ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2015)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν
ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν
καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά,
ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις
ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε
ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν. (Φιλιπ.
δ΄[4] 4-9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, νὰ χαίρεστε
πάντοτε μὲ τὴ χαρὰ πού προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν
Κύριο. Πάλι θὰ πῶ, νὰ χαίρεστε. Ἡ ἐπιείκειά σας καὶ ἡ ὑποχωρητικότητά
σας ἂς γίνει γνωστὴ σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, καὶ σ' αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἀπίστους.
Ὁ Κύριος πλησιάζει νὰ ἔλθει, καὶ αὐτὸς θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει.
Μὴν κυριεύεστε ἀπό ἀγωνιώδη φροντίδα γιὰ τίποτε, ἀλλά γιὰ κάθε τι πού σᾶς
παρουσιάζεται, νὰ κάνετε γνωστά τά αἰτήματά σας στό Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καί τή
δέηση, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ συνοδεύονται καὶ μὲ εὐχαριστία γιά ὅσα ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε.
Κι ἔτσι, ὅταν διώχνετε κάθε μέριμνα καὶ ἐμπιστεύεστε τὸν ἑαυτό σας στὴ θεία
Πρόνοια, ἡ εἰρήνη πού ἔχει ὁ Θεὸς καὶ τὴ μεταδίδει στοὺς δικούς του, τῆς ὁποίας
τὴν τελειότητα δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανένας νοῦς, εἴτε ἀνθρώπινος εἴτε ἀγγελικός,
θὰ φρουρήσει τὶς καρδιές σας καὶ τὶς σκέψεις σας, ἐφόσον μένετε ἑνωμένοι μέ τόν
Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ τώρα ἀπομένει, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς ἀπευθύνω καὶ μία ἄλλη
προτροπή: Ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα εἶναι σεμνά καί σεβαστά, ὅσα εἶναι δίκαια, ὅσα
εἶναι ἀμόλυντα καὶ ἁγνά, ὅσα εἶναι προσφιλῆ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς καλοὺς ἀνθρώπους,
ὅσα ἔχουν καλὴ φήμη καθὼς καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετὴ καὶ ὁποιοδήποτε καλὸ ἔργο
πού εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτὰ νὰ συλλογίζεστε καὶ νὰ προσέχετε, γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε
καὶ στὴ ζωή σας. Αὐτὰ πού μάθατε καὶ παραλάβατε καὶ ἀκούσατε μὲ τὴν προφορικὴ
διδασκαλία μου, καθὼς καὶ αὐτὰ πού εἴδατε σ' ὅλη τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴ διαγωγή
μου, αὐτὰ νὰ κάνετε. Καὶ τότε ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ χορηγός τῆς εἰρήνης, θὰ εἶναι
μαζί σας.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν
τοῦ πάσχα ἦλθεν
ὁ Ἰησοῦς
εἰς Βηθανίαν, ὅπου
ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν
οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων
σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν
μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
καὶ ἐξέμαξε
ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη
ἐκ τῆς ὀσμῆς
τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας
Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·
Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη
τριακοσίων
δηναρίων καὶ ἐδόθη
πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι
περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν
αὐτῷ, ἀλλ’
ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες
αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν
τοῦ ἐνταφιασμοῦ
μου τετήρηκεν
αὐτό. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε
μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ
δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω
οὖν ὄχλος
πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων
ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον
οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν
μόνον, ἀλλ’
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν
ὃν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο
δὲ οἱ ἀρχιερεῖς
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι
πολλοὶ δι’
αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων
καὶ ἐπίστευον
εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον
ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν
εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες
ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον
τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον
εἰς ὑπάντησιν
αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι
Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς
ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ
ὁ βασιλεύς
σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ'
ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν
ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ'
αὐτῷ γεγραμμένα,
καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει
οὖν ὁ ὄχλος
ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε
τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν
ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν
αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν
αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. (Ἰωάν. ιβ΄[12]
1 – 18)
ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ
ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ! Τὸ Πάσχα
πλησιάζει. Πλησιάζει. Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὸ Πάθος. Πορεύεται ἀποφασιστικά
πρὸς τὴ φρικτὴ ἀγωνία. Κατεβαίνει στὸν ἅδη ἀπό ἀγάπη ἄφραστη πρός τὸν κόσμο.
Καὶ τώρα «πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα»,
ἕξι μέρες πρίν τήν ἑορτή τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, βρίσκεται στὴ Βηθανία. Ἔρχεται στό
σπίτι τῶν φίλων του τοῦ Λαζάρου, τόν ὁποῖο πρὸ ὀλίγου
εἶχε ἀναστήσει, καὶ τῆς Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας, τῶν δύο ἀγαπημένων ἀδελφῶν τοῦ
Λαζάρου.
Ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν τριῶν ἀδελφῶν ξεχειλίζει.
Πῶς νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν; Τοῦ ἑτοιμάζουν τραπέζι πλούσιο. Καί βέβαια ἡ Μάρθα, ἡ
πρόθυμη καὶ ἀκούραστη Μάρθα, διακονεῖ μὲ ἀγάπη, μέ χαρά, μέ εὐγνωμοσύνη.
Διακονεῖ μόνη. Ἀλλὰ τώρα δὲν διαμαρτύρεται, ὅπως κάποια ἄλλη φορά. Δὲν ζητεῖ
ἀπό τὸν Κύριο νὰ ἐπιτιμήσει τήν ἀδελφή της, τὴν Μαρία, τὴν πάντα πρόθυμη νὰ
κάθεται δίπλα στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καί νά ἀκούει τή διδασκαλία Του.
ΟΜΩΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ποῦ εἶναι τώρα ἡ
Μαρία; Οὔτε στό τραπέζι βοηθεῖ, οὔτε τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀκούει. Τί κάνει;
Εἶναι ἀβόλιστη αὐτή ἡ ψυχή. Οὔτε
τὶς σκέψεις της μποροῦν νά γνωρίσουν οἱ ἄλλοι, οὔτε τὶς ἐνέργειές της νά
προλάβουν. Ἡ Μαρία ζεῖ καί κινεῖται σὲ ἄλλους κόσμους. Ὅταν τὴν βλέπουν νὰ
πλησιάζει τὸν Κύριο, δὲν γνωρίζουν τί πρόκειται νά κάνει.
Τί κάνει; Οἱ ἄλλοι σχεδὸν τὴν παίρνουν
γιὰ ἀπερίσκεπτη. Τί τὴν ἐνδιαφέρει; Αὐτή θά προχωρήσει ἀποφασιστική. Ἕνα λίτρο
ὑπερπολύτιμου ἀρώματος νάρδου τὸ χύνει στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ χωρὶς νὰ
ντραπεῖ τὰ σκουπίζει ταπεινὰ μὲ τὰ μαλλιά της. Σὲ τριακόσια δηνάρια τὸ
ἀποτίμησε τὸ μύρο ὁ Ἰούδας, ποὺ ἤξερε ἀπ' αὐτά, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὰ χαμένα
χρήματα, τά ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ δοθοῦν στοὺς πτωχούς, ὅπως ἔλεγε. Τριακόσια
δηνάρια! Φυσικὰ ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε πονέσει ξαφνικὰ τοὺς πτωχούς. Ἀλλὰ «κλέπτης ἦν» καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἁρπάξει
καί αὐτὰ τὰ χρήματα.
ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ἐπαινεῖ τὴ
σπατάλη τῆς Μαρίας. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ὑποδείξει ὄτι καὶ ἕνα ἁπλό «εὐχαριστῶ»
θὰ ἔφθανε γιὰ νὰ τοῦ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη της. Ἀλλὰ δὲν τῆς τὸ λέγει.
Ἐπιτιμᾶ τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶχαν συμφωνήσει μαζί του, καί ἐπαινεῖ
τὴν ἐνέργεια τῆς Μαρίας. Δέχεται μάλιστα τὴν προσφορά της ὡς πρόωρη φροντίδα
γιά τὴν ταφή Του. Τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, Ἐμένα ὅμως ὄχι,
εἶπε, κλείνοντας τὰ στόματα τῶν ὑποκριτῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπικρίνουν
τὶς δαπάνες γιά τὸν στολισμὸ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὰ ἄμφια τῶν Ἱερέων καί
ἀρχιερέων, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς βοήθειας τῶν πτωχῶν. Μποροῦμε καὶ τοὺς πτωχοὺς νὰ
βοηθοῦμε καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν Κύριο νὰ τὴν δείχνουμε ἀφειδώλευτα.
Η ΕΙΔΗΣΗ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ
Κυρίου διαδόθηκε στὴν περιοχή, καὶ τὰ πλήθη συνέρρευσαν ἀμέσως γιὰ νὰ Τὸν δοῦν.
Καὶ ὄχι μόνο Αὐτὸν νὰ δοῦν, ἀλλά καὶ τὸν Λάζαρο, τόν ὁποῖο ὁ Κύριος εἶχε
ἀναστήσει. Ἡ συρροὴ τοῦ κόσμου ἀναστάτωσε τοὺς Ἀρχιερεῖς, πού σκέφτηκαν νά
φονεύσουν καί τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ ἀνακόψουν τὴ στροφὴ τοῦ κόσμου πρὸς τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὸ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἐμπάθειας
δείχνει σὲ ποιά ἄβυσσο κακίας καὶ μίσους εἶχαν ὁδηγηθεῖ οἱ ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ
ταλαίπωρου λαοῦ. Ἀλλὰ τὸ φαινόμενο τοῦτο δὲν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν Ἑβραίων
ἀρχόντων. Ἡ ἐμπάθεια ποὺ τυφλώνει τὴ σκέψη εἶναι γνωστὴ καὶ σὲ πολλοὺς ἀπό μᾶς.
Καί εἶναι κρίμα νὰ τὴν ἀφήνουμε νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ δρόμο καταστροφικό τόσο
εὔκολα.
ΤΩΡΑ Η ΠΟΡΕΙΑ συνεχίζεται. Ὁ
Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του ξεκινᾶ γιά τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὰ πλήθη Τὸν συνοδεύουν.
Ἡ εἴδηση διαδίδεται στὴν ἱερή Πόλη ἀστραπιαῖα καὶ ἕνα ξεχειλισμένο ἀπό
ἐνθουσιασμό πλῆθος βγαίνει νὰ Τὸν προϋπαντήσει. Κρατοῦν στὰ χέρια τους κλαδιά
ἀπό φοίνικες καὶ φωνάζουν: «ὡσαννά,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ πλήθους ἀφήνει
τὸν Κύριο ἀδιάφορο. Ἐκεῖνος βρίσκεται ἤδη στὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Γι' αὐτὸ
καὶ δὲν εἰσέρχεται στὴν Πόλη μὲ λαμπρότητα, ἀλλά καθήμενος ἐπάνω σὲ ἕνα ταπεινὸ
γαϊδουράκι. Ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως αἰῶνες πρὶν τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης
Ζαχαρίας, ποὺ ἔγραφε: «Μὴ φοβοῦ θύγατερ
Σιών»· μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους Σιών. Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου
ἔρχεται ταπεινά, καθήμενος ἐπάνω σὲ πῶλον ὄνου, σὲ ἕνα γαϊδουράκι.
ΩΣΑΝΝΑ!
Μετὰ βαΐων καὶ κλάδων ὑποδεχόμαστε
καί μεῖς τὸν Κύριο. Ψάλλουμε καὶ πάλιν «ὡσαννά»,
ποὺ σημαίνει «σῶσε, εὐόδωσε, εὐλόγησε λοιπόν», Κύριε! Ψάλλουμε, ὑποδεχόμαστε
τὸν Λυτρωτή μας.
Ἀλλά πῶς Τὸν ὑποδεχόμαστε; Οἱ
Ἑβραῖοι Τὸν ὑποδέχθησαν ὡς βασιλέα ἐπίγειο καί, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν ἐδικαίωσε τὶς
προσδοκίες τους, Τὸν σταύρωσαν. Ἐμεῖς πῶς Τὸν ὑποδεχόμαστε; Ποῦ εἶναι ἡ καρδιά
μας; Τί περιμένουμε ἀπό Αὐτόν; Πόσο τὰ αἰσθήματα μας πλησιάζουν τὰ δικά Του;
«Ὡσαννὰ» καὶ ταυτόχρονα ἀντιπάθειες καὶ μίση; «Ὡσαννὰ» καὶ προσκόλληση στὴ λάσπη τῆς γῆς; «Ὡσαννὰ» καὶ ἀντιζηλίες καὶ φθόνος; «Ὡσαννὰ» καὶ δοξομανία;
«Ὡσαννὰ» στὴν πραγματικότητα πρέπει νὰ σημαίνει θάνατος. Θάνατος
τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας, γιά νά συμπορευόμαστε μὲ τὸν Κύριο πρὸς τὸ Πάθος. Πρὸς τὸ
Πάθος Του. Πρὸς τὴν Γεθσημανῆ. Πρὸς τὸν Γολγοθά.
Πρὸς τὴν
Ἀνάσταση!
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου