Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
   Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ε΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
(1 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2015)

Ο Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΟΣ (Τ­ΩΝ ΑΓΙΩΝ)    
Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.  
                             (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ [12] 27 – ιγ΄[13] 8)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀ­δ­ε­λ­φ­οί, ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί εἶστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη, πού ὁ καθένας σας ἀνάλογα μέ τό χάρισμά του ἔχει μία θέση καί κάποιο μέρος στή ζωή τοῦ συνόλου. Καί βέβαια ὁ Θεὸς τοποθέτησε στήν Ἐκκλησία τόν καθένα στήν ὁρισμένη του θέση. Στήν πρώτη θέση τούς Ἀποστόλους, στή δεύτερη τούς προφῆτες, στήν τρίτη τούς διδασκάλους. Ἔπειτα ἄλλους τούς ἔθεσε νά κάνουν κάθε εἴδους θαύματα, ἄλλους νά ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν, χαρίσματα προστασίας τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν, τῶν κάθε εἴδους ἀσθενῶν  χαρίσματα διακυβερνήσεως καὶ διοικήσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία  χαρίσματα διαφόρων γλωσσῶν. Στὸν καθένα ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ δικό του χάρισμα. Μήπως ὅλοι εἶναι Ἀπόστολοι; Μήπως ὅλοι εἶναι προφῆτες; Μήπως ὅλοι εἶναι διδάσκαλοι; Μήπως ὅλοι ἔχουν θαυματουργικά χαρίσματα; Μήπως ὅλοι ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν; Μήπως ὅλοι μιλοῦν γλῶσσες; Μήπως ὅλοι ἔχουν τὸ χάρισμα νὰ διερμηνεύουν γλῶσσες; Ἐπιδιώκετε λοιπὸν μέ ζῆλο τὰ χαρίσματα πού φέρνουν μεγαλύτερη ὠφέλεια, καί γι' αὐτό εἶναι καί ἀνώτερα. Καί τώρα σᾶς δείχνω ἕναν πολὺ ἀνώτερο ἀκόμη δρόμο, καὶ μέσο ἔξοχο καὶ ὑπέροχο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποκτῶνται τὰ καλύτερα χαρίσματα. Καὶ τὸ μέσο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι μιλῶ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, μοιάζω μέ τόν ἄψυχο χαλκό πού βουΐζει ὅταν τόν χτυποῦν, ἢ μέ τό κύμβαλο πού βγάζει θορυβώδη ἦχο χωρίς κάποια σημασία. Κι ἄν ἔχω τό χάρισμα τῆς προφητείας καί γνωρίζω ὅλα τά μυστικά σχέδια τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ καί ἔχω ὅλη τή γνώση πού μπορεῖ νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν ἔχω ὅλη τὴν πίστη, ὥστε νά μετακινῶ ἀκόμη καί βουνά, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν εἶμαι τίποτε. Κι ἄν διαθέσω ὅλα τά ὑπάρχοντά μου γιά νά θρέψω μέ ψωμιά τούς φτωχούς, κι ἄν παραδώσω τό σῶμά μου γιά νά καῶ, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δέν ὠφελοῦμει σέ τίποτε ἀπό τίς θυσίες αὐτές. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικός καί μέ πλατιά καρδιά  γίνεται εὐεργετικός καί ὠφέλιμος. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη δέν φθονεῖ, δέν ξυπάζεται καί δέν φέρεται μέ ἀλαζονεία καὶ αὐθάδεια· δέν φουσκώνει ἀπό οἴηση καί ὑπερηφάνεια  δέν κάνει τίποτε τό ἄσχημο, δέν ζητᾶ τά δικά του συμφέροντα, δέν ἐρεθίζεται ἀπό θυμό καί ὀργή, δέν σκέπτεται ποτέ κακό ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οὔτε λογαριάζει τό κακό πού ἔπαθε ἀπ' αὐτόν. Δέν χαίρεται ὅταν βλέπει νὰ γίνεται κάτι ἄδικο, χαίρεται ὅμως ὅταν βλέπει τήν ἀλήθεια νὰ ἐπικρατεῖ. Σκεπάζει ὅλες τίς ἐλλείψεις τοῦ ἄλλου καί δέν τόν διαπομπεύει γι' αὐτές  σχηματίζει εὐνοϊκή πεποίθηση σέ ὅλα γι' αὐτόν πού ἀγαπᾶ. Κι ὅταν βρίσκεται μπροστά σέ παρεκτροπές τοῦ ἄλλου, ἐλπίζει ὅτι ἀπ' ὅλες αὐτές θά διορθωθεῖ  σ' ὅλα δείχνει ὑπομονή γιά τόν συνάνθρωπό του. Ἡ ἀγάπη δέν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλά μένει πάντοτε ἀληθινή καί ἰσχυρή, ἀκόμη καί μετά τό θάνατό μας.
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Ε­ἶ­π­εν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ος τ­ις ν π­λ­ο­ύ­σ­ι­ος, κ­αὶ ἐ­ν­ε­δ­ι­δ­ύ­σ­κ­ε­το π­ο­ρ­φύ­ρ­αν κ­αὶ β­ύ­σ­σ­ον ε­ὐ­φ­ρ­α­ι­ν­ό­μ­ε­ν­ος κ­α­θ' ἡ­μ­έ­ρ­αν λ­α­μ­π­ρ­ῶς. π­τ­ω­χ­ὸς δ τ­ις ν ὀ­ν­ό­μ­α­τι Λ­ά­ζ­α­ρος, ς ἐ­β­έ­β­λ­η­το π­ρ­ὸς τ­ὸν π­υ­λ­ῶ­να α­ὐ­τ­οῦ ἡ­λ­κ­ω­μέ­ν­ος κ­αὶ ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ῶν χ­ο­ρ­τ­α­σ­θ­ῆ­ναι ἀ­πὸ τ­ῶν ψ­ι­χ­ί­ων τ­ῶν π­ι­π­τ­ό­ν­τ­ων ἀ­πὸ τ­ῆς τ­ρ­α­π­έ­ζ­ης τ­οῦ π­λ­ο­υ­σ­ί­ου· ἀ­λ­λὰ κ­αὶ ο κ­ύ­ν­ες ἐ­ρ­χ­ό­μ­ε­ν­οι ἀ­π­έ­λ­ε­ι­χον τ ἕ­λ­κη α­ὐ­τ­οῦ. ἐ­γ­έ­ν­ε­το δ ἀ­π­ο­θ­α­ν­ε­ῖν τ­ὸν π­τ­ω­χ­ὸν κ­αὶ ἀ­π­ε­ν­ε­χ­θ­ῆ­ναι α­ὐ­τ­ὸν ὑ­πὸ τ­ῶν ἀ­γ­γ­έ­λ­ων ε­ἰς τ­ὸν κ­ό­λ­π­ον Ἀ­β­ρ­α­άμ· ἀ­π­έ­θ­α­νε δ κ­αὶ π­λ­ο­ύ­σ­ι­ος κ­αὶ ἐ­τ­ά­φη. κ­αὶ ν τ ᾅ­δῃ ἐ­π­ά­ρ­ας τ­ο­ὺς ὀ­φ­θ­α­λ­μ­ο­ὺς α­ὐ­τ­οῦ, ὑ­π­ά­ρ­χων ἐν β­α­σ­ά­ν­ο­ις, ὁ­ρᾷ τ­όν Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἀ­πὸ μ­α­κ­ρ­ό­θ­εν κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ον ν τ­ο­ῖς κ­ό­λ­π­ο­ις α­ὐ­τ­οῦ. κ­αὶ α­ὐ­τ­ὸς φ­ω­ν­ή­σ­ας ε­ἶ­πε· π­ά­τ­ερ Ἀ­β­ρ­α­άμ, ἐ­λ­έ­η­σ­όν με κ­αὶ π­έ­μ­ψ­ον Λ­ά­ζ­α­ρον ἵ­να β­ά­ψῃ τ ἄ­κ­ρ­ον τ­οῦ δ­α­κ­τ­ύ­λ­ου α­ὐ­τ­οῦ ὕ­δ­α­τ­ος κ­αὶ κ­α­τ­α­ψ­ύ­ξῃ τ­ὴν γ­λ­ῶ­σ­σάν μ­ου, ὅ­τι ὀ­δ­υ­ν­ῶ­μ­αι ἐν τ φ­λ­ο­γὶ τα­ύ­τῃ. ε­ἶ­πε δ Ἀ­β­ρ­α­άμ· τ­έ­κ­ν­ον, μ­ν­ή­σ­θ­η­τι ὅ­τι ἀ­π­έ­λ­α­β­ες σ τ ἀ­γ­α­θά σ­ου ν τ ζ­ωῇ σ­ου, κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ος ὁ­μ­ο­ί­ως τ κ­α­κά· ν­ῦν δ ὧ­δε π­α­ρ­α­κ­α­λ­ε­ῖ­τ­αι, σ δ ὀ­δ­υ­ν­ᾶ­σ­αι· κ­αὶ ἐ­πὶ π­ᾶ­σι τ­ο­ύ­τ­ο­ις μ­ε­τ­α­ξὺ ἡ­μ­ῶν κ­αὶ ὑ­μ­ῶν χά­σ­μα μ­έ­γα ἐ­σ­τ­ή­ρ­ι­κ­τ­αι, ὅ­π­ως ο θ­έ­λ­ο­ν­τ­ες δ­ι­α­β­ῆ­ν­αι ἔ­ν­θ­εν π­ρ­ὸς ὑ­μ­ᾶς μ δ­ύ­ν­ω­ν­τ­αι, μ­η­δὲ ο ἐ­κ­ε­ῖ­θ­εν π­ρ­ὸς ἡ­μ­ᾶς δ­ι­α­π­ε­ρ­ῶ­σ­ιν. ε­ἶ­πε δ· ἐ­ρ­ω­τῶ οὖν σε, π­ά­τ­ερ, ἵ­να π­έ­μ­ψ­ῃς α­ὐ­τ­ὸν ε­ἰς τ­ὸν ο­ἶ­κ­ον τ­οῦ π­α­τ­ρ­ός μ­ου· ἔ­χω γὰρ π­έ­ν­τε ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς· ὅ­π­ως δ­ι­α­μα­ρ­τ­ύ­ρ­η­τ­αι α­ὐ­τ­ο­ῖς, ἵ­να μ κ­αὶ α­ὐ­τ­οὶ ἔλ­θ­ω­σ­ιν ε­ἰς τ­ὸν τ­ό­π­ον τ­ο­ῦ­τ­ον τ­ῆς β­α­σ­ά­ν­ου. λ­έ­γ­ει α­ὐ­τῷ Ἀ­β­ρ­α­άμ· ἔ­χου­σι Μ­ω­ϋ­σ­έα κ­αὶ τ­ο­ὺς π­ρ­ο­φ­ή­τ­ας· ἀ­κ­ο­υ­σ­ά­τ­ω­σ­αν α­ὐ­τ­ῶν. δ ε­ἶ­π­εν· ο­ὐ­χί, π­ά­τ­ερ Ἀ­β­ρ­α­άμ, ἀ­λ­λ' ἐ­άν τ­ις ἀ­πὸ ν­ε­κ­ρ­ῶν π­ο­ρ­ε­υ­θῇ π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­ο­ὺς, μ­ε­τ­α­ν­ο­ή­σ­ο­υ­σ­ιν. ε­ἶ­πε δ α­ὐ­τῷ· ε Μ­ω­ϋ­σ­έ­ως κ­αὶ τ­ῶν π­ρ­ο­φ­η­τ­ῶν ο­ὐκ ἀ­κο­ύ­ο­υ­σ­ιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τ­ις κ ν­ε­κ­ρ­ῶν ἀ­ν­α­σ­τῇ π­ε­ι­σ­θ­ή­σ­ο­ν­τ­αι.       
   (Λ­ο­υκ. ι­στ΄[16] 19 – 31)
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΤΑΝ πλούσιος καὶ ἤξερε, καθὼς φαίνεται, νά ἀπολαμβάνει καλά τή ζωή του — γλεντοῦσε «καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Ποιό ἦταν τό ὄνομά του; Ὁ Κύριος δέν τό ἀναφέρει. Στήν ἐποχή του βέβαια θά τό γνώριζαν ὅλοι. Ἐμεῖς ὡστόσο δέν τό γνωρίζουμε.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΜΩΣ τό ὄνομα τοῦ πτωχοῦ ζητιάνου, τοῦ Λαζάρου, ὁ ὁποῖος ἦταν πεταγμένος στὴν πύλη τοῦ ἀρχοντικοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές καί τόσο πεινασμένος, ὥστε νά προσπαθεῖ νά χορτάσει τρώγοντας τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Μάλιστα ἦταν τόσο ἀδύναμος καί ἀβοήθητος, ὥστε τά σκυλιά πήγαιναν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του.
Στήν ἄθλια κατάσταση πού βρισκόταν δέν εἶναι παράδοξο τό ὅτι σύντομα ὡδηγήθηκε στόν θάνατο. Ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν βασανισμένη ψυχή του καί τήν ἔφεραν στὸν Παράδεισο, στήν ἀγκάλη τοῦ μεγάλου Πατριάρχου Ἀβραάμ. Μετά δέ ἀπό κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀπέθανε καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη μέ μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα. Ἐδῶ τελειώνει ἡ πρώτη σκηνή. Ἡ σκιά. Τό ὄνειρο. Τό σύντομο καί φευγαλέο πέρασμα αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς.
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΚΗΝΗ μᾶς παρουσιάζει τήν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα, τὴν αἰωνιότητα. Ὁ πλούσιος βρίσκεται στὸν Ἄδη, στήν κόλαση, καί βασανίζεται φρικτά. Ὑψώνει κάποια στιγμή τὰ μάτια του καί βλέπει ἀπό μακριά στόν Παράδεισο τόν Πατριάρχη Ἀβραὰμ καί τόν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καί τότε ὁ πλούσιος κάνει κάτι ἄγνωστο καί ἀσυνήθιστο γι’ αὐτόν. Ζητεῖ ἐλεημοσύνη. Παρακαλεῖ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο νά βουτήξει τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει λίγο τή γλώσσα του, διότι ὑποφέρει φρικτά ἀπό τή φλόγα τῆς κολάσεως.
Ὁ Πατριάρχης τότε τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἀπόλαυσε τά πάντα στὴν ἐπίγεια ζωή του, τότε πού ὁ Λάζαρος ὑπέφερε κατὰ τρόπο μαρτυρικὸ τὶς δυστυχίες του. Εἶναι λοιπὸν δίκαιο, τοῦ λέγει, τώρα ὁ Λάζαρος νά παρηγορεῖται, ὁ ἴδιος δέ νά ὑποφέρει καὶ νὰ βασανίζεται. Ἐπί πλέον, τοῦ τονίζει, ἀνάμεσά τους ὑπάρχει «χάσμα μέγα», βάραθρο μεγάλο, πού καθιστᾶ ἀδύνατη τή διάβαση ἀπό τό ἕνα μέρος πρός τό    ἄλλο.
Ὁ πλούσιος τότε παρακαλεῖ τὸν Πατριάρχη νὰ στείλει τόν Λάζαρο στό πατρικό του σπίτι, νά προειδοποιήσει τά πέντε ἀδέλφια του γιά τήν μετά θάνατο κατάσταση, ὥστε νά μή βρεθοῦν καί ἐκεῖνα σ' αὐτὴ τὴ φοβερή κόλαση. 
Ὁ Ἀβραάμ τοῦ τονίζει πώς αὐτὸ μποροῦν νά τό γνωρίσουν τά ἀδέλφια του ἀπό τά ὅσα λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ ἄλλοι Προφῆται, καί ἑπομένως δέν ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νά τούς τό φανερώσει αὐτὸ ἀναστημένος ὁ Λάζαρος.
Ὁ πλούσιος ὅμως ἐπιμένει λέγοντας ὅτι, ἐάν ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρός, τά ἀδέλφια του θά συγκλονισθοῦν καί θά μετανοήσουν. Καί ὁ ἅγιος Πατριάρχης τόν διαβεβαιώνει ὅτι, ἐάν δέν ἔχουν τήν καλή διάθεση νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν, οὔτε τή διαβεβαίωση ἑνὸς ἀναστημένου νεκροῦ θὰ δεχθοῦν.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι συγκλονιστική. Μᾶς μεταφέρει στήν ἀντίπερα ὄχθη. Μᾶς φανερώνει τόν ἄγνωστο κόσμο τῆς αἰωνιότητος. Μᾶς παρουσιάζει τήν ἀληθινή εἰκόνα τῆς ζωῆς. Μᾶς δείχνει μέ ἀκρίβεια ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικότης.
Μᾶς δείχνει δηλαδή ὅτι ἡ ἐπίγειος ζωή εἶναι ἕνα ὄνειρο, μία φευγαλέα σκιά, ἕνα θέατρο. Διαρκεῖ ἐλάχιστα — τό πολύ 80 - 90- 100 χρόνια. Καί ἔπειτα;
Ἔπειτα ἔρχεται ἡ πραγματικότης, ἡ ἀλήθεια, ἡ αἰωνιότης. Ἔπειτα φανερώνεται τό μεγαλύτερο βάραθρο τοῦ Σύμπαντος. Αὐτό πού χωρίζει τά πάντα γιά πάντα. Παράδεισος – Κόλαση. Καὶ μεταξύ τους τό βάραθρο, «χάσμα μέγα», ὥστε κανείς νά μή μπορεῖ νά μεταβεῖ ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο.
Στό ἕνα μέρος θὰ ὑπάρχουν αὐτοί πού ἀπόλαυσαν τά ἀγαθά τους στήν ἐπίγεια ζωή τους. Ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν «ἐν βασάνοις», θά ὑποφέρουν. Καί θά εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ὄνομα, ἄγνωστοι γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Στό ἄλλο μέρος θὰ χαίρονται τόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ Λάζαροι. Οἱ ἄνθρωποι μέ ὄνομα, οἱ γνωστοὶ στόν Θεό καί τούς ἁγίους, πού στόν κόσμο αὐτὸ πέρασαν ζωὴ μαρτυρική. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔμειναν πιστοί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θέα αὐτοῦ τοῦ βαράθρου ἀσφαλῶς μᾶς γεμίζει μέ τρόμο. Ποῦ θά βρεθοῦμε ἄραγε; Ἀλλὰ τό ποῦ θά βρεθοῦμε ἑξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας καί μόνο. Ὁ Θεός δέν μᾶς ζητεῖ πολλά προκειμένου νά μᾶς χαρίσει τή Βασιλεία Του. Ἐάν ἔχουμε φόβο Θεοῦ καί πιστεύουμε στόν λόγο Του, ἐάν ἀσκοῦμε τήν ἀγάπη καί δέν ἀδιαφοροῦμε γιά τούς πεινασμένους καί ταλαιπωρημένους ἀδελφούς μας, θά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς στούς κόλπους τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου