Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.

                                    (Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ

«Ἡ χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν»

Τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Ζ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ποὺ ἑ­ορ­τά­ζου­με σή­με­ρα, εἶ­ναι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πρὸς τὸν μα­θη­τή του Τί­το καὶ τε­λει­ώ­νει μὲ μί­α εὐ­χή: «Ἡ χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν». Ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νὰ εἶ­ναι μὲ ὅ­λους σας, εὔ­χε­ται ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος.

Μὲ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος οἱ πι­στοὶ ἀ­γω­νί­στη­καν τὸν και­ρὸ ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε ἡ φο­βε­ρὴ Εἰ­κο­νο­μα­χί­α, καὶ πολ­λοὶ ὑ­πέ­μει­ναν φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια καὶ μαρ­τύ­ρη­σαν. Καὶ μὲ τὸν φω­τι­σμὸ αὐ­τῆς τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες στὴν Ζ' Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δο θε­ο­λό­γη­σαν καὶ δι­α­τύ­πω­σαν τὴν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως γιὰ τὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν ἁ­γί­ων Εἰ­κό­νων. Ἀ­ξί­ζει λοι­πὸν νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με στὴν εὐ­χὴ αὐ­τὴ καὶ νὰ δοῦ­με τί εἶ­ναι ἡ θεί­α Χά­ρις καὶ ποι­ὲς εἶ­ναι οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς σή­με­ρα.

1. T­ί εἶ­ναι ἡ θεί­α Χά­ρις;

Ἡ θεί­α Χά­ρις εἶ­ναι ἡ λυ­τρω­τι­κὴ ἐ­νέρ­γεια ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καὶ προ­σφέ­ρε­ται στὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ ἄν­θρω­πο γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἡ θεί­α Χά­ρις δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α ἀ­ό­ρι­στη καὶ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στη δύ­να­μη. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ποὺ κα­τε­βαί­νει καὶ ἀγ­κα­λιά­ζει τὸν κό­σμο, σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τοῦ χα­ρί­ζει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή.

Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἦλ­θε στὴ γῆ καὶ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ χά­ρη τῶν ἀν­θρώ­πων, «ἐ­πε­φά­νη ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σω­τή­ριος πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις», φα­νε­ρώ­θη­κε δη­λα­δὴ ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ ὁ­ποί­α σώ­ζει ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους (Τίτ. β'[2] 11). Αὐ­τὴ συγ­χω­ρεῖ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας, μᾶς ἀ­νορ­θώ­νει ἀ­πὸ τὶς πτώ­σεις μας, μᾶς ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κά, μᾶς κά­νει παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ μᾶς δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἀ­πευ­θυ­νό­μα­στε πρὸς Αὐ­τὸν καὶ νὰ Τὸν ἀ­πο­κα­λοῦ­με Πα­τέ­ρα. Αὐ­τὴ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ στὶς θλί­ψεις, μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει στὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες, μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει στὸν ἀ­γώ­να τῆς ζω­ῆς καὶ σὲ κά­θε κα­λὸ ἔρ­γο μας.

Στ᾿ ἀ­λή­θεια, πό­σο ἀ­νάγ­κη ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ! Δι­ό­τι πῶς ἀλ­λι­ῶς μπο­ροῦ­με νὰ ἀν­τέ­ξου­με στὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ δι­α­βό­λου;... Πῶς νὰ ἀν­τι­στα­θοῦ­με στὶς προ­κλή­σεις τοῦ κό­σμου;... Πῶς νὰ νι­κή­σου­με τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση μας, ποὺ ἔ­χει τὴ ρο­πὴ πρὸς τὸ κα­κὸ κι εὔ­κο­λα γλι­στρᾶ καὶ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ;... Μό­νο «ἐν τῇ χά­ρι­τι τῇ ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ» (Β' Τιμ. β'[2] 1). Μὲ τὴ δύ­να­μη καὶ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ!

Ὅ­μως ἡ θεί­α Χά­ρη δὲν ἐ­νερ­γεῖ μα­γι­κὰ στὴ ζω­ή μας. Ὑ­πάρ­χουν κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με. Ποι­ὲς εἶ­ναι αὐ­τές;...

2. Προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με

Εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ λοι­πόν, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, δε­χό­μα­στε τὴ θεί­α Χά­ρη. Πῶς; Τὸ γνω­ρί­ζου­με: μὲ τὴ θερ­μὴ καὶ τα­κτι­κὴ προ­σευ­χή, τὴν κα­θη­με­ρι­νὴ με­λέ­τη τοῦ θεί­ου λό­γου, τὴ θεί­α λα­τρεί­α καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸν κυ­ρι­α­κά­τι­κο ἐκ­κλη­σια­σμό, καὶ μά­λι­στα μὲ τὰ χα­ρι­τό­βρυ­τα Μυ­στή­ρια τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καὶ τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, τὰ ὁ­ποῖ­α ζω­ο­γο­νοῦν τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του.

Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καὶ κά­τι ἀ­κό­μη γιὰ νὰ δε­χθοῦ­με τὴ θεί­α Χά­ρη: ὁ προ­σω­πι­κός μας ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν κά­θαρ­ση ἀ­πὸ τὰ πά­θη. Ὁ ἅ­γιος Δι­ά­δο­χος Φω­τι­κῆς ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ βα­πτι­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί, στὸ κέν­τρο τῆς καρ­διᾶς μας ἀ­νά­βει ἡ φλό­γα τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το ὅ­μως κι ἐ­μεῖς νὰ συ­νερ­γή­σου­με μὲ τὴ θεί­α Χά­ρη, ἀ­να­λαμ­βά­νον­τας ὁ­λο­πρό­θυ­μα τὸν ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ὥ­στε ἡ μι­κρὴ φλό­γα νὰ γί­νει φω­τιὰ καὶ ἡ φω­τιὰ νὰ γί­νει πυρ­κα­γιὰ ποὺ θὰ κα­τα­καύ­σει κά­θε κα­κό.

Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με νὰ δι­ώ­ξου­με ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας τὸ πιὸ φο­βε­ρὸ πά­θος, τὸν ἐ­γω­ι­σμό. Δι­ό­τι, ὅ­πως το­νί­ζει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, «πῶς δύ­να­ται νὰ ἔλ­θῃ ἡ χά­ρις νὰ φω­τίσῃ ἢ νὰ βο­η­θή­σῃ τὸν ἄν­θρω­πον ἐ­κεῖ­νον ὅ­που νο­μί­ζει πὼς εἶ­ναί τι μέ­γα; Πὼς εἶ­ναι σο­φός; καὶ πὼς δὲν ἔ­χει χρεί­αν ἀ­πὸ ἄλ­λου βο­ή­θειαν;» (Ἁ­γί­ου Νι­κό­δη­μου, Ἀ­ό­ρα­τος Πό­λε­μος).

Με τΗ Χάρη τοῦ Θε­οῦ οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με – ἂς εἶ­χαν σῶ­μα ἀ­δύ­να­το – θη­ρι­ο­μά­χη­σαν μὲ αὐ­το­κρά­το­ρες, φυ­γά­δευ­σαν τοὺς «λύ­κους» τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, κρά­τη­σαν στοὺς ὤ­μους τους τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α!

Οἱ και­ροί μας εἶ­ναι ἐ­ξί­σου κρί­σι­μοι! Οἱ δαί­μο­νες ἔ­χουν λυσ­σά­ξει. Τὸ κα­κὸ σα­ρώ­νει τὰ πάν­τα. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α προ­κλη­τι­κή. Νὰ μὴν τὰ χά­νου­με ὅ­μως! Ἡ Χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι μα­ζί μας. Αὐ­τὴ θὰ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει σὲ ὅ­λες τὶς πε­ρι­στά­σεις, θὰ μᾶς ἀ­να­δεί­ξει νι­κη­τὲς καὶ θὰ μᾶς κά­νει με­τό­χους της Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων το σπεῖ­ραι τν σπό­ρον αὐ­τοῦ. κα ν τ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν μν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τν ὁ­δόν, κα κα­τε­πα­τή­θη, κα τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τν πέ­τραν, κα φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τ μ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τν ἀ­καν­θῶν, κα συμ­φυ­εῖ­σαι α ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ες τν γν τν ἀ­γα­θήν, κα φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δ αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τς εἴ­η πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; δ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τ μυ­στή­ρι­α τς βα­σι­λε­ί­ας το Θε­οῦ, τος δ λοι­ποῖς ν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα ἀ­κο­ύ­ον­τες μ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δ αὕ­τη πα­ρα­βο­λή· σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος το Θε­οῦ· ο δ πα­ρὰ τν ὁ­δόν εἰ­σιν ο ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος κα αἴ­ρει τν λό­γον ἀ­πὸ τς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. ο δ ἐ­πὶ τς πέ­τρας ο ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τν λό­γον, κα οὗ­τοι ῥί­ζαν οκ ἔ­χου­σιν, ο πρς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι κα ν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τ δ ες τς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν ο ἀ­κού­σαν­τες, κα ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν κα πλο­ύ­του κα ἡ­δο­νῶν το βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τ δ ν τ κα­λῇ γ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ κα ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον κα­τέ­χου­σι κα καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ν ὑ­πο­μο­νῇ.               

     (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸν σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρόμο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸν σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.

Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸν λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸν λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸν σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸν δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸν λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου