Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ. (ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών͵ ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι͵ ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν͵ ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι͵ ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι͵ δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι͵ κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι͵ πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ μέν θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται͵ ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως͵ κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον͵ ἐ­πί­στευ­σα͵ διὸ ἐ­λά­λη­σα͵ καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν͵ διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν͵ εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς͵ ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.         
                (Β΄ Κο­ρινθ. δ΄[4]6-15)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
ταν, Ἀ­δελ­φοί, κη­ρύτ­του­με ἀ­πο­κλει­στι­κά κ­αί μό­νο γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, δι­ό­τι  Θε­ός,  ὁ­ποῖ­ος σ­τή δη­μι­ουρ­γί­α τ­ο­ κό­σμου δι­έ­τα­ξε ἀ­πό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει τό φ­ς, αὐ­τός κ­αί τώ­ρα ἔ­λαμ­ψε σ­τ­ίς καρ­δι­ές μ­ας, ὄ­χι μό­νο γ­ιά νά φω­τι­σθοῦ­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά κ­αί γ­ιά νά με­τα­δο­θεῖ μέ­σα ἀ­πό μᾶ­ς  φω­τι­σμός π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γνώ­ση τ­ς δό­ξας τ­ο­ Θε­οῦ,  ὁ­ποί­α φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πό τό πρό­σω­πο το­ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­το­ς Ἰ­η­σοῦ ­Χρι­στοῦ.  Φθά­νου­με σ­έ ἀ­πο­ρί­α, χω­ρί­ς ὅ­μως κ­αί νά ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε ἤ νά στε­ρη­θοῦ­με τε­λεί­ως κά­θε μέ­σο κ­αί δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας. Μ­ς κα­τα­δι­ώ­κουν οἱ ­ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά δ­έν μᾶ­ς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τέ  Θε­ός. Φαί­νε­ται ὅ­τι μ­ς κα­τα­νι­κοῦν κ­αί μ­ς ρί­χνουν κά­τω σ­τή γ­ σ­άν τ­ο­ύς πα­λαι­στές, ἀλ­λά δ­έν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκῶς κ­αί κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με σ­τ­ίς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μ­ας τό σῶ­μα μ­ας κυ­κλω­μέ­νο ἀ­πό τό­ν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο νά πε­θά­νου­με, ὅ­πως πέ­θα­νε  Κύ­ρι­ο­ς Ἰ­η­σοῦς, ἀλ­λά αὐ­τό γί­νε­ται γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ σ­τ­όν κό­σμο μέ τή δι­ά­σω­ση τ­ο­ σώ­μα­τός μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κα­θη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νου­ς ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ζ­ε. Δι­ό­τι πάν­το­τε ἐ­μεῖς, π­ού πα­ρά τ­ο­ύς τό­σους κιν­δύ­νους ζοῦ­με, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σέ θά­να­το γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ μέ τή θνη­τή σάρ­κα μ­ας κ­α­ί  δύ­να­μη τ­ς ζω­ῆς τ­ο­ Ἰ­η­σοῦ, π­ού πα­ρεμ­βαί­νει κ­αί προ­λα­βαί­νει τό θά­να­τό μ­ας. Κ­ι ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς ὑ­πο­φέ­ρου­με τ­ο­ύς κιν­δύ­νους τ­ο­ θα­νά­του, ἐ­σεῖ­ς ἀν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τ­ήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή­ν ἐ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μ­ας. Πα­ρό­λου­ς ὅ­μως αὐ­τούς τ­ο­ύς κιν­δύ­νους, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με τ­ό ἴ­διο Ἅ­γιον Πνεῦ­μα π­ού μ­ς στη­ρί­ζει σ­τ­ήν πί­στη, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εἶ­χε κ­α­ί  Δα­βίδ σύμ­φω­να μ’ αὐ­τό π­ού εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στούς ψαλ­μούς· «πί­στε­ψα, γ­ι’ αὐ­τό κ­αί μί­λη­σα»­, ἔ­τσι κ­ι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με, κ­αί γ­ι’ αὐ­τό κ­αί θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γοῦ­με κ­αί κη­ρύτ­του­με τ­όν λό­γο τ­ς πί­στε­ώς μ­ας. Κ­αί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός, π­ο­ύ­ ἀ­νέ­στη­σε τ­όν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, θ­ά ἀ­να­στή­σει κ­ι ἐ­μᾶς δι­α­μέ­σου το Ἰ­η­σοῦ κ­αί θά μ­ς πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξους σ­τό βῆ­μα τ­ου μα­ζί μέ σ­ς. Ν­αί, μα­ζί μέ σ­ς. Δι­ό­τι ὅ­λα γ­ιά σ­ς γί­νον­ται· ἔ­τσι ὥ­στε ἡ εὐ­ερ­γε­σί­α π­ού μ­ς κά­νει  Θε­ός σώ­ζον­τάς μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κιν­δύ­νους γ­ιά χά­ρη σ­ας, νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά γί­νει εὐ­ερ­γε­σί­α κ­αί χά­ρη ὄ­χι μό­νο σέ μᾶ­ς ἀλ­λά κ­αί σ­’ ὅ­λου­ς ἐ­σᾶς. Κ­ι ἔ­τσι αὐ­τοί πού εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὥ­στε κα­ί  εὐ­χα­ρι­στί­α π­ρ­ός τ­όν Θε­ό νά πλε­ο­νά­σει καί νά πε­ρισ­σεύ­σει, γ­ιά νά δο­ξά­ζε­ται τ­ό ὄ­νο­μά τ­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν, λέ­γον­τες· ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.     
                                      (Λουκ. ιζ΄[17] 12  – 19)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Μέ­σα Ἰ­α­νου­α­ρί­ου. Στὴν καρ­διὰ τοῦ Χει­μώ­να μιὰ Ἀνοιξη, ἕ­να μι­κρὸ Κα­λο­καί­ρι κά­θε χρό­νο μᾶς γε­μί­ζει μὲ δύ­να­μη καὶ ἐλ­πί­δα. Εἶ­ναι οἱ λε­γό­με­νες ἀλ­κυ­ο­νί­δες ἡμέ­ρες. Καὶ κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς πὼς τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ποὺ πε­ρι­γρά­φει τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τῶν δέ­κα λε­πρῶν, ται­ριά­ζει νὰ ἀ­ναγι­νώ­σκε­ται σ᾿ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο. Ται­ριά­ζει, δι­ό­τι καὶ ἐ­δῶ, μέ­σα στὴν βα­ρειὰ πνευ­μα­τι­κὴ πα­γω­νιὰ τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας, βλέ­που­με στὸ τέ­λος νὰ ἀνθίζει μιὰ μι­κρὴ ἀλλὰ καὶ πο­λὺ ὄ­μορ­φη ἄ­νοιξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης.
Ἂς σκύ­ψου­με ὅ­μως μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χὴ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο, γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με αὐ­τὲς τὶς τό­σο θε­α­μα­τι­κὲς ἀλ­λα­γὲς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ και­ροῦ.
1. ΤΟ ΠΟΛΙΚΟ ΨΥΧΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Οἱ δέ­κα λε­προὶ συ­νάν­τη­σαν τὸν Κύ­ριο στὴν εἴ­σο­δο ἑ­νὸς μι­κροῦ χω­ριοῦ, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ­περ­νοῦ­σε πο­ρευ­ό­με­νος πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἐστάθηκαν μα­κριά, δι­ό­τι δὲν τοὺς ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ πλη­σιά­ζουν σὲ κα­τοι­κη­μέ­νες πε­ρι­ο­χές, καὶ μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ Τὸν πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τοὺς θε­ρα­πεύσει ἀ­πὸ τὴν φρι­κτή – τότε ἀ­θε­ρά­πευ­τη ἀ­πο­λύ­τως – ἀ­σθέ­νεια.
Καὶ ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριος τοὺς θεράπευ­σε. Τοὺς πα­ρήγ­γει­λε νὰ πᾶ­νε νὰ δεί­ξουν τὸ σῶ­μα τους στοὺς ἱ­ε­ρεῖς, ὥ­στε αὐ­τοί, σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, νὰ βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι πράγ­μα­τι ἔ­χουν θε­ρα­πευθεῖ. Μὲ ἀ­πό­λυ­τη πίστη στὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου οἱ δέ­κα λε­προὶ ­ξε­κί­νη­σαν νὰ πᾶ­νε στοὺς ἱ­ε­ρεῖς. Καὶ ἐ­νῶ ­βά­δι­ζαν πρὸς τὰ ἐκεῖ, τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε! Θε­ρα­πεύ­θη­καν!
Ἄλ­λα τί θλι­βε­ρό! Ἐ­νῶ ­θε­ρα­πεύ­θη­καν ὅ­λοι, οἱ ἐν­νέ­α δὲν γύρισαν νὰ ποῦν οὔ­τε ἕ­να ἁπλὸ «εὐ­χα­ρι­στῶ» στὸν Εὐ­ερ­γέ­τη τους. Πῆ­γαν κα­τευ­θεί­αν στὰ σπί­τια τους, στοὺς ­δι­κούς τους. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους αὐ­τὴ ­προ­κά­λε­σε τὸ τό­σο γνω­στὸ σὲ ὅ­λους μας πα­ρά­πο­νο το­ῦ Κυ­ρί­ου: «Οὐχὶ οἱ δέ­κα ἐκαθαρίσθη­σαν; Οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;». Δὲν ἐκαθαρί­σθη­καν ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα καὶ οἱ δέ­κα; Ποῦ εἶ­ναι λοι­πὸν οἱ ἐν­νιά; Για­τί δὲν ἦρ­θαν νὰ δο­ξά­σουν τὸν Θε­ὸν γιὰ τὴν θε­ρα­πεί­α τους;
«Ἄ, τοὺς ἀ­χά­ρι­στους!», ἀ­κού­γον­ται νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν με­ρι­κοί, κα­θὼς με­λε­τοῦν τὶς γραμ­μὲς αὐ­τές. Ἀλλὰ μή­πως οἱ κα­λοὶ αὐ­τοὶ ἀ­δελ­φοὶ καὶ ὅ­λοι μας βέ­βαι­α πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με; Νὰ προ­σέ­ξου­με, δι­ό­τι ἀ­γα­να­κτών­τας – δι­καί­ως ἀ­σφα­λῶς – κα­τὰ τῶν ἐν­νέ­α ἀ­χά­ρι­στων λε­πρῶν, δὲν ἀ­ποκλεί­ε­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ νὰ τὰ βά­ζου­με μὲ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀ­φοῦ καὶ ἐ­μεῖς σχε­δὸν τὰ ἴ­δια κά­νου­με.
-«Ἐ­μεῖς, τὰ ἴ­δια;», φαί­νε­ται πά­λι νὰ ἀ­πο­ροῦν με­ρι­κοί.
Ἐ­μεῖς λοι­πὸν τὰ ἴ­δια καὶ μά­λι­στα, ἂν θέ­λε­τε, συ­χνὰ με­ρι­κοὶ καὶ χει­ρό­τε­ρα ἐ­νερ­γοῦ­με. Δι­ό­τι τὸ βλέ­που­με. Ἐ­μεῖς ἔ­χου­με δε­χθῆ μύ­ρι­ες ὅ­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες ἀ­πὸ τὸν Κύριον. Μύ­ρι­ες! Πρω­τί­στως τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕπαρ­ξη. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό μας εἴ­μα­στε μη­δέν, ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως μας εἶ­ναι τὸ μη­δέν. Ἀπὸ αὐ­τὸ μᾶς ἀ­νέ­συ­ρε μὲ τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη Του ὁ Θε­ὸς καὶ μᾶς ­χά­ρι­σε τὴ ζω­ή. Ἔ­πει­τα τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­βα­λε μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς ἁ­γί­ας μας ­Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὴ χα­ρὰ καὶ τὴ χά­ρη τῆς σω­τη­ρί­ας μας καὶ τῆς ἀ­να­δεί­ξε­ώς μας σὲ κα­τὰ χά­ριν υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρες Του. Κι ἂν ψάξει ὁ κα­θέ­νας μας στὸ πα­ρελ­θόν του, ἀ­μέ­τρη­τες δω­ρε­ὲς τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ θὰ δι­απιστώσει στὴ ζω­ή του. Θαυ­μα­στὲς ἐ­πεμ­βά­σεις σὲ κρί­σι­μα γε­γο­νό­τα· λύ­σεις σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δα· ἀν­θρώ­πους συμ­πα­ρα­στά­τες σὲ δύ­σκο­λες στιγ­μὲς καὶ πε­ρι­στά­σεις.
Λοι­πόν, γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας; Ἂς τὸ ποῦ­με κα­θα­ρά: τὰ βή­μα­τα τῶν ἐν­νέ­α ἀ­χά­ρι­στων λε­πρῶν δυ­στυ­χῶς οἱ πολ­λοὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Καὶ ἢ δὲν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με κα­θό­λου τὸν Θε­ὸ ἢ τοῦ προ­σφέ­ρου­με ἕ­να τυ­πι­κὸ «εὐ­χα­ρι­στῶ» ἄ­το­να καὶ νυ­στα­λέ­α, ἀ­νά­με­σα σὲ πλῆ­θος χα­σμου­ρη­τὰ καὶ πε­ρι­πλα­νή­σεις τοῦ νο­ῦ μας στὰ τοῦ κό­σμου τού­του.
Για­τί ὅ­μως φε­ρό­μα­στε ἔ­τσι; Βα­σι­κῶς δι­ό­τι δὲν ἐ­κτι­μοῦ­με τὶς με­γά­λες δω­ρε­ές Του. Τὶς ἔ­χου­με δυ­στυ­χῶς συ­νη­θί­σει καὶ σχε­δὸν θε­ω­ροῦ­με πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ ὅ­τι ἐ­μεῖς δι­και­ω­μα­τι­κὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με αὐ­τὲς τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες. Τώ­ρα ἀ­πὸ ποῦ μέ­χρι ποῦ τὶς ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με δι­και­ω­μα­τι­κά, αὐ­τὸ τὸ θε­ω­ροῦ­με δε­δο­μέ­νο καὶ δὲν λα­βαί­νου­με τὸν κό­πο οὔ­τε κἂν νὰ τὸ ἐ­ρευ­νή­σου­με.
Ἑ­πο­μέ­νως μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ δὲν βρι­σκό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς στὸν Βό­ρει­ο Πό­λο τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας; Καὶ δὲν ἀ­φή­νου­με ἔ­τσι νὰ γεμίζει μὲ πά­γους ἡ ψυ­χή μας; Ἀλλὰ τὸ τί θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κά­νου­με, μᾶς τὸ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὴ συ­νέ­χειά του τὸ ἀ­νά­γνω­σμά μας.
2. ΣΤΗΝ ΕΥΚΡΑΤΗ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
Τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τώ­ρα μὲς στὸ βα­ρὺ ψύ­χος τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας μιὰ μι­κρὴ ἄ­νοι­ξη. Ἕ­νας, λέ­γει, ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα λε­προύς, βλέ­πον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε κα­λά, ἐ­πέ­στρε­ψε πί­σω καί, δο­ξά­ζον­τας μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ τὸν Θε­ό, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου εὐ­χα­ρι­στών­τας Τὸν γιὰ τὴν με­γά­λη αὐ­τὴ δω­ρε­ά. Ἕ­νας μό­νον! Καὶ – τί πα­ρά­ξε­νο! – αὐ­τὸς ὃ ἕ­νας ἦ­ταν ἀλ­λο­ε­θνής, Σα­μα­ρεί­της. Σα­μα­ρεί­της! Ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ μι­ση­τός, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, στοὺς Ἑ­βραί­ους. Καὶ ὅ­μως μό­νον αὐ­τὸς ἐ­πέ­στρε­ψε. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν ἀντά­μει­ψε πλου­σί­ως. Στὴν πρώ­τη με­γά­λη δω­ρε­ὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας του ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα ­πρό­σθε­σε καὶ δεύ­τε­ρη πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη: τὴν θε­ρα­πεί­α τῆς ψυ­χῆς του, τὸ δῶ­ρο τῆς σω­τη­ρί­ας. «Ἀναστὰς πο­ρεύ­ου· ἡ πίστις σου σέ­σω­κέ σε», τοῦ εἶ­πε. Δη­λα­δή, σή­κω καὶ πή­γαι­νε· ἐσὺ εἶ­σαι σὲ σω­στὸ δρό­μο. Ἡ πίστη σου δὲν ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νὰ θε­ραπευθεῖ μό­νον τὸ σῶ­μα σου, ἀλλὰ καὶ νὰ μπεῖς στόν δρόμο τῆς σω­τη­ρί­ας.
Εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χὴ αὐ­τὸς ὁ Σα­μα­ρεί­της. Εὐ­λο­γη­μέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη. Πό­σο ἐ­λέγ­χει καὶ δι­δά­σκει ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς μυ­ρι­οευεργετημένους Ὀρ­θό­δο­ξους Χρι­στια­νούς, ποὺ με­ρι­κοὶ εἴ­μα­στε συ­χνὰ τό­σο ψυ­χροὶ στὸ νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σου­με τὸν Θε­ὸ γιὰ τὶς δω­ρε­ές Του.
Μᾶς δι­δά­σκει τί; Νὰ εἴ­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς εὐ­γνώ­μο­νες. Στραμ­μέ­νοι πρὸς Ἐ­κεῖ­νον, τὸν Δη­μι­ουρ­γόν μας, ὁ Ὁποῖος εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ἀλλὰ καὶ τὸ νό­η­μα τῆς ὕπαρξής μας. Νὰ πε­ρά­σου­με δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν πα­γω­νιὰ τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας στὴ ζε­στα­σιὰ τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Νὰ ἔ­χου­με πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἅ­για αἰ­σθή­μα­τα εὐ­χα­ρι­στί­ας γιὰ ὅ­λες τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Κυ­ρί­ου, ἰ­δι­αι­τέ­ρως δὲ γιὰ τὴ με­γά­λη Toυ θυ­σί­α ἐ­πὶ τοῦ Σταυ­ροῦ, μὲ τὸ αἷ­μα τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς λού­ζει ἀ­πὸ τὸν βόρ­βο­ρο τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.
Ἀλλὰ βέ­βαι­α τὸ γνω­ρί­ζου­με. Εὐ­γνω­μο­σύ­νη δὲν εἶ­ναι μό­νον αἰ­σθή­μα­τα, λό­για καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις. Εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἀ­λη­θι­νὴ εἶ­ναι κυ­ρί­ως τρό­πος ζω­ῆς. Εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ λέ­με ὅ­τι αἰ­σθα­νό­μα­στε εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὴ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρὶς νὰ με­τα­νο­οῦ­με καὶ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γού­μαστε εἰλικρινῶς τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας; Ἤ χω­ρὶς νὰ ἐκκλησιαζόμαστε; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι!
Ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη λοι­πὸν εἶ­ναι πρά­ξη! Εἶ­ναι ἀ­γώ­νας κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὴν ὁ­ποί­α τό­σο ἀ­πο­στρέ­φε­ται ὁ Θε­ός. Ἀ­γώ­νας νὰ ὑ­πο­στοῦ­με γιὰ χά­ρη Του ἀ­κό­μη καὶ ἀ­δι­κί­ες, δο­κι­μα­σί­ες, δι­ωγ­μούς, θυ­σί­ες. Νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με πει­ρα­σμοὺς σκλη­ρούς. Ὅ­λα δη­λα­δὴ αὐ­τά, τὰ ὁ­ποῖ­α δο­κι­μά­ζουν τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῶν αἰ­σθη­μά­των μας πρὸς τὸν Θε­όν.
Δω­ρε­άν, ἀ­δελ­φοί, μᾶς φι­λο­ξε­νεῖ σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο ὁ ἀ­γα­θὸς Θε­ός. Δω­ρε­άν!
Κι ὅ­λα μᾶς τὰ δί­νει νὰ τὰ χα­ροῦ­με: τὸν ἥ­λιο, τὸ φῶς, τὰ ἀ­στέ­ρια, τοὺς καρ­ποὺς τῆς γῆς, τὸ νε­ρό, τὸν ἀ­έ­ρα, τὶς τό­σες ὀ­μορ­φι­ὲς τῆς γῆς μας. Δω­ρε­άν! Ἀλλά, ἂν δὲν μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νὰ πλη­ρώ­σου­με τὸ ἐ­νοί­κιο, δὲν θὰ πρέ­πει τουλά­χι­στον γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­μεῖς ὁ­λό­ψυ­χα νὰ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με;
Νὰ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με! Γιὰ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καὶ στὴν πιὸ με­γά­λη δω­ρε­ά Του νὰ με­τά­σχου­με: στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α Του!
        (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου