ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(6 ΜΑΪΟΥ 2012)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ
κατακείμενον
ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος.
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα,
ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ.
καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν
πάντες οἱ κατοικοῦντες
Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη
λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν
δύο
ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες
μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν
αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον
ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι
χιτῶνας
καὶ ἱμάτια
ὅσα ἐποίει μετ' αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας
πρὸς τὸ σῶμα εἶπε·
Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο
καθ'
ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ.
Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
1. Δύο μεγάλα θαύματα, πού ἔκαμε
ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μᾶς διηγεῖται τὸ σημερινό ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα.
Δύο θαύματα ἐξαίρετα. Τὸ πρῶτο ἔγινε στή πόλη Λύδδα, πού βρισκόταν
μεταξύ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς Ἰόππης. Περιόδευε ὁ ἀπόστολος Πέτρος
στίς πόλεις, γιά νά ἐπιοινωνεῖ μέ τούς Χρισιανούς καί νά τούς στηρίζει. Ἔφθασε ἔτσι
«καί πρὸς τοὺς ἀγίους τούς κατοικοῦντας Λύδδαν». Ἐκεῖ λοιπὸν «εὗρεν ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι,
ἐξ ἐτῶν ὀκτώ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὅς ἦν παραλελυμένος».
Βρῆκε ἕνα Χριστιανό, τόν Αἰνέα. Εἶχεν αὐτὸς ὀκτὼ χρόνια παράλυτος
καί βρισκόταν ξαπλωμένος στό κρεββάτι του. Τόν συμπάθησε ὁ Πέτρος.
Τόν λυπήθηκε. Ἐπειδὴ δὲ ἀσφαλῶς ὁ
Αἰνέας ἔδειξε καὶ πίστη στόν Κύριο, ὁ Πέτρος προχώρησε καί τή συμπάθειά
του τὴν μετέτρεψε σέ εὐεργσεία. Τοῦ εἶπε: «Αἰνέα, ἰᾶται σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ».
Ὁ Ἰησοῦς, πού εἶναι ὁ ἀληθινὸς Μεσσίας, σὲ θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀσθένειά
σου. Σήκω καὶ στρῶσε μόνος σου τὸ κρεββάτι σου. Μὲ τὴ διαταγὴ αὐτὴ τοῦ
Ἀποστόλου τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ Αἰνέας «εὐθέως
ἀνέστη». Ἀμέσως σηκώθηκε ὁ Αἰνέας τελείως ὑγιής. Μεγάλο καί
σπουδαῖο τό θαῦμα! Καὶ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα
διαδόθηκε. Καὶ ἔτσι «εἶδον τόν Αἰνέαν
πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὴν πεδιάδα τοῦ Σάρωνος, οἱ ὁποῖοι
καὶ ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον». Ἐπίστευσαν στόν Χριστό καὶ ἐπέστρεψαν
πλησίον Του.
Ἡ συμπάθεια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου,
ἀδελφοί, πρὸς τὸν πονεμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο καί ἡ προθυμία του νὰ τὸν
θεραπεύσει καὶ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ βάσανό του μᾶς διδάσκει πῶς κι ἐμεῖς
πρέπει νὰ διατιθέμεθα πρὸς τὸν πόνο τῶν συνανθρώπων μας. Μᾶς λέγει
πόσον καὶ ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε συμπαθεῖς πρὸς ἐκείνους πού πονοῦν
εἴτε ἀπό ἀσθένειες εἴτε ἀπὸ ἄλλες αἰτίες. Οἰ καρδιές μας νά εἶναι
μαλακές καί νά μᾶς συγκινεῖ ὁ πόνος τῶν ἀδελφῶν μας. Διότι οἱ ἄλλοι
Χριστιανοὶ δὲν μᾶς εἶναι ξένοι. Εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ὅπως κι ἐμεῖς μέλη
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι κι αὐτοὶ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδελφοὶ δικοί
μας. Καὶ ἑπομένως, ἀφοῦ ἐκεῖνοι πάσχουν καὶ ὑποφέρουν, καθῆκον εἶναι
νὰ συμπάσχουμε κι ἐμεῖς μαζί τους. Ὅπως γίνεται μὲ τὸ σῶμα μας. Ὅταν
κάποιο μέλος ὑποφέρει, ὁλόκληρο τό σῶμα μας ὑποφέρει. Ὅπως γίνεται
καὶ μὲ τὴν οἰκογένειά μας. Ὅταν ἕνα μέλος της κλαίει, τὰ ἄλλα δὲν μένουν
ἀδιάφορα. Συμπαθοῦν, συγκινοῦνται, κλαίουν καὶ αὐτά. Καὶ ὄχι μόνο
νὰ συμπαθοῦμε τὸν πόνο τῶν συνανθρώπων μας πρέπει, ἀλλά καί μέ ὅ,τι
μποροῦμε νά ἐρχόμαστε σέ βοήθειά τους. Καὶ νὰ δείχνουμε ἔμπρακτα τή
συμπάθειά μας. Νὰ σπεύδουμε νά βοηθήσουμε ἐκεῖνο πού πονεῖ. Νὰ τὸν
περιποιηθοῦμε ὅσο μποροῦμε. Νὰ τοῦ ἐλαφρώσουμε τόν πόνο. Νά προσευχηθοῦμε
γι’ αὐτόν στόν Κύριο. Νά τοῦ δείξουμε ὅσο τό τὸ δυνατὸ περισσότερο
τήν ἀγάπη μας. Ἔτσι φέρεται ὁ Χριστιανός. Ὅπως τὸ ἔκαμε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στόν Αἰνέα, ἀλλά ὅπως
καί στή συνέχεια ἔπραξε.
2. Δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα
ἀπὸ τὴ Λύδδα βρισκόταν ἡ Ἰόππη. Ἡ Γιάφφα. Ἐκεῖ οἱ πιστοί εἶχαν πένθος.
Διότι μιά Χριστιανή, πιστὴ «μαθήτρια
ὀνόματι Ταβιθὰ» εἶχε ἀρρωστήσει καὶ ἀποθάνει. Τὴν ἔλουσαν λοιπὸν
καὶ τὴν ἔβαλαν στό ἐπάνω διαμέρισμα τῆς οἰκίας της. Ἦσαν ὅμως πολὺ
λυπημένοι οἱ Χριστιανοί. Διότι ἡ Ταβιθὰ ἦταν σπουδαία Χριστιανή. Ἦταν
«πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν».
Ἔκαμνε συνεχῶς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλημοσύνες. Καί μέ τήν ἀρετή της
δίδασκε ὅλους. Γι’ αὐτό οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἰόππης, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ
ἀπόστολος Πέτρος ἦταν στή γειτονι-κὴ Λύδδα, «ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν» καὶ τὸν παρακαλοῦσαν
νά ἔλθει σ’ αὐτούς γιά νά συμπαρασταθεῖ στή θλίψη τους. Πράγματι ὁ Πέτρος
ἀμέσως «ἀναστάς συνῆλθεν αὐτοῖς». Καὶ
ὅταν ἔφθασε, τὸν ἀνέβασαν στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς καί ἐκεῖ παρουσιάσθηκαν
«πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καί τοῦ ἔδειχναν
τό ὑποκάμισα καί τὰ πανωφόρια, τά ὁποῖα τούς ἔκαμνεν ἡ Ταβιθὰ ὅταν
ἦταν μαζὶ τους». Ὅλη αὐτή ἡ σκηνὴ συγκίνησε τὸν Πέτρον, ὁ ὁποῖος,
ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο, γονάτισε καί προσευχήθηκε.
Μετά γύρισε στό σῶμα καὶ εἶπε: «Ταβιθά,
ἀνάστηθι». Σήκω ἐπάνω. Ἡ Ταβιθὰ «ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς καί ἰδοῦσα
τόν Πέτρον ἀνεκάθισε». Ἐκεῖνος τότε τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καί τή σήκωσε
ὄρθια. Ἀφοῦ δέ φώναξε τοὺς Χριστιανοὺς
καὶ μάλιστα τίς χῆρες, τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Καί ὅλοι τους γέμισαν
ἀπὸ χαρά. Τό μεγάλο αὐτό θαῦμα «γνωστὸν
ἐγένετο δι’ ὅλης τῆς Ἰόππης καί πολλοί ἐπίστευσαν σὰν ἐπὶ τὸν Κύριον».
Ἀλήθεια, πόσο ψηλὰ μπορεῖ νὰ ἀνεβεῖ
ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, ὅταν εἶναι πραγματική μαθήτρια τοῦ Κυρίου
μας. Γίνεται μεγάλος παράγων στήν κοινωνία. Παράγων εὐεργετικός.
Μὲ τὴν ἀγάπη της. Μὲ τὰ ἔργα της τὰ ἀγαθά. Μὲ τὴ χριστιανική της προθυμία.
Μέ τή συμπαράστασή της πρὸς τοὺς πτωχούς, τὰ ὀρφανά, τίς χῆρες. Μὲ τὸ
χριστιανικό της παράδειγμα. Ἄν εἶναι καὶ μορφωμένη, καί μέ τή διδασκαλίαν
της πρὸς τίς ἄλλες γυναῖκες. Τὴν παίρνει ὁ Θεός καί τήν χρησιμοποιεῖ
γιὰ τὴ δόξα Του. Τὴν κάμνει ὄργανό Του γιὰ τὸ καλὸ καί τή σωτηρία τῶν ἄλλων.
Ἐργάζεται δι’ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔργα θαυμαστὰ καὶ μεγάλα. Δέν τό βλέπομε
καί στήν ἐποχή μας αὐτό; Οἱ ἀδελφές νοσοκόμες, ὅταν εἶναι πιστές
στόν Χριστό, ποιά βοήθεια καί ἀνακούφιση σώματος καὶ ψυχῆς δὲν προσφέρουν
στούς ἀσθενεῖς; Οἱ δασκάλες καί καθηγήτριες στά σχολεῖα, ὅταν εἶναι
εὐσεβεῖς, πόσον ἐνισχύουν καὶ στηρίζουν στό σωστό δρόμο τά παιδιά, ἀλλά
καί τούς γονεῖς τους! Οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες, πού ἔχουν οἰκογένεια, πόσον
εὐεργετικές γίνονται στό σπίτι τους, στά παιδιά τους, στούς συγγενεῖς,
στούς φίλους! Καὶ πόσα δὲν προσφέρουν στή κοινωνία γενικότερα μέ τά ἔργα
τῆς ἀγάπης, τῆς ἱεραποστολῆς, τοῦ χριστιανικοῦ τους παραδείγματος.
Αὐτές εἶναι οἱ ἀληθινά κοινωνικές γυναῖκες καί ὄχι οἱ ἄλλες οἱ ματαιόδοξες,
οἱ ἐγωίστριες, ὅσες κυτάζουν τό γλέντι τους. Ἄς προσευχόμαστε, ἀδελφοί,
μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ νά χαρίσει ὁ Κύριος στήν Πατρίδα μας. Τέτοιες
νά γίνουν ὅλες οἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ
κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο
πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν
κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε
τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς
ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον,
καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ·
Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη
αὐτῷ
ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ
ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο
ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη
αὐτοῖς·
Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν
σου καὶ περιπάτει.
ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς
γέγονας·
μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν
ὁ
ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὕστερα
ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, πιθανότατα ἡ ἑορτὴ τῶν Πουρίμ,
πού ἔπεφτε περίπου ἕνα μήνα πρὶν τὸ Πάσχα. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀνέβηκε
ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ
πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλεως ὑπάρχει κάποια λίμνη στὴν ὁποία κολυμποῦσαν,
καὶ ἡ ὁποία στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Ἡ κολυμβήθρα
αὐτὴ εἶχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. Σ' αὐτὰ
τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί,
κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο μέλος πιασμένο καὶ ἀναίσθητο ἢ ἀτροφικὸ·
κι ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν νὰ κινηθεῖ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Διότι ἀπὸ
καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνας ἄγγελος κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ ἀνατάραζε
τὰ νερά της. Καὶ ὅποιος ἔμπαινε πρῶτος σ' αὐτὴ μετὰ τὴν ἀνατάραξη
τοῦ νεροῦ, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια πού εἶχε.
Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀρρώστων καὶ κάποιος ἄνθρωπος
πού ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ
Ἰησοῦς νὰ εἶναι ξαπλωμένος κάτω καὶ μὲ τὸ θεῖο Του βλέμμα διέκρινε ὅτι
ἀπὸ πολὺ καιρὸ εἶχε αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, τοῦ εἶπε: Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής; Καὶ μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔδινε
ἀφορμὴ στὸν παράλυτο νὰ ζητήσει τὴ βοήθειά Του. Πράγματι λοιπὸν ὁ
ἄρρωστος τοῦ ἀποκρίθηκε: Κύριε,
δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ρίξει στὴν κολυμβήθρα ἀμέσως μόλις ἀναταραχθοῦν
τὰ νερά της. Κι ἐνῶ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω ἐγώ μόνος μου, προλαβαίνει
ἄλλος καὶ κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο
σου καὶ περπάτα. Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, πῆρε τὸ κρεβάτι
του καὶ περπατοῦσε ἐλεύθερα.
Ἦταν ὅμως
Σάββατο ἡ ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό. Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι
στὸν θεραπευμένο: Σήμερα εἶναι Σάββατο.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις καὶ νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου. Αὐτὸς
ὅμως τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἐκεῖνος πού
μὲ ἔκανε καλὰ μὲ θαῦμα καὶ θεϊκὴ δύναμη, αὐτὸς μοῦ εἶπε, πάρε τὸ κρεβάτι
σου καὶ περπάτα. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ τὸν ρώτησαν ἐκεῖνοι:
Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού σοῦ
εἶπε πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα; Ὁ θεραπευμένος ὅμως παράλυτος
δὲν ἤξερε ποιὸς εἶναι· διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος καί
εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Καὶ ἦταν εὔκολο νὰ ἐξαφανιστεῖ, διότι ὓπῆρχε πολὺς
λαὸς στὸν τόπο πού ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τὸν βρῆκε
ὁ Ἰησοῦς στό ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε: Βλέπεις,
τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις
πιά γιὰ νὰ μὴ πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶχες, καὶ ἡ
ὁποία σοῦ συνέβη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη
συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ
τὴν ψυχή σου. Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸ καί, ἀφοῦ συνάντησε
τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτὸς πού τὸν γιάτρεψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου