Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.  

                                (Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει».

Ὁ­λό­γος αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὴν πρὸς Τί­τον ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ση­μαί­νει: Χαι­ρέ­τη­σε ὅ­σους μᾶς ἀ­γα­ποῦν ἐξ αἰ­τί­ας τῆς κοι­νῆς πί­στε­ως, ποὺ ἔ­χουν μέ μᾶς, δη­λα­δὴ τοὺς ὁ­μό­δο­ξούς μας.

Θὰ μᾶς φαι­νό­ταν βέ­βαι­α φυ­σι­κό­τε­ρο νὰ πεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος: Χαι­ρέ­τη­σε ὅ­λους «τους φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς». Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως προ­σθέ­τει καὶ τὴν μι­κρὴ φρά­σι «ἐν πί­στει», ποὺ πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸν κύ­κλο τῶν ἀν­θρώ­πων, τοὺς ὁ­ποί­ους χαι­ρε­τᾶ.

Τὸ θέ­μα εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἐ­πί­και­ρο, ἀ­φοῦ ἡ Κυ­ρια­κὴ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὴ μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Ζ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­γω­νί­στη­καν ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ φυ­λά­ξουν ἀ­νό­θευ­τη τὴν πί­στη τῆς ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἂς δοῦ­με λοι­πόν: Για­τί ὁ Ἀ­πό­στο­λος πα­ραγ­γέλ­λει μό­νο στοὺς ὁ­μό­πι­στους, ποὺ τὸν ἀ­γα­ποῦν, νὰ με­τα­φερ­θεῖ ὁ χαι­ρε­τι­σμός του καὶ πῶς αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­φαρ­μο­σθεῖ καὶ ἀ­πὸ μᾶς σή­με­ρα.

1. Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τὸ νό­η­μα τῆς φρά­σε­ως αὐ­τῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου κα­τα­νο­εῖ­ται κα­λύ­τε­ρα, ὅ­ταν συν­δε­θεῖ μὲ τὰ ὅ­σα πα­ραγ­γέλ­λει προ­η­γου­μέ­νως στὸν Τί­το πε­ρὶ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. «Αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ», τοῦ λέ­γει. Τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο, ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μο­λο­νό­τι τὸν συ­μ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καὶ ἀ­πό­φευ­γέ τον.

Ἀ­κρι­βῶς λοι­πόν, σὰν συ­νέ­πεια αὐ­τῆς τῆς ἀ­πο­φυ­γῆς στε­νῶν σχέ­σε­ων μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς, πα­ραγ­γέλ­λει τώ­ρα ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἀ­κό­μη καὶ τοὺς χαι­ρε­τι­σμούς του νὰ τοὺς δί­δει ὁ Τί­τος ὄ­χι στὸν κα­θέ­να, ἀλ­λὰ μό­νο σ᾿ αὐ­τούς, ποὺ τὸν ἀ­γα­ποῦν «ἐν πί­στει», ἔ­χον­τας δη­λα­δὴ τὴν ἴ­δια πί­στη μὲ Ἐ­κεῖ­νον καὶ μὲ ὅ­λη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

«Σκλη­ρὸς ἔ­στιν οὗ­τος ὁ λό­γος» (Ἰ­ω. Ϛ΄[6] 60), ἴ­σως ποῦν ὡ­ρι­σμέ­νοι, ὅ­πως εἶ­παν κά­πο­τε οἱ Ἑ­βραῖ­οι γιὰ τὸν Κύ­ριο. Σκλη­ρὸς φαί­νε­ται. Μή­πως ὅ­μως δὲν φαί­νε­ται τὸ ἴ­διο «σκλη­ρὸς» ὁ λό­γος τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ραγ­γέλ­λει στοὺς Χρι­στια­νοὺς τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο νὰ μὴ τὸν δέ­χον­ται γιὰ φι­λο­ξε­νί­α στὸ σπί­τι τους καὶ νὰ μὴ τὸν χαι­ρε­τοῦν; Δι­ό­τι «ὁ λέ­γων αὐ­τῷ χαί­ρειν κοι­νω­νεῖ τοῖς ἔρ­γοις αὐ­τοῦ τοῖς πο­νη­ροῖς» (Β' Ἰ­ω. 11). Σᾶς πα­ραγ­γέλ­λω, λέ­γει, νὰ μὴ χαι­ρε­τᾶ­τε τὸν αἱ­ρε­τι­κό, δι­ό­τι, ὅ­ποι­ος τὸν χαι­ρε­τᾶ, συμ­με­τέ­χει στὰ πο­νη­ρὰ ἔρ­γα τοῦ αἱ­ρε­τι­κοῦ, ἀ­φοῦ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ τὸν ἐν­θαρ­ρύ­νει νὰ συ­νε­χί­σει νὰ τὰ κά­νει.

Φαν­τα­σθεῖ­τε σὲ ἕ­να τέ­τοι­ον αἱ­ρε­τι­κὸ νὰ ἔ­λε­γε τό­τε ὁ Τί­τος: «Ἔ­χεις χαι­ρε­τι­σμοὺς ἀ­πὸ τὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο»! Αὐ­τὸς θὰ στε­ρε­ω­νό­ταν στὴν πλά­νη του καὶ στὸν κα­κό του δρό­μο, δι­ό­τι θὰ σκε­πτό­ταν: «Γιὰ νὰ μοῦ στέλ­νει χαι­ρε­τι­σμοὺς ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ση­μαί­νει ὅ­τι κα­λὰ πά­ω». Καὶ μά­λι­στα θὰ τὸ δι­έ­δι­δε αὐ­τὸ καὶ στοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ τοὺς κερ­δί­σει. «Βλέ­πε­τε;», θὰ τοὺς ἔ­λε­γε, «ἀ­δί­κως μὲ κα­τη­γο­ροῦν! Νά, ἐμένα μοῦ ἔ­στει­λε χαι­ρε­τι­σμοὺς ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος!»

Εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως ὁ­λο­φά­νε­ρο ὅ­τι αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ ὠ­φε­λοῦ­σε τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς, ἀλ­λὰ καὶ θὰ τοὺς ἔ­βλα­πτε, καὶ μά­λι­στα θὰ ἔ­βλα­πτε καὶ ἄλ­λους ἀ­κό­μη. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Ἀ­πό­στο­λος χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸν φαι­νο­με­νι­κὰ σκλη­ρὸ λό­γο «ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει», ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι λό­γος ἀ­γά­πης, δι­ό­τι μό­νον ἔ­τσι μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν σὲ κά­ποι­α συ­ναί­σθη­ση οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ καὶ νὰ προ­φυ­λα­χθοῦν οἱ ὑ­πό­λοι­ποι πι­στοί.

2. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

«Ἀ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει». Πρὸς τὸν Τί­το τὸ ἔ­γρα­ψε τό­τε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Πρὸς ὅ­λους τοὺς Ὂρ­θο­δό­ξους πι­στοὺς καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς ἄρ­χον­τες τὸ ἀ­πευ­θύ­νει σή­με­ρα.

Προ­σέξ­τε, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει, τὶς σχέ­σεις σας μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς. Μὴ ξα­νοί­γε­σθε πο­λὺ πρὸς αὐ­τούς. Θὰ τοὺς ἀ­γα­πᾶ­τε βέ­βαι­α. Ὅ­μως μὴν ἔ­χε­τε οἰ­κει­ό­τη­τα μα­ζί τους. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη δὲν βρί­σκε­ται στοὺς συ­ναι­σθη­μα­τι­κοὺς ἐ­ναγ­κα­λι­σμοὺς καὶ τὶς εὐ­γε­νεῖς φι­λο­φρο­νή­σεις. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη βλα­στά­νει μό­νο στὸ ἔ­δα­φος τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως, δι­ό­τι εἶ­ναι δῶ­ρο, Χά­ρις Θε­οῦ. Ὅ­σοι ὅ­μως δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ Αὐ­τὸν καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν πη­γὴ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης. Μὴ πι­στεύ­ε­τε λοι­πὸν τὰ γλυ­κό­λο­γα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἂν λέ­νε πὼς μᾶς ἀ­γα­ποῦν, ἀλ­λὰ μέ­νουν ἐν γνώ­σει στὶς πλά­νες τους, ψεύ­δον­ται.

ΨΕΥΔΟΝΤΑΙ! Εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ μᾶς ἀ­γα­ποῦν εἰ­λι­κρι­νὰ οἱ Πα­πι­κοί, ἐ­νῶ πα­ρα­μέ­νουν στὶς κα­κο­δο­ξί­ες τους; Δὲν γνω­ρί­ζουν ὅ­τι τὸ λε­γό­με­νο «πρω­τεῖ­ο καὶ ἀ­λά­θη­το τοῦ Πά­πα» εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­στή­ρι­κτο καὶ οἱ συν­δυα­σμοί τους πε­ρὶ τοῦ δῆ­θεν πρω­τεί­ου τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου, τὸ ὁ­ποῖ­ο δῆ­θεν με­τα­βί­βα­σε στοὺς δῆ­θεν δι­α­δό­χους του, εἶ­ναι λό­για μό­νο γιὰ ἀ­φε­λεῖς; Δὲν γνω­ρί­ζουν ὅ­τι προ­σθή­κη στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, δη­λα­δὴ στὴν ἴ­δια τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου πε­ρὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δι­α­νό­η­τη; Πῶς λοι­πὸν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ μᾶς ἀ­γα­ποῦν ἀ­λη­θι­νά;

Πῶς πά­λι εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ μᾶς ἀ­γα­ποῦν εἰ­λι­κρι­νὰ οἱ Μο­νο­φυ­σι­τί­ζον­τες τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ὅ­ταν ἀ­πορ­ρί­πτουν τὴ θε­ο­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Δ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς καὶ τῶν ἑ­πο­μέ­νων τρι­ῶν Συ­νό­δων;

Ἑ­πο­μέ­νως πρὸς τί ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ θε­α­μα­τι­κὲς φι­λο­φρο­νή­σεις, οἱ θε­α­τρι­νι­σμοί, οἱ ἐ­ναγ­κα­λι­σμοί, οἱ συ­νε­χεῖς κο­λα­κεῖ­ες τῶν λε­γο­μέ­νων οἰ­κου­με­νι­στῶν; Ὅ­σο κι ἂν φα­νεῖ σκλη­ρό, θὰ πρέ­πει νὰ τὸ ποῦ­με πὼς ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρὰ πα­ρω­δί­α ἀ­γά­πης, τὰ δὲ φι­λή­μα­τα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν πρὸς ἐ­μᾶς μοιά­ζουν μὲ φι­λή­μα­τα Ἰ­ού­δα! Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη, ὁ ὄν­τως Ὀρ­θό­δο­ξος Οἰ­κου­με­νι­σμὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καὶ τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: Προ­σευ­χὴ θερ­μὴ γιὰ ὅ­λους τους πλα­νε­μέ­νους, ἀλ­λὰ καμ­μιὰ οἰ­κει­ό­τη­τα μα­ζί τους, ὅ­σο ἐ­πι­μέ­νουν πει­σμα­τι­κὰ στὴν πλά­νη!

«Ἄ­σπα­σαι τοὺς φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει»!

Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ ὁ­δός. Ἡ ὁ­δὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τὴν βά­δι­σαν καὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Ζ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Καὶ αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ αἰ­ώ­νιος λό­γος, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θύ­νουν καὶ σὲ μᾶς σή­με­ρα.

«Σκλη­ρὸς ὁ λό­γος»! Ναί, ἀλ­λὰ ὁ μό­νος σω­στι­κός. Καρ­πὸς ἀ­λη­θι­νῆς, θε­ο­μι­μή­του ἀ­γά­πης! Ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ΠΟΝΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων το σπεῖ­ραι τν σπό­ρον αὐ­τοῦ. κα ν τ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν μν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τν ὁ­δόν, κα κα­τε­πα­τή­θη, κα τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τν πέ­τραν, κα φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τ μ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τν ἀ­καν­θῶν, κα συμ­φυ­εῖ­σαι α ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ες τν γν τν ἀ­γα­θήν, κα φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δ αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τς εἴ­η πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; δ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τ μυ­στή­ρι­α τς βα­σι­λε­ί­ας το Θε­οῦ, τος δ λοι­ποῖς ν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα ἀ­κο­ύ­ον­τες μ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δ αὕ­τη πα­ρα­βο­λή· σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος το Θε­οῦ· ο δ πα­ρὰ τν ὁ­δόν εἰ­σιν ο ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος κα αἴ­ρει τν λό­γον ἀ­πὸ τς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. ο δ ἐ­πὶ τς πέ­τρας ο ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τν λό­γον, κα οὗ­τοι ῥί­ζαν οκ ἔ­χου­σιν, ο πρς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι κα ν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τ δ ες τς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν ο ἀ­κού­σαν­τες, κα ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν κα πλο­ύ­του κα ἡ­δο­νῶν το βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τ δ ν τ κα­λῇ γ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ κα ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον κα­τέ­χου­σι κα καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ν ὑ­πο­μο­νῇ.  

                 (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸν σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρόμο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸν σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.

Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸν λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸν λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸν σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸν δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸν λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου