Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
(28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς.  
                                        (Πράξ. Ἀποστ. a΄[1] 1 – 8)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ἔ­γρα­ψα, Θε­ό­φι­λε, γιὰ νὰ ἐ­ξι­στο­ρή­σω σ' αὐ­τὸ πε­ρι­λη­πτι­κὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­νε καὶ δί­δα­ξε ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν ἀρχή τῆς δη­μό­σιας δρά­σε­ώς του μέ­χρι τὴν ἡμέρα πού ἀ­να­λή­φθη­κε στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀφοῦ προ­η­γου­μέ­νως μὲ συ­νερ­γὸ καὶ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἔ­δω­σε ἐν­το­λὲς στοὺς ἀ­πο­στό­λους πού εἶ­χε δι­α­λέ­ξει ὁ ἴδιος. Με­τὰ τὸ πά­θος του καὶ τὸ θά­να­τό του πα­ρου­σι­ά­στη­κε σ' αὐ­τοὺς τοὺς ἴδιους ζων­τα­νός. Καὶ μὲ πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριος τούς βε­βαί­ω­σε ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ζων­τα­νός. Καὶ ἐ­πὶ σα­ράν­τα ἡμέρες ἐμ­φα­νι­ζό­ταν σ' αὐ­τοὺς κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα καὶ τοὺς μι­λοῦ­σε γιὰ τὶς ἀ­λή­θει­ες καὶ τὰ μυ­στή­ρια πού ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ ἔ­τρω­γε μα­ζί τους τὴν ἴδια τρο­φὴ πού ἔ­τρω­γαν κι ἐ­κεῖ­νοι, τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἑξῆς ἐν­το­λή: Μὴν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀλλά νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως πού ἀ­κού­σα­τε ἀ­πὸ τὸ στό­μα μου, ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Πα­τὴρ θὰ σᾶς στεί­λει τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ λά­βε­τε τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης βά­πτι­σε μὲ ἁπλό νε­ρό, καὶ τὸ βά­πτι­σμα του συ­νε­πῶς δὲν εἶ­χε τὴ δύ­να­μη νὰ ἀ­να­γεν­νή­σει ἐ­κεί­νους πού βα­πτί­ζον­ταν μ' αὐ­τό. Ἐ­σεῖς ὅ­μως θὰ βα­πτι­σθεῖ­τε μὲ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ὄ­χι πολ­λὲς μέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς πού δι­ερ­χό­μα­στε. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὶς ἐλ­πί­δες αὐ­τὲς πού ἔδωσε ὁ Χρι­στὸς στοὺς μα­θη­τές του, συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ τὸν ρω­τοῦ­σαν: Κύ­ρι­ε, πές μας· στὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῶν ἡμερῶν αὐ­τῶν πρό­κει­ται νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις στὴν πα­λαι­ά της δύ­να­μη καὶ δό­ξα τὴ βα­σι­λεί­α γιὰ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ; Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν ἀ­νή­κει σὲ σᾶς καὶ δὲν εἶ­ναι δι­κό σας δι­καί­ω­μα νὰ γνω­ρί­σε­τε τὰ χρό­νια ἢ τοὺς ὁ­ρι­σμέ­νους μῆ­νες καὶ τὶς ἡμέρες, τά ὁποῖα ὁ Πατήρ κρά­τη­σε στὴν ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἐ­ξου­σί­α του. Αὐ­τὸς μόνον τὰ γνω­ρί­ζει καὶ μό­νον αὐ­τὸς θὰ ὁ­λο­κληρώσει ὅσα θὰ συν­τε­λε­σθοῦν κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τῶν τῶν χρό­νων. Θὰ λά­βε­τε ὅ­μως ἐ­νί­σχυ­ση καὶ δύ­να­μη, ὅ­ταν θὰ ἔλθει πά­νω σας τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Καὶ θὰ γί­νε­τε μάρ­τυ­ρες τῆς ζω­ῆς μου καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας μου καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ σ' ὅ­λη τὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴ Σα­μά­ρεια καὶ μέχρι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο καὶ πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μεῖ­ο τῆς γῆς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ν ἀρ­χῇ ἦν Λγος, κα Λγος ν πρς τν Θε­όν, κα Θε­ὸς ν Λγος.  Οὗ­τος ν ν ἀρ­χῇ πρς τν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ν γέ­γο­νεν. ν αὐ­τῷ ζω­ὴ ν, κα ζω­ὴ ν τ φς τν ἀν­θρώπων κα τ φς ν τ σκο­τί­ᾳ φα­ί­νει, κα σκο­τί­α αὐ­τὸ ο κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν ες μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι' αὐ­τοῦ. οκ ν ἐ­κεῖ­νος τ φς, ἀλ­λ' ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός. ν τ φς τ ἀ­λη­θι­νόν, φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον ες τν κό­σμον. ν τ κό­σμῳ ν, κα κό­σμος δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα κό­σμος αὐ­τὸν οκ ἔ­γνω. ες τ ἴ­δι­α ἦλ­θεν, κα ο ἴ­δι­οι αὐ­τὸν ο πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τος πι­στε­ύ­ου­σιν ες τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, ο οκ ξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ' ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Κα Λγος σρξ ἐ­γέ­νε­το κα ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, κα ἐ­θε­α­σά­με­θα τν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος κα ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ κα κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ν ν εἶ­πον, ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ν. Κα κ το πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, κα χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, χά­ρις κα ἀ­λή­θει­α δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.         
                        (Ἰωάν. a΄[1] 1 – 17 )

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τὴ μέ­ρα τοῦ Πά­σχα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λού­ζε­ται στὸ φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Δὲν εἶ­ναι μό­νο τὸ φῶς τῶν πο­λυ­ε­λαί­ων καὶ τῶν λαμ­πά­δων, ποὺ κά­νει τὰ πρό­σω­πα τῶν πι­στῶν νὰ λάμ­πουν, ἀλ­λὰ εἶ­ναι κυ­ρί­ως τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ νι­κη­τοῦ τοῦ θα­νά­του, ποὺ τὰ φω­τί­ζει ἀ­πὸ μέ­σα καὶ τὰ με­τα­βάλ­λει σὲ ἐκ­θαμ­βω­τι­κοὺς προ­βο­λεῖς τῆς με­γά­λης χα­ρᾶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.
Ὅ­λα αὐ­τὴ τὴ μέ­ρα ἀλ­λά­ζουν. Τὸ τυ­πι­κὸ τῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν γί­νε­ται ἀ­γνώ­ρι­στο. Ὁ χρό­νος ὑ­περ­βαί­νε­ται. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Δι­α­και­νή­σι­μος, ὅ­πως λέ­γε­ται ἡ ἑ­βδο­μά­δα ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ, θε­ω­ρεῖ­ται σὰν μί­α μό­νο μέ­ρα. Τὸ πλέ­ον πα­ρά­δο­ξο: Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς μέ­ρας εἶ­ναι παρ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­που με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων κά­νει λό­γο καὶ γιὰ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­νῶ θὰ φαι­νό­ταν φυ­σι­κώ­τε­ρο νὰ ἐ­λαμ­βα­νό­ταν ἀ­πὸ τὸ τέ­λος του, ὅ­που μι­λᾶ γιὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Μο­λα­ταῦ­τα δὲν ὑ­πάρ­χει κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο κεί­με­νο ἀ­πὸ αὐ­τὸ γιὰ τὴ μέ­ρα τοῦ Πά­σχα. Τὸ για­τί θὰ τὸ δοῦ­με εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως.
1. ΛΟΥΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟ ΦΩΣ!
Ὑ­πέρ­πυ­κνα καὶ βα­θύ­τα­τα θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα πε­ρι­κλεί­ον­ται σ᾿ αὐ­τοὺς τοὺς πρώ­τους στί­χους τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Κα­τὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὅ­λης της κτί­σε­ως, μᾶς λέ­γει, ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος, ὁ Υἱ­ὸς δη­λα­δὴ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε πρὸ πάν­των τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­πει­ρος καὶ ζων­τα­νὸς Λό­γος ἀ­πὸ ἄ­πει­ρο καὶ πάν­σο­φο Νοῦ. Καὶ ὁ Λό­γος, ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δη­λα­δή, ὡς τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ, ἦ­ταν πάν­το­τε κον­τὰ στὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ ἦ­ταν τέ­λει­ος Θε­ός, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα πάν­το­τε καὶ κα­τὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα ἔ­γι­ναν διὰ τῆς συ­νερ­γα­σί­ας Του μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ χω­ρὶς Αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε τί­πο­τε ἀ­πὸ ὅ­σα ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ. «Ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν»! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἠ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς καὶ εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ ἀλ­λὰ καὶ τὸ φῶς ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τὸ τὸ φῶς λάμ­πει ἀ­κό­μη καὶ με­τα­ξὺ τῶν σκο­τι­σμέ­νων ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι δὲν τὸ δέ­χθη­σαν οὔ­τε ὅ­μως καὶ μπό­ρε­σαν νὰ τὸ σβή­σουν.
Τώ­ρα, συ­νε­χί­ζει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ ἔ­χουν, ὅ­σοι θέ­λουν, τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ γνω­ρί­σουν τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Εἶ­ναι ὁ Πρό­δρο­μος καὶ Βα­πτι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος κύ­ριο ἔρ­γο του εἶ­χε τὸ νὰ δώ­σει μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸ φῶς, γιὰ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ δη­λα­δή, ὥ­στε νὰ πι­στεύ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι διὰ τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του εἰς Αὐ­τόν. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἀλ­λὰ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Θε­οῦ γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους πρὸς τὸ φῶς, τὸν Χρι­στό. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στός, ὡς Θε­ός, ἦ­ταν πάν­το­τε τὸ τέ­λει­ο φῶς, τὸ ὁ­ποῖ­ο φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο, ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο.
ΛΟΥΣΜΕΝΟΙ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὸ φῶς εἶ­ναι οἱ ἐν­νέ­α αὐ­τοὶ στί­χοι, τοὺς ὁ­ποί­ους ἤ­δη ἑρ­μη­νεύ­σα­με. Πό­σο ται­ρια­στοὶ ἀ­λή­θεια μὲ τὴν ἀ­να­στά­σι­μη ἀ­τμό­σφαι­ρα! Ἀλ­λὰ καὶ πό­σο κα­θο­δη­γη­τι­κοί! Δι­ό­τι μᾶς βο­η­θοῦν νὰ δοῦ­με μὲ ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βλέμ­μα αὐ­τὸ τὸ πλού­σιο φῶς, ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει τοὺς να­ούς μας τὸ βρά­δυ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Νὰ τὸ δοῦ­με δη­λα­δὴ ὡς σύμ­βο­λο τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ φω­τός, ποὺ εἶ­ναι ὁ Ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριός μας.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Νὰ μὴ μέ­νου­με στὴν ἐ­πι­φά­νεια. Κα­λὲς εἶ­ναι καὶ οἱ κα­λές μας λαμ­πά­δες, ἀλ­λὰ τὴν ὥ­ρα, ποὺ τὶς κρα­τᾶ­με στὰ χέ­ρια μας, θὰ πρέ­πει νὰ σκε­πτό­μα­στε: Ἰ­δοὺ ἡ λαμ­πά­δα μου καί­ει καὶ φω­τί­ζει! Ἀλ­λὰ τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς, ποὺ εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, φω­τί­ζει ἄ­ρα­γε τὴν καρ­διά μου; Φω­τί­ζει τὴ σκέ­ψη μου, τὴ δι­ά­νοι­ά μου;
Καὶ πρα­κτι­κό­τε­ρα ἀ­κό­μη: Ἰ­δού, στὰ δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα, ποὺ μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν, πρέ­πει νὰ ψά­χνω νὰ φω­τι­σθῶ ὄ­χι ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πι­να φῶ­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α μᾶλ­λον μὲ σκο­τί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ ἴ­διο καὶ γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μου καὶ τὸν προ­ο­ρι­σμό μου, δὲν θὰ πρέ­πει νὰ πι­στεύ­ω τὶς τό­σες γε­λοι­ό­τη­τες τῶν σκο­τι­σμέ­νων ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ νὰ ἐμ­πνέ­ο­μαι καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νο­μαι ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν θὰ πρέ­πει νὰ βρί­σκουν χῶ­ρο στὴν καρ­διά μου σκο­τει­νὰ αἰ­σθή­μα­τα, ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς νύ­χτας, μί­ση καὶ ἀν­τι­πά­θει­ες καὶ ὑ­πε­ρη­φά­νει­ες, ποὺ εἶ­ναι τὸ πιὸ πυ­κνὸ δαι­μο­νι­κὸ σκο­τά­δι, ἀλ­λὰ νὰ γε­μί­ζει ἡ ὕ­παρ­ξή μου ὅ­λη ἀ­πὸ τὰ ἅ­για αἰ­σθή­μα­τα, τοὺς οὐ­ρά­νιους πό­θους καὶ τὶς παμ­φώ­τει­νες ἀ­ρε­τές, ποὺ πή­γα­σαν ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ.
Εὐ­λο­γη­μέ­νες ἑ­πο­μέ­νως οἱ ψυ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ὅ­ταν ἀ­κοῦ­νε ἀ­πό τους ἱ­ε­ρεῖς τό: «Δεῦ­τε λά­βε­τε φῶς!», τρέ­χουν μὲν νὰ ἀ­νά­ψουν τὶς λαμ­πά­δες τους, προ­σέ­χουν ὅ­μως καὶ αὐ­τό, ποὺ λέ­γει στὴ συ­νέ­χεια ὁ ὕ­μνος, δη­λα­δὴ τὸ «ἐκ τοῦ ἀ­νε­σπέ­ρου φω­τός»! Ἐ­λᾶ­τε νὰ πά­ρε­τε φῶς, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ φῶς ποὺ δὲν δύ­ει, δὲν σβή­νει πο­τέ! Εὐ­λο­γη­μέ­νες, ὄ­χι ἁ­πλῶς ἂν προ­σέ­χουν τὰ λό­για του ὕ­μνου, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἂν ἀ­γω­νί­ζον­ται αὐ­τὸ τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο, τὸ ὑ­περ­κό­σμιο καὶ ἄ­κτι­στο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, τὸν ἴ­διο δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, νὰ Τὸν ἔ­χουν πάν­το­τε μέ­σα στὴν καρ­διά τους!
2. ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ!
Πι­κρὴ ἡ ἀ­λή­θεια, ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τώ­ρα στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Ἐ­νῶ, λέ­γει, αὐ­τὸ τὸ φῶς, ὁ Χρι­στός, ἦ­ταν πάν­το­τε στὸν κό­σμο, ἀ­φοῦ Αὐ­τὸς τὸν δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ τὸν κυ­βερ­νᾶ, ἐν τού­τοις, ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, ὁ κό­σμος δὲν Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς δη­μι­ουρ­γό Του. Ἦλ­θε στοὺς δι­κούς Του, τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες Του καὶ ἐ­κεῖ­νοι δὲν Τὸν δέ­χθη­καν. Σὲ ὅ­σους ὅ­μως, συ­νε­χί­ζει, Τὸν δέ­χθη­καν ὡς σω­τή­ρα καὶ λυ­τρω­τή τους, σ᾿ αὐ­τοὺς ἔ­δω­σε Ἐ­κεῖ­νος τὸ ὕ­ψι­στο καὶ μέ­γι­στο ὅ­λων τῶν προ­νο­μί­ων: τὴν τι­μὴ δη­λα­δή, τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ γί­νουν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ! Αὐ­τοί, οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ πι­στοί Του, δὲν εἶ­ναι πλέ­ον ἄν­θρω­ποι σὰν ὅ­λους τους ἄλ­λους. Ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ σὲ μιὰ νέ­α ζω­ὴ καὶ ἡ ὕ­παρ­ξή τους δὲν προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ σαρ­κι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, ἀλλὰ ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι γνή­σια παι­διά Του.
Μυ­στή­ριο μυ­στη­ρί­ων! Γι᾿ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν λό­γο, βε­βαι­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ἔ­μει­νε μα­ζί μας. Καὶ Τὸν εἴ­δα­με, ση­μει­ώ­νει, εἴ­δα­με τὴν θε­ϊ­κή Του δό­ξα, τὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα, ποὺ εἶ­χε ὡς Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς γε­μά­τος ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ Χά­ρη καὶ τὴν ἀ­λή­θεια.
Πε­ρὶ Αὐ­τοῦ ἀ­κρι­βῶς μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Πρό­δρο­μος Ἰ­ω­άν­νης, λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Μαρ­τυ­ρεῖ δη­λα­δὴ καὶ βε­βαι­ώ­νει πὼς νά! Αὐ­τὸς εἶ­ναι, ποὺ σᾶς ἔ­λε­γα ὅ­τι θὰ ἔλ­θει με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­μέ­να, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μέ­να ὡς προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς Χά­ρι­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν Του πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς χά­ρη ἐ­πά­νω στὴν χά­ρη. Εἶ­ναι δὲ ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας αὐ­τὰ ποὺ παίρ­νου­με. Δὲν εἶ­ναι σὰν αὐ­τὰ ποὺ ἔ­δι­νε ὁ Νό­μος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ Νό­μος δό­θη­κε διὰ μέ­σου ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, τοῦ προ­φή­του Μω­υ­σέ­ως. Ἡ Χά­ρις ὅ­μως καὶ ἡ ἀ­λή­θεια μᾶς δό­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Υἱ­ὸ καὶ Λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ Θε­ό.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ πὼς εἶ­ναι κου­ρα­στι­κὴ ἀ­κό­μη καὶ ἡ ἁ­πλὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν με­γά­λων καὶ τό­σο πυ­κνῶν ἀ­λη­θει­ῶν τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἀλ­λὰ τί ὑ­πέ­ρο­χα νο­ή­μα­τα κρύ­βον­ται ἐ­δῶ! Ἰ­δι­αι­τέ­ρως αὐ­τὸ ποὺ λέ­γει ὅ­τι, ὅ­σοι δέ­χθη­καν τὸν Κύ­ριο ὡς σω­τή­ρα τους, αὐ­τοὶ ἔ­λα­βαν αὐ­τὸ τὸ ἀ­σύλ­λη­πτο προ­νό­μιο, «τὴν ἐ­ξου­σί­αν», ὅ­πως τὸ λέ­γει, νὰ γί­νουν «τέ­κνα Θε­οῦ»!
Ἰ­δοὺ ὅ­τι εἰ­σήλ­θα­με τώ­ρα στὸν πυ­ρή­να τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Πά­σχα! Δι­ό­τι τὸ βα­θύ­τα­το θε­ο­λο­γι­κὸ νό­η­μα τῆς με­γά­λης αὐ­τῆς ἑ­ορ­τῆς συμ­πυ­κνώ­νε­ται ἀ­κρι­βῶς στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἤ­δη ὑ­πο­γραμ­μί­σα­με. Στὸ ὅ­τι δη­λα­δὴ ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων νὰ γί­νου­με καὶ ἐ­μεῖς τέ­κνα Θε­οῦ!
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Γι᾿ αὐ­τὸ λάμ­πουν ὅ­λα κα­τὰ τὴν λαμ­πρὴ ἐ­τού­τη ἑ­ορ­τή. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς οἱ ὀρ­φα­νοὶ καὶ ἀ­πο­στα­τη­μέ­νοι μπο­ροῦ­με τώ­ρα νὰ ἔ­χου­με Πα­τέ­ρα, νὰ εἴ­μα­στε υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­πα­θε καὶ ἀ­πέ­θα­νε καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Κύ­ριός μας, γιὰ νὰ μᾶς κά­νει ὅ,τι εἶ­ναι καὶ Ἐ­κεῖ­νος. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Υἱ­οὺς Θε­οῦ λοι­πὸν μᾶς ἀ­να­δει­κνύ­ει καὶ ἐ­μᾶς. Μὲ μό­νη τὴν δι­α­φο­ρὰ ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι κα­τὰ φύ­ση καὶ Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς γι­νό­μα­στε κα­τὰ Χά­ρη υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες, παι­διὰ τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός. Πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­μως παι­διὰ μὲ πλή­ρη κλη­ρο­νο­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα! Πρό­κει­ται, ὅ­πως τὸ ὀ­νό­μα­σε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, γιὰ ἐ­ξου­σί­α! Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ ἄν­θρω­πος πο­τὲ νὰ ἀ­πο­κτή­σει! Κα­τα­λα­βαί­νου­με τί ση­μαί­νει αὐ­τό;
Ση­μαί­νει ὅ­τι γι­νό­μα­στε πρίγ­κι­πες, ἀ­δελ­φοί, βα­σι­λό­που­λα τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λέ­ως. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα, ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος διὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τώ­ρα καὶ πάν­το­τε καὶ μὲ τὴν καρ­διὰ καὶ μὲ τὰ χεί­λη ἂς ἀ­να­φω­νοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς καὶ μί­α καὶ μυ­ριά­δες φο­ρὲς τὸν πιὸ γλυ­κὺ χαι­ρε­τι­σμό μας. Αὐ­τὸν ποὺ οἱ Χρι­στια­νοὶ ἐ­πὶ 40 μέ­ρες με­τὰ τὸ Πά­σχα τὸν χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἀν­τὶ γιὰ κα­λη­μέ­ρα καὶ κα­λη­σπέ­ρα καὶ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο χαι­ρε­τι­σμό. Τὸ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ναί! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ, ἀ­δελ­φοί!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου