Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ(Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(27 ΜΑΪΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                     

            (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

Σήμερα πού γιορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συ­νό­δου, ἀναγνώσθηκε στό Ἀποστολικό ἀ­νά­γνω­σμα ἕ­να τμῆ­μα τῆς ὁμιλίας πού ἔ­κα­με ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος στούς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου. Καθώς πήγαινε ὁ Ἀ­πό­στο­λος νὰ κάμει τή γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς στά Ἱεροσύλυμα, σταμάτησε στή Μίλητο και φώναξε ἐκεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου. Καί τοὺς εἶ­πε: «Σεῖς γνω­ρί­ζε­τε πῶς φέρ­θη­κα κα­τὰ τὸ θέ­λη­μα το­ῦ Θεοῦ ἀπό τήν πρώτη μέρα πού πάτησα στήν Ἀσία». Τώ­ρα ὅ­μως πού φεύγω καί δέ θά σᾶς ξα­να­δῶ, σᾶς παρακαλῶ καί προτρέπω: «προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅ­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους». Προσέχετε πῶς θά συμπερφέρεσθε καί τί θά διδάσκετε στούς Χρι­στι­α­νούς, στούς ὁποίους σᾶς ἔ­θε­σε τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο, «γιά νά ποιμαίνετε τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»­. Καί πρέπει νά προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του ὁ Κύ­ρι­ος τὴν ἔ­σω­σε καὶ ἔ­κα­με δική Του μέ τό δικό Του Αἷ­μα. Ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι γνω­ρί­ζω ὅ­τι με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου «εἰ­σελεύσονται λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου». Θὰ εἰ­σέλ­θουν ἀ­νά­με­σά σας ἄν­θρω­ποι πλα­νε­μέ­νοι, ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι καί αἱ­ρε­τι­κοί. Ἄ­γρι­οι καὶ σκλη­ροί, πού δὲν λο­γα­ρι­ά­ζουν τίς ψυχές τοῦ ποι­μνί­ου. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅτι αὐ­τοὶ θὰ εἶ­ναι ἀ­πό σᾶς τούς ἰδίους. «Ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν». Θὰ δι­δά­σκουν δι­ε­στραμ­μέ­να, μὲ σκο­πὸ «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν». Νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δοὺς τους.

Ἀ­πὸ τό­τε λοι­πὸν εἶ­χαν ἀρ­χί­σει τὸ σατανικό ἔργο τους οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καὶ συ­νέ­χι­σαν κα­τό­πιν μέ­χρι τὸν Ἄ­ρει­ο, ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ὁ­ποί­ου συ­νε­κλή­θη ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος καὶ ἀ­πέ­δει­ξε τὶς αἱ­ρε­τι­κὲς καὶ πλα­νε­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες του. Καὶ ὑ­πάρ­χουν καὶ μέ­χρι σήμερα οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, εἴ­τε ὡς δι­α­βό­η­τοι Γι­ε­χω­βά­δες, εἴτε ὡς Προτεστάντες ἢ Εὐ­αγ­γε­λι­κοί, εἴ­τε ὡς Πα­πι­κοί. Καὶ χρει­ά­ζε­ται γι’ αὐ­τὸ καὶ σή­με­ρα ἡ προτροπή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου· «προ­σέ­χε­τε τοὺς βα­ρεῖς λύ­κους». Νὰ προ­σέ­χουν πρω­τί­στως οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πί­σκο­ποι καὶ πρε­σβύ­τε­ροι. Νὰ προ­σέ­χουν καὶ μό­λις ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τοὺς αἱρετικούς, μὲ κά­θε τρό­πο νὰ τοὺς κα­τα­πο­λε­μοῦν. Νὰ προσέχουμε καί ὅλοι οἱ Χρι­στι­α­νοί. Δὲν πρέ­πει νὰ παίρνουμε ἐ­λα­φρὰ τὸ πράγ­μα. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ γκρε­μί­ζουν τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν πού ἔ­σω­σε ὁ Χρι­στὸς μὲ τὸ Αἷ­μα Του. Ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α τοὺς πι­στούς. Τοὺς ὁ­δη­γοῦν στήν αἰώνια κόλαση. Εἶναι ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐτό ὅσοι μὲν ἔ­χουν τὴ γνώση τῆς Πί­στε­ως, πρέ­πει νὰ τοὺς ἀ­πο­στο­μώ­νουν καὶ νὰ τοὺς ξε­σκε­πά­ζουν. Ὅ­σοι ὅμως δὲ μπο­ροῦν νὰ κά­νουν αὐ­τό, νὰ τοὺς δι­ώ­χνουν μα­κρυ­ὰ τους. Νά τούς διώχνουν ἀπό τό σπίτι τους, ἀπό τά παιδιά τους. Νὰ μὴ τοὺς λέ­νε οὔ­τε κα­λη­μέ­ρα, καὶ συγ­γε­νεῖς τους ἀκόμη ἐ­ὰν εἶ­ναι. Νὰ μὴ πι­ά­νουν στά χέρια τους τά αἱρετικά τους  ἔν­τυ­πα, βι­βλί­α ἢ πε­ρι­ο­δι­κά. Καὶ ἂν γι­ὰ με­ρι­κὰ δὲν ξεύ­ρουν τί εἶ­ναι, νὰ ἐ­ρω­τοῦν τοὺς ἱ­ε­ρεῖς τῆς ἐ­νορίας τους, γιά νά διαφωτίζουνται. Χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη προ­σο­χή, γι­α­τί σή­με­ρα πολ­λοὶ εἶναι οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ πού κυ­κλο­φο­ροῦν καὶ γι­α­τί κα­μου­φλά­ρον­ται. Μό­νο ἔτ­σι θὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ αὐ­τούς.

2. Χρει­ά­ζε­ται ὅμως κι ἐμεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοὶ μὲ τὴ ζω­ή μας νὰ δίδουμε τὸ κα­λὸ πα­ρά­δειγ­μα στούς ἄλ­λους. Πρὸ παν­τὸς δὲ μὲ τὴν ἀ­νι­δι­ο­τέ­λει­α καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ Παῦ­λος ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στούς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου ἕ­να λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας, πρὸς τὸν ὁποῖο φρόντιζε νά προσαρμόζει πλή­ρως τὴ συμπεριφορά του. «Μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον διδόναι ἢ λαμ­βά­νειν». Εἶ­ναι δη­λα­δὴ μα­καριότερο νά δίδει κανείς παρά νά λαμβάνει, καί ὅταν ἀ­κό­μη δι­καιοῦται νά λάβει. Καί πῶς ἐφάρμοζε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τὸ λό­γο αὐ­τό; «Θυ­μη­θῆ­τε, λέ­γει, ὅτι τριετία νύ­κτα καὶ μέρα δὲν ἔ­παυ­σα με­τὰ δακρύ­ων νὰ νου­θε­τῶ τὸν κα­θέ­να σας». Γιά κάθε μι­ὰ ψυ­χὴ φρόντιζε. Ἐ­πί­σης, λέ­γει, «ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐ­πε­θύ­μη­σα». Ἀ­κό­μη καὶ γιά τίς ἀνάγκες μου καὶ τίς ἀ­ναγκες ἐκείνων πού ἦσαν μα­ζί μου, «ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται». Ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρι­α. Δι­ό­τι δὲν ἤ­θε­λε νὰ παίρνει μολονότι τό ἐδικαιοῦτο ὡς Ἀπόστολός τους, ἀλλά νά δίδει, νά προσφέρει. «Καὶ μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δει­ξα πα­ρά­δειγ­μα, ὅτι πρέπει νὰ κου­ρά­ζε­σθε πο­λύ, δι­ὰ νὰ βοηθείτε τοὺς ἀ­σθε­νεῖς πνευ­μα­τι­κά καί νά προ­λαμ­βά­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τους». Νὰ δί­δε­τε πα­ρὰ νὰ παίρ­νε­τε. Τέ­λος προσθέτει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «Τώ­ρα πού φεύγω, σᾶς ἐμπιστεύομαι στόν Θε­ὸ στό λόγο τῆς χά­ρι­τος Αὐτοῦ». Ὁ λό­γος Tου θὰ σᾶς φυλάξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καί αἵρεση. Ὁ Θε­ὸς θὰ σᾶς οἰ­κο­δομήσει περισσότερο καὶ θὰ σᾶς ἀ­ξι­ώσει νὰ κλη­ρο­νο­μή­σε­τε ὅ,τι καί ὅλοι οἱ ἅ­γι­οι. Ἀφοῦ δέ εἶπε ὅλα αὐτά, «θείς τά γόνατα αὐτοῦ σύν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο». Γονάτισε καί μαζί μέ ὅλους προσευχήθηκε. Ἔτσι τούς ἀποχαιρέτισε.

«Μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν». Πρό­κει­ται γιά κα­τ' ἐ­ξο­χὴ ψηλή καί ἁγίαν ἀρετή. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κό­σμου ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το θέ­λουν. Νὰ λαμ­βά­νουν χω­ρὶς πο­τὲ νὰ δί­δουν. Νά λαμ­βά­νουν καὶ ὅταν δέν δι­και­οῦν­ται νὰ λά­βουν. Ἀ­πό τούς Χρι­στι­α­νοὺς ὅμως ὁ Κύ­ρι­ος ζη­τεῖ τὸ ἀν­τί­θε­το. Δι­ό­τι ἔτ­σι θὰ ­μοι­ά­ζουν πρὸς τὸν Θε­ό, ὁ Ὁποῖος δίδει σέ ὅλους χω­ρὶς νὰ λαμ­βάνει ἀ­πὸ κα­νέ­να. Δι­ό­τι πρέ­πει νὰ ­μοι­ά­ζουν πρὸς τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος καί τή ζωή Του ἔ­δω­σε πρὸς χά­ρη μας. Δι­ό­τι πρέ­πει νὰ ἔ­χουν πλούσια τήν ἀγάπη, ὥ­στε νὰ λη­σμο­νοῦν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους καί νά προσφέρονται στούς ἄλ­λους. Νὰ δί­δουν χω­ρὶς καμ­μιά ἀ­παί­τη­ση ἤ ἐπιθυμία νά λάβουν. Νὰ δί­δουν καὶ πρὸς τούς ἀγνώστους ἀ­κό­μη. Δὲν εἶ­ναι δὲ ἀ­νάγ­κη νὰ εἶναι κα­νεὶς πλού­σι­ος γι­ὰ νὰ ἐ­φαρμόσει τό λόγο τοῦ Κυ­ρί­ου. Μποροῦμε ὅλοι νά δίδουμε ἀ­πὸ ὅ,τι ἔχομε. Χρή­μα­τα, ρουχισμό, ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, ἐ­φ' ὅ­σο μποροῦμε, ἀλλά καί συμβουλή, συμπάθεια πρός τὸν ἄρ­ρωσ­το ἤ τόν πενθοῦντα, στορ­γὴ πρὸς τὸν νέ­ο καί τό παιδί. Ἕνα λό­γο ἐ­νι­σχυ­τι­κό, μιάν ἐξυπηρέτηση. Καὶ λί­γο ἐ­ὰν δώσουμε, ἀρκεῖ νά τό δώσουμε μέ διάθεση πλούσια. Μὲ τὴν καρ­δι­ά μας καὶ ἀ­πὸ ἀγάπη γιά τόν ἄλ­λο. Πράγ­μα­τι, τό­τε πό­ση χα­ρὰ δο­κι­μάζουμε! Πό­ση εὐ­τυ­χί­α! Εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α πι­ὸ εὐ­τυ­χὴς ἐ­κεῖ­νος πού δί­δει, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο πού παίρ­νει, ὅ­σο πολ­λὰ καί ἄν παίρνει. Οἱ Χρι­στι­α­νοὶ λοι­πὸν ἄς ἀκολουθοῦμε τοῦ Κυ­ρί­ου μας τὰ πα­ραγ­γέλ­μα­τα καὶ πο­τὲ δὲν θὰ πέσουμε ἔ­ξω.­..          

                   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκ έ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.                                     

    (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ὥρα πού σοφία σου ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπαὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νε­χῶς ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ­σέ­να, τὸν μό­νο ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ­χον­τας ζων­τα­νὴ ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου