Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

(10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄ αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ.   

      (Ἐφεσ. Ϛ΄ [6] 10-17)

 

Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

1.    ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα αὐ­τῆς τῆς Κυ­ρια­κῆς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ πό­λε­μο ποὺ ἔ­χου­με ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ τὸν μι­σάν­θρω­πο ἐ­χθρό μας, τὸν δι­ά­βο­λο. Καὶ μᾶς προ­τρέ­πει νὰ προ­βάλ­λου­με ἔν­το­νη ἀν­τί­στα­ση ἀ­πέ­ναν­τί του. Μᾶς λέ­ει: Νὰ ἐ­νι­σχύ­ε­σθε μὲ τὴ δύ­να­μη ποὺ σᾶς δί­νει ἡ κοι­νω­νί­α σας μὲ τὸν Κύ­ριο καὶ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν πα­νί­σχυ­ρη δύ­να­μή του. Νὰ φο­ρέ­σε­τε ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ὁ­πλι­σμὸ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­πλί­ζει ὁ Θε­ὸς τοὺς στρα­τι­ῶ­τες του, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε στὰ πα­νοῦρ­γα τε­χνά­σμα­τα τοῦ δι­α­βό­λου. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χου­με νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ ἀν­τι­πά­λους ἴ­διους μὲ μᾶς, μὲ αἷ­μα καὶ σάρ­κα σὰν τὴ δι­κή μας. Ἀλ­λὰ ἡ πά­λη καὶ ὁ πό­λε­μός μας εἶ­ναι μὲ τὶς ἀρ­χές, μὲ τὶς ἐ­ξου­σί­ες, μὲ τὰ δι­α­βο­λι­κὰ αὐ­τὰ τάγ­μα­τα, μὲ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες ποὺ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὸ πλῆ­θος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νοι στὸ ἠ­θι­κὸ σκο­τά­δι ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ στὸν αἰ­ώ­να αὐ­τό. Κα­λού­μα­στε νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὄν­τα ποὺ εἶ­ναι γε­μά­τα πο­νη­ριὰ καὶ κα­τοι­κοῦν ἀ­νά­με­σα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐ­ρα­νό.

Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ λοι­πὸν κα­θη­με­ρι­νὰ βρι­σκό­μα­στε σὲ ἐμ­πό­λε­μη κα­τά­στα­ση. Δι­ε­ξά­γου­με δια­ρκῶς ἕ­ναν ἀ­ό­ρα­το πό­λε­μο, λυσ­σώ­δη καὶ ἐ­ξον­τω­τι­κό. Ἔ­χου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὸν χει­ρό­τε­ρο ἐ­χθρό, τὸν ἀν­θρω­πο­κτό­νο δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν παύ­ει νὰ μᾶς πο­λε­μᾶ. Ἐ­πει­δὴ ἔ­χα­σε τὴ μά­χη στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ μι­σεῖ τὸν Θε­ό, θέ­λει νὰ ἐ­ξον­τώ­σει ἐ­μᾶς, τὰ ἐ­πί­γεια δη­μι­ούρ­γη­μα­τά Του. Σὰν λι­ον­τά­ρι ποὺ βρυ­χᾶ­ται καὶ ὠ­ρύ­ε­ται, ἐ­πι­χει­ρεῖ δια­ρκῶς νὰ μᾶς κα­τα­πι­εῖ καὶ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση. Καὶ μᾶς κυ­νη­γᾶ ἀ­στα­μά­τη­τα, μᾶς πο­λι­ορ­κεῖ ἀ­δί­στα­κτα, θέ­λει τὴν κα­τα­στρο­φή μας. Ἐ­κτο­ξεύ­ει τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με, νὰ συμ­βι­βα­στοῦ­με μα­ζί του· ἄλ­λο­τε μὲ τὰ θέλ­γη­τρα τοῦ κό­σμου καὶ ἄλ­λο­τε μὲ τὰ φό­βη­τρα καὶ τὸν δι­ωγ­μό. Ἄλ­λο­τε κρύ­βε­ται γιὰ νὰ ἐ­φη­συ­χά­σου­με, καὶ μᾶς αἰφ­νι­διά­ζει ἀ­μέ­ρι­μνους. Κά­πο­τε μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ στὴν ἀ­να­βο­λή, στὴν ἀ­μέ­λεια, σὲ μι­κρο­ϋ­πο­χω­ρή­σεις· κι ἄλ­λο­τε συ­κο­φαν­τεῖ τὴν ἀ­ρε­τή, γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει τε­λι­κὰ στὴν πτώ­ση, στὴν ἀ­πό­γνω­ση, στὸν θά­να­το. Μὴν ξε­γε­λι­ό­μα­στε λοι­πόν. Ἔ­χου­με πό­λε­μο. Πό­λε­μο δια­ρκῆ. Νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με. Καὶ νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἔ­χει τί­πο­τε κα­λὸ νὰ μᾶς δώ­σει. Θέ­λει μό­νο τὸ κα­κό μας, τὴν κα­τα­στρο­φή μας, τὴν ἐ­πί­γεια καὶ τὴν αἰ­ώ­νια.

2. Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συ­νι­στᾶ νὰ ὁ­πλι­σθοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός. Λέ­ει συγ­κε­κρι­μέ­να: Ἐ­πει­δὴ ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι φο­βε­ρός, γι᾿ αὐ­τὸ πάρ­τε πά­νω σας καὶ φο­ρέ­στε τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ δί­νει ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ­τε τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ὁ πει­ρα­σμὸς θὰ σᾶς προ­σβά­λει μὲ δύ­να­μη. Κι ἀ­φοῦ ἐ­πι­τε­λέ­σε­τε μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας, νὰ στα­θεῖ­τε στὴ θέ­ση σας καὶ νὰ τὴν κρα­τή­σε­τε κα­λά. Στα­θεῖ­τε λοι­πὸν στὴν πα­ρά­τα­ξη τοῦ ἀ­γώ­να. Ζω­σθεῖ­τε τὴν ἀ­λή­θεια ὡς ζώ­νη, ὥ­στε ὁ φω­τι­σμὸς τῆς ἀ­λή­θειας νὰ σᾶς δί­νει πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ εὐ­κι­νη­σί­α. Βάλ­τε ὡς θώ­ρα­κα τὴ δι­και­ο­σύ­νη, ὥ­στε νὰ εἶ­στε ἀ­πλή­γω­τοι ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ἀ­δι­κί­ας καὶ νὰ μὴν πα­ρα­σύ­ρε­σθε σὲ κα­νέ­να ἄ­δι­κο ἔρ­γο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­θρώ­πων γύ­ρω σας. Φο­ρέ­στε στὰ πό­δια σας ὡς ὑ­πο­δή­μα­τα ποὺ δι­ευ­κο­λύ­νουν νὰ περ­πα­τᾶ­τε ἐ­λεύ­θε­ρα, τὴν ἑ­τοι­μό­τη­τα ποὺ δί­νει στὴν ψυ­χὴ ἡ τή­ρη­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς εἰ­ρή­νης. Μα­ζὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ πά­ρε­τε πά­νω σας καὶ νὰ φο­ρέ­σε­τε ὡς θυ­ρε­ὸ τὴν πί­στη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ σβή­σε­τε ὅ­λους τους καυ­στι­κοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ πο­νη­ροῦ, ποὺ μοιά­ζουν μὲ πύ­ρι­να βέ­λη. Καὶ νὰ δε­χθεῖ­τε ὡς πε­ρι­κε­φα­λαί­α τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὥ­στε ὁ νοῦς σας νὰ πε­ρι­φρου­ρεῖ­ται ἀ­πὸ ἀ­γα­θοὺς λο­γι­σμούς, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐμ­πνέ­ει ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἐλ­πί­δα. Πάρ­τε καὶ τὸ μα­χαί­ρι ποὺ δί­νει τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι λό­γος τοῦ Θε­οῦ.

Στὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ τμῆ­μα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ θε­ό­πνευ­στος ἀ­πό­στο­λος μᾶς προ­τρέ­πει νὰ ὁ­πλι­στοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α τοῦ Θε­οῦ. Μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὅ­πλα ποῦ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός, ὥ­στε νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­στα­θοῦ­με στὶς με­θο­δεῖ­ες τοῦ δι­α­βό­λου. Τὰ ὅ­πλα μας αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς βέ­βαι­α δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­λοι μας εἶ­ναι ὅ­τι πρέ­πει νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με δια­ρκῶς καὶ μ᾿ αὐ­τὰ νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στὸν δι­ά­βο­λο. Καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὶς ἀ­φορ­μὲς τῶν πει­ρα­σμῶν. Ξέ­ρει ὁ κα­θέ­νας μας πό­τε, ποῦ καὶ πῶς μᾶς πο­λε­μᾶ ὁ δι­ά­βο­λος. Ἂς ἀ­πο­φεύ­γου­με λοι­πὸν τὶς αἰ­τί­ες ποὺ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἂς προ­σέ­ξου­με τὰ ἀ­δύ­να­μα ση­μεῖ­α μας. Σ᾿ αὐ­τὰ μᾶς πο­λε­μᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ δι­ά­βο­λος. Γι᾿ αὐ­τὸ ἂς πά­ρου­με τὰ μέ­τρα μας. Ὄ­χι δι­ά­λο­γο μὲ τὸν πει­ρα­σμὸ. Ἀλ­λὰ μὲ γεν­ναῖ­ο φρό­νη­μα, μὲ ἐ­γρή­γορ­ση, ἑ­τοι­μό­τη­τα καὶ ἄ­με­ση ἀν­τί­δρα­ση νὰ ἀ­πο­κρού­ου­με τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του. Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὰ ἁ­γι­α­στι­κὰ μέ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια, τὴν προ­σευ­χή, τὴ νη­στεί­α, τὴ με­τά­νοι­α. Καὶ ὁ παν­το­δύ­να­μος Θε­ὸς θά συν­τρί­ψει τὸν δι­ά­βο­λο κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια μας πο­λὺ γρή­γο­ρα. Ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε καὶ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε.

(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦν ὁ Ἰησοῦς  δι­δά­σκων ἐν μι­ᾷ τῶν συ­να­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι. καὶ ἰ­δοὺ γυ­νὴ ἦν πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νε­ί­ας ἔ­τη δέ­κα καὶ ὀ­κτώ, καὶ ἦν συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυ­να­μέ­νη ἀ­να­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές. ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὴν ὁ Ἰ­η­σοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Γύναι, ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νε­ί­ας σου· καὶ ἐ­πέ­θη­κεν αὐ­τῇ τὰς χεῖ­ρας· καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νωρ­θώ­θη καὶ ἐ­δό­ξα­ζε τὸν Θε­όν. ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ἀ­γα­να­κτῶν ὅ­τι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐ­θε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­λε­γε τῷ ὄ­χλῳ· Ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰ­σὶν ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι· ἐν τα­ύ­ταις οὖν ἐρ­χό­ μενοι θε­ρα­πε­ύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του. ἀ­πε­κρί­θη οὖν αὐ­τῷ ὁ Κύριος καὶ εἶ­πεν· Ὑ­πο­κρι­τά· ἕ­κα­στος ὑ­μῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύ­ει τὸν βοῦν αὐ­τοῦ ἢ τὸν ὄ­νον ἀ­πὸ τῆς φάτ­νης καὶ ἀ­πα­γα­γὼν πο­τί­ζει; τα­ύ­την δὲ, θυ­γα­τέ­ρα Ἀ­βρα­ὰμ οὖ­σαν, ἣν ἔ­δη­σεν ὁ σα­τα­νᾶς ἰ­δοὺ δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ ἔ­τη, οὐκ ἔ­δει λυ­θῆ­ναι ἀ­πὸ τοῦ δε­σμοῦ το­ύ­του τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του; καὶ ταῦ­τα λέ­γον­τος αὐ­τοῦ κα­τῃ­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀν­τι­κε­ί­με­νοι αὐ­τῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄ­χλος ἔ­χαι­ρεν ἐ­πὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν­δό­ξοις τοῖς γι­νο­μέ­νοις ὑ­π' αὐ­τοῦ.                                    

  (Λουκ. ιγ΄[13] 10  – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ  Ἰησοῦς ἕνα Σάβ­βα­το δί­δα­σκε σὲ μί­α συ­να­γω­γή. Ἐ­κεῖ βρι­σκό­ταν καὶ μί­α γυ­ναί­κα ποὺ ὑ­πέ­φε­ρε δέ­κα ὀ­κτὼ χρό­νια ἀ­πὸ μιὰ ἀ­σθέ­νεια ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ου πο­νη­ροῦ πνεύ­μα­τος. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἦ­ταν σκυμ­μέ­νη δια­ρκῶς μὲ κυρ­τω­μέ­νο τὸ σῶ­μα της καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε κα­θό­λου νὰ ση­κώ­σει ὄρ­θιο τὸ κε­φά­λι της. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὴν εἶ­δε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τῆς φώ­να­ξε καὶ τῆς εἶ­πε: Γυ­ναί­κα, εἶ­σαι λυ­μέ­νη καὶ ἐ­λευ­θε­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀρ­ρώ­στια σου. Κι ἔ­βα­λε πά­νω της τὰ χέ­ρια του. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη ἐ­πα­νέ­κτη­σε τὴν ὄρ­θια στά­ση τοῦ σώ­μα­τός της καὶ δό­ξα­ζε τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴ θε­ρα­πεί­α της. Τό­τε ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, γε­μά­τος ἀ­γα­νά­κτη­ση πού ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε τὴ θε­ρα­πεί­α αὐτή μέ­ρα Σάβ­βα­το, στρά­φη­κε στὸ πλῆ­θος τοῦ λα­οῦ κι ἔ­λε­γε: Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στὴ δι­ά­θε­σή μας νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε, καὶ μό­νο μέ­σα σ᾿ αὐ­τὲς δι­και­ού­μα­στε καὶ πρέ­πει νὰ τὸ κά­νου­με αὐ­τό. Τίς ἐρ­γά­σι­μες αὐ­τὲς ἡμέρες λοι­πὸν νὰ ἔρ­χε­στε καὶ νὰ θε­ρα­πεύ­ε­σθε, καὶ ὄ­χι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του. Τό­τε λοι­πὸν ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Ὑ­πο­κρι­τή, κά­τω ἀ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τοῦ σε­βα­σμοῦ τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του κρύ­βεις φθό­νο καὶ μο­χθη­ρί­α. Ὁ κα­θέ­νας σας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του δὲν λύ­νει τὸ βό­δι του ἢ τό γα­ϊ­δού­ρι ἀ­πὸ τὸ πα­χνὶ καὶ δὲν τὸ πη­γαί­νει νὰ τὸ πο­τί­σει; Καὶ τὸ κά­νει αὐ­τὸ χω­ρὶς νὰ θε­ω­ρεῖ­ται πα­ρα­βά­της τῆς ἐν­το­λῆς τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἐν­το­λῆς αὐ­τῆς πού εἶ­ναι ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση. Αὐ­τὴ ὅ­μως, πού εἶ­ναι κό­ρη καὶ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὴν ἔ­δε­σε ὁ σα­τα­νᾶς μὲ τέ­τοι­α ἀρ­ρώ­στια, ὤ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ ση­κω­θεῖ ὄρ­θια δε­κα­ο­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια, δὲν ἦ­ταν σω­στὸ καὶ ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο νὰ λυ­θεῖ ἀπό τὰ μα­κρο­χρό­νια αὐ­τὰ καὶ ὀ­δυ­νη­ρὰ δε­σμὰ της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του; Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ντρο­πι­ά­ζον­ταν ὅ­λοι οἱ ἀν­τί­θε­τοί του. Κι ὅ­λος ὁ λα­ὸς χαι­ρό­ταν γιὰ ὅ­λα τὰ λαμ­πρὰ καὶ θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα πού δια­ρκῶς ἔ­κα­νε ὁ Ἰησοῦς.     

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου