Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)
(ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ἔ­χον­τες ἀρ­χι­ε­ρέ­α μέ­γαν δι­ε­λη­λυ­θό­τα τος οὐ­ρα­νο­ύς, Ἰ­η­σοῦν τν υἱ­ὸν το Θε­οῦ, κρα­τῶ­μεν τς ὁ­μο­λο­γί­ας. ο γρ ἔ­χο­μεν ἀρ­χι­ε­ρέ­α μ δυ­νά­με­νον συμ­πα­θῆ­σαι τας ἀ­σθε­νε­ί­αις ἡ­μῶν, πε­πει­ρα­σμέ­νον δ κα­τὰ πάν­τα κα­θ' ὁ­μοι­ό­τη­τα χω­ρὶς ἁ­μαρ­τί­ας. προ­σερ­χώ­με­θα ον με­τὰ παρ­ρη­σί­ας τ θρό­νῳ τς χά­ρι­τος, ἵ­να λά­βω­μεν ἔ­λε­ον κα χά­ριν εὕ­ρω­μεν ες εὔ­και­ρον βο­ή­θειαν.  Πς γρ ἀρ­χι­ε­ρεὺς ἐξ ἀν­θρώ­πων λαμ­βα­νό­με­νος ὑ­πὲρ ἀν­θρώ­πων κα­θί­στα­ται τ πρς τν Θε­όν, ἵ­να προ­σφέ­ρῃ δῶ­ρά τε κα θυ­σί­ας ὑ­πὲρ ἁ­μαρ­τι­ῶν, με­τρι­ο­πα­θεῖν δυ­νά­με­νος τος ἀ­γνο­οῦ­σι κα πλα­νω­μέ­νοις, ἐ­πεὶ κα αὐ­τὸς πε­ρί­κει­ται ἀ­σθέ­νειαν· κα δι τα­ύ­την ὀ­φε­ί­λει, κα­θὼς πε­ρὶ το λα­οῦ, οὕ­τω κα πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ προ­σφέ­ρειν ὑ­πὲρ ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα οχ ἑ­αυ­τῷ τις λαμ­βά­νει τν τι­μήν, ἀλ­λὰ κα­λού­με­νος ὑ­πὸ το Θε­οῦ, κα­θά­περ κα Ἀ­α­ρών. οὕ­τω κα Χρι­στὸς οχ ἑ­αυ­τὸν ἐ­δό­ξα­σε γε­νη­θῆ­ναι ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ἀλ­λ' ὁ λα­λή­σας πρς αὐ­τόν· υἱ­ός μου ε σ, ἐ­γὼ σή­με­ρον γε­γέν­νη­κά σε· κα­θὼς κα ν ἑ­τέ­ρῳ λέ­γει· σ ἱ­ε­ρεὺς ες τν αἰ­ῶ­να κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ.
                                           (Ἑβρ. δ΄[4] 14 – ε΄[5] 6)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀφοῦ λοι­πόν, σύμ­φω­να καὶ μὲ ὅ­σα εἴ­πα­με, ἔ­χου­με με­γά­λο ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ὁ ὁποῖος ἔ­χει πλέ­ον δι­α­σχί­σει τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ μπῆ­κε στὸν τό­πο τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­να­παύ­σε­ως, στὴν οὐ­ρά­νια βα­σι­λεί­α του, ὅ­που μᾶς πε­ρι­μέ­νει, τὸν Ἰ­η­σοῦ δη­λα­δή, ὁ ὁ­ποῖος δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος ἀλλά καί ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ἂς κρα­τοῦ­με κα­λὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ώς μας πρὸς αὐ­τόν. Καὶ μὴν πε­ρά­σει πο­τὲ ἀ­πὸ τὸ νοῦ μας ὅ­τι, ἀφοῦ αὐ­τὸς εἶ­ναι τώ­ρα στοὺς οὐ­ρα­νούς, δὲν θὰ δεί­ξει ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά μᾶς. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χου­με ἀρ­χι­ε­ρέ­α πού νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς συμ­πα­θή­σει στὶς ἠ­θι­κὲς καὶ φυ­σι­κὲς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, ἐ­πει­δὴ τά­χα δὲν γνω­ρί­ζει τὰ ὅσα μᾶς συμ­βαί­νουν ἢ ἐ­πει­δὴ ὑ­ψώ­θη­κε τό­σο πο­λύ· ἀλλά ἔ­χου­με ἀρ­χι­ε­ρέ­α ὁ ὁποῖος ἔ­χει ἀν­τι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμοὺς μ' ὅ­λους τούς τρό­πους πού μπο­ρεῖ νὰ δο­κι­μα­σθεῖ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ἔ­χει ἀν­τι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμοὺς ἐ­ξο­λο­κλή­ρου ὅ­μοι­α μ' ἐ­μᾶς, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ὑ­πο­πέ­σει σὲ κα­μί­α ἁ­μαρ­τί­α. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν τέ­τοι­ος εἶ­ναι ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας μας, ἂς πλη­σι­ά­ζου­με μὲ θάρ­ρος καὶ ἄ­φο­βη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸ βα­σι­λι­κό του θρό­νο, ἀ­πὸ τὸν ὁποῖο πη­γά­ζει ἡ χά­ρις. Ἂς πλη­σι­ά­ζου­με σ' αὐ­τὸν γιὰ νὰ λά­βου­με συγ­χώ­ρη­ση γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ γιὰ νὰ βροῦ­με εὔ­νοι­α καὶ δω­ρε­ὲς πού θὰ μᾶς δώ­σουν ἄ­με­ση βο­ή­θεια σὲ κά­θε κρί­σι­μη ὥ­ρα πει­ρα­σμοῦ. Θὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος, χά­ρη καὶ βο­ή­θεια ἀ­πὸ τὸν με­γά­λο καὶ εὔσπλαχνο ἀρ­χι­ε­ρέ­α μας. Δι­ό­τι κά­θε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στὴ λευ­ϊ­τι­κὴ ἱερωσύνη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ξεχωρίζεται ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους καὶ ἐγ­κα­θί­στα­ται ἀρχιερέας στὰ ἔρ­γα τῆς λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια τῶν ἀν­θρώ­πων, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει καὶ δῶ­ρα καὶ θυ­σί­ες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ λα­οῦ. Καὶ μπο­ρεῖ ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων νὰ δεί­χνει συμπάθεια καὶ ἀ­νο­χὴ σ' ὅ­σους ἁ­μαρ­τά­νουν ἀ­πὸ ἄγνοια καὶ πλά­νη, ἐ­πει­δὴ κι αὐ­τὸς ὡς ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἐ­πάνω του ἠ­θι­κὴ ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­δυ­να­μί­ες. Καὶ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθέ­νειας καὶ τῆς ἐνοχῆς του αὐ­τὸς ὀ­φεί­λει σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, ὅ­πως προ­σφέ­ρει θυ­σί­α γιὰ χά­ρη τοῦ λα­οῦ, ἔ­τσι νὰ προ­σφέ­ρει θυ­σί­α καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του. Ἐ­πί­σης κα­νεὶς δὲν παίρ­νει ἀ­πὸ μό­νος του τὴν ὑψηλή τιμή τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀλλά τὴν δέ­χε­ται ὅ­ταν καλεῖται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ· ὅ­πως κλή­θη­κε στὸ ἀ­ξί­ω­μα αὐ­τὸ ἀ­πὸ τόν Θεό καί ὁ Ἀ­α­ρών. Ἔ­τσι καὶ ὁ Χρι­στὸς δὲν δό­ξα­σε μό­νος του τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γί­νει ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλλά τὸν δό­ξα­σε ὁ Θε­ὸς Πα­τήρ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶ­πε: Υἱ­ός μου εἶ­σαι ἐσύ. Ἐγώ σὲ γέν­νη­σα σή­με­ρα, ὅ­ταν σοῦ ἔ­δω­σα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ τὴν δό­ξα­σα μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή σου καὶ τὴν ἐν­θρό­νι­σή σου στὰ δε­ξιά μου. Ὅ­πως καὶ σ' ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς λέ­ει: Ἐσύ εἶ­σαι ἱ­ε­ρέ­ας αἰ­ώ­νιος σὰν τὸν Μελ­χι­σε­δέκ. Γιὰ τὸ πρό­σω­πο αὐ­τὸ πα­ρα­σι­ω­πᾶ­ται σκό­πι­μα στὴν Ἁ­γί­α Γραφή ἡ γε­νε­α­λο­γί­α καὶ ὁ θά­να­τός του, γιὰ νὰ εἶναι σύμ­βο­λο καὶ προ­τύ­πω­ση τῆς παν­το­τι­νῆς βα­σι­λεί­ας καὶ τῆς ἱερωσύνης σου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἐλθεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ  με  κα τος  ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι ­ κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τῶν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γεύσωνται θανάτου ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει.                
      (Μάρκ. η΄[8] 34 - θ΄[9] 1)  

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἀ­κρι­βῶς στὸ κέν­τρο, στὴν καρ­διὰ τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας σή­με­ρα τὸν Τί­μιο Σταυ­ρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Σή­με­ρα! Κυ­ρια­κή τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως! Γιὰ ποι­ὸ σκο­πὸ ἄ­ρα­γε;
Ὄ­χι ἀ­σφα­λῶς ἁ­πλῶς γιὰ νὰ Τὸν προ­σκυ­νή­σου­με καὶ νὰ πά­ρου­με ἕ­να κλα­δά­κι δεν­δρο­λί­βα­νο γιὰ εὐ­λο­γί­α στὸ σπί­τι μας. Ὄ­χι! Ὁ λό­γος εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος καὶ μυ­στι­κό­τε­ρος. Τὸ κά­νει, λέ­γουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, γιὰ νὰ ἐ­νι­σχύ­σει καὶ νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νει ἐ­μᾶς τὰ παι­διά της στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, ποὺ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο εἶ­ναι – πρέ­πει νὰ εἶ­ναι – ἐν­το­νό­τε­ρος, ὅ­πως ἄλ­λω­στε μᾶς τὸ ζη­τά­ει ὁ Κύ­ριος στὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα.
1. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ὅ­ποι­ος θέ­λει, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ ἀ­βί­α­στα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς δι­κός μου, ἂς ἀ­παρ­νη­θεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, τὰ θε­λή­μα­τά του, τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ τὰ ὄ­νει­ρά του, καὶ ἂς ση­κώ­σει τὸν σταυ­ρό του καὶ ἔ­τσι νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ, ἔ­χον­τας δη­λα­δή, ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη καὶ νὰ πε­θά­νει γιὰ χά­ρη μου. Δι­ό­τι, συμ­πλη­ρώ­νει, ὅ­ποι­ος θε­λή­σει νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὸν σω­μα­τι­κὸ θά­να­το καὶ νὰ σώ­σει ἔ­τσι προ­σω­ρι­νὰ τὴ ζω­ή του, θὰ χά­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως χά­σει καὶ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ μέ­να καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τὸς οὐ­σι­α­στι­κὰ θὰ σώ­σει τὴ ζω­ή του, τὴν ψυ­χή του, ἀ­φοῦ θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Δι­ό­τι, προ­σθέ­τει ὁ Κύ­ριος, τί θὰ ὠ­φε­λή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, ἂν κερ­δί­σει τὸν κό­σμο ὅ­λο, χά­σει ὅ­μως τὴν ψυ­χή του; Καὶ τί μπο­ρεῖ σ᾿ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση νὰ δώ­σει σὰν ἀν­τάλ­λαγ­μα, γιὰ νὰ τὴν ξα­να­κερ­δί­σει, νὰ τὴν σώ­σει ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια ἀ­πώ­λεια καὶ κό­λα­ση; Τί­πο­τε ἀ­σφα­λῶς.
ΤΙΠΟΤΕ! Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο πὼς ἄλ­λος δρό­μος, ποὺ νὰ ὁ­δη­γεῖ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ σταυ­ροῦ, ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος, δὲν ὑ­πάρ­χει.
Ποι­ὸς ὅ­μως εἶ­ναι ὁ δρό­μος τοῦ σταυ­ροῦ; Αὐ­τὸ τὸ «ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ», ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, τί ση­μαί­νει;
Κα­τὰ λέ­ξιν «ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ» ση­μαί­νει «νὰ ση­κώ­σει τὸν σταυ­ρό του». Ἡ εἰ­κό­να ὡ­στό­σο εἶ­ναι παρ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν τρό­πο τῆς θα­να­τι­κῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὁ κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ κου­βα­λή­σει μέ­χρι τὸν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως τὸν σταυ­ρό, ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ τὸν κάρ­φω­ναν.
Ἑ­πο­μέ­νως, νὰ ση­κώ­σει κα­νεὶς τὸν σταυ­ρό του ση­μαί­νει, εἰσ­δύ­ον­τας βα­θύ­τε­ρα στὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας, νὰ κα­τα­λά­βει πὼς ἀ­πὸ τὴ στιγ­μή, ποὺ πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι ἕ­νας μελ­λο­θά­να­τος, ποὺ βα­δί­ζει πρὸς τὸν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πῶς ὅ­λοι μας ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Ἀλ­λὰ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πεῖ ὅ­τι, ὄ­χι μό­νον ὀ­νο­μά­ζε­ται, ἀλ­λὰ καὶ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὸς Χρι­στια­νός; Ὁ πραγ­μα­τι­κὸς Χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἕ­νας νε­κρός! Ἕ­νας ἄν­θρω­πος δη­λα­δή, ποὺ ἔ­χει νε­κρώ­σει ἁ­μαρ­τω­λὰ ἐ­πί­γεια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς ἡ­δο­νὲς καὶ τὶς δό­ξες τῆς γῆς! Ποι­ὸς λοι­πὸν μπο­ρεῖ νὰ πεῖ ὅ­τι τὸ ἔ­χει αὐ­τὸ ἐ­πι­τύ­χει;
Καὶ ὅ­μως αὐ­τὴν τὴν τε­λει­ό­τη­τα ζη­τά­ει ἀ­πό τους πι­στοὺς ἀ­κο­λού­θους Του ὁ Κύ­ριος. Πρῶ­τα δη­λα­δὴ ζη­τά­ει νὰ ἀ­πο­φα­σί­σου­με οἱ πι­στοὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας τὸν θά­να­το κ α ὶ ἔ­πει­τα νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Ὁ­πό­τε τί γί­νε­ται; Ἀ­πο­φα­σί­ζον­τας τὸν θά­να­το ὁ πι­στὸς ὁ­πλί­ζε­ται μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ δύ­να­μη. Καμ­μιὰ θλί­ψη, κα­νέ­νας πει­ρα­σμός, καμ­μιὰ δο­κι­μα­σί­α δὲν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ τὸν κλο­νί­σει, ἀ­φοῦ κά­θε πει­ρα­σμὸς καὶ δο­κι­μα­σί­α εἶ­ναι κά­τι λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἔ­χον­τας ἤ­δη ἀ­πο­φα­σί­σει τὸν θά­να­το, κα­τὰ τὴν δι­ά­θε­σή του ἔ­χει κι­ό­λας πε­θά­νει, ὁ­πό­τε δὲν ζεῖ πλέ­ον ὁ ἴ­διος, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα του ὁ Χρι­στὸς καὶ ἄ­ρα εἶ­ναι ἀ­νί­κη­τος, δι­ό­τι ποι­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε πο­τὲ νὰ νι­κή­σει τὸν Χρι­στό;
2. ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΕΝΟΙ;
Ἀ­ναμ­φι­βό­λως ὁ Κύ­ριος δὲν ζή­τη­σε ἀ­πό τοὺς πι­στούς Του νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ θα­νά­του γιὰ κά­ποι­α δι­κή Του ὠ­φέ­λεια. Ὄ­χι! Τὸ ζή­τη­σε ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ ἕ­να σο­βα­ρό­τα­το κίν­δυ­νο. Ποι­ὸν κίν­δυ­νο; Τὸν κίν­δυ­νο νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους σ᾿ Αὐ­τόν, κα­θὼς θὰ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ ζοῦν σ᾿ ἕ­να δι­ε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο.
Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ προ­ει­δο­ποι­εῖ ὁ Κύ­ριος καὶ λέ­γει: τὸν Χρι­στια­νὸ ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ντρα­πεῖ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὴν πί­στη του σ᾿ Ἐ­μέ­να καὶ τὰ λό­για Μου, ἐ­πη­ρε­α­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες τῶν ἀν­θρώ­πων  τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς αὐ­τῆς γε­νε­ᾶς, ποὺ σὰν μοι­χα­λί­δα ἔ­χει ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Θε­ό, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει, αὐ­τόν, τὸν κατ᾿ ὄ­νο­μα μό­νο Χρι­στια­νό, θὰ ντρα­πῶ καὶ Ἐ­γώ, ποὺ ἔ­γι­να πραγ­μα­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω ὅ­τι εἶ­ναι ἰ­δι­κός Μου, ὅ­ταν ἔλ­θω κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Μου Πα­ρου­σί­α μέ­σα στὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός Μου, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό τους ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους. Ναί! Θὰ τὸν ἀ­πο­κη­ρύ­ξω τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό, δὲν θὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω σὰν δι­κό Μου. Ἀλ­λά, γιὰ νὰ μὴν ἀ­πο­θαρ­ρυν­θεῖ­τε, σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω, κα­τα­λή­γει ὁ Κύ­ριος, πῶς ἀ­πὸ ἐ­σᾶς, ποὺ εἶ­σθε ἐ­δῶ τώ­ρα, εἶ­ναι με­ρι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­θά­νουν, πρὶν δοῦν τὴν ἐ­πὶ γῆς βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, νὰ ἔρ­χε­ται μὲ δύ­να­μη με­γά­λη καὶ νὰ κυ­ρια­ρχεῖ, καθ᾿ ὅν χρό­νο μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ τοῦ Να­οῦ της καὶ μὲ τὸν δι­α­σκορ­πι­σμὸ τῶν Ἑ­βραί­ων θὰ ἀ­να­τρέ­πε­ται ἡ Πα­λαι­ὰ τά­ξη καὶ δι­α­θή­κη.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, θὰ ντρα­πεῖ, λέ­γει, καὶ θὰ ἀ­πο­κη­ρύ­ξει κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Του Πα­ρου­σί­α ὡς μὴ δι­κό Του κα­θέ­ναν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ντρά­πη­κε στὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ ἐ­πο­χή του νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅ­τι εἶ­ναι πι­στὸς Χρι­στια­νὸς καὶ ὅ­τι ἀ­κο­λου­θεῖ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει στὴ ζω­ὴ του τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
Πε­ρὶ τῶν συμ­βι­βα­σμέ­νων Χρι­στια­νῶν ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος. Πε­ρὶ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων, ποὺ λέ­νε ὅ­τι πι­στεύ­ουν καὶ πη­γαί­νουν ἴ­σως στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως ντρέ­πον­ται νὰ τὸ φα­νε­ρώ­σουν αὐ­τὸ στὸ πε­ρι­βάλ­λον τους· στὴν ἐρ­γα­σί­α τους δη­λα­δὴ ἢ στὸ σχο­λεῖ­ο ἢ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἢ ἄλ­λοι ἐ­κεῖ ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν τὴ στρα­τι­ω­τι­κή τους θη­τεί­α. Ντρέ­πον­ται. Φο­βοῦν­ται. Τί φο­βοῦν­ται; Φο­βοῦν­ται τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ τὰ πει­ράγ­μα­τα τῶν ἀ­πί­στων ἀν­θρώ­πων. Οὐ­σι­α­στι­κὰ δη­λα­δὴ ἀρ­νοῦν­ται τὸν Κύ­ριο.
Δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν – δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με, κα­λύ­τε­ρα – ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ τὸ πε­ρι­γέ­λιο τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι με­γά­λη τι­μὴ νὰ τὰ δε­χθεῖ ὁ πι­στὸς Χρι­στια­νός. Εἶ­ναι τι­μὴ καὶ ὕ­ψι­στο προ­νό­μιο νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ δε­χθοῦ­με χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς χλευα­σμοὺς τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ ἀ­πο­στα­τη­μέ­νου κό­σμου. Καὶ θὰ ἔλ­θει κά­ποι­α μέ­ρα, ποὺ αὐ­τοὶ οἱ χλευα­σμοὶ θὰ γί­νουν ἡ δό­ξα καὶ τὸ καύ­χη­μά μας στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.
Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ἀ­δελ­φοί, πὼς ἡ γε­νε­ά μας – ἡ ἐ­πο­χή μας ὁ­λό­κλη­ρη – εἶ­ναι κατ᾿ ἐ­ξο­χὴ μοι­χα­λί­δα καὶ ἁ­μαρ­τω­λή, καὶ ἡ πί­ε­ση, ποὺ ἀ­σκεῖ μὲ τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὸν χλευα­σμὸ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­πὶ τῶν νέ­ων, εἶ­ναι κατ᾿ ἐ­ξο­χὴ πι­ε­στι­κή. Ὅ­μως ἐ­δῶ εἶ­ναι καὶ ὁ ἀ­γώ­νας μας, τῶν πι­στῶν! Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ κά­νου­με τὴν ὁ­μο­λο­γί­α μας. Ἁ­πλᾶ, τα­πει­νά, ἀλ­λὰ καὶ στα­θε­ρὰ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ σταυ­ρός, τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­λού­με­θα νὰ ση­κώ­σου­με.
Ἄλ­λω­στε – μὴ τὸ ξε­χνᾶ­με – δὲν εἴ­μα­στε μό­νοι. Μᾶς τὸ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τό­σο δυ­να­τὰ ἡ ση­με­ρι­νὴ ἑ­ορ­τή. Μπρο­στά μας προ­πο­ρεύ­ε­ται ὁ πρῶ­τος σταυ­ρο­φό­ρος, ὁ Κύ­ριος, αἴ­ρον­τας τὸν πιὸ βα­ρὺ Σταυ­ρὸ – ἀ­σή­κω­το! Καὶ τὸ πα­ρά­δο­ξο· ὄ­χι μό­νον προ­πο­ρεύ­ε­ται, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ἕ­να μυ­στι­κὸ τρό­πο εἶ­ναι καὶ δί­πλα στὸν κα­θέ­να μας καὶ μᾶς βο­η­θεῖ καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει.
Γιὰ νὰ ση­κώ­σου­με τὸν σταυ­ρό μας. Μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ θα­νά­του. Καὶ νὰ φθά­σου­με στὴν Ἀ­νά­στα­ση! Εἴ­θε ὅ­λοι μας!  
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου