Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
(23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ Πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει. Καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.     
                                                                                           (Πράξ. ιβ΄[12] 1-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄, ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρώδη, ἔβαλε χέρι σὲ μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τοὺς κακοποιήσει. Ἔτσι θανάτωσε μὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸν Ἰάκωβο, ἀδελφὸ τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Κι ὅταν εἶδε ὅτι καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθηκαν μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἀποφάσισε στὴ συνέχεια νὰ συλλάβει καὶ τὸν Πέτρο. Ἦταν μάλιστα τότε οἱ ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Τὸν συνέλαβε λοιπὸν καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ παραδίδοντάς τον σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν φρουροῦν. Διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ δικαστήριο καὶ νὰ τὸν δικάσει μπροστὰ στὸ λαό. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Πέτρος φρουροῦνταν μέσα στὴ φυλακή. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέπεμπε στὸ Θεὸ ἀδιάκοπα πολλὲς καὶ θερμὲς προσευχὲς γιὰ τὴ διάσωσή του. Τὴν προηγούμενη λοιπὸν νύχτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ποὺ ὁ Ἡρώδης σκόπευε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δικαστήριο, ὁ Πέτρος κοιμόταν ἥσυχα ἀνάμεσα σὲ δύο στρατιῶτες δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, ἐνῶ φρουροὶ μπροστὰ στὴ θύρα φύλαγαν τὸ δεσμωτήριο. Ξαφνικὰ ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε καὶ φῶς ἔλαμψε μέσα στὸ κελλὶ ποὺ κοιμόταν ὁ Πέτρος. Tότε ὁ ἄγγελος ξύπνησε τὸν Πέτρο σκουντώντας τὸν μὲ δύναμη στὸ πλευρό, καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω γρήγορα. Κι ἀμέσως ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη ὁ ἄγγελος: Δέσε τὴ ζώνη στὸ χιτῶνα σου καὶ τὰ σανδάλια στὰ πόδια σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκανε ὅπως διατάχθηκε. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄγγελος: Φόρεσε τὸ ἐξωτερικό σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ με. Καὶ ὁ Πέτρος βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλὶ καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν ἄγγελο. Δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ ἀκόμη ὅτι εἶναι πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ γινόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ ἀγγέλου. Νόμιζε δηλαδὴ ὅτι βλέπει στὸν ὕπνο του κάποια ὀπτασία. Ἀφοῦ πέρασαν τὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο φρουρό, ἦλθαν στὴ σιδερένια ἐξώπορτα ποὺ ὁδηγοῦσε ἀμέσως στὴν πόλη. Καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ ἄνοιξε ἀπὸ μόνη της καὶ βγῆκαν ἔξω. Πέρασαν μαζὶ ἕνα στενὸ καὶ ξαφνικὰ ὁ ἄγγελος ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Πέτρου. Τότε ὁ Πέτρος συνῆλθε ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας νόμιζε ὅτι ἔβλεπε ὄραμα, καὶ εἶπε: Τώρα καταλαβαίνω ὅτι πραγματικὰ ἔστειλε ὁ Κύριος τὸν ἄγγελό του καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ κακοῦργο χέρι τοῦ Ἡρώδη κι ἀπὸ κάθε κακὸ ποὺ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων περίμενε νὰ πάθω.




ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόντες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
                           (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
1. ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως οἱ δέκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς τὸν Θωμᾶ εἶναι συγκεντρωμένοι σ᾿ ἕνα σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ. Κι ἐνῶ οἱ καρδιές τους εἶναι βαθιὰ πληγωμένες ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καὶ οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι ἀμέσως τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ ἀναστήθηκε. Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν ὅλα, πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους! Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ ἔργο μου. Καὶ τοὺς μετέδωσε πνοὴ οὐράνιας ζωῆς ἐμφυσώντας στὸ πρόσωπό τους καὶ λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Ὅσων ἀνθρώπων τὶς ἁμαρτίες θὰ συγχωρεῖτε, θὰ εἶναι συγχωρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιων δὲν τὶς συγχωρεῖτε, θὰ μένουν ἀσυγχώρητες.
Σὲ λίγο ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἡμέρα ὅμως ἐκείνη χαράχθηκε ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά τους ὡς ἡ ἱερότερη τῆς ζωῆς τους. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακῆ τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σημασία τῆς ἡμέρας θέλει νὰ τονίσει καὶ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν καταλάβει ἀμέσως τὴ σημασία ἐκείνης τῆς πρώτης Κυριακῆς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατέδειξε τὴν ἱερὴ θέση της εὐθὺς ἐξαρχῆς. Αὐτὸς τὴν εὐλόγησε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Αὐτὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι συναγμένοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡμέρα Κυριακὴ πάλι, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ἐμφανίζεται στοὺς ἕνδεκα. Ἡμέρα Κυριακὴ κατόπιν ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς μαθητές του. Ἡμέρα Κυριακὴ ἀργότερα ἀποκαλύπτεται στὴν Πάτμο στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Βέβαια ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν μέσα στὸ λαό του κάθε μέρα. Ἰδιαιτέρως ὅμως κάθε Κυριακὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἴμαστε συναγμένοι γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσουμε. Κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴν εἰρήνη του. Νὰ ἐγκαταστήσει μέσα μας ἀνάπαυση καὶ χαρά. Νὰ μᾶς προσφέρει διὰ τῶν λειτουργῶν του τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θέλει νὰ μᾶς κάνει συνδαιτυμόνες στὸ δεῖπνο του. Νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀκριβότερα δῶρα του, τὸ Τίμιο Σῶμα του καὶ τὸ Ἄχραντο Αἷμα του. Μᾶς περιμένει κάθε Κυριακὴ νὰ μᾶς δώσει δύναμη νέας ζωῆς. Ὥστε νὰ σκορπιστοῦμε στὰ σπίτια μας, νὰ μεταδώσουμε τὴν ἐμπειρία ποὺ ζοῦμε στὸ Ναὸ κάθε Κυριακή. Ὥσπου νὰ γίνει ὅλη ἡ ζωή μας μιὰ Κυριακὴ αἰώνια, ἀληθινή. Μὴν ἀπουσιάζουμε λοιπὸν καμία Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
2. ΟΧΙ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Ὁ Θωμᾶς δυστυχῶς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Κυριακῆς. Κι ὅταν τὸν εἶδαν κάποια ἄλλη στιγμὴ οἱ μαθητὲς καὶ γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ τοῦ εἶπαν: «Τὸν εἴδαμε τὸν Κύριο!», αὐτὸς ἔλεγε: Ἐὰν δὲν Τὸν δῶ μὲ τὰ μάτιά μου καὶ δὲν βάλω τὸν δάκτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσω. Ὀκτὼ μέρες μαρτυρικὲς πέρασε ὁ Θωμᾶς. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακή· ὅταν ἦταν καὶ πάλι συναγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάλι κλειστές, καὶ ξαφνικὰ ἦλθε καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι ἔπειτα στράφηκε στὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: Ἔλα, Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέριά μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνε πιστός. Τότε ὁ Θωμᾶς σὲ μία ἔκρηξη χαρᾶς ἀναφώνησε: Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου! Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Πιστεύεις ἐπειδὴ μὲ εἶδες! Εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ θὰ πιστεύσουν σὲ μένα χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ Θωμᾶς ἔδειξε τέτοια δυσπιστία; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὶς προρρήσεις τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασή του; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του; Καὶ τώρα γιατί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ὁ Θωμᾶς βέβαια εἶχε κάποια δυσκολία. Ἦταν ἕνας χαρακτήρας συναισθηματικός, εὐαίσθητος καὶ μελαγχολικός. Ὁ θάνατος τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου ἀσφαλῶς τὸν εἶχε βυθίσει σὲ κατάσταση ἀπογοητεύσεως καὶ μελαγχολίας. Ἐδῶ ὅμως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἕνα τραγικὸ λάθος. Ἀπομονώθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ταλανίστηκε πολὺ τόσες ἡμέρες. Οἱ ἄλλοι πανηγύριζαν κι αὐτὸς ὑπέφερε. Δὲν ἦταν βέβαια ἄπιστος, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.
Καὶ ὁ Κύριος συγκαταβαίνει στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ. Κι ἔρχεται τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέγοντας τὰ ἴδια του λόγια, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν Θωμᾶ στὴν πίστη. Καὶ μὲ μία τρυφερότητα μοναδικὴ τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τὸ δράμα ποὺ πέρασε, καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ πίστη καὶ μετάνοια. Διδάσκει ὅμως ταυτόχρονα κι αὐτὸν καὶ ὅλους μας νὰ μὴν ἀπομονωνόμαστε ποτὲ ὅταν μᾶς ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε. Ἀλλὰ νὰ προστρέχουμε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μέσα στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν, στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λάβουμε πίστη καὶ δύναμη, χαρὰ κι ἐλπίδα. Καὶ νὰ ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου