ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(4 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας,
καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι
γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός,
ἐκάθισέ τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,
καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος
ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.
ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι,
Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
(Πράξ.
Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τό
πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία
ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν
συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό
τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κινεῖται μὲ ὀρμή καὶ βιαιότητα.
Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου κάθονταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι
οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σ’ αὐτοὺς γλῶσσες
σὰν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, καὶ στὸν καθένα ἀπ' αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία
γλώσσα. Ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, κι ἄρχισαν
νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε
τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες
ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες. Στὴν Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν τότε Ἰουδαῖοι ἀπ'
ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ μόνιμα, ἦταν εὐλαβεῖς
καὶ σέβονταν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπὸν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, συγκεντρώθηκε
πλῆθος ἀπ' αὐτοὺς κι ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ κατάπληξη·
διότι ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μιλοῦν
στὴ δική του γλώσσα. Ἔμεναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγαν
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: Μά, ὅλοι αὐτοί πού μιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς
λοιπὸν ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας νὰ μιλοῦν στὴ δική μας μητρικὴ
γλώσσα, τὴν ὁποία μάθαμε καὶ μιλοῦμε ἀπὸ τότε πού γεννηθήκαμε; Ὅσοι
εἴμαστε Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅσοι κατοικοῦμε στὴ Μεσοποταμία
καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Καππαδοκία, στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία,
στὴ Φρυγία καὶ στὴν Παμφυλία, στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ μέρη τῆς Λιβύης
πού εἶναι κοντὰ στὴν Κυρήνη, καὶ οἱ Ρωμαῖοι πού διαμένουμε ἐδῶ, τόσο
αὐτοί πού λόγῳ τῆς καταγωγῆς μας εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ ἐθνικοὶ
πού προσελκυσθήκαμε στὴν ἰουδαϊκὴ πίστη καὶ γίναμε προσήλυτοι,
καθὼς καὶ ὅσοι καταγόμαστε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς
πού καταγόμαστε ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε
αὐτοὺς νὰ μιλοῦν καί νά διακηρύττουν στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καί θαυμαστὰ
ἔργα τοῦ Θεοῦ;
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
τοῦτο δὲ εἶπε
περὶ τοῦ Πνεύματος
οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·
ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν.
τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν
τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν
οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!
λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς,
ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων·
Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
(Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8]
12)
«ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΕΠΙΔΗΜΙΑ»
1. ΠΟΤΑΜΟΙ
ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΟΙ
Ὁ
Κύριος βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς
Σκηνοπηγίας. Οἱ Ἰουδαῖοι συμμετεῖχαν στὴν ἑορτὴ αὐτὴ γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν
πορεία τῶν προγόνων τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔμεναν σὲ σκηνές. Τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα τῆς
ἑορτῆς, ἔκαναν ἀναπαράσταση τῆς εἰσόδου στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Οἱ ἱερεῖς
ἔπαιρναν νερὸ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ προχωροῦσαν πρὸς τὸ Ναὸ
ραντίζοντας τὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ πλήθη.
Αὐτὴ
λοιπὸν τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, ὁ Κύριος, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς
τελετὲς τῆς ἑορτῆς, ἄρχισε νὰ διδάσκει μὲ ζωηρὴ φωνὴ τὰ πλήθη λέγοντας: Ἐὰν
κανεὶς αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα πνευματική, ἂς ἔρχεται σὲ μένα καὶ ἂς πίνει.
Κοντά μου θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του θὰ τρέξουν
ποταμοὶ ἀστείρευτου νεροῦ.
Ὁ
Κύριος βέβαια μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐννοοῦσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο μετὰ τὴν
Πεντηκοστὴ θὰ ἔπαιρναν ὅσοι θὰ πίστευαν σ᾿ Αὐτόν. Διότι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ μεταδίδει νέα καὶ θεϊκὴ ζωή, δὲν εἶχε ἀκόμη δοθεῖ σὲ κανένα.
Διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος του καὶ τὴν Ἀνἀληψή του.
Γιατί
ὅμως ὁ Κύριος παρομοιάζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ νερὸ ἀστείρευτο ποὺ ἀναβλύζει μέσα
ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; Διότι ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται στὴν
ψυχὴ κάθε βαπτισμένου καὶ χρισμένου πιστοῦ, προσφέρεται ἀσταμάτητα. Ἀναβλύζει
διαρκῶς, δὲν ἀδειάζει ποτέ, ρέει σταθερὰ καὶ ἀνεξάντλητα ὅπως τὸ ποτάμι.
Καὶ
ποιὸ ἔργο ἐπιτελεῖ; Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς ὕδωρ ζῶν εἶναι ἡ αἰτία τῆς πνευματικῆς
μας ζωῆς. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρχικὰ σὰν ἕνα ρεῦμα ἰσχυρὸ καταρρίπτει
μέσα στὶς ψυχὲς μας κάθε ἀντίσταση, κάθε πάθος. Καθαρίζει κάθε τι ρυπαρὸ καὶ
ἁμαρτωλό. Καὶ ταυτόχρονα δροσίζει ὡς ὕδωρ διαυγὲς καὶ ἄφθονο τὶς ψυχές μας, τὶς
μαλακώνει, τὶς ποτίζει καὶ τὶς καθιστᾶ καρποφόρες σὲ ἔργα ἀρετῆς. Ἐμπνέει
ἀγαθὲς διαθέσεις καὶ ἱερὰ συναισθήματα, καὶ ἀντίστοιχες ἐνέργειες καὶ πράξεις.
Ἐνδυναμώνει τὴν ψυχή μας ὥστε νὰ ζοῦμε μία ἁγία ζωή. Μᾶς μεταμορφώνει καὶ μᾶς
ἀναγεννᾶ, γεμίζει τὸ ἐσωτερικό μας μὲ ὅλους τοὺς δικούς της καρπούς, τοὺς
καρποὺς τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγιότητος. Καὶ καθιστᾶ κι ἐμᾶς πηγὲς ἀνεξάντλητες
ὕδατος ζῶντος πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας.
2. Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μόλις
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἄκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Κυρίου, ἄρχισαν νὰ διχάζονται.
Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης ποὺ περιμένουμε». Ἄλλοι: «Αὐτὸς εἶναι ὁ
Χριστός». Κι ἄλλοι ἀποροῦσαν: «Εἶναι δυνατὸν νὰ προέλθει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ
Γαλιλαία;» Οἱ πιὸ ζηλωτὲς ἤθελαν νὰ Τὸν συλλάβουν, ὅμως κανεὶς δὲν τόλμησε νὰ
τὸ κάνει, διότι μία ἀόρατη δύναμη τοὺς ἐμπόδιζε.
Γύρισαν λοιπὸν
πίσω ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς Φαρισαίους, καὶ αὐτοὶ τοὺς
ρώτησαν: «Γιατί δὲν Τὸν συλλάβατε;» «Ποτὲ ἄλλοτε δὲν δίδαξε κανεὶς μὲ τόση
σοφία ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος», ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι. Τοὺς ξαναρώτησαν οἱ
Φαρισαῖοι: «Μήπως κι ἐσεῖς ἔχετε πλανηθεῖ ἀπὸ αὐτόν; Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες
δὲν πίστεψε σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνο ὁ καταραμένος ὄχλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμο!»
Τότε διαμαρτυρήθηκε ὁ Νικόδημος: «Πῶς μποροῦμε νὰ καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο,
ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσουμε πρῶτα καὶ μάθουμε τί ἔκανε;» Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν:
«Προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν ἔχει φανεῖ ποτέ».
Ὁ Κύριος ὅμως
συνέχισε νὰ κηρύττει λέγοντας: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ
ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περιπλανιέται ποτὲ στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχει μέσα
του τὸ ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς».
Τί κρίμα ὅμως.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν δίπλα τους τὸ φῶς τῆς ζωῆς, καὶ παρέμεναν στὸ
σκοτάδι. Τὸ φῶς ἄγγιξε τὴ ζωή τους, κι αὐτοὶ οἱ δύστυχοι βυθίζονταν περισσότερο
στὸ σκοτάδι, στὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀντίδραση.
Τέτοια
κατάσταση ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς στὴν ἱστορία καὶ ἰδιαιτέρως στὶς μέρες
μας. Πόσοι βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δεχθήκαμε τὸ φῶς τῆς πίστεως καὶ
τῆς ἀλήθειας. Ό Χριστὸς πλημμύρισε μὲ τὸ φῶς του τὴ ζωή μας, ὅταν βαπτιστήκαμε
στὸ ὄνομά του. Αὐτὸν ντυθήκαμε τότε, γιὰ νὰ ζήσουμε πλέον μία φωτεινὴ ἐν Χριστῷ
ζωή. Καὶ νὰ πορευόμαστε ὡς τέκνα φωτός. Δυστυχῶς ὅμως πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεάζονται
ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ πελαγοδρομοῦν μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου. Ψάχνουν ἀλλοῦ
γιὰ φῶς καὶ χάνονται στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῶν αἱρέσεων, τῶν παραθρησκειῶν,
τῶν ψευδώνυμων φιλοσοφιῶν καὶ τῶν αὐτοαποκαλούμενων πνευματικῶν ἀνθρώπων. Εἶναι
τραγικὸ νὰ πορεύονται σὰν τυφλοὶ καὶ νὰ χάνουν τὸ δρόμο τους, ἐνῶ εἶναι δίπλα
τους ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς περιμένει νὰ τοὺς δώσει τὸ φῶς του.
Μήπως ὅμως κι
ἐμεῖς κάποτε ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας; Ζοῦμε
πράγματι μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἢ μᾶς ἑλκύει τὸ σκοτάδι καὶ μᾶς ταλανίζει ἡ
ἀμφιβολία καὶ ἡ πλάνη;
Μὴν
ξεγελιόμαστε. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ μόνον Αὐτός. Ἂς Τὸν
παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ φωτίζει τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὶς ἐνέργειές
μας, τὰ βιώματά μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου