Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΙΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. ­σαν δ ν ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ­πὸ παν­τὸς ­θνους τν ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ­τι ­κου­ον ες ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ­θα­­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ­μεῖς ­κο­­ο­μεν ­κα­στος τ ­δί­ δι­α­λέ­κτῳ ­μῶν ν ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, ­ου­δα­­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα ­ρα­βες, ­κο­­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;

                          (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Πε­νήν­τα μέ­ρες εἶ­χαν πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴν Κυ­ρια­κή της Ἀ­να­στά­σε­ως καὶ δέ­κα ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ  Κύ­ριος εἶ­χεν ἀ­να­λη­φθεῖ στούς οὐ­ρα­νούς. Καὶ οἱ Μα­θη­τές, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐν­το­λή πού τοὺς εἶ­χε δώ­σει, ἔ­με­ναν στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πε­ρί­με­ναν τὴν «ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ Πα­τρός». Ἀ­κρι­βῶς λοι­πὸν κα­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή μέ­ρα καὶ ἐ­νῶ «ἦ­σαν ἅ­παν­τες ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τὸ αὐ­τό», ξαφ­νι­κὰ ἦλ­θε «ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος» σὰν βο­ὴ σφο­δροῦ ἀ­νέ­μου καί γέ­μι­σε «ὅ­λον τὸν οἶ­κον οὗ ἦ­σαν κα­θή­με­νοι». Καὶ εἶ­δαν τό­τε οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­σοι ἦ­σαν μα­ζί τους ἐ­κεῖ νά δι­α­μοι­ρά­ζον­ται στόν κα­θέ­να γλῶσ­σες πού ἔ­μοια­ζαν μέ τίς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ νὰ κά­θε­ται στόν κα­θέ­να ἀ­πὸ μί­α τέ­τοι­α γλώσ­σα. Καὶ γέ­μι­σαν ὅ­λοι Πνεῦ­μα Ἅ­γιον καὶ «ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις». Ἄρ­χι­σαν νά μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες «κα­θὼς τὸ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι». Κα­θὼς τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα τούς φώ­τι­ζε καί τούς ἔ­δι­δε νά μι­λοῦν στίς γλῶσ­σες αὐ­τές καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κές δι­δα­σκα­λί­ες, γιά τή σω­τη­ρί­α πού ἔ­φε­ρε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός στόν κό­σμο.

Αὐ­τὸ ἦ­ταν, ἀ­δελ­φοί, τὸ θαῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Μὲ αὐ­τὸ ἐ­πί­ση­μα πιά ἱ­δρύ­θη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στόν κό­σμο μας. Ὅ­λα δὲ αὐ­τὰ ἔ­γι­ναν διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Διὰ τοῦ τρί­του Προ­σώ­που τῆς πα­να­γί­ας Τριά­δος. Τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ μας. Καὶ ἔ­κτο­τε τὸ Πνεῦ­μα τό Ἁ­γιο πα­ρα­μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν ἐμ­ψυ­χώ­νει. Μέ­νει μα­ζί Της διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καὶ θὰ μέ­νη στού αἰ­ῶ­νες. Ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τὸν Κύ­ριό μας, ὀ Ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­λή­φθη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ κον­τά μας. Καί, ὅ­πως κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα τῆς κα­θό­δου Του, μέ τόν ἴ­διο τρό­πο μέ­σα ἀ­πό τούς αἰ­ῶ­νες συ­νε­χί­ζει νὰ σκορ­πί­ζει τίς δω­ρε­ές Του στόν κό­σμο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στά πι­στὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ τή δύ­να­μη καί τόν φω­τι­σμό Του γι­νό­μα­στε Χρι­στια­νοὶ κα­τὰ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμά μας. Καὶ μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Χρί­σμα­τος ἔρ­χε­ται καὶ μᾶς δυ­να­μώ­νει γιὰ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Στόν ἀ­γώ­να μας δὲ αὐ­τόν, ὅ­ταν πολ­λὲς φο­ρὲς κλο­νι­ζό­μα­στε καὶ δυ-σκο­λευ­ό­μα­στε, μᾶς συμ­πα­ρί­στα­ται ἀ­ο­ρά­τως καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει γιὰ νὰ τὰ βγά­λου­με πέ­ρα. Τὸ Πνεῦ­μα τό Ἁ­γιο πνέ­ει στὴν καρ­διά μας καὶ μᾶς δί­δει δι­ά­θε­ση προ­σευ­χῆς καὶ λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὸ μᾶς κα­τευ­θύ­νει γιὰ νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε τό κα­λό καὶ τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸ ἀ­κό­μη φω­τί­ζει τὶς ἐ­πι­δε­κτι­κὲς ψυ­χὲς σέ με­τά­νοι­α καὶ ἐ­πι­στρο­φὴ στόν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Αὐ­τὸ τὴν δι­α­φυ­λάτ­τει ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς, ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ τὴν ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­λή­θεια καὶ δι­α­σκορ­πί­ζει ὅ­λους τοὺς ἀν­τί­θε­τους. Εἶ­ναι ὁ ἀ­γα­θὸς Πα­ρά­κλη­τός μας. Ὁ Πα­ρή­γο­ρός μας στίς θλί­ψεις καὶ δυ­σκο­λί­ες. Πό­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρέ­πει νά τρέ­φου­με στίς ψυ­χές μας γιά τά ὅ­σα ἀ­πό τήν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα χά­ρι­σε καὶ χα­ρί­ζει στόν κό­σμο καί στόν κα­θέ­να μας. Πό­σο πρέ­πει νὰ Τὸ δο­ξά­ζου­με καί εὐ­χαρ­σι­τοῦ­με ο­Ϊ πι­στοί, γιά τές δω­ρε­ές Του. Καὶ μέ πό­ση εὐ­λά­βεια πρέ­πει νὰ κα­τα­φεύ­γου­με σ’ Αὐ­τὸ καί νά ζη­τοῦ­με τή βο­ή­θειά Του στούς ἀ­γῶ­νες μας καί νά Τοῦ λέ­με τήν ὡ­ραί­α προ­σευ­χή «Βα­σι­λεῦ Οὐ­ρά­νι­ε.­.­.­».

2. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με σ’ Αὐ­τὸ καί δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­πλη­ξη ἡ πα­ρου­σί­α Του, ὅ­πως συ­νέ­βη κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἐ­κεί­νη ἡ­μέ­ρα. Πράγ­μα­τι τό­τε πού ἀ­κού­στη­κε ἡ βο­ὴ ἐ­κεί­νη, τὸ πλῆ­θος πού τήν ἄ­κου­σε μα­ζεύ­τη­κε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιά νά δεῖ τί συ­νέ­βαι­νε. Κυ­ρι­εύ­τη­καν ὅ­μως ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη καὶ θαυ­μα­σμό, κα­θὼς «ἤ­κου­ον εἷς ἕ­κα­στος τῇ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λούν­των τῶν Μα­θη­τῶν». Ἄ­κου­αν νά μι­λοῦν οἱ Μα­θη­τές τίς ξέ­νες γλῶσ­σες. Καί ἀ­πὸ τὸ θαυ­μα­σμό τους «ἔ­λε­γον πρὸς ἀλ­λή­λους· οὐκ ἰ­δού πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; καὶ πῶς ἡ­μεῖς ἀ­κού­ο­μεν ἕ­κα­στος τῇ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ᾗ ἐ­γεν­νή­θη­μεν;» Πῶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς πού εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι, ἀ­κού­ο­μεν ὁ κα­θέ­νας μας τὴ γλώσ­σα του; Ἦ­σαν δέ ἐ­κεῖ ἐ­κτός τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, Πάρ­θοι καί Μῆ­δοι καί Ἐ­λα­μῖ­τες, ἄλ­λοι ἀ­πὸ τὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καί τὴν Καπ­πα­δο­κί­α, ἀ­πὸ τὸν Πόν­το καί τὴν Ἀ­σί­α, τή Φρυ­γί­α καί τὴν Παμ­φυ­λί­α, ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο καί τή Λι­βύ­η καὶ Ρω­μαῖ­οι καί Κρῆ­τες καί Ἄ­ρα­βες. Ὅ­λοι αὐ­τοί εἴ­τε ἔ­με­ναν μό­νι­μα στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, εἴ­τε εἶ­χαν ἔλ­θει γιὰ τὴ γι­ορ­τή τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Καί  πρός ὅ­λους αὐ­τοὺς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι κή­ρυτ­ταν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὸν Χρι­στὸ καί τή σω­τη­ρί­α πού μᾶς ἔ­φε­ρε καί γε­νι­κά τὰ θαυ­μά­σια ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ, στή γλώσ­σα τοῦ κα­θε­νός. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­πο­ροῦ­σαν καί ἔ­λε­γαν· πῶς «ἀ­κού­ο­μεν λα­λούν­των αὐ­τῶν ταῖς ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τὰ με­γα­λεί­α τοῦ Θε­οῦ;»

Αὐ­τὸ πού ἔ­λε­γαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι στίς δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἔ­χου­με κα­θῆ­κον νὰ τὸ λέ­με καί ὅ­λοι ἐ­μεῖς στή γλώσ­σα μας καί πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας πού βρί­σκον­ται γύ­ρω μας. Στό πε­ρι­βάλ­λον στό ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­με. Νὰ δι­η­γού­μα­στε δη­λα­δή σέ ὅ­λους τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πα­ρα­κα­λοῦ­με τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο νά μᾶς φω­τί­ζει, ὥ­στε νά ἀ­ναγ­γέλ­λου­με τά ὅ­σα θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα ἔ­κα­με καί σ’ ἐ­μᾶς ὁ Θε­ός. Τὴν προ­στα­σί­α πού μᾶς ἔ­δει­ξε. Τίς προ­σευ­χές μας πού ἄ­κου­σε. Τίς ἐ­πεμ­βά­σεις Του στίς δυ­σκο­λί­ες μας. Τήν ἀ­γά­πη Του γιὰ τὴν ψυ­χὴ μας καί τή σω­τη­ρί­α της. Γιά τὰ θαύ­μα­τα ἀ­κό­μη πού μᾶς ἔ­κα­μεν σέ δι­ά­φο­ρους κιν­δύ­νους μας. Ὁ κά­θε πι­στός, ὁ κά­θε Χρι­στια­νὸς ἔ­χει πολ­λὰ τέ­τοι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ στή ζω­ή του. Νὰ τὰ λέ­με λοι­πὸν γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ Κύ­ριος καί γιά νὰ ὠ­φε­λοῦν­ται καὶ ἐ­νι­σχύ­ον­ται στήν πί­στη καί οἱ ἄλ­λοι. Νά τούς μι­λοῦ­με ἀ­κό­μη γιὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Γιά τὸν Χρι­στὸν καὶ τὴ σω­τη­ρί­α. Γιά τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στόν Κύ­ριο. Νά τούς πα­ρο­τρύ­νου­με σέ ἀ­γά­πη πρός τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καί τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ στή ζω­ή τους. Εἶ­ναι κα­θῆ­κον κά­θε Χρι­στια­νοῦ νὰ λα­λεῖ τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, πού ὁ ἴ­διος ἔ­χει ζή­σει καὶ δι­α­πι­στώ­σει ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του πεῖ­ρα. Νά τά λέ­γει μὲ θάρ­ρος, μὲ πί­στη, μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν Θε­ό. Καί μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ἐ­φ’ ὅ­σον ἐρ­γά­ζε­ται τὸ κα­θῆ­κον αὐ­τό, ὁ Θε­ὸς θά εὐ­λο­γεῖ τά λό­για του καί θὰ βο­η­θοῦν­ται ἔ­τσι πνευ­μα­τι­κά οἱ ἄλ­λοι. Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ἄρ­χι­σε τὸ κή­ρυγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας διὰ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Κα­ί τὸ κή­ρυγ­μα αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­ζε­ται πάν­το­τε, ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρὸς δό­ξαν τοῦ ἐν Τριά­δι ἁ­γί­ου Θε­οῦ μας!­.­..

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

  ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.

                           (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέ­ση μ' αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν σὺλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.

Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.

Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου