Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

(6 ΜΑΪΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λο­ύ­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον. 

                                                                                         (Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Δύ­ο με­γά­λα θαύ­μα­τα, πού ἔ­κα­με ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, μᾶς δι­η­γεῖ­ται τὸ ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Δύ­ο θαύ­μα­τα ἐ­ξαί­ρε­τα. Τὸ πρῶ­το ἔ­γι­νε στή πό­λη Λύδ­δα, πού βρι­σκό­ταν με­τα­ξύ τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ τῆς Ἰ­όπ­πης. Πε­ρι­ό­δευ­ε ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος στίς πό­λεις, γιά νά ἐ­πι­οι­νω­νεῖ μέ τούς Χρι­σια­νούς καί νά τούς στη­ρί­ζει.  Ἔ­φθα­σε ἔ­τσι «καί πρὸς τοὺς ἀ­γί­ους τούς κα­τοι­κοῦν­τας Λύδ­δαν». Ἐ­κεῖ λοι­πὸν «εὗ­ρεν ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ἐξ ἐ­τῶν ὀ­κτώ κα­τα­κεί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ὅς ἦν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος». Βρῆ­κε ἕ­να Χρι­στια­νό, τόν Αἰ­νέ­α. Εἶ­χεν αὐ­τὸς ὀ­κτὼ χρό­νια πα­ρά­λυ­τος καί βρι­σκό­ταν ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι του. Τόν συμ­πά­θη­σε ὁ Πέ­τρος. Τόν λυ­πή­θη­κε.  Ἐ­πει­δὴ δὲ ἀ­σφα­λῶς ὁ Αἰ­νέ­ας ἔ­δει­ξε καὶ πί­στη στόν Κύ­ριο, ὁ Πέ­τρος προ­χώ­ρη­σε καί τή συμ­πά­θειά του τὴν με­τέ­τρε­ψε σέ εὐ­ερ­γσεί­α. Τοῦ εἶ­πε: «Αἰ­νέ­α, ἰᾶ­ται σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι καὶ στρῶ­σον σε­αυ­τῷ». Ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Μεσ­σί­ας, σὲ θε­ρα­πεύ­ει ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νειά σου. Σή­κω καὶ στρῶ­σε μό­νος σου τὸ κρεβ­βά­τι σου. Μὲ τὴ δι­α­τα­γὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ὁ Αἰ­νέ­ας «εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη». Ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε ὁ Αἰ­νέ­ας τε­λεί­ως ὑ­γι­ής. Με­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο τό θαῦ­μα! Καὶ ἔ­κα­με με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Καὶ ἀ­πὸ στό­μα σὲ στό­μα δι­α­δό­θη­κε. Καὶ ἔ­τσι «εἶ­δον τόν Αἰ­νέ­αν πάν­τες οἱ κα­τοι­κοῦν­τες Λύδ­δαν καὶ τὴν πε­διά­δα τοῦ Σά­ρω­νος, οἱ ὁ­ποῖ­οι καὶ ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον». Ἐ­πί­στευ­σαν στόν Χρι­στό καὶ ἐ­πέ­στρε­ψαν πλη­σί­ον Του.

Ἡ συμ­πά­θεια τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου, ἀ­δελ­φοί, πρὸς τὸν πο­νε­μέ­νο ἐ­κεῖ­νο ἄν­θρω­πο καί ἡ προ­θυ­μί­α του νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει καὶ τὸν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸ βά­σα­νό του μᾶς δι­δά­σκει πῶς κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ δι­α­τι­θέ­με­θα πρὸς τὸν πό­νο τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας. Μᾶς λέ­γει πό­σον καὶ ἐ­μεῖς πρέ­πει νά εἴ­μα­στε συμ­πα­θεῖς πρὸς ἐ­κεί­νους πού πο­νοῦν εἴ­τε ἀ­πό ἀ­σθέ­νει­ες εἴ­τε ἀ­πὸ ἄλ­λες αἰ­τί­ες. Οἰ καρ­δι­ές μας νά εἶ­ναι μα­λα­κές καί νά μᾶς συγ­κι­νεῖ ὁ πό­νος τῶν ἀ­δελ­φῶν μας. Δι­ό­τι οἱ ἄλ­λοι Χρι­στια­νοὶ δὲν μᾶς εἶ­ναι ξέ­νοι. Εἶ­ναι καὶ ἐ­κεῖ­νοι ὅ­πως κι ἐ­μεῖς μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι κι αὐ­τοὶ τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀ­δελ­φοὶ δι­κοί μας. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως, ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ­νοι πά­σχουν καὶ ὑ­πο­φέ­ρουν, κα­θῆ­κον εἶ­ναι νὰ συμ­πά­σχου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί τους. Ὅ­πως γί­νε­ται μὲ τὸ σῶ­μα μας. Ὅ­ταν κά­ποι­ο μέ­λος ὑ­πο­φέ­ρει, ὁ­λό­κλη­ρο τό σῶ­μα μας ὑ­πο­φέ­ρει. Ὅ­πως γί­νε­ται καὶ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Ὅ­ταν ἕ­να μέ­λος της κλαί­ει, τὰ ἄλ­λα δὲν μέ­νουν ἀ­δι­ά­φο­ρα. Συμ­πα­θοῦν, συγ­κι­νοῦν­ται, κλαί­ουν καὶ αὐ­τά. Καὶ ὄ­χι μό­νο νὰ συμ­πα­θοῦ­με τὸν πό­νο τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας πρέ­πει, ἀλ­λά καί μέ ὅ,τι μπο­ροῦ­με νά ἐρ­χό­μα­στε σέ βο­ή­θειά τους. Καὶ νὰ δεί­χνου­με ἔμ­πρα­κτα τή συμ­πά­θειά μας. Νὰ σπεύ­δου­με νά βο­η­θή­σου­με ἐ­κεῖ­νο πού πο­νεῖ. Νὰ τὸν πε­ρι­ποι­η­θοῦ­με ὅ­σο μπο­ροῦ­με. Νὰ τοῦ ἐ­λα­φρώ­σου­με τόν πό­νο. Νά προ­σευ­χη­θοῦ­με γι’ αὐ­τόν στόν Κύ­ριο. Νά τοῦ δεί­ξου­με ὅ­σο τό τὸ δυ­να­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἀ­γά­πη μας. Ἔ­τσι φέ­ρε­ται ὁ Χρι­στια­νός. Ὅ­πως τὸ ἔ­κα­με ὁ  ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος στόν Αἰ­νέ­α, ἀλ­λά ὅ­πως καί στή συ­νέ­χεια ἔ­πρα­ξε.

2. Δε­κα­πέν­τε πε­ρί­που χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ τὴ Λύδ­δα βρι­σκό­ταν ἡ Ἰ­όπ­πη. Ἡ Γιά­φφα. Ἐ­κεῖ οἱ πι­στοί εἶ­χαν πέν­θος. Δι­ό­τι μιά Χρι­στια­νή, πι­στὴ «μα­θή­τρια ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θὰ» εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει καὶ ἀ­πο­θά­νει. Τὴν ἔ­λου­σαν λοι­πὸν καὶ τὴν ἔ­βα­λαν στό ἐ­πά­νω δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς οἰ­κί­ας της. Ἦ­σαν ὅ­μως πο­λὺ λυ­πη­μέ­νοι οἱ Χρι­στια­νοί. Δι­ό­τι ἡ Τα­βι­θὰ ἦ­ταν σπου­δαί­α Χρι­στια­νή. Ἦ­ταν «πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων καὶ ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν». Ἔ­κα­μνε συ­νε­χῶς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐ­λη­μο­σύ­νες. Καί μέ τήν ἀ­ρε­τή της δί­δα­σκε ὅ­λους. Γι’ αὐ­τό οἱ Χρι­στια­νοὶ τῆς Ἰ­όπ­πης, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ἦ­ταν στή γει­το­νι-κὴ Λύδ­δα, «ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρὸς αὐ­τὸν» καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά ἔλ­θει σ’ αὐ­τούς γιά νά συμ­πα­ρα­στα­θεῖ στή θλί­ψη τους. Πράγ­μα­τι ὁ Πέ­τρος ἀ­μέ­σως «ἀ­να­στάς συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς». Καὶ ὅ­ταν ἔ­φθα­σε, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στό δω­μά­τιο τῆς νε­κρῆς καί ἐ­κεῖ πα­ρου­σι­ά­σθη­καν «πᾶ­σαι αἱ χῆ­ραι κλαί­ου­σαι καί τοῦ ἔ­δει­χναν τό ὑ­πο­κά­μι­σα καί τὰ πα­νω­φό­ρια, τά ὁ­ποῖ­α τούς ἔ­κα­μνεν ἡ Τα­βι­θὰ ὅ­ταν ἦ­ταν μα­ζὶ τους». Ὅ­λη αὐ­τή ἡ σκη­νὴ συγ­κί­νησε τὸν Πέ­τρον, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο, γο­νά­τι­σε καί προ­σευ­χή­θη­κε. Με­τά γύ­ρι­σε στό σῶ­μα καὶ εἶ­πε: «Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι». Σή­κω ἐ­πά­νω. Ἡ Τα­βι­θὰ «ἄ­νοι­ξε τούς ὀ­φθαλ­μούς καί ἰ­δοῦ­σα τόν Πέ­τρον ἀ­νε­κά­θι­σε». Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τῆς ἔ­δω­σε τὸ χέ­ρι καί τή σή­κω­σε ὄρ­θια. Ἀ­φοῦ δέ  φώ­να­ξε τοὺς Χρι­στια­νοὺς καὶ μά­λι­στα τίς χῆ­ρες, τοὺς τὴν πα­ρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. Καί ὅ­λοι τους γέ­μι­σαν ἀ­πὸ χα­ρά. Τό με­γά­λο αὐ­τό θαῦ­μα «γνω­στὸν ἐ­γέ­νε­το δι’ ὅ­λης τῆς Ἰ­όπ­πης καί πολ­λοί ἐ­πί­στευ­σαν σὰν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον».

Ἀ­λή­θεια, πό­σο ψη­λὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νε­βεῖ ἡ Χρι­στια­νὴ γυ­ναί­κα, ὅ­ταν εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή μα­θή­τρια τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Γί­νε­ται με­γά­λος πα­ρά­γων στήν κοι­νω­νί­α. Πα­ρά­γων εὐ­ερ­γε­τι­κός. Μὲ τὴν ἀ­γά­πη της. Μὲ τὰ ἔρ­γα της τὰ ἀ­γα­θά. Μὲ τὴ χρι­στι­α­νι­κή της προ­θυ­μί­α. Μέ τή συμ­πα­ρά­στα­σή της πρὸς τοὺς πτω­χούς, τὰ ὀρ­φα­νά, τίς χῆ­ρες. Μὲ τὸ χρι­στι­α­νι­κό της πα­ρά­δειγ­μα. Ἄν εἶ­ναι καὶ μορ­φω­μέ­νη, καί μέ τή δι­δα­σκα­λί­αν της πρὸς τίς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες. Τὴν παίρ­νει ὁ Θε­ός καί τήν χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ τὴ δό­ξα Του. Τὴν κά­μνει ὄρ­γα­νό Του γιὰ τὸ κα­λὸ καί τή σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων. Ἐρ­γά­ζε­ται δι’ αὐ­τῆς ὁ Θε­ὸς ἔρ­γα θαυ­μα­στὰ καὶ με­γά­λα. Δέν τό βλέ­πο­με καί στήν ἐ­πο­χή μας αὐ­τό; Οἱ ἀ­δελ­φές νο­σο­κό­μες, ὅ­ταν εἶ­ναι πι­στές στόν Χρι­στό, ποι­ά βο­ή­θεια καί ἀ­να­κού­φι­ση σώ­μα­τος καὶ ψυ­χῆς δὲν προ­σφέ­ρουν στούς ἀ­σθε­νεῖς; Οἱ δα­σκά­λες καί κα­θη­γή­τρι­ες στά σχο­λεῖ­α, ὅ­ταν εἶ­ναι εὐ­σε­βεῖς, πό­σον ἐ­νι­σχύ­ουν καὶ στη­ρί­ζουν στό σω­στό δρό­μο τά παι­διά, ἀλ­λά καί τούς γο­νεῖς τους! Οἱ εὐ­σε­βεῖς γυ­ναῖ­κες, πού ἔ­χουν οἰ­κο­γέ­νεια, πό­σον εὐ­ερ­γε­τι­κές γί­νον­ται στό σπί­τι τους, στά παι­διά τους, στούς συγ­γε­νεῖς, στούς φί­λους! Καὶ πό­σα δὲν προ­σφέ­ρουν στή κοι­νω­νί­α γε­νι­κό­τε­ρα μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης, τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ τους πα­ρα­δείγ­μα­τος. Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἀ­λη­θι­νά κοι­νω­νι­κές γυ­ναῖ­κες καί ὄ­χι οἱ ἄλ­λες οἱ μα­ται­ό­δο­ξες, οἱ ἐ­γω­ί­στρι­ες, ὅ­σες κυ­τά­ζουν τό γλέν­τι τους. Ἄς προ­σευ­χό­μα­στε, ἀ­δελ­φοί, μα­θή­τρι­ες τοῦ Χρι­στοῦ νά χα­ρί­σει ὁ Κύ­ριος στήν Πα­τρί­δα μας. Τέ­τοι­ες νά γί­νουν ὅ­λες οἱ Ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τα­ράσ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.

                                                        (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15 )

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὕ­στε­ρα ἀπ’ αὐ­τὰ ἦ­ταν ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, πι­θα­νό­τα­τα ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Που­ρίμ, πού ἔ­πε­φτε πε­ρί­που ἕ­να μή­να πρὶν τὸ Πά­σχα. Κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ ἀ­νέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κον­τὰ στὴν προ­βα­τι­κὴ πύ­λη τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α λί­μνη στὴν ὁποία κο­λυμ­ποῦ­σαν, καὶ ἡ ὁ­ποί­α στὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴ γλώσ­σα ὀ­νο­μα­ζό­ταν Βη­θεσ­δά. Ἡ κο­λυμ­βή­θρα αὐ­τὴ εἶ­χε τριγύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα. Σ' αὐ­τὰ τὰ θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξα­πλω­μένοι πά­ρα πολ­λοὶ ἄρ­ρω­στοι, τυ­φλοί, κου­τσοί, ἄν­θρω­ποι μὲ κά­ποι­ο μέ­λος πι­α­σμέ­νο καὶ ἀ­ναί­σθη­το ἢ ἀ­τρο­φι­κὸ· κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ πε­ρί­με­ναν νὰ κι­νη­θεῖ τὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμβή­θρας. Δι­ό­τι ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ ἕ­νας ἄγ­γε­λος κα­τέ­βαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα καὶ ἀ­να­τά­ρα­ζε τὰ νε­ρά της. Καὶ ὅ­ποι­ος ἔμ­παι­νε πρῶ­τος σ' αὐ­τὴ με­τὰ τὴν ἀ­να­τά­ρα­ξη τοῦ νε­ροῦ, γι­νό­ταν ὑ­γι­ής, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κι ἂν ἦ­ταν ἡ ἀρ­ρώ­στια πού εἶ­χε. Ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν ἐκεῖ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος τῶν ἀρρώ­στων καὶ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος τριά­ντα ὀ­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νος κά­τω καὶ μὲ τὸ θεῖ­ο Του βλέμ­μα δι­έ­κρι­νε ὅ­τι ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶχε αὐ­τὴν τὴν ἀ­σθέ­νεια, τοῦ εἶ­πε: Θέ­λεις νὰ γί­νεις ὑ­γι­ής; Καὶ μὲ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος ἔ­δι­νε ἀ­φορ­μὴ στὸν πα­ρά­λυ­το νὰ ζη­τή­σει τὴ βο­ή­θειά Του. Πράγ­μα­τι λοι­πὸν ὁ ἄρ­ρω­στος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χω ἄν­θρω­πο νὰ μὲ ρί­ξει στὴν κο­λυμ­βή­θρα ἀ­μέ­σως μό­λις ἀ­να­τα­ρα­χθοῦν τὰ νε­ρά της. Κι ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ πλη­σιά­σω ἐγώ μό­νος μου, προ­λα­βαί­νει ἄλ­λος καὶ κα­τε­βαί­νει στὸ νε­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου στὸν ὦ­μο σου καὶ περ­πάτα. Κι ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­λά, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­λεύ­θε­ρα.

Ἦ­ταν ὅ­μως Σάβ­βα­το ἡ ἡμέρα πού ἔ­γι­νε αὐ­τό. Ἔ­λε­γαν λοι­πὸν οἱ πρό­κρι­τοι Ἰ­ου­δαῖ­οι στὸν θε­ρα­πευ­μέ­νο: Σή­με­ρα εἶ­ναι Σάβ­βα­το. Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ση­κώ­νεις καὶ νὰ με­τα­φέ­ρεις τὸ κρε­βά­τι σου. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­κε: Ἐ­κεῖ­νος πού μὲ ἔ­κα­νε κα­λὰ μὲ θαῦμα καὶ θε­ϊ­κὴ δύ­να­μη, αὐ­τὸς μοῦ εἶ­πε, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ τὸν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πού σοῦ εἶπε πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ὁ θε­ρα­πευ­μέ­νος ὅ­μως πα­ρά­λυ­τος δὲν ἤ­ξε­ρε ποι­ὸς εἶ­ναι· δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς εἶ­χε φύ­γει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος καί εἶχε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Καὶ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, δι­ό­τι ὓπῆρ­χε πο­λὺς λα­ὸς στὸν τό­πο πού ἔ­γι­νε τὸ θαῦ­μα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ τὸν βρῆ­κε ὁ Ἰησοῦς στό ἱ­ε­ρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Βλέ­πεις, τώ­ρα ἔ­χεις γί­νει ὑ­γι­ής. Πρόσεξε λοι­πὸν ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα νὰ μὴν ἁ­μαρ­τά­νεις πιά γιὰ νὰ μὴ πά­θεις τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶ­χες, καὶ ἡ ὁ­ποί­α σοῦ συ­νέ­βη ἀ­πὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρό­σε­ξε μὴν πά­θεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χά­σεις μα­ζὶ μὲ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυ­χή σου. Ἔ­φυ­γε τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καί, ἀφοῦ συνάν­τη­σε τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, τοὺς ἀ­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς ἦ­ταν αὐ­τὸς πού τὸν γι­ά­τρε­ψε.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου