Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Μπροστά σ᾿ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο

 


«Mυστήριον φοβερώτατον» ὁ θάνατος. Μᾶς προξενεῖ φόβο, μᾶς γεμίζει λύπη. Δν θέλουμε οὔτε νὰ τὸν σκεφτόμαστε. ποκρουστικ μᾶς ἀκούγεται κα καθετ πο σχετίζεται μ αὐτόν. Καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι ξένο μ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας πο πλάσθηκε γι τὴ ζωή, γιὰ τὴν ἀθανασία. Κι ὅταν περνοῦν τ χρόνια καί ἀνθρωπίνως πλησιάζουμε πι κοντ σ᾿ αὐτόν, κάνουμε ὅ,τι περνᾶ ἀπ τ χέρι μας γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγουμε. 

Αὐτός ὁ θάνατος, πο εἶναι τ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεώς μας, ή κατάληξη τῆς ἀποστασίας μας ἀπ τν Θεό, γίνεται ἀκόμα πιό ὀδυνηρός κα ἀφόρητος, ὅταν εἶναι αἰφνίδιος. Ἀλλιῶς τὸν δεχόμαστε και προετοιμαζόμαστε, ὅταν τὸν βλέπουμε ν μᾶς πλησιάζει μέσα ἀπ μι ἀθεράπευτη ἀσθένεια ἢ ἀπ τ γεράματα τῆς ἡλικίας, κα διαφορετικά, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται ξαφνικ κα ἀπροσδόκητα. Πολλ καθημεριν περιστατικὰ τὸ βεβαιώνουν: ἀτυχήματα, φόνοι, πνιγμοί, πτώσεις, δυστυχήματα πο ἐπιφέρουν ξαφνικ τὸν θάνατο κα τν ἀπορία στ χείλη μας: «Πς συνέβη ατό; Γιατί; Ἀφοῦ ἦταν καλά... Ἀπίστευτο!». 

Πῶς ὅμως στεκόμαστε μπροστ σ᾿ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο; 

Στὸ ἄκουσμα ἑνός αἰφνιδίου θανάτου, αὐθόρμητα τὰ χείλη μας ἐκφράζουν λόγια προσευχῆς. Τόσο γι᾿ αὐτος πο κάλεσε ὁ Θες κοντά Του, ὅσο κα γι τος συγγενεῖς τους κα φίλους. Ν᾿ ἀναπαύει τν ψυχ τοῦ κεκοιμημένου, ν παρηγορε τοὺς οἰκείους καὶ νὰ τοὺς στηρίζει ὁ Θεός στς δύσκολες ατς ὧρες. Ν᾿ ντέξουν κα μ ὑπομονή κα πίστη ν σηκώσουν τὸν σταυρὸ τοῦ πένθους. Ἀλλὰ ἡ προσευχ γίνεται κα γι μᾶς. Παρακαλομε τὸν Κύριο τῆς ζωῆς κα τοῦ θανάτου ν μᾶς διαφυλάττει κα ν μᾶς ἀπαλλάττει ἀπ τν ξαφνικ θάνατο. Μέσα στς δεήσεις τῆς θείας Λατρείας ἡ Ἐκκλησία μας παρακαλεῖ «ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι... ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ... κα αἰφνιδίου θανάτου». 

Ἔπειτα ν σκεφθοῦμε ἤρεμα πὼς ἐμεῖς τὸν βλέπουμε ἔτσι αιφνίδιο τν θάνατο. πρόσμενος κα ξαφνικς γι τ δική μας λογική. Ὁ ἅγιος Θες ὅμως, πού προγνωρίζει κα ρυθμίζει τ πάντα στ ζωή μας, ἀκόμη κα τς λεπτομέρειες, τὸν ἐπιτρέπει γι λόγους ποὺ Ἐκεῖνος γνωρίζει. Κατ τ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τν κάθε ἄνθρωπο τν βρίσκει στν καλύτερη στιγμ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ τς λιγότερες ἀδυναμίες, γλυτώνοντάς τον ἀπ βαρύτερες ἁμαρτίες κα πάθη. Γι᾿ αὐτ κα μ ἐμπιστοσύνη στ βουλή τοῦ Θεοῦ ν παραδίδουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ν᾿ ἀποδεχόμαστε τ τραγικ συμβάν. Διότι, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε ντὸ ἐξηγήσουμε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό μας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. 

Μπροστά σ᾿ ναν αφνίδιο θάνατο προσφιλος μας προσώπου, γνωστῶν ἢ ἀγνώστων συνανθρώπων μας, στεκόμαστε μ σιωπ κα ἀναλογιζόμαστε πόσο φήμερη κα μάταιη εἶναι τελικ αὐτ ἡ ζωή. Πόσο γρήγορα τελειώνει, χωρς ν προλάβει κάποιος νὰ τὴ γευθεῖ. νας ξαφνικς θάνατος μᾶς ὑπενθυμίζει ἀκόμη τὴν ἄγνωστη ὥρα τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο. Κανείς μας δὲν γνωρίζει πότε θ πεθάνει. Σὰν τὸν κλέφτη πο δν προειδοποιεῖ γι τν ὥρα πο θ ἔλθει, ἔτσι ἔρχεται κα ὁ θάνατος. Μὴν ἐπαναπαυόμαστε, ἀλλ ν ἀγρυπνοῦμε μὲ ἐγρήγορση πνευματική. 

Αὐτ τονίζει κα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ γράφει: «Συμβαίνουν θάνατοι συχνο κα πρόωροι, ἐμεῖς ὅμως σκεπτόμαστε σὰν ἀθάνατοι κα σν ν μν πρόκειται ν πεθάνουμε ποτέ. Ἔτσι ἁρπάζουμε, ἔτσι γινόμαστε πλεονέκτες, σν ν μν πρόκειται ν δώσουμε ποτ λόγο. Ἔτσι οἰκοδομοῦμε, σν ν πρόκειται ν μένουμε πάντοτε ἐδῶ, κι οὔτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πο καθημεριν ἠχε στ᾿ αυτιά μας, οὔτε τ ἴδια τ πράγματα μᾶς διδάσκουν» (12η Ομιλία πρὸς Ἑβραίους, ΕΠΕ 24, 507-509). 

Πολλς φορς ὁ Κύριός μας στή θεία διδασκαλία Του μᾶς παρακινεῖ· «γίνεσθε τοιμοι» (Ματθ. κδ' [24] 44). Πάντοτε τοιμοι, ἄγρυπνοι ἀγωνιστές. Ν μὴ σταματοῦμε τν ἀγώνα γι κανένα λόγο, ἀλλὰ μὲ φιλότιμο, μέ γενναιότητα, μὲ ἐλπίδα νὰ τὸν συνεχίζουμε μέχρι τέλους. Θὰ μᾶς βοηθήσει πολύ σ᾿ αὐτὸ τὸ νὰ σκεπτόμαστε τν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μας. Ἀλήθεια, πόσο διαφορετικ θὰ ἦταν ὅλα! Πόσο στοργικ κα μὲ ἀγάπη θὰ φερόμασταν στοὺς ἄλλους! Μ πόση κατανόηση κα συμπάθεια θὰ τοὺς ἀκούγαμε! Δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλούσε συμπεριφορά τους, οἱ ἀδυναμίες τοῦ χαρακτήρα τους. Μὲ τ διάθεση θὰ ἐργαζόμασταν! Πόσο θερμὰ θὰ προσευχόμασταν! Οἱ σκέψεις μας θά ἦταν πάντα καθαρές, τὰ λόγια μας μετρημένα, χαριτωμένα. 

Νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ τὸ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας κα ν τ πιστέψουμε ὅτι ἐδῶ εἴμαστε προσωρινοί, «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι». Ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ κάποια χρόνια πο θ περάσουν, θὰ τελειώσουν. Ν μάθουμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε μὲ τὸν πόθο καὶ τὴ νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ἀληθιν πατρίδα μας. Ἐκεῖ ποὺ θὰ συναντήσουμε δικά μας πρόσωπα: τὸν λατρευτ Κύριό μας, τὴν Παναγία Μητέρα μας, τοὺς φίλους καὶ ἀδελφούς μας Ἁγίους, τος δικαίους γνωστούς μας ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια μαζί τους.

 ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΟ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2122, 1ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 σελ. 489-490 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου