Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΆΡΤΥΡΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019)
 (ΚυριακΗς Μεγαλομάρτυρος)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ)  
Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
                                     (Γαλ. γ΄[3] 23 – δ΄[4] 5)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, προτοῦ ἔλθει ἡ νέα αὐτὴ κατάσταση, στὴν ὁποία ἰσχύει πλέον ἡ πίστη, ὁ νόμος μᾶς φρουροῦσε κλεισμένους καλά, σάν νὰ ἤμασταν μέσα σὲ κάποιο φρούριο  γιὰ νὰ καταφύγουμε ἔτσι στὴν πίστη ποὺ ἔμελλε νὰ ἀποκαλυφθεῖ μετὰ ἀπό καιρό. Συνεπῶς ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἔγινε παιδαγωγός μας καὶ μᾶς προετοίμαζε νὰ ποθήσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ λάβουμε τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία ἀπό τὴν πίστη μας σ' αὐτόν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθε ἡ νέα κατάσταση, στὴν ὁποία ἰσχύει ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πλέον κάτω ἀπό τήν παιδαγωγία τοῦ νόμου. Διότι μέ τήν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅλοι γίνατε καὶ εἶστε υἱοὶ Θεοῦ ἐνήλικες, ὤριμοι καὶ χειραφετημένοι. Καὶ εἶστε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διότι ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας σ' αὐτὸν ὡς σωτῆρα, ντυθήκατε τὸν Χριστὸ καὶ ἐνωθήκατε μαζί του. Δὲν ὑπάρχουν πλέον διαφορὲς ἐθνικότητος, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνα, δὲν ὑπάρχει διάκριση δούλου καὶ ἐλεύθερου, δὲν ὑπάρχει διάκριση ἄνδρα καὶ γυναίκας. Διότι ὅλοι ἐσεῖς γίνατε ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἕνωσή σας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐάν λοιπὸν ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἐθνικοὶ Χριστιανοὶ ἀνήκετε στὸν Χριστό, ἄρα διαμέσου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ εὐλογημένος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, εἶστε κι ἐσεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση εἶστε καὶ κληρονόμοι τῆς εὐλογίας. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς διευκρινίσω τὴν ἀλήθεια αὐτή, χρησιμοποιῶ κι ἄλλο ἕνα παράδειγμα. Λέω λοιπὸν τὸ ἑξῆς: Γιὰ ὅσο χρόνο κάθε κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπό τόν δοῦλο, ἄν καὶ εἶναι κύριος ὅλης τῆς πατρικῆς περιουσίας πού κληρονόμησε. Καὶ δὲν διαφέρει ἀπό τόν δοῦλο, διότι, ἐνῶ εἶναι κύριος τῆς πατρικῆς του κληρονομιᾶς, ἑξαρτᾶται ἀπό ἐπιτρόπους πού τὸν κηδεμονεύουν καὶ οἰκονόμους ποὺ διαχειρίζονται τὴν πατρικὴ του περιουσία, μέχρι τὸν χρόνο ποῦ ὅρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμασταν σὲ νηπιώδη πνευματικὴ κατάσταση, ἤμασταν ὑποδουλωμένοι στὴ στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκὴ θρησκευτικὴ γνώση τοῦ κόσμου πού βρίσκεται στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθεια. Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ποὺ εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα καὶ ὑποτάχθηκε στὸ Μωσαϊκὸ νόμο, προκειμένου νά ἐξαγοράσει ἐκείνους ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὴν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν υἱοθεσία πού ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλμός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.
                    (Ματθ.στ΄[6] 22 – 33)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΟΣ
Μὲ τ μά­τι πα­ρο­μοιά­ζει ὁ Κύ­ριος τν νο τοῦ ἀν­θρώ­που. Τ μά­τι, λέ­ει, εἶ­ναι τ λυ­χνά­ρι ποὺ δί­νει φς σ ὅ­λο τὸ σῶ­μα. Ὅ­ταν τ μά­τι εἶ­ναι ὑ­γι­ές, ὅ­λο τ σῶ­μα φω­τί­ζε­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως τ μά­τι εἶ­ναι βλαμ­μέ­νο, τό­τε ὅ­λο τ σῶ­μα βυ­θί­ζε­ται στ σκο­τά­δι. Ἐ­ὰν λοι­πόν, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὁ Κύ­ριος, ὁ νος ποὺ ἔ­χει τε­θεῖ ἐν­τός σου σν φς εἶ­ναι σκο­τά­δι, τό­τε πό­σο πο­λὺ θ γί­νει τ ἐ­σω­τε­ρι­κό σου σκο­τά­δι;
ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ αὐ­τὸ ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου θ πρέ­πει ὅ­λους μας πο­λὺ ν μς ἀ­πα­σχο­λή­σει. Ν δοῦ­με δη­λα­δὴ μή­πως ὁ νος μας, ποὺ εἶ­ναι τ μά­τι τς ψυ­χῆς, εἶ­ναι τυ­φλός, ὁ­πό­τε κα ἡ ψυ­χή μας ὁ­λό­κλη­ρη θ εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη στ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι.
Πό­τε ὁ νος εἶ­ναι τυ­φλός, σκο­τά­δι, ὅ­πως τν ἀ­πο­κα­λεῖ ὁ Κύ­ριος; Ὁ νος γί­νε­ται σκο­τά­δι πράγ­μα­τι, ὅ­ταν εὑ­ρί­σκε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ τν Θε­ό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τ Φς τ ἀ­λη­θι­νό. Καὶ βρί­σκε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ τν Θε­ό, ὅ­ταν δν ἐ­πι­θυ­μεῖ ν ζεῖ σύμ­φω­να μ τ θέ­λη­μά Του καὶ δν φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ τ δι­δα­σκα­λί­α Του.
Τ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τώ­ρα τ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­λοι μας. Ἡ ψυ­χή, κα­θὼς δν ἔ­χει πλέ­ον φς ν τν κα­θο­δη­γεῖ, χά­νει τν προ­σα­να­το­λι­σμό της κα κι­νεῖ­ται σ λαν­θα­σμέ­νες κα­τευ­θύν­σεις. Παύ­ει ν ἀ­να­ζη­τεῖ τν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, γι τν ὁ­ποί­α εἶ­ναι πλα­σμέ­νη, κα ἐ­πι­δι­ώ­κει τς ἀ­πο­λαύ­σεις αὐ­τοῦ ἐ­δῶ τοῦ κό­σμου. Λη­σμο­νεῖ τν Δη­μι­ουρ­γό της κα στρέ­φε­ται μα­νι­ω­δῶς πρς τ κτί­σμα­τα, ὁ­πό­τε γί­νε­ται θύ­μα ποι­κί­λων ὅ­σων ψευ­δο­θε­ῶν κα εἰ­δώ­λων. Πα­ρα­σύ­ρε­ται δη­λα­δὴ σ αἱ­ρέ­σεις, σ σκο­τει­νὲς ὀρ­γα­νώ­σεις το τύ­που τς Μασ­σω­νί­ας καὶ τν Ἱ­ε­χω­βι­τῶν, σ Ἰν­δου­ϊ­στι­κὰ πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κὰ συ­στή­μα­τα δι­α­φό­ρων Γκου­ροῦ, ἀ­κό­μη κα στν σα­τα­νι­σμό! «Νος ἀ­πο­στὰς τοῦ Θε­οῦ κτη­νώ­δης γί­νε­ται δαι­μο­νι­ώ­δης», ἔ­λε­γαν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες. Ὁ νος ἐ­κεῖ­νος ποὺ θ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τν Θε­ὸ γί­νε­ται ὅ­μοι­ος ἢ μ τ κτή­νη μ τος δαί­μο­νες! (ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς).
Λοι­πὸν αὐ­τὸ ν προ­σέ­ξου­με. Ν εἴ­μα­στε κον­τὰ στν Κύ­ριο, ν με­λε­τοῦ­με μ προ­σο­χὴ καὶ ἅ­γιο φό­βο τ δι­δα­σκα­λί­α Του, ν ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε ν ζοῦ­με κα­τὰ τ θέ­λη­μά Του, γι ν φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ τ θε­ϊ­κή Του Χά­ρη ὁ νος μας κα ν κα­θοδη­γεῖ ἔ­τσι τν ψυ­χὴ πρς τν ὕ­ψι­στο προ­ο­ρι­σμό της, ποὺ δν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πὸ τν ἕ­νω­σή της μ τν Δη­μι­ουρ­γό της.
2. Η ΑΓΧΟΝΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Κα­νέ­νας, ὑ­πο­γραμ­μί­ζει στ συ­νέ­χεια ὁ Χρι­στός μας, δν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ν εἶ­ναι δοῦ­λος σ δύ­ο κυ­ρί­ους συγ­χρό­νως. Δι­ό­τι θ μι­σή­σει τν ἕ­να κα θ ἀ­γα­πή­σει τν ἄλ­λο, θ προ­σκολ­λη­θεῖ στν πρῶ­το κα θ πε­ρι­φρονή­σει τν δεύ­τε­ρο. Ἑ­πο­μέ­νως καὶ ἐ­σεῖς, κα­τα­λή­γει, δν μπο­ρεῖ­τε ν εἶ­σθε συγ­χρό­νως δοῦ­λοι κα το Θε­οῦ κα το μα­μω­νᾶ, το πλού­του δη­λα­δή. Καὶ τί προ­τεί­νει; Ἰ­δού:
Μ φρον­τί­ζε­τε, λέ­γει, μ ἀ­γω­νί­α καὶ στε­νο­χώ­ρια γι τ ζω­ή σας, τί θ φᾶ­τε, τί θ πι­εῖ­τε γι τ σῶ­μα σας, τί θ ντυ­θεῖ­τε. Δν ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ζω­ή σας ἀ­πὸ τν τρο­φή, καὶ τ σῶ­μα ἀ­πὸ τ ἐν­δύ­μα­τα; Ὁ Θε­ὸς λοι­πόν, ποὺ σς ἔ­δω­σε τ ζω­ὴ καὶ τ σῶ­μα, δν θ σς δώ­σει καὶ τ ἀ­πα­ραί­τη­τα γι ν ζή­σε­τε;
Κοι­τάξ­τε τ που­λιά, ποὺ πε­τοῦν στν ἀ­έ­ρα. Αὐ­τὰ οὔ­τε σπέρ­νουν οὔ­τε θε­ρί­ζουν οὔ­τε μα­ζεύ­ουν σ ἀ­πο­θῆ­κες, καὶ ὅ­μως ὁ Οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας τ τρέ­φει. Τί λέ­τε· ἐ­σεῖς δν ἀ­ξί­ζε­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τά; Ποι­ὸς ἀ­πό σᾶς, ὅ­σο κι ν πα­σχί­σει, μπο­ρεῖ ν προ­σθέ­σει στ ἀ­νά­στη­μά του ἕ­ναν πῆ­χυ; Κα­νέ­νας. Ἑ­πο­μέ­νως, ἔ­χε­τε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στν Θε­ὸ καὶ ὄ­χι στος δι­κούς σας κό­πους κα ἀ­γῶ­νες.
Καὶ γι τν ἐν­δυ­μα­σί­α σας για­τί ἀ­νη­συ­χεῖ­τε καὶ ἀ­γω­νιᾶ­τε; Πα­ρα­τη­ρῆ­στε τ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα πς αὐ­ξά­νουν. Οὔ­τε κου­ρά­ζον­ται οὔ­τε γνέ­θουν. Κι ὅ­μως – σᾶς βε­βαι­ώ­νω – πς οὔ­τε ὁ δο­ξα­σμέ­νος βα­σι­λιὰς Σο­λο­μὼν δν ἐν­τύ­θη­κε τό­σο ὄ­μορ­φα σν αὐ­τά. ν λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς τ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα, ποὺ κα­τα­λή­γουν στν φοῦρ­νο, τ ντύ­νει τό­σο ὄ­μορ­φα, δν θ τ κά­νει αὐ­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο γι σς, ὀ­λι­γό­πι­στοι ἄν­θρω­ποι;
Λοι­πὸν μν κα­τα­λη­φθεῖ­τε ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἀ­γω­νί­α λέ­γον­τας: τί θ φᾶ­με, τί θ πι­οῦ­με τί θ ντυ­θοῦ­με; Αὐ­τὰ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἄν­θρω­ποι τ ἐ­πι­δι­ώ­κουν. Δν ται­ριά­ζει αὐ­τὴ ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ σ σς. Δι­ό­τι γνω­ρί­ζει ὁ Οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας ὅ­τι σς χρει­ά­ζον­ται ὅ­λα αὐ­τά. Ἀλ­λὰ ν στρέ­ψε­τε ὅ­λο τ ἐν­δι­α­φέ­ρον σας πρω­τί­στως στ Βα­σι­λεί­α το Θε­οῦ καὶ στ τί πρέ­πει ν κά­νε­τε γι ν τν ἀ­πο­κτή­σε­τε, καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τ οὐ­ρά­νια θ σς τ δώ­σει ὁ Θε­ὸς μα­ζὶ μ τ ἀ­ναγ­καῖ­α ἐ­πί­γεια.
«ΖΗΤΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τ τε­λι­κὸ συμ­πέ­ρα­σμα τν λό­γων το Κυ­ρί­ου μας. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι αὐ­τό, ἀ­πὸ τ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­μέ­νει ὁ Κύ­ριος ν ἀ­παλ­λα­γοῦ­με, δν εἶ­ναι ἡ ἁ­πλῆ φρον­τί­δα κα ἐρ­γα­σί­α, τ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι χρέ­ος ὅ­λων μας, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα ποὺ βα­σα­νί­ζει τν ψυ­χή, τν πνί­γει, δν τν ἀ­φή­νει ν ἀ­να­πνεύ­σει.
Καὶ τί εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα; Εἶ­ναι αὐ­τὸ τ πε­ρί­φη­μο ἄγ­χος τς ἐ­πο­χῆς μας, ποὺ με­τα­τρέ­πε­ται σ ἀγ­χό­νη (κρε­μά­λα) τς ψυ­χῆς. Ἀγ­χό­νη πράγ­μα­τι. Σφίγ­γει ἀ­σφυ­κτι­κὰ τν ἄν­θρω­πο, τν πνί­γει, τν ὁ­δη­γεῖ σ ἀ­πελ­πι­σί­α. Τί θ κά­νω; Πς θ τ βγά­λω πέ­ρα; Πς θ με­γα­λώ­σω τ παι­διά μου; Πς θ τ σπου­δά­σω; Πς θ τ ἀ­πο­κα­τα­στή­σω; Ἐ­ρω­τή­μα­τα τυ­ραν­νι­κά, ποὺ βα­σα­νί­ζουν πλή­θη ἀν­θρώ­πων καὶ συ­χνὰ τοὺς βυ­θί­ζουν σ ἀ­πό­γνω­ση.
Τί ἔ­χει συμ­βεῖ ἐ­δῶ; Εἶ­ναι φα­νε­ρό. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ὑ­πο­δου­λω­θεῖ στν μα­μω­νά, ἔ­χει ἐγ­κλω­βι­σθεῖ στ σχῆ­μα το πα­ρόν­τος κό­σμου. Κα­τὰ συ­νέ­πεια ἔ­χει λη­σμό­νη­σει τν Θε­ό, δν πο­θεῖ τν ἀ­λη­θι­νή του πα­τρί­δα. Ἔ­χει δώ­σει στ δευ­τε­ρεύ­ον­τα τν πρώ­τη θέ­ση καὶ στ πρῶ­τα τ δεύ­τε­ρη τν τε­λευ­ταί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λη του ἡ ἀ­γω­νί­α καἀ­γώ­νας του ὅ­λος εἶ­ναι τὸ πς θ ἀ­πο­κτή­σει αὐ­τὰ τ πράγ­μα­τα. Ξε­νύ­χτια, τρε­χά­μα­τα, σχέ­δια ἐ­πὶ σχε­δί­ων, νύ­χτα καὶ μέ­ρα ὁ νος του στρι­φο­γυ­ρί­ζει δια­ρκῶς σ᾿ αὐ­τά, μ᾿ αὐ­τὰ ἀ­πα­σχο­λεῖ­ται μό­νον.
Τ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ν εἶ­ναι δυ­στυ­χὴς κυ­νη­γών­τας δια­ρκῶς ἕ­να ἄ­πια­στο ὄ­νει­ρο. Δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος, πλα­σμέ­νος γι τ ἄ­πει­ρο κα τ αἰ­ώ­νιο, πο­τὲ δν μπο­ρεῖ ν εὐ­τυ­χή­σει ἐ­πί τῆς γῆς, ὅ­σα κι ν ἀ­ποκτή­σει. Δυ­στυ­χὴς κα ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος μέ­νει, ὢς τν ὥ­ρα ποὺ – ἐ­νῶ δν τ πε­ρι­μέ­νει – χτυ­πά­ει ὁ συ­να­γερ­μὸς γι τν ὁ­ρι­στι­κὴ «ἐκ­κέ­νω­ση τοῦ κτη­ρί­ου» κατ με­γά­λη ἀ­να­χώ­ρη­ση! Κα τό­τε; Τό­τε δι­α­πι­στώ­νει πὼς τ ἔ­χει χά­σει ὅ­λα. Κα τ πρό­σκαι­ρα, τ ὁ­ποῖ­α εἶ­χε ἀ­πο­λυ­το­ποι­ή­σει, κα τ αἰ­ώ­νια, ποὺ εἶ­χε λη­σμο­νή­σει.
Λοι­πόν, ἡ λύ­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή, ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὁ Κύ­ριος: «Ζη­τεῖ­τε πρῶ­τον τν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ». Πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα, πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο ν ἐ­πι­ζη­τοῦ­με τ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ ν εἶ­ναι τ ὑ­πέρ­τα­το ὅ­ρα­μα τς ζω­ῆς μας. Ὅ­λες οἱ σκέ­ψεις μας, τ σχέ­διά μας, οἱ με­γά­λοι μας κό­ποι ν ἀ­πο­βλέ­πουν σ᾿ αὐ­τό, στ πς θ ἀ­πο­κτή­σου­με τ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ μας. Κα τό­τε ὅ­λα τ ἀ­ναγ­καῖ­α ἐ­πί­γεια θ μς τ χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος. Μέ­σα στ θαῦ­μα θ κυ­λᾶ ἡ ζω­ή μας.  Ὣς ὅ­του τ μά­τια μας ἀ­νοί­ξουν στν αἰ­ώ­νια Ἄ­νοι­ξη!
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου