σου­με. Νὰ τὸ ἀν­ταλ­λά­ξου­με πο­λὺ φθη­νά: «Ἀν­τὶ πι­να­κί­ου φα­κῆς». Γιὰ λί­γα χρό­νια κά­ποι­ων δι­α­σκε­δά­σε­ων καὶ ἀ­νέ­σε­ων. Δι­ό­τι «οὐ κα­τα­φρο­νεῖ τις τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, εἰ μὴ τῇ ἐλ­πί­δι τῆς ἀ­νέ­σε­ως τῆς μι­κρᾶς τῆς ἐν­ταῦ­θα»· δὲν πε­ρι­φρο­νεῖ κά­ποι­ος τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, πα­ρὰ μό­νον ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἐ­πι­δι­ώ­ξε­ώς του γιὰ μιὰ μι­κρὴ ἄ­νε­ση ἐ­δῶ στὴ γῆ. Πραγ­μα­τι­κὰ γιὰ ἕ­να πιά­το φα­κές. Καὶ οὔ­τε κἂν ἕ­να πιά­το – ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πάρ­χει καμ­μιὰ σύγ­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στὸ αἰ­ώ­νιο, τὸ πα­νευ­φρό­συ­νο Θε­ϊ­κὸ Τρα­πέ­ζι καὶ σὲ ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ἐ­πί­γει­ες δό­ξες καὶ ἀ­πο­λαύ­σεις, ποὺ πρὶν τὶς γευ­θοῦ­με ἀ­φα­νί­ζον­ται ὡ­σὰν τὴν πά­χνη τῆς αὐ­γῆς.
Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στού­γεν­να πλη­σιά­ζουν. Καὶ βέ­βαι­α τὸ γνω­ρί­ζου­με πὼς ὅ­λο τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό: ἡ πρό­σκλη­ση νὰ με­τά­σχου­με στὸ Μέ­γα Δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Πρό­σκλη­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἦρ­θε αὐ­το­προ­σώ­πως ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­ὸς νὰ μᾶς τὴν ἀ­πευ­θύ­νει γε­νό­με­νος ἄν­θρω­πος.
Λοι­πόν, τώ­ρα τὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­λα. Κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς οὐ­σι­α­στι­κὰ ἑ­τοι­μα­σί­α γιὰ τὴ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κά­νουν οἱ πολ­λοὶ – ψώ­νια, δῶ­ρα, γλυ­κί­σμα­τα, και­νούρ­για ροῦ­χα, στό­λι­σμα δέν­δρων καὶ ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α – ἀλ­λὰ τί; Εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α τῆς καρ­διᾶς μας – ἡ εἰ­λι­κρι­νὴς ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἡ θερ­μὴ προ­σευ­χή, ἡ ἱ­ε­ρὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς ψυ­χῆς, ἡ κα­τὰ δύ­να­μη νη­στεί­α – μιὰ ἑ­τοι­μα­σί­α ποὺ θὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει καὶ στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας ἐ­δῶ ἀ­κα­τα­κρί­τως νὰ με­τά­σχου­με καὶ τὸ Μέ­γα Δεῖ­πνο τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας ἐ­κεῖ ὅ­λοι ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου