Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
 (26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)

  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.
 (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὶς ἡμέρες αὐ­τές, ἐ­νῶ αὐ­ξα­νό­ταν ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­στῶν, οἱ Ἑ­βραῖ­οι Χρι­στια­νοὶ πού ἦ­ταν ἀ­πὸ ξέ­να μέ­ρη καὶ γι' αὐ­τὸ μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, ἄρ­χι­σαν νὰ γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον τῶν ντό­πι­ων Ἑ­βραί­ων Χρι­στια­νῶν, πού μι­λοῦ­σαν τὴν ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴ γλώσ­σα. Τὰ πα­ρά­πο­να αὐ­τὰ προ­έ­κυ­ψαν, δι­ό­τι οἱ χῆ­ρες τῶν ἑλ­λη­νό­φω­νων Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στια­νῶν πού δὲν ἦ­ταν ντό­πιοι πα­ρα­με­λοῦν­ταν στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ πε­ρί­θαλ­ψη καὶ ὑπηρεσία τῆς δι­α­νο­μῆς τρο­φῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ δώ­δε­κα ἀ­πό­στο­λοι συγκάλεσαν τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν πού πί­στευ­αν στό Χριστό καὶ εἶ­παν: Δὲν μᾶς φαί­νε­ται σω­στὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς ­τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τρα­πέ­ζια φα­γη­τοῦ. Ἐ­ξε­τά­στε λοι­πὸν προ­σε­κτι­κά, ἀ­δελ­φοί, καὶ ἐκλέξτε ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους ἑπτά ἄν­δρες, πού νὰ ἔ­χουν καλή μαρ­τυ­ρί­α ἀ­π' ὅ­λους καὶ νὰ εἶ­ναι γε­μά­τοι ἀ­πὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύ­νε­ση. Αὐ­τοὺς θὰ ἐγ­κα­τα­στή­σου­με γιὰ νά διεξάγουν τὴν ἀ­ναγ­καί­α αὐ­τὴ δι­α­κο­νί­α. Κι ἐμεῖς θὰ ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με καὶ θὰ ἀ­φι­ε­ρω­θοῦ­με ἀποκλειστικά στὴν προ­σευ­χὴ καὶ στὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ κηρύγματος. Ἡ πρό­τα­ση αὐ­τὴ τῶν ἀ­πο­στό­λων φά­νη­κε ἀρεστή σ’ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι ἐ­ξέ­λε­ξαν τὸν Στέφανο, ἄν­δρα γε­μά­το ἀ­πὸ πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ τὸν Φί­λιπ­πο καί τὸν Πρόχορο καὶ τὸν Νι­κά­νο­ρα καὶ τὸν Τί­μω­να καὶ τόν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νι­κό­λα­ο ἀ­πὸ τὴν Ἀν­τι­ό­χεια, ὁ ὁποῖος ἦταν κά­πο­τε εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ πρὶν πι­στέ­ψει στὸ Χριστό εἶχε προ­σέλ­θει στὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Αὐ­τοὺς τοὺς ἑπτά πα­ρου­σί­α­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἀ­πό­στο­λοι, ἀφοῦ προ­σευ­χή­θη­καν, ἔβαλαν τά χέρια τους πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν ἑπτά, γιὰ νά τοὺς με­τα­δο­θεῖ ἡ θεί­α χά­ρη ἡ ὁποία τοὺς ἦ­ταν ἀναγκαία γιά τή διεξαγωγή τῆς δι­α­κο­νί­ας τους. Ἔ­τσι τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ προόδευε καί δι­α­δι­δό­ταν. Καὶ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐ­ξα­νό­ταν πά­ρα πο­λύ, καὶ πλῆ­θος πο­λὺ ἀ­πό τους ἱ­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀ­πο­δέ­χον­ταν τὶς ἀ­λή­θει­ες τὴ πί­στε­ως καὶ ὑ­πο­τάσ­σον­ταν σ' αὐ­τές.
  Ο ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
   Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.
               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8 )
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ἀνοίγει τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας στά μεγάλα σωτηριώδη γεγονότα ποὺ ἄνοιξαν τοὺς κρουνοὺς τῆς θείας ζωῆς καὶ ζωογόνησαν ὅλο τὸν κόσμο.
ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ἐκτυλίσσονται ἀρχικὰ τὸ ἑσπέρας ἐκείνης τῆς πρώτης Μεγάλης Παρασκευῆς. Τῆς ἡμέρας πού ἀντίκρυσε κρεμασμένο ἐπί τοῦ Σταυροῦ τὸν Δημιουργό της καὶ ντροπιασμένη ἔκρυψε τὸ προσωπό της καὶ σκέπασε τὸν ἥλιο «ἀπό ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης».
Ὅταν περὶ τὴν ἐνάτη ὥρα (τρεῖς περίπου τὸ μεσημέρι) ὁ Κύριος τῶν πάντων «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα», ἕνας ἀπό τούς μυστικοὺς μαθητάς Του, ὁ Ἰωσήφ, ἐπίσημο μέλος τοῦ ἀνωτάτου ἰουδαϊκοῦ Δικαστηρίου, τόλμησε καὶ ζήτησε ἀπό τὸν Πιλᾶτο τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου του, γιά νά τό ἐνταφιάσει.
Ὁ Πιλᾶτος θέλησε νὰ ἐξακριβώσει τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί, ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος τοῦ τό βεβαίωσε, χάρισε τό σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ τότε ἐνήργησε ἐσπευσμένα. Ἔτρεξε νὰ ἀγοράσει τὸ ἀπαραίτητο σινδόνι καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἄλλου κρυφοῦ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, τοῦ Νικόδημου, περιτύλιξε σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό ἐνταφίασε σέ κοντινό ἐκεῖ μνημεῖο, σκαλισμένο σὲ βράχο. Ἦταν μία βεβιασμένη ταφή, διότι αὐτὴ ἔπρεπε νά τελειώσει πρὶν ἀπό τή δύση τοῦ ἡλίου, ὁπότε ἄρχιζε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου. Καὶ τακτοποιήθηκαν ὅλα καλά, ἐνῶ μέ πολύ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσαν προσεκτικὰ τὴν ὅλη διαδικασία οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΝ ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ἤθελαν νὰ δοῦν ποῦ ἔγινε ἡ ταφή, διότι ὁ βεβιασμένος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ πραγματοποιήθηκε δὲν ἱκανοποίησε τὶς ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Αὐτὲς εἶχαν συλλάβει ἤδη τὸ σχὲδιό τους. Καί ἔτσι, ἀφοῦ πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, τήν ἑπόμενη μέρα, πρωί –πρωί, κατευθύνονται πρὸς τὸ μνημεῖο κρατώντας πολύτιμα ἀρώματα, γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Προχωροῦν μὲ μιά ἀπρόσμενη τόλμη, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο νὰ συλληφθοῦν καὶ ἔχοντας μόνον μιά ἀγωνία στὶς ψυχές τους, τὴν ἀγωνία γιὰ τὸ πῶς θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἀποκυλιστεῖ ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ βραχώδους μνημείου ἡ μεγάλη καὶ βαρειὰ πέτρα, τὴν ὁποία τοποθέτησε ἐκεῖ ὁ Ἰωσήφ. «Τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;», ἔλεγαν.
Ἀλλὰ οἱ φόβοι τους ὑπῆρξαν ἄδικοι. Τὸ μνημεῖο τοὺς ἐπεφύλασσε μιά ἔκπληξη, ποὺ οὔτε νὰ τὴν φαντασθοῦν τοὺς ἦταν ποτὲ δυνατό. Κυττάζουν καὶ δὲν πιστεύουν στὰ μάτια τους. Ἡ μεγάλη πέτρα ἀποκυλισμένη, τὸ μνημεῖο κενό καί ἕνας λευκοντυμένος ἄγγελος νὰ τοὺς μεταδίδει τὸ συγκλονιστικότατο μήνυμα: «Μὴ ἐκθαμβεῖσθε»! Μὴ γεμίζετε μὲ ἀπορία καί φόβο. Τόν Ἰησοῦ ζητεῖτε; Δὲν θὰ Τὸν βρεῖτε πιά ἐδῶ. «Ἠγέρθη»! Ἀνεστήθη! Ἰδοὺ ὁ τόπος, στὸν ὁποῖο Τὸν εῖχαν τοποθετήσει. Λοιπόν, τρέξτε νὰ μεταφέρετε αὐτὸ τὸ μήνυμα στοὺς μαθητές Του καὶ μάλιστα στὸν ἀπογοητευμένο ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεώς του Πέτρο. Καὶ πέστε τους ὅτι θά πάει πρὶν ἀπ' αὐτοὺς καί θὰ τοὺς περιμένει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ θά Τόν δοῦν, καθὼς ἤδη τοὺς εἶχε προείπει.
ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ βάζουν φτερὰ στὰ πόδια τους. Τρέχουν νὰ μεταφέρουν στοὺς μαθητές τὸ ἀπίστευτα χαρμόσυνο ἄγγελμα. Τρέχουν, καί οἱ ψυχὲς τους εἶναι κυριευμένες ἀπό αἰσθήματα ἀντιφατικά. Τί αἰσθήματα! «Τρόμος καὶ ἔκστασις».
«Τρόμος», διότι συνειδητοποιοῦν τὸ ἀσύλληπτα μεγάλο γεγονός: Ὁ θάνατος πλέον νικήθηκε· ὁ Κύριος ἀνέστη αὐτεξουσίως, αὐτοδύναμα· κάτι καινούργιο ἀρχίζει γιὰ ὅλο τὸ σύμπαν! Ἀλλὰ καὶ «ἔκστασις»! Ἕνας ἀπέραντος θαυμασμός, μία ἀπροσμέτρητη χαρὰ κυριεύει τὶς ψυχές τους. Τρέχουν στοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ σιωποῦν. Σιωποῦν. Αὐτὸ ποὺ μεταφέρουν φοβοῦνται νὰ τὸ ποῦν στοὺς ὁποιουσδήποτε ἀνθρώπους στὸν δρόμο.
Ο ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ ΦΟΒΟΣ
Οἱ ἀτρόμητες Μυροφόρες γυναῖκες φοβοῦνται νὰ μιλήσουν; Αὐτὲς ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴν κακία τῶν Ἑβραίων, ὅταν νόμιζαν τὸν Κύριο νεκρό, φοβοῦνται τώρα ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἀναστηθεῖ παντοδύναμος;
Φοβοῦνται. Ὅμως ὄχι μὲ τὸν φόβο ποὺ παραλύει τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μὲ ἕνα ἄλλο φόβο, πρωτόγνωρο, διαφορετικό. Φόβο ἀπό τὴν ἐκπληκτική ὀπτασία πού ἀντίκρυσαν καὶ ἀπό τὸ μήνυμα ποὺ ἔλαβαν. Φόβο μήπως αὐτή ἡ μοναδική εἴδηση ποὺ μεταφέρουν πέσει σὲ ψυχὲς ποὺ θὰ τὴν περιφρονήσουν. Φοβοῦνται. Θέλουν νὰ διαφυλάξουν τὴν ἱερότητα τοῦ μηνύματος, νὰ τὸ προσφέρουν ἐκεῖ ποὺ πρέπει, μὲ ὅλον τὸ συγκλονισμὸ καὶ τὴ δύναμη ποὺ περιέχει.
Φόβος. Λείπει συχνὰ σήμερα αὐτὸς ὁ ἅγιος φόβος ἀπό τὶς ψυχές μας, ὅταν μεταφέρουμε τὸ μήνυμα τῆς πίστεως στὸν κόσμο μας. Ἔτσι τὸ μήνυμα ἀποδυναμώνεται, ἡ ἐκρηκτική του δύναμη ἐκτονώνεται. Οὔτε ἐμᾶς μεταβάλλει, οὔτε τὸν κόσμο συγκινεῖ καὶ ἐπηρεάζει. Χρειάζεται νὰ ὑπάρξει φόβος μέσα μας ἀπό τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς πίστεώς μας. Τότε, ὅταν βροῦμε κατάλληλες καὶ δεκτικὲς ψυχές, θὰ τὸ προσφέρουμε μὲ φλόγα καὶ δύναμη θαυματουργική!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου