ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις
ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ
ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ
Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν
αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται·
᾽Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν
αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι
καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσει τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης
ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται
δι᾽ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
(Β΄
Κορ. θ[9] 6-11)
Ο
ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
«Ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις
ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει»
Στὸ
σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέποντας
ἔντονα τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου νὰ συνεισφέρουν μὲ γενναιοδωρία
στὴ «λογία», στὸν ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων,
τοὺς λέει καὶ τοῦτο τὸν λόγο: «Ὁ σπείρων
φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿
εὐλογίαις καὶ θερίσει»· ὅπως ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ τσιγγουνιά,
μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει, κι ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἄφθονα, πλούσια
καὶ θὰ θερίσει, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ…
Ἂν προσφέρει μὲ τσιγγουνιά, λίγη εὐλογία Θεοῦ θὰ πάρει· ἂν προσφέρει
ἁπλόχερα, πλούσια θὰ τὸν ἀνταμείψει ὁ Θεός.
Μᾶς καλεῖ λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος νὰ σκορπίζουμε
ἁπλόχερα τὴν ἀγάπη μας. Μὲ
ποιοὺς τρόπους ὅμως μποροῦμε νὰ προσφέρουμε καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸ κάνουμε
αὐτό;
1. Η
Αγάπη βρίσκει τρόπους…
Συνήθως νομίζουμε ὅτι ἐλεημοσύνη
εἶναι μόνο τὸ νὰ δίνουμε χρήματα στοὺς φτωχούς. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο
αὐτό. Ἐλεημοσύνη εἶναι κάτι βαθύτερο: εἶναι ἀρετὴ ποὺ ξεκινᾶ μέσα
ἀπὸ τὴν καρδιὰ ποὺ ξέρει νὰ συμπονᾶ, νὰ ἀγαπᾶ… Κι ὅποιος ἀγαπᾶ βρίσκει
πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του.
Ἄλλος προσφέρει χρήματα ἢ ἄλλη ὑλικὴ
βοήθεια, ἄλλος τὸν κόπο ἢ τὴν ἐργασία του, ἄλλος χρόνο γιὰ νὰ ἐπισκέπτεται
ἀσθενεῖς, νὰ συντροφεύει μοναχικοὺς γέροντες, νὰ παρηγορεῖ ὅσους
ἔχουν πένθος καὶ γενικὰ νὰ συμπαραστέκεται μὲ κάθε τρόπο σὲ ὅσους
βρίσκονται σὲ θλίψη ἢ ἀνάγκη. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ βέβαια εἶναι
καὶ ἡ πνευματικὴ ἐλεημοσύνη, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ πιστοὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀθόρυβα προσφέρουν
καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, διαδίδοντας ἢ διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ
σὲ μικροὺς ἢ μεγάλους, ὥστε νὰ στηρίζονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν
τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς.
Μὲ πόσους τρόπους μπορεῖ νὰ
προσφέρει κανείς! Ἀρκεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό, ὅπως λέγει στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος
Ἀπόστολος, κατὰ τὴν ἐλεύθερη διάθεση τῆς καρδιᾶς του, ὄχι μὲ λύπη
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη‧ «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον
ποὺ προσφέρει μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρούμενο πρόσωπο.
2. Χάνει Ἢ κερδίζει οποιος προσφέρει;
Κάποιος ὅμως θὰ προβάλει
τὴν ἔνσταση: Ὅταν ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὰ δικά μας
ἔξοδα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βοηθήσουμε καὶ ἄλλους; Ἤ, ποῦ νὰ βροῦμε
χρόνο γιὰ ἐπισκέψεις ἀγάπης, ὅταν ἔχουμε τόσες καθημερινὲς ὑποχρεώσεις;…
Φαίνονται λογικὲς αὐτὲς
οἱ ἐνστάσεις. Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι «ὅσο δίνεις, τόσο ὁ Θεὸς σοῦ δίνει». Εἶναι χαρακτηριστικὸ
τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου τοῦ ἐλεήμονος, ὁ ὁποῖος ὅσο ἔδινε
ἐλεημοσύνη, τόσο πλούτιζε. Τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ ὅμως εἶναι ὅτι δὲν
σταμάτησε νὰ δίνει ἀκόμη καὶ τότε ποὺ εἶχε φτάσει στὰ ὅρια τῆς φτώχειας.
Κι ἐνῶ στὴν οἰκογένειά του ὅλοι ἀπελπισμένοι τὸν κακολογοῦσαν γιὰ
τὴν τόση ἁπλοχεριά του, ἐκεῖνος διατηροῦσε μέσα του τὴν ἀπόλυτη
πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Καὶ πράγματι, ἡ θεία
Πρόνοια ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα ὥστε ἡ ἐγγονή του ἔγινε σύζυγος
τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου κι ἔτσι ἡ οἰκογένεια
τοῦ ἐλεήμονος Ἁγίου ἀπὸ τὴν ἔσχατη φτώχεια καὶ δυστυχία ὁδηγήθηκε
σὲ ἀνέλπιστη δόξα καὶ ἀπέκτησε πολὺ περισσότερα πλούτη ἀπ᾿ ὅσα
εἶχε!
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια
στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἡ ἐλεημοσύνη μᾶς χαρίζει πολλὲς πνευματικὲς εὐλογίες.
Στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του ὁ Κύριος εἶπε: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ.
ε΄[5] 7). Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη δηλαδή, βρίσκουμε ἔλεος γιὰ τὶς ἁμαρτίες
μας. Καὶ τὸ κυριότερο: Ἡ ἐλεημοσύνη ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη ἐπένδυση
γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἀληθινὰ πλούσιοι θὰ βρεθοῦν μετὰ τὸ θάνατό
τους ὅσοι μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ἀποταμιεύουν στὸν οὐρανὸ «θησαυρὸν ἀνέκλειπτον» (=θησαυρὸ
ποὺ δὲν χάνεται καὶ δὲν λιγοστεύει ποτέ) (Λουκ. ιβ΄[12] 33).
Γύρω μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ στεροῦνται καὶ πεινοῦν, ποὺ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν
ἐξαιρετικὰ δύσκολη συγκυρία εἶναι εὐκαιρία νὰ ἀνακαλύψουμε
τὸν πλοῦτο τῆς ἐλεημοσύνης. Ἂς μὴ διστάζουμε νὰ προσφέρουμε ὅπου ὑπάρχει
ἀνάγκη. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ χάσουμε τίποτα,
ἀλλὰ θὰ ἀποκομίσουμε καὶ ἀνυπολόγιστη ὠφέλεια. Διότι ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἀξιόπιστος: «Ὁ
σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει».
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν
αὐτῷ
ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον
οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας
προσέπεσεν
αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ
εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει
αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος,
καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο
ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει
αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ
αὐτοῖς
εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη
χοίρων
ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν
αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους
εἰσελθεῖν·
καὶ ἐπέτρεψεν
αὐτοῖς.
ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου
εἰσῆλθον
εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα
παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
καὶ ἠρώτησαν
αὐτὸν
ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν
ἀπ' αὐτῶν,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς
δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖο ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει
τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε
δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε
εἰς τὸν οἶκόν σου
καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων
ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
(Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶναι ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Κι ὅταν βγῆκε
στὴ στεριά, τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη,
ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Αὐτὸς δὲν φοροῦσε
πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στὰ μνήματα. Ὅταν
ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ φόβο του ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ κραυγή, ἔπεσε
στὰ πόδια του καὶ μὲ φωνὴ μεγάλη εἶπε: Ποιὰ
σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα καὶ τί ζητᾶς ἀπὸ μένα, Ἰησοῦ,
Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλεις
τὴν τιμωρία νὰ κλειστῶ ἀπὸ τώρα μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ Ἅδη. Καὶ εἶπε
τὰ λόγια αὐτὰ ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τὸ ἀκάθαρτο
δαιμονικὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Διότι ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν
εἶχε κυριεύσει, καὶ τοῦ δημιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔδεναν
μὲ ἁλυσίδες καὶ μὲ σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια, καὶ τὸν φύλαγαν νὰ μὴν
κάνει κανένα κακὸ ἢ βλάψει κανέναν. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ
συρόταν βίαια ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές. Τὸν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς:
Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; Κι αὐτὸς
τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδὴ
ταξιαρχία στρατιωτῶν. Καὶ εἶχε
αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ὄχι μόνο ἕνα
ἀλλά πολλὰ δαιμόνια. Καὶ τὰ δαιμόνια αὐτὰ μὲ τὸ στόμα τοῦ δαιμονισμένου
τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ διατάξει νὰ πᾶνε στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Στὸ
μεταξὺ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους πού ἔβοσκαν
στὸ βουνό. Καὶ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν
σ' ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τούς τὸ ἐπέτρεψε, ἐπειδὴ αὐτοὶ
πού ἔτρεφαν τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸ Μωσαϊκὸ
νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας. Μὲ τὸν τρόπο
αὐτὸ ὁ Κύριος τιμώρησε τὴν παρανομία τους αὐτή. Κι ἀφοῦ βγῆκαν τὰ
δαιμόνια ἀπό τὸν ἄνθρωπο, μπῆκαν στοὺς χοίρους. Τότε τὸ κοπάδι ὅρμησε
μὲ ἀσυγκράτητη μανία πρὸς τὸν γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στὴ λίμνη καὶ
πνίγηκε. Μόλις εἶδαν αὐτὸ πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τοὺς χοίρους,
ἔφυγαν καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων στοὺς κατοίκους
τῆς πόλεως καὶ σ' ὅσους ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο. Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν
ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸ πού ἔγινε, καὶ ἦλθαν
στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγματι, βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τόν ὁποῖον εἶχαν
βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος
καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τὸ περιστατικὸ
τοὺς διηγήθηκαν πῶς ἔγινε καλὰ καὶ σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Τότε ὅλο
τὸ πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ
φύγει ἀπὸ κοντά τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν
τὴ δίκαιη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε σ' ἐκείνους πού ἐξέτρεφαν χοίρους
παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ νόμου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἐπέστρεψε
στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔλθει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν
βγεῖ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ
ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ φύγει λέγοντας: Γύρισε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ
διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δαιμόνια.
Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ διεκήρυττε σ᾿ ὅλη τὴν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου