Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

      ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ

(24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)


 

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ σπε­ί­ρων φει­δο­μέ­νως, φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει. Ἕ­κα­στος κα­θὼς προ­αι­ρεῖ­ται τῇ καρ­δί­ᾳ, μὴ ἐκ λύ­πης ἢ ἐξ ἀ­νάγ­κης· ἱ­λα­ρὸν γὰρ δό­την ἀ­γα­πᾷ ὁ Θε­ός. Δυ­να­τὸς δὲ ὁ Θε­ὸς πᾶ­σαν χά­ριν πε­ρισ­σεῦ­σαι εἰς ὑ­μᾶς, ἵ­να ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶ­σαν αὐ­τάρ­κειαν ἔ­χον­τες πε­ρισ­σε­ύ­η­τε εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θόν, κα­θὼς γέ­γρα­πται· ᾽Ε­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν, ἡ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. Ὁ δὲ ἐ­πι­χο­ρη­γῶν σπέρ­μα τῷ σπε­ί­ρον­τι καὶ ἄρ­τον εἰς βρῶ­σιν χο­ρη­γή­σαι καὶ πλη­θύ­ναι τὸν σπό­ρον ὑ­μῶν καὶ αὐ­ξή­σει τὰ γε­νή­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὑ­μῶν· ἐν παν­τὶ πλου­τι­ζό­με­νοι εἰς πᾶ­σαν ἁ­πλό­τη­τα, ἥ­τις κα­τερ­γά­ζε­ται δι᾽ ἡ­μῶν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῷ Θε­ῷ. 

                                    (Β΄ Κορ. θ[9] 6-11)      

 

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

«Ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει»

   Στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πον­τας ἔν­το­να τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Κο­ρίν­θου νὰ συ­νει­σφέ­ρουν μὲ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α στὴ «λο­γί­α», στὸν ἔ­ρα­νο γιὰ τοὺς φτω­χοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τοὺς λέ­ει καὶ τοῦ­το τὸν λό­γο: «Ὁ σπε­ί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει»· ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ποὺ σπέρ­νει μὲ τσιγ­γου­νιά, μὲ τσιγ­γου­νιὰ καὶ θὰ θε­ρί­σει, κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ σπέρ­νει ἄ­φθο­να, πλού­σια καὶ θὰ θε­ρί­σει, ἔ­τσι κι αὐ­τὸς ποὺ ἐ­λε­εῖ…  Ἂν προ­σφέ­ρει μὲ τσιγ­γου­νιά, λί­γη εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ θὰ πά­ρει· ἂν προ­σφέ­ρει ἁ­πλό­χε­ρα, πλού­σια θὰ τὸν ἀν­τα­μεί­ψει ὁ Θε­ός.

Μᾶς κα­λεῖ λοι­πὸν ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος νὰ σκορ­πί­ζου­με ἁ­πλό­χε­ρα τὴν ἀ­γά­πη μας. Μὲ ποι­οὺς τρό­πους ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ προ­σφέ­ρου­με καὶ πῶς πρέ­πει νὰ τὸ κά­νου­με αὐ­τό;

1. Η Α­γά­πη βρί­σκει τρό­πους…

Συ­νή­θως νο­μί­ζου­με ὅ­τι ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι μό­νο τὸ νὰ δί­νου­με χρή­μα­τα στοὺς φτω­χούς. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο αὐ­τό. Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι κά­τι βα­θύ­τε­ρο: εἶ­ναι ἀ­ρε­τὴ ποὺ ξε­κι­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ ποὺ ξέ­ρει νὰ συμ­πο­νᾶ, νὰ ἀ­γα­πᾶ… Κι ὅ­ποι­ος ἀ­γα­πᾶ βρί­σκει πολ­λοὺς τρό­πους γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν ἀ­γά­πη του.

 Ἄλ­λος προ­σφέ­ρει χρή­μα­τα ἢ ἄλ­λη ὑ­λι­κὴ βο­ή­θεια, ἄλ­λος τὸν κό­πο ἢ τὴν ἐρ­γα­σί­α του, ἄλ­λος χρό­νο γιὰ νὰ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται ἀ­σθε­νεῖς, νὰ συν­τρο­φεύ­ει μο­να­χι­κοὺς γέ­ρον­τες, νὰ πα­ρη­γο­ρεῖ ὅ­σους ἔ­χουν πέν­θος καὶ γε­νι­κὰ νὰ συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται μὲ κά­θε τρό­πο σὲ ὅ­σους βρί­σκον­ται σὲ θλί­ψη ἢ ἀ­νάγ­κη. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ βέ­βαι­α εἶ­ναι καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πη­ρε­τεῖ τὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Καὶ ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ ποὺ ἀ­θό­ρυ­βα προ­σφέ­ρουν καὶ μ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, δι­α­δί­δον­τας ἢ δι­δά­σκον­τας τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ σὲ μι­κροὺς ἢ με­γά­λους, ὥ­στε νὰ στη­ρί­ζον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι γιὰ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὶς δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς.

Μὲ πό­σους τρό­πους μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει κα­νείς! Ἀρ­κεῖ νὰ τὸ κά­νει αὐ­τό, ὅ­πως λέ­γει στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, κα­τὰ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη δι­ά­θε­ση τῆς καρ­διᾶς του, ὄ­χι μὲ λύ­πη ἢ ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη «ἱ­λα­ρὸν γὰρ δό­την ἀ­γα­πᾷ ὁ Θε­ός». Ὁ Θε­ὸς ἀ­γα­πᾶ ἐ­κεῖ­νον ποὺ προ­σφέ­ρει μὲ προ­θυ­μί­α καὶ μὲ χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο.

2. Χά­νει Ἢ κερ­δί­ζει ο­ποι­ος προ­σφέ­ρει;

Κά­ποι­ος ὅ­μως θὰ προ­βά­λει τὴν ἔν­στα­ση: Ὅ­ταν ἐ­μεῖς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με στὰ δι­κά μας ἔ­ξο­δα, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ βο­η­θή­σου­με καὶ ἄλ­λους; Ἤ, ποῦ νὰ βροῦ­με χρό­νο γιὰ ἐ­πι­σκέ­ψεις ἀ­γά­πης, ὅ­ταν ἔ­χου­με τό­σες κα­θη­με­ρι­νὲς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις;…

Φαί­νον­ται λο­γι­κὲς αὐ­τὲς οἱ ἐν­στά­σεις. Ὅ­μως ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι «ὅ­σο δί­νεις, τό­σο ὁ Θε­ὸς σοῦ δί­νει». Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Φι­λα­ρέ­του τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­σο ἔ­δι­νε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τό­σο πλού­τι­ζε. Τὸ πιὸ ἐν­τυ­πω­σια­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι δὲν στα­μά­τη­σε νὰ δί­νει ἀ­κό­μη καὶ τό­τε ποὺ εἶ­χε φτά­σει στὰ ὅ­ρια τῆς φτώ­χειας. Κι ἐ­νῶ στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του ὅ­λοι ἀ­πελ­πι­σμέ­νοι τὸν κα­κο­λο­γοῦ­σαν γιὰ τὴν τό­ση ἁ­πλο­χε­ριά του, ἐ­κεῖ­νος δι­α­τη­ροῦ­σε μέ­σα του τὴν ἀ­πό­λυ­τη πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν θὰ τοὺς ἐγ­κα­τα­λεί­ψει. Καὶ πράγ­μα­τι, ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἔ­φε­ρε ἔ­τσι τὰ πράγ­μα­τα ὥ­στε ἡ ἐγ­γο­νή του ἔ­γι­νε σύ­ζυ­γος τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τί­νου τοῦ Πορ­φυ­ρο­γεν­νή­του κι ἔ­τσι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος Ἁ­γί­ου ἀ­πὸ τὴν ἔ­σχα­τη φτώ­χεια καὶ δυ­στυ­χί­α ὁ­δη­γή­θη­κε σὲ ἀ­νέλ­πι­στη δό­ξα καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα πλού­τη ἀ­π᾿ ὅ­σα εἶ­χε!

Ἐ­κτὸς ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν αὐ­τάρ­κεια στὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μᾶς χα­ρί­ζει πολ­λὲς πνευ­μα­τι­κὲς εὐ­λο­γί­ες. Στὴν ἐ­πὶ τοῦ Ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α του ὁ Κύ­ριος εἶ­πε: «Μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες, ὅ­τι αὐ­τοὶ ἐ­λε­η­θή­σον­ται» (Ματθ. ε΄[5] 7). Μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη δη­λα­δή, βρί­σκου­με ἔ­λε­ος γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας. Καὶ τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο: Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κα­λύ­τε­ρη ἐ­πέν­δυ­ση γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ἀ­λη­θι­νὰ πλού­σιοι θὰ βρε­θοῦν με­τὰ τὸ θά­να­τό τους ὅ­σοι μὲ τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης ἀ­πο­τα­μι­εύ­ουν στὸν οὐ­ρα­νὸ «θη­σαυ­ρὸν ἀ­νέ­κλει­πτον» (=θη­σαυ­ρὸ ποὺ δὲν χά­νε­ται καὶ δὲν λι­γο­στεύ­ει πο­τέ) (Λουκ. ιβ΄[12] 33).

Γύ­ρω μας ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι ποὺ στε­ροῦν­ται καὶ πει­νοῦν, ποὺ πο­νοῦν καὶ ὑ­πο­φέ­ρουν. Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δύ­σκο­λη συγ­κυ­ρί­α εἶ­ναι εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὸν πλοῦ­το τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Ἂς μὴ δι­στά­ζου­με νὰ προ­σφέ­ρου­με ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἀ­νάγ­κη. Καὶ νὰ εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι ὅ­τι ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ χά­σου­με τί­πο­τα, ἀλ­λὰ θὰ ἀ­πο­κο­μί­σου­με καὶ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ὠ­φέ­λεια. Δι­ό­τι ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­ξι­ό­πι­στος: «Ὁ σπεί­ρων ἐ­π’ εὐ­λο­γί­αις ἐ­π’ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει».

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ᾿ ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ᾿ ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.           

       (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, πού εἶναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔ­τε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλ­λά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐ­τό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλ­λά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐ­κεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀ­φοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸν γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰ­η­σοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χαν βγεῖ τά δαι­μό­νια νά κά­θε­ται κον­τά στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί νά εἶ­ναι ντυ­μέ­νος καί σω­φρο­νι­σμέ­νος. Καί φο­βή­θη­καν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρη­νῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰ­η­σοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐ­ξέ­τρε­φαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ δι­ε­κή­ρυτ­τε σ᾿ ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς. ­

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου