Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ (1950-2021)

 Συμπληρώνονται σήμερα 40 μέρες ἀπὸ τὴν ἐν Κυρίῳ κοίμησιν τοῦ λίαν Σεβαστοῦ καὶ Ἀγαπητοῦ μας π. Γρηγορίου Μουσουρούλη. Το Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του τελέστηκε σήμερα τὸ πρωὶ στὴν Λεμεσὸ στὸν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας.

Ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Πάφο τιμοῦμε τὴν μνήμη του μὲ ἕνα ἄρθρο ἀγάπης ποὺ ἔγραψε ὁ Ἀγαπητός ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ Ἀντώνης Πιλλάς μὲ τὴν γλαφυρή του γραφίδα τοῦ ποιητοῦ. Ἀπ᾿ ὅτι μοῦ εἶπε τὸ δημοσίευσε καὶ στὸν ἡμερίσιο τύπο.
Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη, άδελφοῦ καὶ συλλετουργοὺ ἡμῶν γενομένου ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ.

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ (1950-2021)



Ἀ­πὸ τὸ μι­κρὸ χω­ριὸ τοῦ μυ­ρο­βό­λου νη­σιοῦ τῆς Χί­ου τὸν Δαφ­νώ­να, ὅ­που γεν­νή­θη­κε, ὁ νε­α­ρὸς Γρη­γό­ριος, παι­δὶ φτω­χῆς ἀ­γρο­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας κα­τέ­βαι­νε σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα ὄρ­θρου βα­θέ­ος με το γαϊ­δου­ρά­κι του φορ­τω­μέ­νο μὲ τὰ κη­πευ­τι­κὰ καὶ ἄλ­λα χορ­τα­ρι­κὰ τοῦ κή­που τῆς φα­μί­λιας στὴν λα­χα­να­γο­ρὰ τῆς μι­κρῆς πο­λι­τεί­ας. Εὐ­λο­γη­μέ­νη ὑ­πα­κο­ὴ καὶ μό­χθος γιὰ νὰ βγαί­νουν τὰ ἔ­ξο­δα τοῦ σπι­τιοῦ.

Εὐ­στα­λής, ψη­λό­κορ­μος, σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νος καὶ πάν­τα κα­τα­δε­κτι­κὸς γιὰ ὅ­λους. Μὲ κα­λο­συ­νά­το χα­μό­γε­λο κα­λη­μέ­ρι­ζε ὅ­ποι­ον συ­ναν­τοῦ­σε στὸν δρό­μο, γέ­ρον­τες καὶ γε­ρόν­τισ­σες στὰ κα­τώ­φλια τους, ἔ­ξω ἀπ᾿ τὶς ἀ­νοι­χτὲς θύ­ρες, καὶ παι­δά­κια ἀ­νέ­με­λα, σκορ­πι­σμέ­να στὰ καν­τού­νια καὶ στὰ καλ­ντε­ρί­μια.

Εἶ­χε ὁ Γρη­γό­ριος πό­θο κρυ­φὸ καὶ ἔ­φε­ση γιὰ τὰ γράμ­μα­τα καὶ κά­θε νύ­χτα κά­τω ἀπ᾿ τὸ φῶς τοῦ λυ­χνα­ριοῦ με­λε­τοῦ­σε μὲ προ­σο­χὴ καὶ κα­ταρ­τι­ζό­ταν σὰν κα­λὸς μα­θη­τὴς μὲ ὄ­νει­ρο κρυ­φὸ νὰ συ­νε­χί­σει τὶς σπου­δές του σὲ με­γα­λύ­τε­ρα θρα­νί­α. Ἔ­τσι, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, σὰν τε­λεί­ω­σε τὸ Γυ­μνά­σιο γρά­φτη­κε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης στὸ τμῆ­μα τῆς Φι­λο­λο­γί­ας.  

Μα­ζὶ μὲ τὴν ἀ­γά­πη του γιὰ τὰ γράμ­μα­τα ἔ­λα­βε ὁ Γρη­γό­ριος καὶ κα­λὴ πα­ρα­κα­τα­θή­κη ἀ­πὸ τοὺς τα­πει­νοὺς καὶ πι­στοὺς γο­νιούς του ποὺ ἀ­γα­ποῦ­σαν καὶ βί­ω­ναν – ὅ­πως γνω­ρί­ζουν οἱ τα­πει­νοὶ καὶ ἁ­πλοὶ ἄν­θρω­ποι τοῦ λα­οῦ – τὴν ἀ­θά­να­τη, θεί­α δι­δα­σκα­λί­α καὶ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐγ­κάρ­δια συμ­με­το­χή τους στὴν λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ὴ καὶ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι μα­ζὶ μὲ τὸ πτυ­χί­ο τοῦ φι­λο­λό­γου σὰν προ­θά­λα­μο, προ­χώ­ρη­σε στὴν πιὸ με­γά­λη ἀ­γά­πη του τὴ Θε­ο­λο­γί­α.

Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε τὸ στρα­τι­ω­τι­κό του ἔ­φτα­σε στῆς Ἀ­θή­νας τὸ πο­λύ­βου­ο καὶ ἄ­ξε­νον ἄ­στυ ὅ­που βρῆ­κε κα­τα­φύ­γιο καὶ ζε­στὴ φω­λιὰ στὸ οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο τοῦ ΣΩΤΗΡΟΣ ποὺ τό­σα παι­διὰ μά­ζε­ψε καὶ ἀ­νά­θρε­ψε καὶ σω­στὰ κα­ταρ­τι­σε μέ­σα στὴ σύγ­χρο­νη Βα­βυ­λώ­να τῆς πο­λι­τεί­ας. Γρή­γο­ρα, μὲ τὸ τα­πει­νό του φρό­νη­μα καὶ ἦ­θος, τὴν ὑ­πα­κο­ὴ τὴν ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα καὶ τὸν ζῆ­λο του, ἀ­νέ­λα­βε δι­ά­φο­ρα πό­στα στὸ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἀ­δελ­φό­τη­τος τοῦ ΣΩΤΗΡΟΣ. Ὅ­σοι τὸν ἔ­ζη­σαν στὸ Ἀ­γρί­νιο καὶ ἀλ­λα­χοῦ θυ­μοῦν­ται ἀ­γα­πη­τι­κὰ καὶ μὲ συγ­κί­νη­ση τὸ πέ­ρα­σμά του για­τί ἤ­ξε­ρε ἁ­πλὰ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει τὴ μέ­θο­δο τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς προ­σφο­ρᾶς. Κα­λὸς ἄ­νε­μος σὲ λί­γα χρό­νια τὸν ἔ­φε­ρε στὴ Λε­με­σὸ τῆς πο­λύ­πα­θης τῆς αὐ­τά­δελ­φης τῆς Χί­ου, νή­σου Κύ­πρου.

Κι ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ λα­χα­να­γο­ρὰ τῆς Χί­ου καὶ τὰ δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα πό­στα τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος ἔ­φτα­σε στὴ θεί­α ἀ­γο­ρὰ τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος του Χρι­στοῦ γιὰ ν᾿ ἀ­φή­σει κι ἐ­δῶ ἐ­πο­χὴ μὲ τὸ ἦ­θος, τὶς ὀρ­γα­νω­τι­κές του ἱ­κα­νό­τη­τες, τὴν προ­σή­λω­ση καὶ τὴν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά του.

Ται­ρί­α­ζε ἡ χι­ώ­τι­κη κα­τα­γω­γή του μὲ τὴ Λε­με­σὸ ὅ­που κα­τοι­κεῖ γιὰ πάν­τα μέσ᾿ ἀ­πὸ χρό­νους σκο­τει­νοὺς και­ροὺς ἡ σκιὰ τῆς Ἑ­λέ­νης τῆς Χι­ώ­τισ­σας ποὺ ἀ­πὸ τὴν Χιὸν τὴν μα­κελ­λε­μέ­νην, κα­τὰ τὸν ποι­η­τὴ, βρέ­θη­κε σκλά­βα τοῦ Τούρ­κου ἀ­γὰ γιὰ νὰ ξε­φύ­γει με­τὰ μὲ τὸ τολ­μη­ρὸ σχέ­διο τῆς θκει­ούλ­λας Χα­τζη­μα­ρί­ας σὲ συ­νέρ­γεια μὲ τὸν ἀ­δελ­φό της ποὺ ἦρ­θε στὴ Λε­με­σὸ μὲ τὸ κα­ρά­βι του ἐ­πὶ τοῦ­το. Ταί­ρια­ξε ἀ­κό­μα πιὸ πο­λὺ μὲ τοὺς κυ­πρί­ους ἀ­δελ­φούς του, τοὺς προ­ερ­χό­με­νους ἀ­πὸ κά­θε τά­ξη καὶ ἠ­λι­κί­α, ἀ­δελ­φοὺς πι­στούς, φι­λα­κό­λου­θους καὶ κα­λοὺς συ­νερ­γά­τες.

Ἡ κα­λὴ πο­λι­τεί­α, ὁ βί­ος ὁ ἐ­νά­ρε­τος ἡ κα­τάρ­τι­ση ,τὸ ἦ­θος μὲ τὴν κα­λὴν ἔ­ξω­θεν μαρ­τυ­ρί­α ὁ­δή­γη­σαν τὸν Γρη­γό­ριο, χω­ρὶς ποτὲ ὁ ἴ­διος νὰ τὸ ἐ­πι­ζη­τή­σει, στὸ ὕ­ψι­στο ἀ­ξί­ω­μα τῆς ἱ­ε­ρο­σύ­νης. Σφό­δρα γιὰ τοῦ­το χά­ρη­καν φί­λοι καὶ γνω­στοί του.Ἐν­δε­δυ­μέ­νος τὸ τί­μιο ρά­σο συ­νέ­χι­σε μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο τὴν προ­σφο­ρά του ὡς ἱ­ε­ρουρ­γός, κα­τη­χη­τής, κυκλάρχης, ὁ­μι­λη­τὴς ἐ­κτε­λών­τας ταυ­τό­χρο­να μὲ πα­ροι­μι­ώ­δη εὐ­συ­νει­δη­σί­α καὶ ὑ­πα­κο­ὴ τὸ ἔρ­γο ποὺ τοῦ ἀ­νε­τε­θη, στὸ με­τα­ξὺ, τοῦ ἀρ­χι­γραμ­μα­τέ­ος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου.

Ἀ­νέλ­πι­στα, ὅ­πως πλει­στά­κις συμ­βαί­νει, ἡ κοι­νὴ μοί­ρα τῶν θνη­τῶν, ὁ θά­να­τος τὸν ἐ­πε­σκέ­φθη. Θά­να­τος ὀ­δυ­νη­ρὸς ἀ­πὸ τὴ νό­σο τοῦ κο­ρω­νοι­οῦ. Καρ­διὰ τοῦ χει­μώ­να τοῦ 21, Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 11.

Βα­ρειὰ συν­νε­φιά,κλει­σού­ρα,κρύ­ο. Καὶ τὸ κρυ­α­δε­ρὸ χέ­ρι τοῦ θα­νά­του ἔ­κο­ψε τῆς ζω­ῆς του τὸ νῆ­μα γιὰ νὰ σκορ­πί­σει ἄ­φα­τη θλί­ψη στοὺς προ­σφι­λεῖς καὶ συ­νερ­γά­τες του.

Ἔ­τσι δι­α­γρά­φη­κε ἡ λαμ­πρὴ πο­ρεί­α τοῦ βί­ου του ἀ­πὸ τὸ μι­κρὸ χω­ριὸ τῆς Χί­ου τὸν Δαφ­νώ­να, ἕ­ως πό­λεις ἀ­γα­πη­μέ­νες τῆς πα­τρί­δας κι ἕ­ως τὶς πό­λεις καὶ τὰ χω­ριά τῆς ἡ­μι­κα­τε­χό­με­νης Κύ­πρου ποὺ τοῦ ἔ­γι­νε δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα. Ἀ­πὸ τὸν Δαφ­νώ­να σὲ ἀν­θη­ρό του Πα­ρα­δεί­σου λει­μώ­να, μὲ τὰ φτε­ρου­γί­σμα­τα λευ­κῶν ἀγ­γέ­λων, τὶς ἱ­ε­ρὲς σκι­ὲς προ­γό­νων, τὴ φω­τει­νὴ σκιὰ τοῦ συμ­πα­τρι­ώ­τη του Γ. Βε­ρί­τη νὰ τὸν συ­νο­δεύ­ουν.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ-ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου