Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
(13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Ἀδελφοί, ἑ­νὶ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τ μέ­τρον τς δω­ρε­ᾶς το Χρι­στοῦ. δι­ὸ λέ­γει· ἀ­να­βὰς ες ὕ­ψος ᾐχ­μα­λώ­τευ­σεν αἰχ­μα­λω­σί­αν κα ἔ­δω­κε δό­μα­τα τος ἀν­θρώ­ποις. τ δ ἀ­νέ­βη τ ἐ­στιν ε μ ὅ­τι κα κα­τέ­βη πρῶ­τον ες τ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τς γς; κα­τα­βὰς αὐ­τός ἐ­στι κα ἀ­να­βὰς ὑ­πε­ρά­νω πάν­των τν οὐ­ρα­νῶν, ἵ­να πλη­ρώ­σῃ τ πάν­τα. κα αὐ­τὸς ἔ­δω­κε τος μν ἀ­πο­στό­λους, τος δ προ­φή­τας, τος δ εὐ­αγ­γε­λι­στάς, τος δ ποι­μέ­νας κα δι­δα­σκά­λους, πρς τν κα­ταρ­τι­σμὸν τν ἁ­γί­ων ες ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, ες οἰ­κο­δο­μὴν το σώ­μα­τος το Χρι­στοῦ, μέ­χρι κα­ταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν ἑ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως κα τς ἐ­πι­γνώ­σε­ως το υἱ­οῦ το Θε­οῦ, ες ἄν­δρα τέ­λει­ον, ες μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στοῦ.
                           (Ἐφεσ. δ΄[4], 7 – 13)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, πρέπει ν εμαστε λοι να. Βέβαια λοι οἱ πιστο δν χουμε λάβει τ δια χαρίσματα, ἀλλὰ διάφορα κα ποικίλα. Ατ ὅμως ἡ διανομ γι κανένα λόγο δν πιτρέπεται ν γίνεται ατία χωρισμοῦ μεταξ τν πιστν. Διότι ἡ διανομ ατ δν εναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπ' τν διο τν Χριστό. Ατς δηλαδ στν καθένα ξεχωριστ ἀπὸ μς δωσε τ θεία χάρη, σύμφωνα μ τ μέτρο πο μ σοφία κα δικαιοσύνη χρησιμοποιε στ διανομ τς δωρες του.Κι πειδδιος ὁ Χριστς διανέμει τ χαρίσματα, γι᾿ ατ λέει καγία Γραφ στος ψαλμούς: Ὅταν ὁ Χριστς μ τν νάληψή του νέβηκε ψηλ στν ορανό, δεσε αχμάλωτους τος χθρούς του, δηλαδὴ τν σαταν κα τὸν θάνατο, κι δωσε χαρίσματα στος νθρώπους. Λέγοντας λοιπν ἡ γία Γραφ γι τν Χριστ ὅτι νέβηκε, τί λλο σημαίνει παρ ὅτι πρωτύτερα κα κατέβηκε στ κατώτερα μέρη τς γς, ἀφοῦ γινε ἄνθρωπος κα σταυρώθηκε; Ὁ Χριστς πο κατέβηκε, εναι ὁ διος πο κα νέβηκε πάνω ἀπ᾿ λους τος ορανούς, γι ν γεμίσει μ τν παρουσία του κα τς δωρεές του τ πάντα. Κι ατς δωσε διάφορα χαρίσματα κα διακονίες: λλους θεσε ποστόλους, λλους προφτες, ἄλλους εαγγελιστές, λλους ποιμένες κα διδασκάλους, γι ν καταρτίζονται οἱ Χριστιανο κα ν πιτελεῖται τ ργο τς διακονίας, μ τ ὁποῖο οκοδομεται τὸ σμα τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι ν φθάσουμε ν χουμε λοι μία κα τν ἴδια ληθιν πίστη κα τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεο καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος· κα ν᾿ ποκτήσουμε τ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος κα τελειότητος τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ νὰ χουμε πλήρεις τς δωρες κα τν πνευματικὴ τελειότητά του.


ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἀ­κο­ύ­σας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν· καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ, ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν, ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ, ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ ῾Η­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του, λέ­γον­τος· Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ ᾿Ι­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκι­ᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς.  Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.  
                        (Ματ­θ. δ΄[4], 12-17)

«Ἀ­κού­σας δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι Ἰ­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λαί­αν»
(Ὅ­ταν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἄ­κου­σε ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης συ­νε­λή­φθη κα­τὰ δι­α­τα­γὴ τοῦ Ἡ­ρώ­δη Ἀν­τύ­πα καὶ ὁ­δη­γή­θη­κε στὴ φυ­λα­κή, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν Ἰ­ου­δαί­α γιὰ τὴν Γα­λι­λαί­α).
Γιὰ ποι­ὸν λό­γο ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­να­χω­ρεῖ; 
Ἐ­πει­δὴ πά­λι θέ­λει νὰ μᾶς δι­δά­ξει νὰ μὴ σπεύ­δου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με κα­τὰ μέ­τω­πον τοὺς πει­ρα­σμούς, ἀλ­λὰ νὰ ὑ­πο­χω­ροῦ­με καὶ νὰ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε ἀ­πὸ αὐ­τούς· δι­ό­τι ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το δὲν εἶ­ναι τὸ νὰ μὴ ρί­χνεις τὸν ἑ­αυ­τό σου στὸν κίν­δυ­νο, ἀλ­λὰ τὸ νὰ μὴν ἀν­τι­στα­θεῖς μὲ γεν­ναι­ό­τη­τα, ὅ­ταν πέ­σεις σ᾿ αὐ­τόν. Αὐ­τὸ λοι­πὸν θέ­λον­τας νὰ δι­δά­ξει καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὸν φθό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τὴν Κα­περ­να­ούμ. Ἔ­τσι, ἀ­φε­νὸς καὶ τὴν προ­φη­τεί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει καὶ ἀ­φε­τέ­ρου σπεύ­δει γιὰ νὰ ἁ­λι­εύ­σει τοὺς μελ­λον­τι­κοὺς δι­δα­σκά­λους τῆς οἰ­κου­μέ­νης, ἐ­πει­δὴ βέ­βαι­α δι­έ­με­ναν ἐ­κεῖ, ἀ­σχο­λού­με­νοι βι­ο­πο­ρι­στι­κὰ μὲ τὸ ψά­ρε­μα.
Ἐ­σύ, ὅ­μως, πρό­σε­ξε, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὲ ποι­ὸν τρό­πο, ἀ­πὸ παν­τοῦ σκο­πεύ­ον­τας νὰ στρα­φεῖ στοὺς ἐ­θνι­κούς, ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους λαμ­βά­νει τὶς αἰ­τί­ες. Πραγ­μα­τι­κά, καὶ στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αὐ­τοὶ εἶ­ναι πού, ἐ­πει­δὴ ἐ­πι­βου­λεύ­τη­καν τὸν Πρό­δρο­μο καὶ τὸν ἔ­ρι­ξαν στὸ δε­σμω­τή­ριο, ὠ­θοῦν τὸν Ἰ­η­σοῦ πρὸς τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ Γα­λι­λαί­α (:τὴν «Γα­λι­λαί­α τῶν Ἐ­θνῶν»). Ὅ­τι, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, δὲν ἐν­νο­εῖ ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ ἔ­θνους, οὔ­τε ὑ­παι­νίσ­σε­ται ὅ­λες τὶς φυ­λές, πρό­σε­ξε μὲ ποι­ὸν τρό­πο προσ­δι­ο­ρί­ζει τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη ὁ προ­φή­της, λέ­γον­τας τὰ ἑ­ξῆς: «Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λείμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης πέ­ραν τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, Γα­λι­λαί­α τῶν ἐ­θνῶν· ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει, εἶ­δε φῶς μέ­γα»(:Ἡ πε­ρι­ο­χὴ τῆς φυ­λῆς Ζα­βου­λὼν καὶ ἡ πε­ρι­ο­χὴ τῆς φυ­λῆς Νε­φθα­λείμ, ποὺ ἐ­κτεί­νε­ται πλη­σί­ον της θά­λασ­σας τῆς Γε­νη­σα­ρὲτ καὶ ἀ­να­το­λι­κά του Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μοῦ, ἡ Γα­λι­λαί­α ἡ γε­μά­τη ἀ­πὸ εἰ­δω­λο­λά­τρες· ὁ λα­ὸς που κα­θό­ταν στὸ σκο­τά­δι της θρη­σκευ­τι­κῆς ἄ­γνοι­ας καὶ πλά­νης, εἶ­δε πνευ­μα­τι­κὸ φῶς μέ­γα, τὸν Χρι­στὸ (Ἡ­σα­ΐ­ας θ΄[9] 1· Ματθ. δ΄[4] 15)». Σκό­το­ς ἐ­δώ λέ­γει ὄ­χι τὸ αἰ­σθη­τό, ἀλ­λὰ τὴν πλα­νη­μέ­νη πί­στη καὶ ἀ­σέ­βεια, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ πρό­σθε­σε: «Τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοί­ς»(:καὶ σὲ αὐ­τοὺς ποὺ κά­θον­ταν ψυ­χι­κὰ ὑ­πό­δου­λοι στὴ χώ­ρα, ποὺ τὴ σκε­πά­ζει κα­τα­θλι­πτι­κὸ τὸ πυ­κνό­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του, ἀ­νέ­τει­λε καὶ ἔ­λαμ­ψε φῶς ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ (:Ἡσα­ΐ­ας θ΄[9] 2, Ματθ. δ΄[4] 16)».
Γιὰ νὰ μά­θεις λοι­πὸν ὅ­τι οὔ­τε φῶς, οὔ­τε σκο­τά­δι αἰ­σθη­τὸ ἐν­νο­εῖ, πρό­σε­ξε ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὸ φῶς, δὲν τὸ ἀ­πο­κα­λεῖ ἁ­πλῶς «φῶς», ἀλ­λὰ «φῶς με­γά­λο», τὸ ὁ­ποῖ­ο σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ὀ­νο­μά­ζε­ται «τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νὸν» (Ἰ­ω. α΄[1] 9: «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ὃ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμο­ν»[: Ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν πάν­το­τε τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς, τὸ ὁ­ποῖ­ο φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο, ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο]»). Ἑρ­μη­νεύ­ον­τας ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ «σκό­τος», τὸ ὀ­νό­μα­σε «σκιὰν θα­νά­του». Ἔ­πει­τα, δεί­χνον­τας ὅ­τι δὲ βρῆ­καν τὸ φῶς, ἐ­πει­δὴ οἱ ἴ­διοι τὸ εἶ­χαν ἀ­να­ζη­τή­σει, ἀλ­λά ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ ψη­λά τοὺς φα­νε­ρώ­θη­κε, λέ­γει: «Φῶς ἀ­νέ­τει­λε γι᾿ αὐ­τούς»· δη­λα­δὴ τὸ ἴ­διο τὸ φῶς ἀ­νέ­τει­λε καὶ ἔ­λαμ­ψε, δὲν ἔ­τρε­ξαν αὐ­τοὶ πρῶ­τοι πρὸς τὸ φῶς. Πραγ­μα­τι­κὰ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­χαν φτά­σει σὲ ἔ­σχα­τα ση­μεῖ­α ἀ­πελ­πι­σί­ας, πρὶν ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, κα­θὼς οὔ­τε κἂν περ­πα­τοῦ­σαν στὸ σκο­τά­δι, ἀλ­λὰ κά­θον­ταν μέ­σα στὸ σκο­τά­δι. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἦ­ταν ση­μά­δι ὅ­τι μή­τε κἂν ἔλ­πι­ζαν ὅ­τι θὰ ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι αὐ­τό. Για­τί σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ραν κἂν πρὸς ποῦ πρέ­πει νὰ προ­χω­ρή­σουν, ἔ­τσι, ἀ­φοῦ τοὺς εἶ­χε κα­τα­λά­βει τὸ σκο­τά­δι, κά­θον­ταν, χω­ρὶς νὰ μπο­ροῦν πλέ­ον οὔ­τε νὰ εἶ­ναι ὄρ­θιοι.
«Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ Ἰ­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν»: ( Ἀ­πὸ τό­τε πλέ­ον ἄρ­χι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς νὰ κη­ρύτ­τει δη­μο­σί­α καὶ νὰ λέ­γει· “με­τα­νο­εῖ­τε, δι­ό­τι ἔ­χει πλη­σιά­σει πλέ­ον ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἁ­γί­α ζω­ὴ τῆς λυ­τρώ­σε­ως καὶ τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τας) [Ματθ. δ΄[4], 17].
«Ἀ­πὸ τό­τε»· πό­τε, δη­λα­δή; Α­πό τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ρί­χτη­κε στὴ φυ­λα­κή. Καὶ γιὰ ποι­ὸ λό­γο ὁ Ἰ­η­σοῦς δὲν κή­ρυ­ξε ἐ­ξαρ­χῆς σὲ αὐ­τούς; Για­τί ἐ­πί­σης ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου χρει­α­ζό­ταν τὸν Ἰ­ω­άν­νη, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῶν ἔρ­γων Του κή­ρυτ­τε ἀ­πὸ μό­νη της γιὰ τὸ Ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς; Για νὰ μά­θεις καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ τὴν ἀ­ξί­α Του, ὅ­τι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ Πα­τέ­ρας, ἔ­τσι καὶ Αὐ­τὸς ἔ­χει προ­φῆ­τες· αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς καὶ ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἔ­λε­γε: «Καὶ σύ, παι­δί­ον, Προ­φή­της Ὑ­ψί­στου κλη­θή­ση» (:Καὶ σύ, παι­δί μου, θὰ ἀ­να­δει­χτεῖς καὶ θὰ ὀ­νο­μα­στεῖς ‘’­προ­φή­της τοῦ Ὑ­ψί­στου­’’) [Λουκ. α΄[1] 76]· καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀ­φή­σει κα­μί­α δι­και­ο­λο­γί­α στοὺς ἀ­ναί­σχυν­τους τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους.
Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος πα­ρέ­θε­σε ὡς πα­ρα­τή­ρη­ση γιὰ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, λέ­γον­τας: «Ἦλ­θεν Ἰ­ω­άν­νης μή­τε ἐ­σθί­ων, μή­τε πί­νων, καὶ λέ­γου­σι· δαι­μό­νιον ἔ­χει. Ἦλ­θεν ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­σθί­ων καὶ πί­νων, καὶ λέ­γου­σιν· Ἰ­δοὺ ἄν­θρω­πος φά­γος καὶ οἰ­νο­πό­της, φί­λος τε­λω­νῶν καὶ ἁ­μαρ­τω­λῶν. καὶ ἐ­δι­και­ώ­θη ἡ σο­φί­α ἀ­πὸ τῶν τέ­κνων αὐ­τῆς!» (:ἦρ­θε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ποὺ ζοῦ­σε ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή, χω­ρὶς νὰ τρώ­γει καὶ χω­ρὶς νὰ πί­νει ὅ­πως οἱ ἄλ­λοι, καὶ εἶ­παν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς γε­νε­ᾶς αὐ­τῆς ὅ­τι ἔ­χει δαι­μό­νιο. Ἦρ­θε ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ τρώ­γει καὶ πί­νει, ὅ­πως κά­θε φυ­σι­ο­λο­γι­κός, ἐγ­κρα­τὴς καὶ κοι­νω­νι­κὸς ἄν­θρω­πος, καὶ λέ­γουν· ‘’­νά, ἄν­θρω­πος φα­γᾶς καὶ οἰ­νο­πό­της, φί­λος τε­λω­νῶν καὶ ἀ­μαρ­τω­λῶ­ν’’. Και ἔ­τσι ἡ θεί­α σο­φί­α θαυ­μά­στη­κε καὶ δι­και­ώ­θη­κε μό­νο ἀ­πὸ τὰ συ­νε­τὰ τέ­κνα της, δι­ό­τι χρη­σι­μο­ποι­εῖ πάν­το­τε σο­φοὺς καὶ δι­καί­ους τρό­πους γιὰ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που”) [Ματθ. ια΄[11] 19].
Ἐ­ξάλ­λου, ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ ἄλ­λον προ­η­γου­μέ­νως νὰ λε­χθοῦν τὰ σχε­τι­κὰ μὲ Αὐ­τόν, καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν Ἴ­διο· δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σο πολ­λὲς καὶ τό­σο με­γά­λες, καὶ μαρ­τυ­ρί­ες καὶ ἀ­πο­δεί­ξεις, ἔ­λε­γαν: «σὺ πε­ρὶ σε­αυ­τοῦ μαρ­τυ­ρεῖς· ἡ μαρ­τυ­ρί­α σου οὐκ ἔ­στιν ἀ­λη­θή­ς» (: σὺ δί­δεις μό­νος σου μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α σου ὅ­μως αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή, ἐ­φό­σον κα­νεὶς ἄλ­λος δὲν τὴν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει) (Ἰ­ω. η΄[8] 13), ἐ­άν, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει προ­η­γη­θεῖ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν πρῶ­τος ὁ Ἴ­διος καὶ ἔ­δι­δε μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸν Ἑ­αυ­τό Του, τί δὲν θὰ ἔ­λε­γαν; Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, οὔ­τε κή­ρυ­ξε πρὶν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, οὔ­τε θαυ­μα­τούρ­γη­σε, μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­κεῖ­νος κλεί­στη­κε στὴ φυ­λα­κή, ὤ­στε να μὴ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ δι­χα­σμὸς ἀ­νά­με­σα στὸ λα­ό. Γι᾿ αὐ­τὸ οὔ­τε ἕ­να θαυ­μα­τουρ­γι­κὸ ση­μεῖ­ο δὲν ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὥ­στε καὶ μὲ ἐ­κεῖ­νον τὸν τρό­πο νὰ πα­ρα­δώ­σει τὸ πλῆ­θος στὸν Ἰ­η­σοῦ, κα­θὼς τὰ θαύ­μα­τα θὰ τοὺς προ­σέλ­κυ­αν πρὸς ἐ­κεῖ­νον. Δι­ό­τι, μο­λο­νό­τι οἰ­κο­νο­μή­θη­καν τό­σα πρίν, καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴ φυ­λά­κι­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη στὸ δε­σμω­τή­ριο, καὶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τήν, Τὸν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν μὲ ζη­λο­τυ­πί­α οἱ μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ταν ὅ­τι δὲν ἦ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός, ἀλ­λὰ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἐ­ὰν δὲ γι­νό­ταν τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τά, τί δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βεῖ;
Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ματ­θαῖ­ος κά­νει τὴν ἐ­πι­σή­μαν­ση ὅ­τι «ἀ­πὸ τό­τε ἄρ­χι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς νὰ κη­ρύτ­τει»· καὶ ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τὸ κή­ρυγ­μα, ὅ,τι κή­ρυτ­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, τὸ ἴ­διο καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς δί­δα­σκε (πρβλ. Ματθ. γ΄[3] 1-2: «Ἐν δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις πα­ρα­γί­νε­ται Ἰ­ω­άν­νης ὁ βα­πτι­στὴς κη­ρύσ­σων ἐν τῆ ἐ­ρή­μῶ τῆς Ἰ­ου­δαί­ας καὶ λέ­γων· με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν» καὶ Ματθ. δ΄[4] 17: «Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ Ἰ­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν») καὶ δὲν ἀ­να­φέ­ρει τί­πο­τε ἀ­κό­μη γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό Του τὸ κή­ρυγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­νε· δι­ό­τι ἦ­ταν ἀρ­κε­τὸ γιὰ τό­τε, τὸ νὰ πα­ρα­δε­χθοῦν καὶ αὐ­τό, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ἀ­κό­μη τὴν ἁρ­μό­ζου­σα γνώ­ση γι᾿ Αὐ­τόν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει δὲν λέ­γει τί­πο­τε τὸ δυ­σά­ρε­στο καὶ τὸ βα­ρύ, ὅ­πως ὁ Ἰ­ω­άν­νης, μνη­μο­νεύ­ον­τας τὴν ἀ­ξί­να καὶ τὸ κο­πτό­με­νο δέν­τρο, καὶ τὸ φτυά­ρι καὶ τὸ ἁ­λώ­νι καὶ τὸ ἄ­σβε­στο πῦρ [πρβ. κή­ρυγ­μα Ἰ­ω­άν­νη τοῦ Βα­πτι­στῆ, Μάτθ. γ΄[3] 10: «ἤ­δη δὲ καὶ ἡ ἀ­ξί­νη πρὸς τὴν ρί­ζαν τῶν δέν­δρων κεῖ­ται· πᾶν οὖν δέν­δρον μὴ ποι­οῦν καρ­πὸν κα­λὸν ἐκ­κό­πτε­ται καὶ εἰς πῦρ βάλ­λε­ται» (: Τώ­ρα δὲ καὶ τὸ τσε­κού­ρι βρί­σκε­ται πλέ­ον κον­τὰ στὴ ρί­ζα τῶν δέν­τρων. (Ἔ­φτα­σε δη­λα­δὴ ὁ και­ρός, ποὺ θὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ)· κά­θε δέν­δρο, ποὺ δὲν κά­νει καρ­πὸ κα­λό, κό­πτε­ται σύ­ρι­ζα καὶ ρί­χνε­ται στὴ φω­τιὰ (αὐ­τὸ θὰ πά­θει κά­θε ἄν­θρω­πος, τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ ἔρ­γα δὲν εἶ­ναι κα­λά)»], ἀλ­λά α­να­φε­ρει στὸ προ­οί­μιο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του πράγ­μα­τα χρη­στὰ καὶ ἀ­γα­θά, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νος στοὺς ἀ­κρο­α­τές Του τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ τὴν ἐ­κεῖ βα­σι­λεί­α. […]
Ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὴν ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου, ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, τοῦ Χρυ­σο­στό­μου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου