Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ
Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα

Μάρ­τυ­ρας τῶν Πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων, ἡ­ρω­ι­κός μα­χη­τής καί ὁ­μο­λο­γη­τής τῆς πί­στε­ως εἶ­ναι ὁ Λε­ω­νί­δης. Ἕλ­­λη­νας στήν κα­τα­γω­γή, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός στούς Χρι­στια­νούς τῆς Τροι­ζῆ­νος, ὅ­που καί ἡ ἰ­δι­αίτερή του πα­τρί­δα. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε (στή ση­με­ρι­νή πε­ρί­που Νέ­α Ἐ­πί­δαυ­ρο ἤ Πε­διά­δα τῆς Τροι­ζήνας) στίς ἀρ­χές τοῦ 3ου αἰ­ῶ­νος, σέ και­ρούς δι­ωγ­μοῦ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως.
Χρι­στια­νός πι­στός, ἦ­ταν ἔ­ξαρ­χος πνευ­μα­τι­κοῦ χο­ροῦ στήν ἰ­δι­αι­τέ­ρή του πα­τρί­δα. Κα­τά τούς σκλη­ρούς δη­λα­δή και­ρούς τῶν δι­ωγ­μῶν ὁ Λε­ω­νί­δης αἰ­σθάν­θη­κε τήν ἀ­νάγ­κη νά συγ­κρο­τή­σει κύ­κλο Χρι­στια­νῶν κι ἐ­κεῖ μέ τή με­λέ­τη τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος νά δι­α­φω­τί­ζον­ται γιά τήν πνευ­μα­τι­κή οἰ­κο­δο­μή, ἀλ­λά καί νά ἐ­νι­σχύ­ον­ται, ὥ­στε νά μέ­νουν στα­θε­ροί στή χρι­στι­α­νι­κή τους ὁ­μο­λο­γί­α. Ὁ ζῆ­λος, ἡ ὁ­σι­ό­τη­τα καί τό κύ­ρος τοῦ Λε­ω­νί­δου συγ­κέν­τρω­σε, φαί­νε­ται, γύ­ρω του ση­μαν­τι­κό ἀ­ριθ­μό πι­στῶν, ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καί ἀ­πο­στο­λι­κή πα­ραγ­γε­λί­α νά μή πα­ρα­με­λοῦν οἱ Χρι­στια­νοί τήν «ἐ­πί τό αὐ­τό» σύ­να­ξη (Ἑβρ. ι΄ 25). Αὐ­τή θά τούς ἔ­κα­νε δυ­να­τούς, ἐ­φό­σον, κα­τά τόν σο­φό Πα­ροι­μια­στή, «ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελ­φοῦ βο­η­θού­με­νος ὡς πό­λις ὀ­χυ­ρά καί ὑ­ψη­λή» (Πάρ. ἰ­η 19). Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ναγ­καῖ­ο γινόταν αὐ­τό, δι­ό­τι στήν Τροι­ζή­να ἔ­φθα­ναν τα­κτι­κά πλη­ρο­φο­ρί­ες τό­τε γιά συλ­λή­ψεις Χρι­στια­νῶν, βα­σα­νι­στή­ρια καί μαρ­τύ­ρια, γιά τά ὁποῖα ὅ­λοι τους ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι.
Καί πράγ­μα­τι δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει καί γιά τόν Λε­ω­νί­δη ἡ ὥ­ρα αὐ­τή. Τήν ἰ­δι­ό­τη­τά του ὡς Χρι­στια­νοῦ καί τό ἔρ­γο του τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν οἱ ἀν­τί­χρι­στοι δι­ῶ­κτες στήν Κό­ριν­θο. Κι ἐ­πει­δή τό­τε ἡ Τροι­ζή­να ἀ­νῆ­κε στή δι­οί­κη­ση τῆς Κο­ρίν­θου, ἦ­ταν Ἐ­πι­σκο­πή τῆς Κο­ρίν­θου, ἔ­σπευ­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ καί τόν συ­νέ­λα­βαν, σέ ἡμέρες μά­λι­στα πού οἱ Χρι­στια­νοί ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νά ἑ­ορ­τά­σουν τό Ἅ­γιο Πά­σχα. Συ­νέ­λα­βαν τόν Λε­ω­νί­δη καί μα­ζί μ’ αὐ­τόν κι ἕ­να ὅ­μι­λο ἑ­πτά χρι­στια­νῶν γυ­ναι­κῶν, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν μέ­ρος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ χο­ροῦ τῆς Τροι­ζῆ­νος (Χα­ρί­εσ­σα, Γα­λή­νη, Νί­κη, Καλ­λί­δα, Νου­νε­χί­α, Βα­σί­λισ­σα καί Θε­ο­δώ­ρα). Τούς ὁ­δή­γη­σαν στόν ἡ­γε­μό­να τῆς Κο­ρίν­θου Βε­νοῦ­στο. Δέν ἄρ­γη­σε καί ὁ Βε­νοῦ­στος νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν ὀ­κτώ δε­σμί­ων του. Ἄλ­λω­στε καί οἱ ἴ­διοι ὅ­λοι ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή ὁ­μο­λό­γη­σαν μέ θάρ­ρος: Εἴ­μα­στε καί θά μεί­νου­με μέ­χρι τε­λευ­ταί­α στιγ­μή Χρι­στια­νοί!
Γιά νά πτο­ή­σει τίς χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες καί νά τίς κά­νει εὐ­κο­λό­τε­ρα νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη τους, ὁ πο­νη­ρός ἡ­γε­μό­νας ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά βα­σα­νί­σουν πρῶ­τα τόν προϊ­στά­με­νό τους Λε­ω­νί­δη. Καί ἡ δι­α­τα­γή ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τόν ἔ­δε­σαν, τόν κρέ­μα­σαν ψη­λά καί μέ αἰχ­μη­ρά σι­δε­ρέ­νια ἀν­τι­κεί­με­να ξέ­σχι­ζαν τό σῶ­μα του. Ἀ­πτό­η­τος ὁ Λε­ω­νί­δης, πα­ρά τούς φο­βε­ρούς πό­νους, ὑ­πέ­μει­νε τό μαρ­τύ­ριο καί μά­λι­στα ἐ­πί ὧ­ρες πολ­λές, ἐνῶ ἦ­ταν μπρο­στά πάν­το­τε οἱ ἑ­πτά γυ­ναῖ­κες. Ἕ­ως ὅ­του ὁ Μάρ­τυ­ρας, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πό τόν πό­νο καί τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α, πα­ρέ­δω­σε μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί ὕ­μνους τό πνεῦ­μα του σ’ Ἐ­κεῖ­νον, πού τό­σο πο­λύ τόν ἀ­γά­πη­σε.
Με­τά τόν Λε­ω­νί­δη ἦλ­θε ἡ σει­ρά τῶν γυ­ναι­κῶν. Κι ἐ­πει­δή καί οἱ ἑ­πτά ἔ­με­ναν ἄ­καμ­πτες καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τες, δό­θη­κε ἐν­το­λή, χω­ρίς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, νά τίς πνί­ξουν ὅ­λες. Το­πο­θέ­τη­σαν λοι­πόν τό σε­πτό λεί­ψα­νο τοῦ ἡ­ρω­ι­κοῦ Μάρ­τυ­ρος Λε­ω­νί­δου σέ μι­κρό πλοιά­ριο καί μα­ζί του ἀ­νέ­βα­σαν καί τίς ἑ­πτά γυ­ναῖ­κες. Μέ ὕ­μνους καί δο­ξο­λο­γί­ες γύ­ρω ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νο, μέ συγ­κί­νη­ση βα­θύ­τα­τη, μέ ἄ­σμα­τα ἐ­πί­και­ρα, πα­σχα­λι­νά καί ἀ­να­στά­σι­μα, δι­έ­σχι­σαν τήν μι­κρή ἀ­πό­στα­ση τῶν τεσ­σά­ρων μι­λίων στόν Κο­ριν­θια­κό κόλ­πο καί ἔ­φθα­σαν στή θέ­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους. Τό­τε στό σῶ­μα τοῦ Λε­ω­νί­δου ἔ­δε­σαν μί­α βα­ριά πέ­τρα καί τό ἔ­ρι­ξαν στή θά­λασ­σα, γιά νά γί­νει τρο­φή τῶν ψα­ρι­ῶν. Τό ἴ­διο ἔ­κα­ναν καί σέ κά­θε μί­α ἀ­πό τίς ἑ­πτά χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες, τίς ὁ­ποῖ­ες, τήν μί­α με­τά τήν ἄλ­λη, τίς ἔρ­ρι­ξαν ζων­τα­νές στό νε­ρό. Σέ λί­γο καί οἱ ἑ­πτά στόν βυ­θό τῆς θα­λάσ­σης πα­ρέ­δω­σαν τό πνεῦ­μα τούς σ’ Ἐ­κεῖ­νον, πού καί γι’ αὐ­τές σαρ­κώ­θη­κε καί σταυ­ρώ­θη­κε καί ἀ­να­στή­θη­κε, τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό. Ἦ­ταν Μέ­γα Σάβ­βα­το τοῦ  250 μ.Χ.
Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Κόλ­ποις θα­λάσ­σης ἐκ­δο­θείς Λε­ω­νί­δης, κο­λυμ­βῶν Ἀ­βρα­άμ κόλ­πων ἄ­χρι». Φαν­τά­ζε­ται δη­λα­δή τόν ἅ­γιο Μάρ­τυ­ρα ἀ­πό τά βά­θη τῆς θά­λασ­σας νά σπεύ­δει κο­λυμ­πών­τας νά φθά­σει τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο στούς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ (Λούκ. ἰ­στ 22).
Ναί, δέν πρό­λα­βαν νά ἑ­ορ­τά­σουν οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες Λε­ω­νί­δης καί οἱ σύν αὐ­τῷ τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου τους στή γῆ. Τήν γι­όρ­τα­σαν ὅ­μως στόν Οὐ­ρα­νό, ὅ­που ὁ θρό­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, μα­ζί μέ τούς Ἀγ­γέ­λους καί τούς ἄλ­λους Μάρ­τυ­ρες καί Ἁ­γί­ους. Ἀ­πό τό­τε θε­ω­ρεῖ­ται ὁ Λε­ω­νί­δης ὁ πρό­μα­χος καί προ­στά­της τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου.
Καί τό μαρ­τύ­ριο αὐ­τό ἔρ­χε­ται νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ Πα­τρί­δα μας εἶ­ναι χώ­ρα Ἡ­ρώ­ων καί Μαρ­τύ­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­φη­σαν πα­ρά­δειγ­μα στα­θε­ρῆς πί­στε­ως καί ὁ­μο­λο­γί­ας, καί μά­λι­στα σέ και­ρούς δύ­σκο­λους, ἀν­τι­δρά­σε­ων καί δι­ωγ­μῶν. Ἄς τούς θυ­μᾶ­ται ἡ νέ­α Ἑλ­λη­νι­κή γε­νιά κι ἄς τούς μι­μεῖ­ται στόν ἡ­ρω­ϊ­σμό καί τή στα­θε­ρό­τη­τα.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου