Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)
(17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
Ἀ­δελ­φοί, πί­στει Μω­ϋσῆς μέ­γας γε­νό­με­νος ἠρ­νή­σα­το λέ­γε­σθαι υἱ­ὸς θυ­γα­τρὸς Φα­ραώ, μᾶλ­λον ἑ­λό­με­νος συγ­κα­κου­χεῖ­σθαι τ λα­ῷ το Θε­οῦ πρό­σκαι­ρον ἔ­χειν ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό­λαυ­σιν,  με­ί­ζο­να πλοῦ­τον ἡ­γη­σά­με­νος τν Αἰ­γύ­πτου θη­σαυ­ρῶν τν ὀ­νει­δι­σμὸν το Χρι­στοῦ, ἀ­πέ­βλε­πεν γρ ες τν μι­σθα­πο­δο­σί­αν. Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γού­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χού­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λαί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι. 
(Ἑβρ. ια΄[11] 24–26, 32-40)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί,ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πί­στε­ώς του ὁ Μω­ϋ­σῆς, ὅ­ταν με­γά­λω­σε κι ἔ­γι­νε ἄν­δρας, ἀρ­νή­θη­κε νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται βα­σι­λό­που­λο, γιὸς τῆς κό­ρης το­ῦ Φα­ρα­ὼ· θε­ώ­ρη­σε κα­λύ­τε­ρο καὶ προ­τί­μη­σε νὰ κα­κο­πα­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν λα­ὸ τοῦ Θεοῦ, πα­ρὰ νὰ ἔ­χει τὶς πρό­σκαι­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, νὰ ζεῖ δη­λα­δὴ ἄ­νε­τα καὶ μὲ τι­μὲς ὡς Αἰ­γύ­πτιος ἄρ­χον­τας μὲ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού κα­τα­πί­ε­ζαν τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Θε­ώ­ρη­σε με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το ἀ­πό τούς θη­σαυ­ροὺς καὶ τὰ ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου τὶς πε­ρι­φρο­νή­σεις πού ἔμοιαζαν μὲ τὸν ὀ­νει­δι­σμὸ καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση πού ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὑ­πέ­με­νε ὁ Χρι­στός. Κι αὐτά ὅ­λα δι­ό­τι εἶ­χε καρ­φω­μέ­να τὰ μά­τια του στὶς οὐ­ρά­νι­ες ἀν­τα­μοι­βές. Καὶ τί ἀ­κό­μη νὰ λέ­ω καὶ νὰ δι­η­γοῦ­μαι; Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω, δι­ό­τι δὲν θὰ μοῦ φτάσει ὁ χρό­νος νὰ διηγοῦμαι γιά τόν Γεδεών καὶ τὸν Βα­ράκ, τὸν Σαμ­ψών καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ τούς προ­φῆ­τες. Αὐτοί, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν πί­στη, κα­τα­πο­λέ­μη­σαν καὶ ὑπέταξαν βα­σί­λεια, κυ­βέρ­νη­σαν τὸν λα­ὸ μὲ δι­και­ο­σύ­νη, πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων πού τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λι­ον­τα­ρι­ῶν, ὅ­πως ὁ Δα­νι­ήλ, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, πῆ­ραν δύ­να­μη κι ἔ­γι­ναν κα­λὰ ἀ­πὸ ἀρρώστιες, ἀ­να­δεί­χθη­καν ἰ­σχυ­ροὶ καί ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐχθρικές πα­ρα­τά­ξεις καὶ τὰ πο­λυ­πλη­θῆ στρα­τεύ­μα­τά τους. Μὲ τὴν πί­στη πού εἶ­χαν στὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ δύ­να­μη τῶν προ­φη­τῶν οἱ γυ­ναῖ­κες πού ἀ­να­φέ­ρει ἡ Πα­λαι­ὰ Διαθήκη ξα­να­πῆ­ραν πί­σω ζων­τα­νὰ τὰ νε­κρὰ παι­διά τους πού ἀ­νέ­στη­σαν οἱ προ­φῆ­τες. Κι ἄλ­λοι δέ­θη­καν στὸ βα­σα­νι­στι­κὸ ὄρ­γα­νο πού λε­γό­ταν τύμ­πα­νο καὶ δάρ­θηκαν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πί­στη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἔτσι ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν τὸ σκλη­ρὸ αὐτό μαρ­τύ­ριο, γιὰ νὰ ἀ­να­στη­θοῦν σὲ μιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, πα­ρὰ νὰ ἔ­χουν μιὰ πρό­σκαι­ρη ἀποκατάσταση στή ζωή αὐτή. Κι ἄλ­λοι πά­λι δο­κί­μα­σαν ἐμπαιγμούς καὶ μα­στι­γώ­σεις, ἀ­κό­μη μά­λι­στα καὶ δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­σθη­καν, δο­κί­μα­σαν πολ­λοὺς πει­ρα­σμούς, θα­να­τώ­θη­καν μὲ σφα­γὴ ἀ­πὸ μα­χαί­ρι, πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν πλα­νό­διοι ἐ­δῶ κι ἐκεῖ. Φο­ροῦ­σαν γιὰ ρο­ῦχα προ­βι­ὲς καὶ γι­δο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἄ­ξι­ζε ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐτοί ἄν­δρες, κι οὔτε μπο­ροῦ­σε νὰ συγκριθεῖ μ’ αὐτούς. Πε­ρι­πλα­νιόν­τουσαν σὲ ἐ­ρημίες καὶ σὲ βου­νά, σὲ σπη­λι­ὲς καὶ σὲ τρύ­πες τῆς γῆς. Κι ὅ­λοι αὐτοί οἱ ἅ­γιοι ἄν­δρες, ἂν καὶ ἔ­λα­βαν ἐγ­κωμι­α­στι­κὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴν πί­στη τους, δὲν ἀ­πό­λαυ­σαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐ­ρά­νιας κλη­ρο­νο­μιᾶς. Κι αὐτό δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς προ­έ­βλε­ψε γιὰ μᾶς κά­τι κα­λύ­τε­ρο, ὥ­στε αὐτοί νὰ μὴ λά­βουν σὲ βαθ­μὸ τέ­λει­ο τὴ σω­τη­ρί­α τους χωρίς ἐμᾶς, ἀλλά νὰ τὴ λά­βου­με ὅ­λοι μα­ζί. Ἔ­τσι ἐμεῖς βρι­σκό­μα­στε τώ­ρα σὲ πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέ­ση ἀ­π’ αὐτούς· ὄ­χι μό­νο ἐ­πει­δὴ ζοῦμε στὰ χρό­νια της ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλά καὶ ἐ­πει­δὴ ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἀ­να­μο­νῆς γιὰ μᾶς εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρη.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ και­ρ ­κεί­ν ­θ­λη­σεν ­η­σος ­ξελ­θεν ες τν Γα­λι­λα­­αν, κα ε­ρ­σκει Φλιππον κα λ­γει α­τ· ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. ν δ Φλιππος ­π Βηθ­σα­ϊ­δ, κ τς π­λε­ως ν­δρ­ου κα Πτρου. ε­ρ­σκει Φλιππος τν Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· ν ­γρα­ψε Μω­ϋ­σς ν τ ν­μ κα ο προ­φ­ται, ε­ρ­κα­μεν, ­η­σον τν υ­ν το ­ω­σφ τν ­π Να­ζα­ρτ. κα ε­πεν α­τ Να­θα­να­λ· κ Να­ζα­ρτ δ­να­τα τι ­γα­θν ε­ναι; λ­γει α­τ Φλιππος· ἔρ­χου κα ­δε. ε­δεν ­η­σος τν Να­θα­να­λ ρ­χ­με­νον πρς α­τν κα λ­γει πε­ρ α­το· ἴ­δε ἀ­λη­θς σ­ρα­η­λ­της ν δ­λος οκ ­στι. λ­γει α­τ Να­θα­να­λ· πθεν με γι­ν­σκεις; ­πε­κρ­θη ­η­σος κα ε­πεν α­τ· πρ το σε Φλιππον φω­ν­σαι, ν­τα ­π τν συ­κν ε­δν σε. ­πε­κρί­θη Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· Ραβ­βί, σ ε υἱ­ὸς το Θε­οῦ, σ ε βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· ὄ­τι εἶ­πόν σοι, εἶ­δόν σε ὑ­πο­κά­τω τς συ­κῆς, πι­στε­ύ­εις; με­ί­ζω το­ύ­των ὄ­ψῃ.  κα λέ­γει αὐ­τῷ· ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἀ­π' ἄρ­τι ὄ­ψε­σθε τν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ῳ­γό­τα, κα τος ἀγ­γέ­λους το Θε­οῦ ἀ­να­βα­ί­νον­τας κα κα­τα­βα­ί­νον­τας ἐ­πὶ τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που.
                                                                                                  (Ιω. α΄[1] 44 – 52)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ!
Ὁ Κύ­ριος ἐ­κλέ­γει τοὺς πρώ­τους μα­θη­τές Του. Ἔ­χει ἤ­δη συ­νά­ψει τὴν γνω­ρι­μί­α του μὲ τὸν Ἀν­δρέ­α καὶ τὸν Πέ­τρο καί, κα­θς ἀ­πο­φα­σί­ζει ν᾿ ἀ­να­χω­ρή­σει γιὰ τὴν Γα­λι­λαί­α, ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρὸς τὸν Φί­λιπ­πο καὶ τοῦ λέ­γει: «Ἀ­κο­λού­θη­σέ με». Φλο­γε­ρ ψυ­χ ὁ Φί­λιπ­πος τρέ­χει ἀ­μέ­σως καὶ βρί­σκει τὸν φί­λο του Να­θα­να­λ καὶ τοῦ λέ­γει: Ε­ρή­κα­με Α­τόν, γιὰ τὸν Ὁ­ποῖ­ο ἔ­γρα­ψε ὁ Μω­υ­σς στὸν Νό­μο καὶ προ­φή­τευ­σαν οἱ Προ­φ­τες, τὸν Μεσ­σί­α! Ε­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὁ «υ­ς» τοῦ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ τὴν Να­ζα­ρέτ.
–Ἀ­πὸ τὴν Να­ζα­ρέτ; ἀ­πο­ρεῖ ὁ Να­θα­να­ήλ. Ἀλ­λὰ ε­ναι δυ­να­τν νὰ βγεῖ τί­πο­τε κα­λ ἀ­πὸ α­τ τὸ κα­κό­φη­μο καὶ ἀ­σή­μαν­το χω­ριό;
– «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε»! Ἔ­λα καὶ θὰ δεῖς! ἀ­παν­τά­ει α­θόρ­μη­τα καὶ ζω­η­ρ ὁ ἐν­θου­σι­ώ­δης Φί­λιπ­πος, πα­ρα­κι­νών­τας τὸν φί­λο του νὰ ἀ­πο­βά­λει τὶς προ­κα­τα­λή­ψεις καὶ νὰ ἔλ­θει νὰ δι­α­πι­στώ­σει μὲ τὰ ἴ­διά του τὰ μά­τια τὴ με­γά­λη α­τ ε­λο­γί­α.
ΕΛΑ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΣ!
Κυ­ρια­κ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας σή­με­ρα. Ἡ ἁ­γί­α μας Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει τὴν ὀ­νο­μα­στι­κή της ἑ­ορ­τή. Τί ἑ­ορ­τή! Ἑ­ορ­τά­ζει τὴν συν­τρι­β τῶν φο­βε­ρν α­ρε­τι­κν, τῶν Ε­κο­νο­μά­χων, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λων τῶν ἄλ­λων α­ρε­τι­κν καὶ ἒ­χθρῶν της, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὴν πο­λέ­μη­σαν διὰ μέ­σου τῶν α­ώ­νων.
Καὶ για­τί τὴν πο­λέ­μη­σαν; Ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι ἤ­θε­λαν – ὄρ­γα­να τοῦ δι­α­βό­λου ἦ­σαν – νὰ ἁρ­πά­ξουν τὸν πο­λύ­τι­μο, τὸν ἀ­τί­μη­το θη­σαυ­ρό της, νὰ τῆς στε­ρή­σουν τὸν ΧΡΙΣΤΟ! Α­τόν, ποὺ ε­ναι ὁ πλο­τος της, ἡ ζω­ή της, ἡ χα­ρά της, τὸ πᾶν! Δη­λα­δ νὰ νο­θεύ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια πε­ρ τοῦ Χρι­στο ὡς τε­λεί­ου Θε­ο καὶ τε­λεί­ου ἀν­θρώ­που ταυ­τό­χρο­να. Ὅ­μως α­τ τὸ πα­νά­κρι­βο μαρ­γα­ρι­τά­ρι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας τὸ π­ρε ἀ­πὸ τὰ ἅ­για χέ­ρια τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ ἐπ᾿ ο­δε­ν λό­γ δέ­χε­ται νὰ ἀλ­λά­ξει ἔ­στω καὶ ἕ­να γι­ώ­τα ἀ­πὸ τὴν θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους καὶ μὲ πο­τα­μος α­μά­των ἀ­γω­νί­στη­κε νὰ τὸ φυ­λά­ξει ἀ­κέ­ραι­ο καὶ ὁ­λό­λαμ­προ διὰ μέ­σου τῶν α­ώ­νων. Γι᾿ α­τ καὶ σὲ κά­θε ἐ­πο­χή, καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὴ ση­με­ρι­ν ἐ­πο­χή, ποὺ τυ­φλω­μέ­νοι καὶ ἀ­βο­ή­θη­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι ψά­χνουν ἐ­δῶ καὶ κεῖ γιὰ μί­α στα­γό­να χα­ρ καὶ δὲν τὴν βρί­σκουν, ἡ ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας α­τ τὸ μή­νυ­μα ἔ­χει καὶ μπο­ρε καὶ πρέ­πει νὰ ἀ­πευ­θύ­νει πρὸς ὅ­λους:
-«Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε»! Ἔ­λα καὶ θὰ δεῖς! Ἄν­θρω­πε, ψά­χνεις νὰ βρεῖς τὴ χα­ρά; Ζη­τς νὰ ἀ­πο­κτή­σεις ε­τυ­χί­α; Θέ­λεις νὰ ζή­σεις α­ώ­νια; «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε»! Ἐ­δῶ ἔ­λα, ἐ­δῶ σὲ μέ­να, δη­λα­δ στὸν Χρι­στό, τὸν Ὁ­ποῖ­ο ὡς ἀ­τί­μη­το μαρ­γα­ρι­τά­ρι κα­τέ­χω, ἢ μλ­λον Ἐ­κεῖ­νος μὲ κα­τέ­χει καὶ μὲ τὴ θε­ϊ­κ Πα­ρου­σί­α Του γε­μί­ζει τὰ πάν­τα ἐν­τός μου καὶ ζω­ο­γο­νε ὅ­λον τὸν θε­αν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό μου. Ἐ­δῶ λοι­πν θὰ τὰ βρεῖς ὅ­λα καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ­σα ἐ­πι­θυ­μεῖς καὶ ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ,τι μπο­ρες νὰ φαν­τα­στες. Μό­νον ἔ­λα! Ἔ­λα καὶ θὰ δεῖς! Τί τρέ­χεις στὰ κα­τώ­για τοῦ κό­σμου τού­του; Τί ψά­χνεις στὸν θό­ρυ­βο, τοὺς χο­ρος καὶ τὶς δι­α­σκε­δά­σεις νὰ βρεῖς χα­ρά; Τὶ ἐ­ρευ­νᾶς στοὺς σκο­τει­νος καὶ ἀ­δι­έ­ξο­δους δρό­μους τῆς ἀ­φι­λό­σο­φης φι­λο­σο­φί­ας καὶ τῆς ὅ­ποι­ας γή­ι­νης ἐ­πι­στή­μης νὰ βρεῖς ἱ­κα­νο­ποί­η­ση; Ἁ­πλῶς βα­σα­νί­ζε­σαι καὶ τα­λαι­πω­ρε­σαι ἀ­δί­κως. Ὅ­λα α­τ χω­ρς τὸν Χρι­στ μά­ται­α ε­ναι, πάν­τα πει­να­σμέ­νο καὶ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το θὰ σὲ ἀ­φή­νουν. Πο­λ πε­ρισ­σό­τε­ρο: τί ζη­τς στὶς α­ρέ­σεις, στὶς τό­σες πλά­νες, στοὺς πνευ­μα­τι­σμούς, στοὺς ἀ­πο­κρυ­φι­σμούς, στὴ Μασ­σω­νί­α, στὶς Ἰν­δου­ϊ­στι­κὲς κα­κο­δαι­μο­νί­ες, ὅ­που μό­νο σκο­τά­δι καὶ σύγ­χυ­ση ὑ­πάρ­χει;
Α­τ ποὺ ζη­τς, ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ἐ­δῶ βρί­σκε­ται. Μό­νο μὴ κολ­λς σὲ προ­κα­τα­λή­ψεις, μὴ ἐ­πη­ρε­ά­ζε­σαι ἀ­πὸ συ­κο­φαν­τί­ες ἢ ἀ­πὸ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες κά­ποι­ων παι­δι­ν μου. Ξε­πέ­ρα­σέ τα ὅ­λα α­τ καί:
«Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε»! Ἔ­λα καὶ θὰ δεῖς! Ἢ μλ­λον: Θὰ Τὸν δεῖς! Α­τν τὸν Ζν­τα καὶ Ζω­ο­δό­τη Κύ­ριο, τὸν Σω­τή­ρα σου καὶ Σω­τή­ρα τοῦ κό­σμου ὅ­λου.
2. ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΟΙΚΤΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ!
Ε­λι­κρι­νς στὶς ἀ­να­ζη­τή­σεις του ὁ Να­θα­να­λ πεί­θε­ται ἀ­πὸ τὰ λό­για τοῦ Φί­λιπ­που καὶ τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ. Καὶ τί ἔκ­πλη­ξη! Τὴ στιγ­μ ποὺ πλη­σιά­ζει τὸν Κύ­ριο, ἀ­κού­ει νὰ λέ­γει Ἐ­κεῖ­νος: Νά, ἕ­νας γνή­σιος καὶ ἀ­λη­θι­νὸς Ἰσ­ρα­η­λί­της, στὴν καρ­δι τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν ὑ­πάρ­χει δο­λι­ό­της καὶ πο­νη­ρί­α. Ἀ­πο­ρεῖ ὁ Να­θα­να­λ καὶ ἐ­ρω­τᾶ: Ἀ­πὸ ποῦ μὲ γνω­ρί­ζεις; Δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἡ ἀ­πο­ρί­α του, ἀλ­λὰ πό­σο α­τ με­γα­λώ­νει μὲ τὴν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου: Πρὶν ἀ­κό­μη σὲ φω­νά­ξει ὁ Φί­λιπ­πος, σὲ ε­δα ἐ­κεῖ ποὺ ἤ­σουν, κά­τω ἀ­πὸ τὴν συ­κιά! Φαί­νε­ται, λέ­γουν οἱ ἑρ­μη­νευ­τές, πὼς ὁ Να­θα­να­λ προ­σευ­χό­ταν κρυμ­μέ­νος κά­τω ἀ­πὸ τὴ συ­κιά, γι᾿ α­τ καὶ ἡ ἀρ­χι­κὴ ἀ­πο­ρί­α του με­τα­βάλ­λε­ται τώ­ρα σὲ ἔκ­πλη­ξη καὶ θαυ­μα­σμό. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Φί­λιπ­πος ε­χε δί­κιο – βρι­σκό­ταν μπρο­στ στὸν με­γά­λο ἀ­να­με­νό­με­νο τῶν α­ώ­νων, τὸν Μεσ­σί­α. Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος λοι­πν ἀ­πὸ ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ πί­στη φω­νά­ζει: Δι­δά­σκα­λε, ἐ­σὺ ε­σαι ὁ Υ­ς τοῦ Θε­ο, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Βα­σι­λις τοῦ ἔ­θνους μας, τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Λοι­πόν, τοῦ λέ­γει ὁ Κύ­ριος, ἐ­πί­στευ­σες μό­νον καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ σοῦ ε­πα ὅ­τι σὲ ε­δα κά­τω ἀ­πὸ τὴν συ­κιά; Θὰ δεῖς με­γα­λύ­τε­ρα καὶ θαυ­μα­στό­τε­ρα ἀ­πὸ α­τό. Σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω, πρό­σθε­σε, πὼς ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ πέ­ρα θὰ βλέ­πε­τε τὸν Ο­ρα­ν νὰ εναι ἀ­νοι­κτὸς καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους τοῦ Θε­ο νὰ ἀ­νε­βαί­νουν καὶ νὰ κα­τε­βαί­νουν «ἐ­πὶ τὸν υ­ν τοῦ ἀν­θρώ­που». Υ­ν τοῦ ἀν­θρώ­που ὀ­νό­μα­ζε ὁ Κύ­ριος τὸν ἴ­διο τὸν Ἑ­αυ­τό Του, γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­νει πὼς Α­τός, ὁ Υ­ς τοῦ Θε­ο καὶ Θε­ός, ἔ­γι­νε καὶ ἄν­θρω­πος πραγ­μα­τι­κός, γιὰ νὰ σώ­σει τὸ γέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου.
ΑΠΟ ΤΩΡΑ θὰ βλέ­πε­τε τὸν Ο­ρα­ν ἀ­νοι­κτό, ε­πε. «Ἀπ᾿ ἄρ­τι ὄ­ψε­σθε τὸν ο­ρα­νν ἀ­νε­ω­γό­τα». Καὶ πράγ­μα­τι, μὲ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Κυ­ρί­ου μας στὴ γῆ ὁ Ο­ρα­νς ἄ­νοι­ξε. Ἄ­νοι­ξε τὴ νύ­χτα τῆς Γεν­νή­σε­ώς Του, ὅ­ταν ὁ­λό­κλη­ρη στρα­τι ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων ἐκ­χύ­θη­κε στὴν γῆ ψάλ­λον­τας τὸν συγ­κλο­νι­στι­κό­τε­ρο ὅ­λων τῶν ὕ­μνων: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ καὶ ἐ­πὶ γῆς ε­ρή­νη ἐν ἀν­θρώ­ποις ε­δο­κί­α». Ἄ­νοι­ξε κα­τ τὴν ὥ­ρα τῆς Βα­πτί­σε­ώς Του στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, ὅ­ταν τὸ Ἅ­γιον Πνε­μα ὡς Πε­ρι­στε­ρ κα­τέ­βη­κε πά­νω Του καὶ ἡ φω­ν τοῦ Θε­ο Πα­τρς ἀ­κού­στη­κε νὰ λέ­γει. Ἐ­σὺ ε­σαι ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος μου υ­ός, ἀ­πὸ σέ­να ε­μαι ἀ­πο­λύ­τως ε­χα­ρι­στη­μέ­νος, σὲ σέ­να ε­α­ρε­στή­θη­κα. Ἄ­νοι­ξε... καὶ ἔ­μει­νε ἀ­νοι­κτὸς καθ᾿ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς  ἐ­πὶ γῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ἀ­πὸ τό­τε μέ­νει ἀ­νοι­κτὸς ὅ­λους τους α­­νες.
Μέ­νει ἀ­νοι­κτός! Καὶ α­τ ἀ­κρι­βῶς ε­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας: Ὁ Ο­ρα­νς ἀ­νοι­κτός! Γι᾿ α­τ καὶ ε­ναι ἀ­πό­λυ­τη καὶ ἀ­συμ­βί­βα­στη στὴν πί­στη της καὶ τὴν ἀ­λή­θειά της, τὴν ὁ­ποί­α πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ στό­μα τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Θε­ο, τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι θέ­λει νὰ κρα­τή­σει τὸν Ο­ρα­ν ἀ­νοι­κτό. Νὰ μπο­ρε δη­λα­δ νὰ προ­σφέ­ρει στοὺς πι­στούς της ὅ­λων τῶν α­ώ­νων τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ συ­ναν­τον τὸν Θε­ καὶ νὰ ἐ­νώ­νον­ται μα­ζί Του α­ώ­νια.
Ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε, ὅ­πως βλέ­που­με, ἐ­δῶ στὴν ἰ­δέ­α, ποὺ ἀ­να­πτύ­ξα­με στὴν ἀρ­χὴ τῆς ὁ­μι­λί­ας μας, ὅ­ταν μι­λή­σα­με γιὰ τὸν ἀ­τί­μη­το θη­σαυ­ρό, ποὺ κα­τέ­χει ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας. Α­τς ε­ναι ὁ θη­σαυ­ρός της: ὁ Χρι­στός! Ὄ­χι ὅ­μως γιὰ νὰ μέ­νει ἀ­πρό­σι­τος στοὺς Ο­ρα­νούς, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ μπο­ρε νὰ προ­σφέ­ρε­ται στὸν κα­θέ­να μας. Καὶ α­τ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὸ νὰ μέ­νει ἀ­νοι­κτὸς ὁ Ο­ρα­νός, δη­λα­δ ζων­τα­νή, γνή­σια καὶ ἀ­νό­θευ­τη ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.
Δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια τώ­ρα, ἀ­δελ­φοί, ὁ Ο­ρα­νς μέ­νει ἀ­νοι­κτὸς καὶ ὁ δρό­μος πρὸς τὸν Θε­ ἐ­πί­σης, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α.
Α­τ βέ­βαι­α ε­ναι ἕ­να θα­μα τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­ο. Ε­ναι ὅ­μως καὶ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἡ­ρω­ι­κῶν ἀ­γώ­νων τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας, ποὺ μὲ θυ­σί­ες καὶ α­μα κρά­τη­σαν τὴν πόρ­τα τοῦ Ο­ρα­νο ἀ­νοι­κτή, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ δαι­μο­νι­κς φά­λαγ­γες μέ­σ κυ­ρί­ως τῶν α­ρέ­σε­ων ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νὰ τὴν κλεί­σουν, νο­θεύ­ον­τας τὸν ἀ­τί­μη­το θη­σαυ­ρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας, τὴν ἀ­λή­θειά της. Ἀ­ρεια­νοί, Πνευ­μα­το­μά­χοι, Νε­στο­ρια­νοί, Μο­νο­φυ­σί­τες, Ε­κο­νο­μά­χοι, ὅ­λα τὰ τέ­ρα­τα τῆς Κο­λά­σε­ως ἐ­ξο­λο­θρεύ­θη­καν ἀ­πὸ τὰ πα­νί­σχυ­ρα ὅ­πλα τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας.
Ἀλ­λὰ ὁ δι­ά­βο­λος ἡ­συ­χά­ζει; Νά! Στὶς μέ­ρες μας ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἔ­χει ἀρ­χί­σει πά­λι νὰ σκο­τει­νιά­ζει. Ἡ σκο­τει­ν ἄ­βυσ­σος, ἡ πλά­νη – Προ­τε­στάν­τες, Πα­πι­κοί, Μο­νο­φυ­σί­τες – με­τα­μορ­φω­μέ­νοι σὲ πρό­βα­τα πλη­σιά­ζουν πά­λι ὕ­που­λα. Καὶ κά­ποι­ες φω­νς συμ­βι­βα­σμο τοῦ φω­τς μὲ τὸ σκο­τά­δι μὲ τέ­χνη καὶ δο­λι­ό­τη­τα δι­ο­χε­τεύ­ον­ται πρὸς τὸ πλή­ρω­μα τῆς ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας. Ε­ναι οἱ φω­νς τῶν σύγ­χρο­νων ὀ­πα­δῶν τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος, τοῦ προ­δό­του α­το τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος συμ­βι­βά­στη­κε μὲ τὸν Πά­πα καὶ προ­σχώ­ρη­σε στὴν πα­πι­κ α­ρε­ση, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Ε­γε­νι­κς ἔ­δι­νε τὴν κρί­σι­μη μά­χη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὴν Ψευ­δο-σύ­νο­δο Φερ­ρά­ρας – Φλω­ρεν­τί­ας τὸ 1439.
Ἴ­σως ἡ ὥ­ρα νέ­ων πο­λέ­μων νὰ ἔ­χει κι­ό­λας ση­μά­νει.
Α­τ κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­λοι τί ση­μαί­νει. Καὶ ἐ­μεῖς καὶ ὅ­σοι δι­α­λέ­γουν τοὺς δρό­μους τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου