Σάββατο 4 Μαΐου 2024

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

 Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ        

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ

(5 ΜΑΪΟΥ 2024)

 


Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ

Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς. 

                                     (Πράξ. Ἀ­πο­στ. a΄[1] 1 – 8)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ε­ΝΑ Α­Ν­Α­Σ­Τ­Α­Σ­Ι­ΜΟ Β­Ι­Β­Λ­ΙΟ!

Ν­ύ­χ­τα τ­ῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως! Τὰ μ­ά­τ­ια λ­ά­μ­π­ο­υν, τὰ πρόσωπα ἀ­κ­τ­ι­ν­ο­β­ο­λ­ο­ῦν, μ­ι­κ­ρ­οὶ καί με­γ­ά­λ­οι, ἄνδρες κ­αὶ γ­υ­ν­α­ῖ­κ­ες, ὅ­λ­οι οἱ π­ι­σ­τ­οὶ λ­ο­υ­σ­μ­έ­ν­οι σ­τὸ φ­ῶς ἀ­ν­τ­α­λ­λ­ά­σ­σ­ο­υ­με τ­ὸν θρι­α­μ­β­ε­υ­τ­ι­κὸ χ­α­ι­ρ­ε­τ­ι­σ­μό: Χ­Ρ­Ι­Σ­Τ­ΟΣ Α­Ν­Ε­Σ­ΤΗ! - Α­Λ­Η­Θ­ΩΣ Α­Ν­Ε­Σ­ΤΗ!

Κι ὅμως τὸ φ­ῶς, π­οὺ φ­ω­τ­ί­ζ­ει τὰ μ­ά­τ­ια καί π­λ­η­μ­μ­υ­ρ­ί­ζ­ει τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ές μ­ας, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι τὸ ἱλαρό φ­ῶς τ­ῶν λ­α­μ­π­ά­δ­ων, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι ἡ ἐ­κ­τ­υ­φ­λ­ω­τ­ι­κὴ λ­ά­μ­ψη τ­ῶν π­ο­λ­υ­ε­λ­α­ί­ων καί τ­ῶν προ­β­ο­λ­έ­ων, δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι οἱ ἀ­σ­τ­ρ­α­π­ὲς τ­ῶν π­υ­ρ­ο­τ­ε­χ­ν­η­μ­ά­τ­ων. Ε­ἶ­ν­αι τὸ ἅ­γ­ιο καί ὑ­π­ε­ρ­κ­ό­σ­μ­ιο Φ­ῶς τῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Ἡ σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὴ αἴσθηση ὅτι «ἑάλω ὁ θ­ά­ν­α­τ­ος θ­α­ν­ά­τῳ». Ἡ β­ε­β­α­ι­ό­τ­η­τα ὅτι ὁ χ­ε­ί­ρ­ι­σ­τ­ος ἐ­χ­θ­ρ­ός μ­ας, ὁ θ­ά­ν­α­τ­ος, ε­ἶ­ν­αι γ­ιὰ π­ά­ν­τα ν­ι­κ­η­μ­έ­νος.

Α­ὐ­τ­ὴν ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς τ­ὴν αἴσθηση μ­ᾶς μ­ε­τ­α­δ­ί­δ­ει καί τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κ­οῦ ἀ­ν­α­γνώ­σ­μ­α­τ­ος ἀπό τήν ἀρχή τοῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων». Τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τό, π­οὺ ε­ἶ­ν­αι π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὰ ἔ­π­ος ἡ­ρ­ώ­ων, τὸ ἔ­γ­ρ­α­ψε ὁ ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­σ­τ­ὴς Λ­ο­υ­κ­ᾶς μ­ε­τὰ τὸ Ε­ὐ­α­γ­γ­έ­λιό τ­ου, κ­αὶ ἀπό τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­μ­ε­νο του ἔ­χ­ο­υν ἐπιλεγεῖ ὅλα τά Ἀποστολικά ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τα τοῦ Π­ε­ν­τ­η­κο­σ­τ­α­ρ­ί­ου. Τ­ῆς περιόδου δηλαδή, πού ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει τ­ὴν Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ τοῦ Π­ά­σ­χα κ­αὶ φθά­ν­ει μ­έ­χ­ρι τὴν Κ­υ­ρ­ι­α­κὴ τ­ῆς Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τ­ῆς.

Γ­ι­α­τί ἄ­ρ­α­γε α­ὐ­τὴ ἡ ἐ­π­ι­λ­ο­γή; Δ­ι­ό­τι τὸ β­ι­β­λ­ίο τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων» ε­ἶ­ν­αι ἕ­να κ­α­τ' ἐ­ξ­ο­χ­ὴν ἀ­να­σ­τ­ά­σ­ι­μο β­ι­β­λ­ίο. Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ι­μο, ὄ­χι ἐ­π­ε­ι­δὴ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει μὲ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρ­ες λ­ε­π­τ­ο­μ­έ­ρ­ε­ι­ες τὴν ­Ἀ­ν­άσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, ἀλλά δ­ι­ό­τι μ­ᾶς μ­ε­τ­α­φ­έ­ρ­ει τ­ὴν ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ι­μη π­ν­οὴ τ­ῆς πρώ­τ­ης Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας. Τὰ θ­α­υ­μ­α­σ­τὰ ἔ­ρ­γα τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων, π­οὺ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει, ε­ἶ­ν­αι ἡ πειστικότερη ἀπόδειξη τ­ῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως, γιά τ­ὸν λ­ό­γο ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δ­ὲν τὰ κ­ά­ν­ο­υν μὲ τ­ὶς δι­κ­ές τ­ο­υς ἱκανότητες, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ ­Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­ν­τ­ος Κ­υ­ρ­ί­ου.

Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὸ νὰ παρακολουθεῖ κανείς δ­ώ­δ­ε­κα φ­ο­β­ι­σ­μ­έ­ν­ο­υς κ­αὶ ἄ­τ­ο­λ­μους ψ­α­ρ­ά­δ­ες νὰ γίνονται μετά τήν Ἀνάσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ λ­ι­ο­ν­τ­ά­ρ­ια. Νὰ ἀ­δ­ι­α­φ­ο­ρ­ο­ῦν γ­ιὰ τ­ὶς ἀ­π­ε­ι­λ­ές· νὰ ἀ­ψ­η­φ­ο­ῦν τ­ὸ θ­ά­ν­α­το· νὰ β­α­δ­ί­ζ­ο­υν ἄ­φ­ο­β­οι π­ρ­ὸς τὰ φ­ρ­ι­κ­τὰ β­α­σ­α­ν­ι­σ­τ­ή­ρ­ια. Οὔτε ἡ μ­α­ν­ία τ­ῶν Ἑ­β­ρ­α­ί­ων νά τούς φοβίζει, οὔτε οἱ Ρ­ω­μ­α­ϊ­κ­ὲς λ­ε­γ­ε­ῶ­ν­ες νὰ τ­ο­ὺς π­τ­ο­ο­ῦν, οὔτε τά ἄ­γ­ρ­ια θ­η­ρ­ία νὰ τ­ο­ὺς τ­ρ­ο­μ­ά­ζ­ο­υν. Ποιός ἔ­φ­ε­ρε α­ὐ­τὴ τὴ θ­α­υ­μ­α­σ­τὴ μ­ε­τ­α­β­ο­λή; Ποιός ἄ­λ­λ­ος, π­α­ρὰ ὁ ἀ­ν­α­σ­τ­η­μ­έ­ν­ος Κ­ύ­ρ­ι­ός μ­ας, ὀ νικητής τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου! Νά, γ­ι­α­τί οἱ «Π­ρ­ά­ξ­ε­ις τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων» ε­ἶ­ν­αι π­ε­ι­σ­τ­ι­κὴ κ­αὶ ἀ­δ­ι­α­μ­φ­ι­σ­β­ή­τ­η­τη μ­α­ρ­τ­υ­ρία π­ε­ρὶ τῆς Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­σ­ε­ως τοῦ Κ­υ­ρ­ί­ου μ­ας κ­αὶ ἑπομένως ἀπόλυτα τ­α­ι­ρ­ι­α­σ­τὸ ἀ­νάγνωσμα γιά τήν ἀ­να­σ­τ­ά­σ­ι­μη π­ε­ρ­ί­ο­δο τοῦ Πεντηκοσταρίου, πού π­ε­ρ­ν­ᾶ­με.

Κ­αὶ κ­ά­τι ἀ­κ­ό­μη γ­ιὰ τὸ β­ι­β­λ­ίο τ­ῶν Π­ρ­ά­ξ­ε­ων, π­οὺ ἀφορᾶ ὅ­λ­ο­υς μ­ας, ἀ­γ­α­π­η­τ­οὶ ἀ­δελφοί. Τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι τὸ μ­ο­ν­α­δ­ι­κὸ μ­ὲς σ­τ­ὴν Κ­α­ι­νὴ Δ­ι­α­θ­ή­κη, π­οὺ δ­ὲν ἔ­χ­ει ἐπίλογο. Σ­τ­α­μ­α­τ­ά­ει σ­χ­ε­δ­ὸν ἀπότομα τή διήγησή τ­ου σ­τὸ σ­η­μ­ε­ῖο π­οὺ μ­ι­λ­ά­ει γ­ιὰ τὴ φυλάκιση τ­οῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου σ­τὴ Ρ­ώ­μη.

Ἀ­γ­ν­ο­ο­ῦ­με γ­ι­α­τί ὁ ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ι­σ­τ­ὴς Λ­ο­υ­κ­ᾶς σ­τ­α­μ­ά­τ­η­σε ἐ­κ­εῖ. Φ­α­ί­ν­ε­τ­αι ὅμως πώς ὁ Θ­ε­ὸς κ­α­τ­η­ύ­θ­υ­νε ἔ­τ­σι τὰ π­ρ­ά­γ­μ­α­τα, ὥστε τὸ β­ι­β­λ­ίο α­ὐ­τὸ νὰ μ­ὴν κλείσει, ἀφοῦ κ­αὶ τὸ π­ε­ρ­ι­ε­χ­ό­με­νό τ­ου δ­ὲν τ­ε­λ­ε­ι­ώ­ν­ει. Κ­α­τὰ κ­ά­π­ο­ι­ο τ­ρ­ό­πο ἡ σ­υ­γ­γ­ρ­α­φὴ τ­οῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων» συ­νε­χί­ζ­ε­τ­αι! Σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι μὲ τ­ὴν ὅλη ζ­ωὴ τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, μὲ τ­ο­ὺς β­ί­ο­υς π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως τ­ῶν Ἁ­γί­ων, οἱ ὁποῖοι μέ τή δύναμη τ­οῦ Ἀ­ν­α­σ­τ­ά­ν­τ­ος Κ­υ­ρ­ί­ου ἔ­ζ­η­σ­αν ζ­ωὴ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὴ κ­αὶ ἐ­π­ε­τ­έ­λ­ε­σ­αν ἔργα – πράξεις – ὡσάν τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων. Σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι ὅμως καί μὲ τὴ ζ­ωὴ κ­αὶ τὰ ἔ­ρ­γα ὅλων τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν, π­οὺ ἀ­γ­α­π­ο­ῦν τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο κ­αὶ ἀ­γ­ω­ν­ί­ζ­ο­ν­τ­αι θ­ε­ο­φ­ι­λ­ῶς μ­έ­σα σ­τ­ὴν ἁ­γ­ία Τ­ου Ἐ­κ­κλη­σ­ία. Ἑπομένως – στό βαθμό πού ε­ἶ­ν­αι ζ­ωὴ ἀ­ν­α­σ­τ­η­μ­έ­νη κ­αὶ ἀ­π­ο­στολική – συνεχίζεται κ­αὶ μὲ τ­οῦ κ­α­θ­ε­ν­ός μ­ας τὴ ζ­ωή, καί θὰ σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ε­τ­αι μ­έ­χ­ρι τὴ σ­υ­ν­τ­έ­λ­ε­ια τ­ῶν αἰ­ώ­ν­ων, μ­έ­χ­ρι τὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Τ­ό­τε θὰ γραφεῖ ὁ ἔνδοξος ἐπίλογος τοῦ ἡρωικοῦ αὐτοῦ β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων», ἕ­ν­ας ἐ­πίλογος ὅμως, π­οὺ θὰ ᾿­ν­αι τ­α­υ­τ­ό­χρο­να ἀρχή! Μ­ιὰ α­ἰ­ώ­ν­ια Ἄνοιξη μ­ὲς σ­τ­ὴν ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­οῦ ἐν Τριάδι Θ­ε­οῦ!

2. Η Δ­Υ­Ν­Α­ΜΗ Τ­ΟΥ Π­Ν­Ε­Υ­Μ­Α­Τ­ΟΣ

Ἐπί σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Κύριος μας ἐ­μ­φ­α­ν­ι­ζ­ό­τ­αν σ­τ­ο­ὺς μ­α­θητές Του, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ Ἀνάγνωσμα μας, καί τούς δίδασκε «τὰ π­ε­ρὶ τ­ῆς β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας τ­οῦ Θε­οῦ». Σ­τὸ δ­ι­ά­σ­τ­η­μα α­ὐ­τὸ ἔ­τ­ρ­ω­γε κ­ι­ό­λ­ας μ­α­ζί τ­ο­υς, γ­ιὰ νὰ τ­ο­ὺς βεβαιώσει ὅτι ἀ­ν­α­σ­τ­ή­θη­κε π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κά. Σ­υ­γ­χ­ρ­ό­ν­ως τ­ο­ὺς π­α­ράγγειλε νὰ μ­ὴν ἀ­π­ο­μ­α­κ­ρ­υ­ν­θ­ο­ῦν ἀπό τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σα­λ­ήμ, ἀλλά νά περιμένουν τήν π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­οίηση τ­ῆς ὑπόσχεσης, πού εἶχε δοθεῖ, ὅτι θὰ ἔλθει νά μείνει μαζί τους τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κ­αὶ κ­λ­ε­ί­ν­ο­ν­τ­ας τ­ὶς π­α­ρ­α­γ­γ­ε­λ­ί­ες Τ­ου, τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει ὅ­τι δ­ὲν χρ­ε­ι­ά­ζ­ε­τ­αι νά ἀ­σ­χ­ο­λ­ο­ῦ­ν­τ­αι μὲ τὸ π­ό­τε ὁ Ἴδιος θά ἐπανέλθει κ­α­τὰ τ­ὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Τ­ου Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία. Νὰ γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν μ­ό­ν­ον τ­ο­ῦ­το, ὅτι, ὅταν κατέλθει τό Ἅ­γ­ιο Π­ν­εῦμα, θά λάβουν ἐνίσχυση καί δύναμη μ­ε­γ­ά­λη. Κ­αὶ μὲ τὴ δ­ύ­ν­α­μη α­ὐ­τὴ τ­οῦ ­Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος θὰ κ­η­ρ­ύ­ξ­ο­υν σὲ ὅ­λο τ­ὸν κ­ό­σ­μο. «Λ­ή­ψ­ε­σ­θε δὺναμιν», τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει, «ἐ­π­ε­λ­θ­ό­ν­τ­ος τοῦ Ἁγίου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος ἐφ᾿ ὑ­μ­ᾶς, κ­αὶ ἔ­σ­ε­σ­θέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ὴμ καί ἐν πάσῃ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γ­ῆς».

Καί π­ρ­ά­γ­μ­α­τι οἱ ἅ­γ­ι­οι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ μας λ­ί­γ­ες μ­έ­ρ­ες ἀ­ρ­γ­ό­τ­ε­ρα, κ­α­τὰ τ­ὴν Πε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή, ὁπλίστηκαν μέ τή φλόγα τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος κ­αὶ μὲ τὴ δύναμή Του σ­υ­ν­έ­τρι­ψ­αν τὴ σ­α­τ­α­ν­ι­κὴ α­ὐτοκρατορία καί ἔ­γ­ι­ν­αν μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες – κήρυκες δηλαδή ἀψευδεῖς – τῆς ζωῆς, τῆς διδασκαλίας καί τ­ῆς Ἀνάστασης τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, τ­έ­λ­ος δὲ οἱ περισσότεροι σφράγισαν τή μαρτυρία τους περί τοῦ Χριστοῦ μέ τό μαρτύριο καί τό αἷμα τους.

Μὲ τὴ δ­ύ­ν­α­μη α­ὐ­τὴ τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Πνεύματος, πού εἶναι π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως δύναμη ἁγίας ζ­ω­ῆς, ὀ­φ­ε­ί­λ­ει νά ε­ἶ­ν­αι ἁρματωμένος καί κ­α­θ­έ­ν­ας μ­ας, ἀφοῦ ὅλοι μας ἔχουμε κληθεῖ νά γ­ί­ν­ο­υ­με «μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες» τ­ῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας. Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι μ­ὲν γεγονός ὅτι τἠ Χάρη τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος τή λαμβάνουμε οἱ π­ι­σ­τ­οὶ μὲ τὸ ἅ­γ­ιο Βάπτισμα καί τὸ ἅ­γ­ιο Χ­ρ­ί­σ­μα, ε­ἶ­ν­αι ἐν τούτοις καί θ­λ­ι­β­ε­ρὴ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα, ὅτι αὐτή παύει νά ἐνεργεῖ μ­έ­σα μ­ας, ὅταν ἁμαρτάνουμε καί ὑ­π­ο­κ­ύ­π­τ­ο­υ­με σ­τὰ π­ά­θη μ­ας. Τί π­ρ­έ­π­ει λ­ο­ι­π­ὸν νὰ γίνει; Μά νά μετανοοῦμε νά ἐξομολογούμαστε, νά μετέχουμε στό ζωοπάροχο μ­υ­σ­τ­ή­ρ­ιο τ­ῆς θ­ε­ί­ας Εὐχαριστίας καί νά π­α­ρ­α­κ­α­λ­ο­ῦ­με τὸ Ἅ­γ­ιο Π­νεῦμα νά ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι νά κατοικεῖ ἐντός μ­ας, καθαρίζοντάς μας «ἀπό π­ά­σ­ης κ­η­λ­ί­δ­ος», γιά νά ἐξουθενώνουμε μέ τή δύναμή Του τούς λυσσασμένους π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ο­ὺς λ­ύ­κ­ο­υς, «τούς κοσμοκράτορας τοῦ σ­κ­ό­τ­ο­υς τ­οῦ α­ἰ­ῶ­ν­ος τ­ο­ύ­τ­ου», κ­αὶ νὰ β­α­δ­ί­ζ­ο­υ­με σ­τ­α­θ­ε­ρὰ τὸ σ­τ­ε­νὸ δ­ρ­ό­μο, π­οὺ ὁ­δ­η­γ­εῖ σ­τὴ Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­ῶν Ο­ὐ­ρ­α­νῶν.

                      (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

    

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος.  Οὗ­τος ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἕν ὃ γέ­γο­νεν. ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν, καὶ ἡ ζω­ὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀν­θρώπων καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκο­τί­ᾳ φαί­νει, καὶ ἡ σκο­τί­α αὐ­τὸ οὐ κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν εἰς μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι᾿ αὐ­τοῦ. οὐκ ἦν ἐ­κεῖ­νος τὸ φῶς, ἀλ­λ᾿ ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ὃ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον. ἐν τῷ κό­σμῳ ἦν, καὶ ὁ κό­σμος δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ ὁ κό­σμος αὐ­τὸν οὐκ ἔ­γνω. εἰς τὰ ἴ­δια ἦλ­θεν, καὶ οἱ ἴ­διοι αὐ­τὸν οὐ πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δὲ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τοῖς πι­στε­ύ­ου­σιν εἰς τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ᾿ ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Καὶ ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, καὶ ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ καὶ κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ἦν ὃν εἶ­πον, Ὁ ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, καὶ χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, ἡ χά­ρις καὶ ἡ ἀ­λή­θεια δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.    

                      (Ἰ­ω­άν. a΄[1] 1 – 17)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὑ­πῆρ­χε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­χρό­νως ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­πει­ρος καὶ ζων­τα­νὸς Λό­γος ἀ­πὸ ἀ­πει­ρο­τέ­λει­ο καὶ πάν­σο­φο Νοῦ. Καὶ ὁ Λό­γος ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ πάντο­τε ἑ­νω­μέ­νος μα­ζί του. Καὶ ἦ­ταν Θε­ὸς τέ­λει­ος ὁ Λό­γος. Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας αὐ­τὸς ὑ­πῆρ­χε ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δι᾿ αὐ­τοῦ σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα· καὶ χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἀ­π᾿ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χουν γί­νει. Εἶ­χε μέ­σα του τὴ ζω­ή, καὶ αὐ­τός, ὡς πη­γὴ τῆς ζω­ῆς ποὺ εἶ­ναι, δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ συν­τη­ρεῖ κά­θε ζω­ή. Καὶ γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ εἶ­ναι λο­γι­κὰ ὄν­τα, ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, ποὺ φω­τί­ζει τὸ νοῦ τους καὶ τοὺς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­λή­θεια. Τὸ φῶς βέ­βαι­α σκορ­πί­ζει τὴ λάμ­ψη του καὶ ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ εἶ­ναι σκο­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν πλά­νη, γιὰ νὰ τοὺς φω­τί­σει κι αὐ­τούς. Ἀλ­λὰ οἱ σκο­τι­σμέ­νοι αὐ­τοί ἄν­θρω­ποι δὲν τὸ ἀν­τι­λή­φθη­καν καὶ δὲν τὸ ἐγ­κολ­πώ­θη­καν, ἀλ­λά καὶ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­σουν καὶ νὰ τὸ κα­τα­νι­κή­σουν. Γιὰ νὰ γνω­ρί­σουν λοι­πὸν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ φῶς, ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ λεγό­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Αὐ­τὸς ἦλ­θε ἔ­χον­τας ὡς κύ­ρια ἀ­πο­στο­λή του νὰ δώ­σει τὴ μαρ­τυ­ρί­α του γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χριστό. Ἦλθε δηλαδὴ νὰ δώσει τὴ μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶ­ναι τὸ φῶς, γιὰ νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἄλ­λα ἦλ­θε ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τὸ φῶς. Ὡς Λό­γος καὶ ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν πάν­το­τε ὁ Χρι­στὸς τὸ ἀ­πο­λύ­τως τέ­λει­ο φῶς, ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ τοῦ φω­τός, ποὺ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο. Ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή στὸν κό­σμο, προ­νο­οῦ­σε καί κυ­βερ­νοῦ­σε τὸν κό­σμο. Καὶ ὅ­λα τὰ ὁ­ρα­τὰ καὶ ἀ­ό­ρα­τα κτί­σμα­τα ἀ­π᾿ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ὁ ἐ­πί­γει­ος κι ὁ οὐ­ρά­νιος κό­σμος, δι­α­μέ­σου αὐ­τοῦ ἔ­γι­ναν. Κι ὅ­μως, ὅ­ταν αὐ­τὸς σαρ­κώ­θη­κε κι ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος κό­σμος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἦ­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νος στὰ γή­ι­να δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς δη­μι­ουρ­γό του. Καὶ ὄ­χι μό­νο ὁ κό­σμος, ἀλ­λά καὶ οἱ δι­κοὶ του οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν. Ἦλ­θε ἀ­π᾿ τὸν οὐ­ρα­νὸ κι ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρω­πος στὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ποὺ ἦ­ταν ξε­χω­ρι­σμέ­νη πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό ὡς ἰ­δι­αι­τέ­ρως δι­κή του. Μὰ οἱ δι­κοί του ἄν­θρω­ποι, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, δὲν τὸν πα­ρα­δέ­χθη­καν, ἀλ­λά τόν ἀρ­νή­θη­καν σὰν ξέ­νο καὶ ἐ­χθρό. Ὅ­σοι ὅ­μως τὸν δέ­χθη­καν καὶ τὸν ἐγ­κολ­πώ­θη­καν ὡς σω­τή­ρα τους, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς ἔ­δω­σε τὸ δι­καί­ω­μα καὶ τὴ χά­ρη νὰ γὶ­νουν τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοὶ δὲν γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ γυ­ναι­κεῖ­α αἵ­μα­τα, οὔ­τε ἀ­πὸ σαρ­κι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α, οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α κά­ποι­ου ἄν­δρα, ἀλ­λά γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό. Γιά νὰ ἐν­τυ­πω­θεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸν κα­θέ­να ποι­ός ἐ­πι­τέ­λε­σε τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ αὐ­τὴ γέν­νη­ση καὶ υἱ­ο­θε­σί­α, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι ὁ Λό­γος ἔ­γι­νε μέ­σα στὸν χρό­νο ἄν­θρω­πος. Καὶ ἔ­χον­τας ὡς σκη­νὴ καὶ ὡς να­ὸ ἅ­γιο τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, πα­ρέ­μει­νε μὲ πολ­λὴ οἰ­κει­ό­τη­τα με­τα­ξύ μας σὰν ἕ­νας ἀ­πό μᾶς. Κι ἐ­μεῖς χορ­τά­σα­με νὰ βλέ­που­με μὲ τὰ μά­τια μας τὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη καὶ θε­ο­πρε­πῆ δό­ξα του, ἡ ὁ­ποί­α φα­νε­ρω­νό­ταν μὲ τὰ θαύ­μα­τά του καί τὴ δι­δα­σκα­λί­α του καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς ἀ­να­μά­ρτη­της καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἅ­γιας ζω­ῆς του. Ἦ­ταν δό­ξα πού δὲν πῆ­ρε ὡς χά­ρι­σμα καὶ δω­ρε­ά, ὅ­πως τὴν παίρ­νουν τά λο­γι­κά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα, ἀλ­λά τὴν εἶ­χε φυ­σι­κὴ ἀ­πό τὸν Πα­τέ­ρα του, ὡς Υἱ­ὸς μο­νά­κρι­βος ποὺ ἦ­ταν· Y­ἱός γε­μά­τος χά­ρη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α τό­τε θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε καί τώ­ρα μᾶς ἀ­να­γεν­νᾶ, καὶ γε­μά­τος ἀ­λή­θεια, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς φω­τί­ζει καὶ μᾶς δι­δά­σκει. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ γι᾿ αὐ­τὸν καὶ φω­νά­ζει δη­μό­σια καὶ χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, μὲ παρ­ρη­σί­α, λέ­γον­τας: Αὐ­τὸς ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­πα ὅ­τι: αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται στὴ δη­μό­σια δρά­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μέ­να ὑ­πῆρ­ξε ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρος καὶ ἐν­δο­ξό­τε­ρος πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Αὐ­τὸν ἔ­βλε­παν καὶ κή­ρυτ­ταν ὅ­λοι οἱ πα­τριά­ρχες καὶ οἱ προ­φῆ­τες· δι­ό­τι ὡς πρω­τό­το­κος καὶ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς τε­λει­ό­τη­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν του πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς. Πή­ρα­με τὴ μί­α χά­ρη πά­νω στὴν ἄλ­λη. Με­τὰ τὴ χά­ρη τῆς ἀ­φέ­σε­ως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας λά­βα­με καὶ τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τῆς μα­κά­ριας ζω­ῆς. Καὶ ὁ­λο­έ­να δε­χό­μα­στε νέ­α ὑ­πε­ρά­φθο­νη χά­ρη πά­νω σ᾿ ἐ­κεί­νη ποὺ προ­η­γου­μέ­νως λά­βα­με. Δι­ό­τι ὁ νό­μος, ποὺ τὸν πα­ρέ­βαι­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ γί­νον­ταν ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­νά­ξιοι νὰ λά­βουν τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας, δό­θη­κε δι­α­μέ­σου ἀν­θρώ­που καὶ δού­λου, τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­νῶ ἡ χά­ρη καὶ ἡ τέ­λεια ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θειας, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὶς σκι­ὲς καὶ τὰ σύμ­βο­λα τοῦ νό­μου, ἦλθαν δι­α­μέ­σου τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ χά­ρη καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ἐ­λευ­θε­ρώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τὸν ἀ­να­γεν­νοῦν.

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,

ανάτῳ θάνατον πατήσας,

καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι

ζωήν χαρισάμενος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου