Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, δό­ξα καὶ τι­μὴ καὶ εἰ­ρή­νη παν­τὶ τῷ ἐρ­γα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀ­γα­θόν, ᾿Ι­ου­δα­ί­ῳ τε πρῶ­τον καὶ ῞Ελ­λη­νι· οὐ γάρ ἐ­στι προ­σω­πο­λη­ψί­α πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ. Ὅ­σοι γὰρ ἀ­νό­μως ἥ­μαρ­τον, ἀ­νό­μως καὶ ἀ­πο­λοῦν­ται· καὶ ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται. Οὐ γὰρ οἱ ἀ­κρο­α­ταὶ τοῦ νό­μου δί­και­οι πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποι­η­ταὶ τοῦ νό­μου δι­και­ω­θή­σον­ται. Ὅ­ταν γὰρ ἔ­θνη τὰ μὴ νό­μον ἔ­χον­τα φύ­σει τὰ τοῦ νό­μου ποι­ῇ, οὗ­τοι νό­μον μὴ ἔ­χον­τες ἑ­αυ­τοῖς εἰ­σι νό­μος, οἵ­τι­νες ἐν­δε­ί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρο­ύ­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων τῶν λο­γι­σμῶν κα­τη­γο­ρο­ύν­των ἢ καὶ ἀ­πο­λο­γου­μέ­νων - ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὅ­τε κρι­νεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου διὰ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ.           

          (Ρωμ.β΄[2] 10 - 16)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

      Ὁ Πανάγαθος Θεός, πού ἔπλασε τό ἀνθρώπινο γένος γιά ἕνα τόσο ὑψηλό προορισμό, χορήγησε καί ὅλες τίς προϋποθέσεις γιά τὴν πραγ­μά­τω­σή του. Βέ­βαι­α, ὁρισμένους ἀν­θρώ­πους τοὺς βοήθησε ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ὅ­πως τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους τὰ πα­λιὰ χρό­νια, δί­δον­τάς τους τὸν γρα­πτὸ θεῖ­ο Νό­μο. Ὡ­στό­σο, ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς δὲν ἐ­νερ­γεῖ πο­τὲ μὲ «προ­σω­πο­λη­ψί­α». Δὲν ἀ­δι­κεῖ, ἀλ­λά καὶ δὲν χα­ρί­ζε­ται σὲ κα­νέ­να. Κρί­νει, καί ἀ­μεί­βει ἢ τι­μω­ρεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πο­λύ­τως δί­και­α καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά. Σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­ά­θε­ση τοῦ κα­θε­νὸς καὶ μὲ τὰ ἔρ­γα του.

Εἶ­ναι κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­λο­προ­αί­ρε­τος καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα; «Ἐρ­γά­ζε­ται τὸ ἀ­γα­θόν»; Αὐ­τὸς θὰ ἀμειφθεῖ. Θά ἀπολαύσει «δό­ξαν καί τιμήν καί εἰ­ρή­νην». Εὐ­λο­γί­α καί τι­μὴ καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­ση, ἀλλά καί ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη. Εἴ­τε ἀ­νή­κει στὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ – πρωτίστως αὐ­τὸς – εἴ­τε ζεῖ – ὄχι ἀ­πὸ δι­κή του ὑ­παι­τι­ό­τη­τα – στήν ἄγνοια.

Ἐ­πί­σης καὶ ἀν­τι­στρό­φως. Δι­α­πράτ­τει κά­ποι­ος τὴν ἁ­μαρ­τί­α; Θὰ τι­μωρηθεῖ. Ἄν μέν δέ γνωρίζει τὸ θεῖ­ο Νό­μο, θὰ τι­μωρηθεῖ «ἀ­νό­μως», χω­ρὶς κα­τή­γο­ρό του τὸ Νό­μο, ἀλλά σύμ­φω­να μὲ τὸν ἄλ­λο, τὸ γε­νι­κὸ καί ἔμ­φυ­το σὲ ὅλους τοὺς ἀν­θρώ­πους νό­μο τῆς συ­νει­δή­σε­ως. Ἄν πά­λι εἶ­χε μά­θει τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, θὰ κριθεῖ αὐ­στη­ρό­τε­ρα καί μέ βάση αὐ­τὸν τὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο γρα­πτὸ Νό­μο. Δι­ό­τι δὲν θ' ἀ­να­κη­ρυ­χθοῦν δί­και­οι καί ἄξιοι τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας ὅ­σοι ἁ­πλῶς ὑ­πῆρ­ξαν «ἀκροαταί τοῦ νό­μου», ἀλλά ὅσοι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καί πέ­ρα ἐρ­γά­σθη­καν μὲ συ­νέ­πεια καὶ φι­λο­τι­μί­α γιὰ νὰ τὸν ἐ­φαρ­μό­σουν.

Ὤ, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως Δί­και­ος ὁ Θε­ός. Κρί­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­ξί­α τῆς ψυ­χῆς τους. Κι αὐ­τὴ ἡ με­γά­λη ἀ­λή­θεια μᾶς με­ταγ­γί­ζει δύ­να­μη κι ἐν­θου­σια­σμὸ ἀ­γῶ­νος. Ἀλλά συγ­χρό­νως καί μᾶς συ­σφίγ­γει σὲ ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, προ­σο­χὴ καί ἔν­το­νη προ­σπά­θεια.

Δί­νει ἐλ­πί­δα γιὰ ὅ­σους ἀν­θρώ­πους στὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς δὲν συ­νέ­βη νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Πί­στη. Δί­νει ἐλ­πί­δα ἀ­κό­μη κα­ί γιὰ ἀν­θρώ­πους κα­λο­προ­αί­ρε­τους – συ­χνὰ πο­λὺ γνω­στοὺς καί προ­σφι­λεῖς μας – πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τὸ χωρίς ν' ἀ­ξι­ω­θοῦν νὰ γνω­ρί­σουν κά­τι βα­θύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὄ­χι δι­ό­τι οἱ ἴ­διοι ἀ­μέ­λη­σαν καὶ κα­τε­φρό­νη­σαν εὐ­και­ρί­ες, πού τοὺς εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός, ἀλ­λ' ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι δὲν τοὺς δό­θη­καν εὐ­και­ρί­ες. Σ' αὐ­τὲς καί πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις ἔρ­χε­ται ἡ φι­λό­στορ­γη ἀ­με­ρο­λη­ψί­α τοῦ Δι­και­ο­κρίτου νὰ μᾶς στηρίξει. Νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅ­τι δὲν θὰ ἀδικηθεῖ κα­νεὶς κα­λο­προ­αί­ρε­τος ἄν­θρω­πος.

Ἀλλά ἡ ἴ­δια ἀ­λή­θεια τῆς θεί­ας Δι­και­ο­σύ­νης ἐμ­πνέ­ει στὴν ψυ­χὴ καί φό­βο. Δι­ό­τι γιά μᾶς, στοὺς ὁ­ποί­ους χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς τό­σα προ­νό­μια καί εὐ­λο­γί­ες, εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λο ὅτι δὲν θὰ με­ρο­λη­πτήσει. Θά μᾶς κρίνει αὐ­στη­ρό­τε­ρα. Θὰ ἀπαιτήσει περισσότερους καρ­πούς. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ζῆ­λο, ἀ­ρε­τή, ἴ­σως καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἄ­γνοι­α τῶν ἀν­θρώ­πων γύ­ρω μας, ἂν ἀ­με­λή­σα­με νὰ τοὺς δι­α­φω­τί­σου­με.

Καί ἐν­δέ­χε­ται, λοι­πόν, οἱ προ­νο­μι­οῦ­χοι καί γνῶστες τοῦ θεί­ου Νό­μου νὰ κα­τα­κριθοῦν, ἐ­νῶ ἄν­θρω­ποι ἄγνοιας – κρι­νό­με­νοι μὲ εὔ­λο­γη ἐ­πι­εί­κεια – νὰ μὴ κα­τα­δι­κα­σθοῦν.

2. Ναί. Λο­γι­κὰ πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ κι αὐ­τοί, δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­μοι­ροι θεί­ας βοήθειας καί γνώ­σης. Ἔ­χουν κά­ποι­α αἴσθηση τοῦ θεί­ου Νό­μου. Δι­ό­τι ἡ συ­νεί­δη­σή τους «συμ­μαρ­τυ­ρεῖ», τοὺς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιὰ τὸ σω­στὸ καί δη­μι­ουρ­γεῖ μέ­σα τους ζυ­μώ­σεις «λο­γι­σμῶν», πού καυ­τη­ριά­ζουν ὅ,τι κα­κό. Ὅ­ταν λοι­πὸν αὐτοί οἱ ἄν­θρω­ποι τη­ροῦν τὶς ὁ­δη­γί­ες τῆς συ­νει­δή­σε­ως καί «φύ­σει», αὐ­θορ­μή­τως, ἐ­φαρ­μό­ζουν τὰ ὅ­σα αὐ­τὴ τοὺς πα­ραγ­γέλ­λει, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ὁτι ἔ­χουν νό­μο – μέ­σα στὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τὸ τους – καί «ἐν­δεί­κνυν­ται», φα­νε­ρώ­νουν «τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν». Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δη­λα­δή, πού θὰ ἔ­φερ­νε ἡ θεί­α ­Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, αὐτοί μὲ τὴν φι­λο­τι­μί­α καί τὴν κα­λή τους διάθεση τὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νουν σ' ἕ­να βαθ­μό.

Ἑ­πο­μέ­νως, κα­τα­λή­γου­με καί πά­λι στὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὄ­χι ἁ­πλῶς «οἱ ἀκροαταί τοῦ νό­μου», ἀλλά ὅ­σοι καί τὸν τη­ροῦν, αὐτοί θὰ βρα­βευ­θοῦν ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τό­τε πού Ἐ­κεῖ­νος θὰ κρίνει τὸν κό­σμο «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Τὸ βε­βαι­ώ­νει δὲ σα­φῶς ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον», ὅτι θὰ γίνει κά­πο­τε ἡ Κρί­ση. Μά­λι­στα ἡ κρί­ση ἐ­κεί­νη τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας θὰ γίνει μὲ κά­θε δι­ε­ξο­δι­κό­τη­τα καί θὰ πε­ρι­λάβει καί «τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων», τὶς πιὸ ἀ­πό­κρυ­φες καί ἄ­γνω­στες πτυ­χὲς τῆς ζω­ῆς τους. Ὅ­σα οἱ πολ­λοὶ ἀ­γνο­οῦν, τὰ γνω­ρί­ζει ὅ­μως ὁ Παν­τε­πό­πτης Κύ­ριος.

Αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ση­μεῖ­ο τῆς πε­ρι­κο­πῆς κά­νει ξε­χω­ρι­στὴ ἐν­τύ­πω­ση καὶ πρέ­πει ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Κάποτε θὰ μᾶς κρί­νει ὁ Θεός. Καὶ θὰ μᾶς κρί­νει αὐστηρά καί ἀ­κρι­βο­δί­και­α. Σύμ­φω­να μὲ τὴν πλή­ρη γνώση, πού Ἐ­κεῖ­νος ἔ­χει γιὰ τίς πρά­ξεις, τὶς σκέ­ψεις καὶ τὶς δι­α­θέ­σεις μας. Θὰ μᾶς κρί­νει ὄχι σύμ­φω­να μὲ τὴ φή­μη, πού δη­μι­ουρ­γή­σα­με γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μά μας, ἀλλά σύμ­φω­να μὲ τὸ κα­θαυ­τὸ ποι­ὸν τῆς ψυ­χῆς μας. Καὶ αὐ­τὸ ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται στὰ «κρυ­πτά». Σὲ κεῖ­νες τὶς πρά­ξεις, πού δὲν ἔ­χουν δεῖ οἱ πολ­λοί. Σ' ἐ­κεῖ­νες τὶς ἐν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις ἢ κρί­σεις μας. Σὲ κεῖ­να τὰ κρυ­φὰ ἐ­λα­τή­ρια, πού κα­θο­ρί­ζουν καὶ χρω­μα­τί­ζουν τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Τό­τε ὅ­λα αὐ­τὰ θὰ φα­νε­ρω­θοῦν καί θὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψουν τὴν πραγ­μα­τι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἂν θέ­λου­με νὰ μὴ αἰφ­νι­δι­α­σθοῦ­με τό­τε καὶ κυ­ρι­ευ­θοῦ­με ἀ­πὸ κα­ται­σχύ­νη, πρέ­πει ἐγ­καί­ρως νὰ λά­βου­με τὰ μέ­τρα μας γι' αὐ­τὰ «τὰ κρυ­πτά» μας.

Πρω­τί­στως νὰ μὴ προ­βαί­νου­με σὲ καμμιὰ ἐ­νέρ­γεια ἢ λό­γο, πού νὰ μὴ ἀντέχει στὴ δη­μο­σι­ό­τη­τα. Νὰ φρον­τί­ζου­με ὥ­στε ὅ­λα στὴ ζω­ή μας νὰ εἶ­ναι δη­μο­σι­εύ­σι­μα καί δια­υγῆ. Ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἐ­πα­γρυ­πνοῦ­με στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας καί κυ­ρί­ως στὶς σκέ­ψεις καί τὰ κί­νη­τρά μας. Τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ νὰ μὴ εἶ­ναι δι­α­βλη­τό, ἀλλά ὅ­λα ἐ­παι­νε­τὰ καὶ θε­ά­ρε­στα. Καί τέ­λος, μὴ λη­σμο­νοῦ­με τὸ σπου­δαῖ­ο «φάρ­μα­κο». Προ­τοῦ δη­μο­σι­ευ­θοῦν «τὰ κρυ­πτά», νὰ σπεύ­δου­με ἐ­μεῖς νὰ τὰ φα­νε­ρώ­νου­με στὴν ἱ­ε­ρὰ ­Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί νὰ τὰ ἐ­ξα­λεί­φου­με. Νὰ τὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με δὲ μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καί σα­φή­νεια. Χω­ρὶς μι­σό­λο­γα καὶ δι­σταγ­μούς. Χω­ρὶς ἀ­ο­ρι­στί­ες καὶ συ­σκια­σμούς. Ἀλ­λοί­μο­νο ἂν καί σὲ κεί­νη τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη, λυ­τρω­τι­κὴ ὥ­ρα τῆς με­το­χῆς μας στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς Με­τα­νοί­ας ἀ­φή­σου­με «τὰ κρυ­πτά» μας ἀ­τα­κτο­ποί­η­τα.

Ἂν μὲ τρό­πο ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ ἐ­νερ­γή­σου­με καὶ δι­ευ­θε­τή­σου­με ἐγ­καί­ρως τὶς σκι­ε­ρὲς πλευ­ρὲς τῆς ζω­ῆς μας, τό­τε πραγ­μα­τι­κὰ θὰ μπο­ρέ­σου­με ν' ἀν­τι­κρύ­σου­με μὲ παρ­ρη­σί­α τὸν Κρι­τή. Θὰ ἔ­χου­με τὸ θάρ­ρος νὰ ἐλ­πί­σου­με στὸ Ἔ­λε­ός Του καὶ στὴν αἰ­ώ­νια σω­τη­ρί­α, πού τό­σο πο­θοῦ­με.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πε­ρι­πα­τῶν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πα­ρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, εἶ­δε δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, Σίμωνα τὸν λε­γό­με­νον Πέτρον καὶ ᾿Αν­δρέ­αν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, βάλ­λον­τας ἀμ­φί­βλη­στρον εἰς τὴν θά­λασ­σαν· ἦ­σαν γὰρ ἁ­λι­εῖς· καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς· Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑ­μᾶς ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὰ δί­κτυ­α ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ προ­βὰς ἐ­κεῖ­θεν, εἶ­δεν ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βε­δα­ί­ου καὶ ᾿Ι­ω­άν­νην τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, ἐν τῷ πλο­ί­ῳ με­τὰ Ζε­βε­δα­ί­ου τοῦ πα­τρὸς αὐ­τῶν, κα­ταρ­τί­ζον­τας τὰ δί­κτυ­α αὐ­τῶν· καὶ ἐ­κά­λε­σεν αὐ­το­ύς. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τῶν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ πε­ρι­ῆ­γεν ὅ­λην τὴν Γα­λι­λα­ί­αν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς δι­δά­σκων ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν, καὶ κη­ρύσ­σων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τῆς βα­σι­λε­ί­ας, καὶ θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον καὶ πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ἐν τῷ λα­ῷ.

                                                                                             (Ματθ. δ΄[4] 18 – 23)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς περ­πα­τοῦ­σε κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα τῆς Γα­λι­λαίας, εἶ­δε δυ­ὸ ἀ­δελ­φούς, τὸν Σί­μω­να, τὸν ὁποῖο κα­τό­πιν ὀ­νό­μα­σε Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἀν­δρέ­α τὸν ἀ­δελ­φό του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­ρι­χναν δί­χτυ­α στὴ θά­λασ­σα, δι­ό­τι ἦ­ταν ψα­ρά­δες. Καὶ τοὺς λέ­ει: Ἀ­κο­λου­θῆ­στέ με, καὶ θὰ σᾶς κά­νω ἱ­κα­νοὺς νὰ ψα­ρεύ­ε­τε ἀν­τὶ γιὰ ψά­ρια ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τοὺς θὰ ἑλ­κύ­ε­τε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δί­χτυ­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὰ δί­χτυ­ά τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Κι ἀφοῦ προ­χώ­ρη­σε πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ ἐκεῖ, εἶ­δε ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φούς, τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τὸν γιὸ τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν ἀ­δελ­φό του, νὰ ἑ­τοι­μά­ζουν τὰ δί­χτυ­ά τους μέ­σα στὸ πλοῖ­ο μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα τους Ζε­βε­δαῖο. Καὶ τοὺς κά­λε­σε. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Καὶ πε­ρι­ό­δευ­ε ὁ Ἰησοῦς ὅ­λη τὴ Γα­λι­λαί­α δι­δά­σκον­τας στὶς συ­να­γω­γές τους, ὅ­που κά­θε Σάβ­βα­το μα­ζεύ­ον­ταν οἱ Ἑ­βραῖ­οι γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Καὶ κή­ρυτ­τε ἐκεῖ τὸ χαρ­μό­συ­νο ἄγ­γελ­μα ὅ­τι πλη­σί­α­ζε ὁ χρό­νος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς βα­σι­λεί­ας, πού θὰ ἔ­φερ­νε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­ση καὶ τὴ χα­ρά. Καὶ θε­ρά­πευ­ε κά­θε εἴ­δους ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀ­δι­α­θε­σί­α στὸ λα­ό.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου