Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.         
                            (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20 )

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
1. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Οἱ πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἔνδοξες καί μοναδικές. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκαναν πολλά καί ἐκπληκτικά Θαύματα, «σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά», πού ἐπιβεβαίωναν τήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τους καί κατέπλησσαν τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά μαζεύονταν στή στοά τοῦ Σολομῶντος. Ἀλλά καί οἱ Ἰουδαῖοι πού δέν εἶχαν πιστεύσει ἄρχισαν νά σέβονται τούς πιστούς. Κανείς τους δέν εἶχε τήν τόλμη νά τούς περιφρονήσει. Διότι ὁ πολύς λαός τούς τιμούσε καί τούς ἐγκωμίαζε. Καθημερινά ὁλοένα καί περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ἀνδρῶν καί γυναικῶν καί αὔξαναν τόν ἀριθμό τῶν πιστῶν. Πολλοί μάλιστα ἔ­βγαζαν τούς ἀσθενεῖς ἀπό τά σπίτια τους στίς πλατεῖες καί τούς ἔβαζαν πά­νω σέ κρεβάτια καί φορεῖα ἔτσι, ὥστε ὅταν θά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Πέτρος, νά πέσει ἔστω καί ἡ σκιά του σέ κά­ποιον ἀπό τούς ἀσθενεῖς γιά νά τόν θεραπεύσει. Ἔρχονταν μάλιστα στήν Ἱερουσαλήμ πλήθη καί ἀπό τίς γειτο­νικές πόλεις καί ἔφερναν κάθε λογῆς ἀρρώστους, καί δαιμονισμένους. Καί ὅλοι τους θεραπεύονταν.
Τά θαύματα λοιπόν ἦταν πολλά κι ἐκπληκτικά. Καί δέν γίνονταν σέ κά­ποιο ἀπόμερο τόπο, μέσα σέ κάποιο σπίτι, ἤ κάπου κρυφά, ἀλλά δημόσια, στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες. Καί ὁ λαός εἶχε τή δυνατότητα νά τά ἐξετά­σει, νά ἐξακριβώσει ἐάν εἶναι ἀληθινά. Καί μάλιστα οἱ φανατισμένοι Ἰουδαῖοι εἶχαν κάθε λόγο νά τά διαψεύσουν. Ἀλ­λά δέν μποροῦσαν. Διότι ὁ κόσμος εἶχε πεισθεῖ γιά τήν αὐθεντικότητά τους.
Τά θαύματα αὐτά λοιπόν εἶχαν πολ­λαπλές ὠφέλειες. Πρωτίστως ὠφελοῦσαν τούς ἴδιους τούς πιστούς. Τούς ἐνί­σχυαν στήν πίστη καί τούς ἕνωναν σέ μιά ψυχή γύρω ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ἐξύψωναν σέ μέγιστο βαθμό τό κύρος τῶν Ἀποστόλων καί τούς καθιέρωναν στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Τά θαύματα αὐτά ακόμη τούς ἔδιναν θάρρος νά μή φοβοῦνται πλέον κανέναν. Κι αὐτοί πού τή Μεγάλη Παρασκευή εἶχαν διασκορπισθεῖ τρομοκρατημένοι, τώρα ἄφοβοι συνάζονταν καθημερινά στή Στοά τοῦ Σολομῶντος, μπροστά δηλα­δή στούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ.
Τά θαύματα ἀκόμη ὠφελοῦσαν καί τούς ἀπίστους. Διότι πιστοποιοῦσαν τή θεϊκή ἀποστολή τῶν μαθητῶν. Ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι πού δέν πίστευαν στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔκπληκτοι ἄρχι­σαν νά βλέπουν τούς πιστούς μέ σεβα­σμό. Κάποιοι ἀπό αὐτούς πιό δεκτικοί ἄρχισαν νά προβληματίζονται. Πῶς γί­νονται τά θαύματα αὐτά; Μέ ποιοῦ τή δύναμη; Καί πολλοί ἄρχισαν νά πι­στεύουν. Ἔτσι μεγάλωνε τόσο πολύ ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν, ὥστε νά μήν μπο­ρεῖ πλέον νά μετρηθεῖ. Πλούσιοι καί πτωχοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, Ἰουδαῖοι καί προσήλυτοι, ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων καί λαϊκοί, πρωτευουσιάνοι καί χωρι­κοί, ἔτρεχαν νά γίνουν χριστιανοί.
2. ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
 Ἀπό τή θαυμαστή ὅμως αὐτή ἐξά­πλωση τῆς Ἐκκλησίας ἐνοχλήθηκαν πολύ καί ὁ ἀρχιερέας τῶν Ἰουδαίων καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του καί ἀνῆκαν στή θρησκευτική παράταξη τῶν Σαδδουκαίων. Γεμάτοι φθόνο καί κακία συνέλαβαν τούς Ἀποστόλους καί τούς ἔριξαν στή φυλακή. Ὅμως «ἄγγελος Κυρίου διά τῆς νυκτός ἤνοιξε τάς θύ­ρας τῆς φυλακῆς» κι ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ἔξω τούς εἶπε: Πηγαίνετε στό ναό καί μέ θάρρος νά διδάσκετε δημόσια στό λαό τό κήρυγμα τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Γιατί ἄραγε πρῶτοι ἀπ᾿ ὅλους ξεση­κώθηκαν οἱ Σαδδουκαῖοι; Διότι ἦταν ἄνθρωποι ὑλόφρονες, πού δέν μπο­ροῦσαν νά δεχθοῦν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τόν ἀόρατο κόσμο, καί ἦταν φυσικό νά ἐχθρεύονται τόν Χριστό και τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων γιά τήν Ἀνάστασή του. Διότι τό κήρυγμά τους γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τή μέλλουσα κρίση, τούς ἐνοχλοῦσε στή συνείδη­ση. Αὐτοί ἦταν βυθισμένοι στήν ὕλη καί στίς ἀπολαύσεις. Πῶς νά κατανο­ήσουν τά πνευματικά καί τά αἰώνια; Ἡ ἐπιτυχία τῶν Ἀποστόλων καί ἡ θαυ­μαστή ἐξάπλωση τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως τούς ἐρέθιζε πολύ. Ἡ ἀ­ποδοχή τοῦ κόσμου ἀκόμη περισσό­τερο. Ἔβλεπαν νά χάνουν τόν κόσμο καί νά τόν κερδίζει τό κήρυγμα τῆς Ἀ­ναστάσεως. Γι᾿ αὐτό θέλησαν νά ἐξευ­τελίσουν τούς Ἀποστόλους στά μάτια τοῦ λαοῦ καί νά τούς κλείσουν τό στό­μα.
Ποιός ὅμως νίκησε τελικά; Οἱ Σαδδουκαῖοι ἤ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι; Οἱ δυνάμεις τῆς ὕλης ἤ οἱ κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνιότητος; Ἀσφαλῶς οἱ δεύτεροι. Διότι ὅσο κι ἄν ἀγωνίζονται οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους νά κρύψουν τό φῶς, τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀ­κατανίκητο. Ποιός ἀπελευθέρωσε ἀπό τή φυλακή τούς Ἀποστόλους; Ἄγγελος Κυρίου! Δηλαδή; Οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ ἀναστημένος Κύριος. Και ἐπιβεβαίωνε ἔτσι ὅτι δέν εἶναι νεκρός ἀλλά «ζῶν εἰς τούς αἰῶνας». Ὅπως πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες διέρρηξε τά δεσμά τοῦ θανά­του καί ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου, ἔτσι καί τώρα ἀπελευθέρωσε τούς μαθητές του καί τούς κάλεσε διά τοῦ ἀγγέλου νά μή σταματήσουν ποτέ νά κηρύττουν τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Καί τό κή­ρυγμα αὐτό δέν μπόρεσε κανείς νά τό ἀναχαιτίσει, ἀλλά ἐξαπλώθηκε σ᾿ ὅλο τόν κόσμο καί ἄλλαξε τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι γίνεται πάντοτε. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἔχουν ἐκ προοιμίου χαμένη τή μάχη. Ὅσο κι ἄν πολεμοῦν, ὅ,τι κι ἄν κάνουν. Πάντοτε θά νικᾶ ὁ ἀναστάς Κύριος.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)  

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
(Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ' ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ' ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μᾶς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.
Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μᾶς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μᾶ: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μᾶς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.
Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου