Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.   
     (Φιλιπ. δ΄[4] 4-9)

Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ... φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»
Ἡ ση­με­ρι­νὴ ἡ­μέ­ρα, Κυ­ρια­κὴ τῶν Βα­ΐ­ων, ἔ­χει πα­νη­γυ­ρι­κὸ τό­νο. Εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἑ­ορ­τά­ζου­με τὴ θρι­αμ­βευ­τι­κὴ εἴ­σο­δο τοῦ Κυ­ρί­ου στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ στὴν οὐ­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ προ­άγ­γε­λο Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἤ­δη ὁ Κύ­ριος προ­χω­ρεῖ στα­θε­ρὰ «πρὸς τὸ ἑ­κού­σιον Πά­θος» μὲ σκο­πὸ νὰ φέ­ρει τὴ συμ­φι­λί­ω­ση, τὴν κα­ταλ­λα­γὴ καὶ τὴν εἰ­ρή­νη με­τα­ξὺ Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­πων.
Αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ὑ­πό­σχε­ται καὶ εὔ­χε­ται στοὺς πι­στοὺς χρι­στια­νοὺς ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­γον­τας: «Καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ... φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ», δη­λα­δὴ ἡ εἰ­ρή­νη ποὺ ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴ με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.
Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν ποι­ὰ εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ καὶ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με.
1. Δῶρο θε­ϊ­κὸ
Ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ὁ­μι­λεῖ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, δὲν εἶ­ναι κά­τι τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ ἐ­πι­φα­νεια­κό. Οὔ­τε κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς τυ­χὸν εὐ­χά­ρι­στες ἢ δυ­σά­ρε­στες κα­τα­στά­σεις ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν γύ­ρω μας. Εἶ­ναι κά­τι πο­λὺ βα­θύ­τε­ρο. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­κει­ται γιὰ δω­ρε­ὰ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, γιὰ καρ­πὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (βλ. Γαλ. ε΄[5] 22), ποὺ χα­ρί­ζει στὴν ψυ­χὴ ἀ­λη­θι­νὰ γνή­σιο βί­ω­μα.
Οἱ κυ­βερ­νή­σεις συ­νά­πτουν καὶ ὑ­πο­γρά­φουν συν­θῆ­κες εἰ­ρή­νης ὡς ἀ­να­κω­χὴ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ φο­βε­ροὺς πο­λέ­μους, ἀλ­λὰ αὐ­τὲς οἱ συμ­φω­νί­ες ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται εὔ­θραυ­στες καὶ σα­θρές. Ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στὴν προ­σω­πι­κή μας ζω­ὴ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ζή­σου­με μὲ εἰ­ρή­νη στὴν ψυ­χή, ἂν δὲν βροῦ­με τρό­πο νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὴ φο­βε­ρὴ τα­ρα­χὴ ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἢ νὰ ξε­πε­ρά­σου­με τὸν φό­βο καὶ τὴν ἀ­γω­νί­α ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες καὶ τὶς θλί­ψεις ποὺ μᾶς βα­σα­νί­ζουν.
Ὁ πι­στὸς χρι­στια­νὸς ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὴν καρ­διά του τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ δὲν τα­ρά­ζε­ται οὔ­τε ἀ­νη­συ­χεῖ, ὁ­τι­δή­πο­τε θλι­βε­ρὸ κι ἂν τοῦ συμ­βαί­νει. Ἀ­κό­μη κι ἂν ζεῖ μέ­σα σὲ πο­λέ­μους καὶ ἀ­να­στα­τώ­σεις, ἀ­κό­μη κι ἂν συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ ἀν­θρώ­πους σκλη­ροὺς καὶ ἄ­σπλα­χνους, κι ἂν τὸν πο­λι­ορ­κοῦν τὰ βά­σα­να τοῦ κό­σμου, καὶ τὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ πά­θη ὁρ­μοῦν γιὰ νὰ τὸν κα­τα­πνί­ξουν, αὐ­τὸς δὲν τὰ χά­νει, δὲν ἀ­πελ­πί­ζε­ται. Στρέ­φε­ται μὲ πί­στη καὶ ἐλ­πί­δα πρὸς τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος μὲ τὸ Πά­θος καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή του ἔ­φε­ρε τὴ συμ­φι­λί­ω­ση με­τα­ξὺ Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­πων καὶ χά­ρι­σε στοὺς πι­στοὺς μα­θη­τές του τὴν εἰ­ρή­νη, τὴν «ὑ­πε­ρέ­χου­σαν πάν­τα νοῦν», τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός.
2. Πῶς θὰ ἀ­πο­κτή­σου­με τὴν εἰ­ρή­νη
Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με αὐ­τὸ τὸ θε­ϊ­κὸ δῶ­ρο, τὴν εἰ­ρή­νη, ποὺ τὴν ἔ­χου­με τό­σο πο­λὺ ἀ­νάγ­κη μέ­σα στὸν τα­ραγ­μέ­νο κό­σμο ποὺ ζοῦ­με; Ἂς ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με δύ­ο μό­νο πρα­κτι­κὲς συμ­βου­λὲς ποὺ ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­νά­γνω­σμα.
Πρῶ­τον, νὰ ἔ­χου­με ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. «Μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε», μᾶς λέ­ει, δη­λα­δὴ μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πὸ ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λὰ κά­θε πρό­βλη­μα ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νὰ τὸ ἀ­να­θέ­τε­τε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν Θε­ό.
Κι ἡ δεύ­τε­ρη συμ­βου­λὴ γιὰ νὰ ἔ­χου­με τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ μέ­σα μας εἶ­ναι νὰ ζοῦ­με μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα. «Ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά... ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε». Γιὰ νὰ ἔ­χε­τε τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ μᾶς λέ­ει, προ­σέξ­τε τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς σας. Μὴν ἀ­φή­νε­τε ρυ­πα­ροὺς λο­γι­σμοὺς νὰ μο­λύ­νουν τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό σας. Τρέξ­τε στὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σε­τε τὴν ψυ­χή σας ἀ­πό τους ρύ­πους τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Πα­ράλ­λη­λα, συγ­χω­ρῆ­στε ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς σας αὐ­τοὺς ποὺ σᾶς στε­νο­χώ­ρη­σαν ἢ σᾶς ἀ­δί­κη­σαν, καὶ δι­ῶξ­τε ἀ­πὸ τὴν καρ­διά σας κά­θε αἴ­σθη­μα ἀν­τι­πά­θειας καὶ μνη­σι­κα­κί­ας!
«Ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ»! Δῶ­ρο θε­ϊ­κὸ ποὺ προ­σφέ­ρει ὁ Θε­άν­θρω­πος Λυ­τρω­τὴς σ᾿ ὅ­σους πι­στεύ­ουν σ᾿ Αὐ­τὸν ὡς Σω­τή­ρα καὶ ζοῦν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του μέ­σα στὴν ἁ­γί­α του Ἐκ­κλη­σί­α.
Κα­θὼς σὲ λί­γες ἡ­μέ­ρες θὰ προ­σκυ­νή­σου­με τὰ ἄ­χραν­τα Πά­θη καὶ τὴν ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἂς φρον­τί­σου­με ὥ­στε νὰ συμ­με­τέ­χου­με στὶς ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες καὶ τὰ ἅ­για Μυ­στή­ρια «ψυ­χαῖς κα­θα­ραῖς καὶ ἀρ­ρυ­πώ­τοις χεί­λε­σι», μὲ ἀ­μό­λυν­τα χεί­λη καὶ κα­θα­ρὲς ψυ­χές. Ἂς στρέ­ψου­με δὲ τὸ βλέμ­μα μας στὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο Κύ­ριο κι ἂς Τὸν πα­ρα­κα­λέ­σου­με νὰ μᾶς χα­ρί­ζει πάν­το­τε πλού­σια τὴν εἰ­ρή­νη του στὶς καρ­δι­ές μας.    
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐπο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑαυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βαΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κραύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­ποί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν ατ χλος, τι κουσαν τοτο ατν πεποιηκναι τ σημεον.                    
 (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
            Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα ἦλ­θε Ἰ­η­σοῦς στὴ Βη­θα­νί­α, ὅ­που ἔ­με­νε ὁ Λά­ζα­ρος ποὺ εἶ­χε πε­θά­νει καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Οἱ συγ­γε­νεῖς λοι­πὸν τοῦ Λα­ζά­ρου, ἐ­πει­δὴ αἰ­σθά­νον­ταν με­γά­λο σε­βα­σμὸ καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει, τοῦ ἔ­κα­ναν δεῖ­πνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρ­θα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ὁ Λά­ζα­ρος μά­λι­στα ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ κά­θον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν στὸ τρα­πέ­ζι μα­ζί του. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε γύ­ρω στὰ τρι­α­κό­σια εἴ­κο­σι πέν­τε γραμ­μά­ρια μύ­ρο κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀ­πὸ νάρ­δο (εἶ­δος τοῦ ἀ­ρω­μα­τι­κοῦ φυ­τοῦ τῆς βα­λε­ριά­νας), μύ­ρο γνή­σιο, ἀ­νό­θευ­το καὶ πά­ρα πο­λὺ ἀ­κρι­βό, ἄ­λει­ψε μ' αὐ­τὸ τὰ πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­πει­τα, ἐκ­δη­λώ­νον­τας τὴ βα­θιὰ τα­πεί­νω­σή της πρὸς τὸν Κύ­ριο, σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ της τὰ πό­δια του. Κι ὅ­λο τὸ σπί­τι τό­τε  γέ­μι­σε  ἀ­πὸ  τὴν  εὐ­ω­δί­α  τοῦ  μύ­ρου. Ὕ­στε­ρα  λοι­πὸν  ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας εἶ­πε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ὁ Ἰ­ού­δας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ἐ­κεῖ­νος ποὺ σκό­πευ­ε νὰ τὸν προ­δώ­σει καὶ νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει στοὺς σταυ­ρω­τές του: Ἀν­τὶ νὰ χυ­θεῖ καὶ νὰ σπα­τα­λη­θεῖ ἄ­σκο­πα τὸ μύ­ρο αὐ­τό, για­τί δὲν που­λή­θη­κε στὴν τι­μὴ τῶν τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων, δη­λα­δὴ τρι­α­κο­σί­ων ἡ­με­ρο­μι­σθί­ων, καὶ δὲν δό­θη­κε τὸ ἀν­τί­τι­μό του ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στοὺς φτω­χούς; Καὶ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, ὄ­χι για­τί ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τοὺς φτω­χούς, ἀλλά δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­φτης· καὶ κα­θὼς δι­α­χει­ρι­ζό­ταν τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο καὶ εἶ­χε τὸ κου­τὶ τῶν συ­νει­σφο­ρῶν, κρα­τοῦ­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὰ χρή­μα­τα ποὺ ἔ­ρι­χναν σ' αὐ­τό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰησοῦς ἄ­κου­σε τὸν Ἰ­ού­δα νὰ ἐ­πι­κρί­νει τὴν Μα­ρί­α, τοῦ εἶ­πε: ­Ἄ­φη­σέ την ἥ­συ­χη καὶ μὴν τὴν κα­τη­γο­ρεῖς. Ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, σὰν νὰ προ­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες πρό­κει­ται νὰ τα­φῶ, φύ­λα­ξε τὸ μύ­ρο αὐ­τὸ γιὰ νὰ μοῦ τὸ προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας ἔτσι συμ­βο­λι­κὰ τὴν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός μου μὲ μύ­ρο τήν ἡμέρα τῆς τα­φῆς μου. Μὴν τὴν ἐμ­πο­δί­ζε­τε λοι­πόν. Τοὺς φτω­χοὺς πάντοτε τούς ἔ­χε­τε μα­ζί σας, καὶ μπο­ρεῖ­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μὴ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σε­τε. Ἐμένα ὅ­μως δὲν μὲ ἔ­χε­τε πάντοτε δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.
Ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο λοι­πὸν αὐ­τὸ καὶ ἀ­π' ὅ­σα συ­νέβησαν σ' αὐ­τό, πο­λὺς λα­ὸς ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἔ­μα­θε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βη­θα­νί­α. Καὶ ἦλ­θαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιά τόν Ἰησοῦ, ἀλλά γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, τόν ὁποῖο εἶχε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Με­τὰ ὅ­μως ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἀποφά­σι­σαν νά σκο­τώ­σουν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, δι­ό­τι ἐ­ξαι­τί­ας του πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους πήγαιναν στὴ Βη­θα­νί­α γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θοῦν ἂν πραγματικά ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὅ­ταν τὸ διαπίστωναν αὐ­τό, πί­στευ­αν στὸν Ἰ­ησοῦ. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, λα­ὸς πο­λὺς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑ­ορ­τή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆ­ραν στὰ χέ­ρια τους κλα­διὰ ἀ­πὸ τὶς χουρ­μα­δι­ὲς πού ἦ­ταν κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου καὶ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν. Καὶ φώ­να­ζαν δυ­να­τά: Δόξα καί τιμή σ' αὐ­τὸν ποὺ ὑ­πο­δε­χό­μα­στε! Εὐλογημένος καὶ δοξα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀπό τὸν Κύ­ριο ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πός του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἔν­δοξος βα­σι­λιὰς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ποὺ τό­σο και­ρὸ πε­ρι­μέ­να­με.
Ὁ Ἰησοῦς μά­λι­στα ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕ­να πουλαράκι καὶ κά­θι­σε πά­νω σ' αὐ­τό, σύμ­φω­να μ' ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶναι γραμ­μέ­νο στὸν προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α: Μὴ φο­βᾶ­σαι, Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄρους Σιών. Νά, ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος καὶ κατακτητής πά­νω σὲ ἄ­λο­γο ἤ σὲ ἅρ­μα πο­λε­μι­κό, ἀλλά καθισμένος πά­νω σ' ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι. Τί σή­μαι­ναν ὅ­μως τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Ζα­χα­ρί­α δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥ­ρα τῆς θρι­αμ­βευ­τι­κῆς του αὐ­τῆς εἰ­σό­δου, ἀλλά ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς δο­ξά­σθη­κε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Τό­τε φω­τί­στη­καν ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ θυ­μή­θη­καν ὅ­τι τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για τοῦ Ζα­χα­ρί­α ἦ­ταν γι' αὐ­τὸν γραμ­μέ­να. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶ­χαν κά­νει μί­α τέ­τοι­α ὑ­πο­δο­χὴ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ εἶ­χαν συ­νερ­γα­σθεῖ, χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν ἀ­κρι­βῶς τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για. Ὅ­λοι λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὅ­ταν αὐ­τὸς εἶ­χε φω­νά­ξει ἀ­π' τὸν τά­φο τὸν Λά­ζα­ρο καὶ τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ τώ­ρα ἦ­ταν στὴν ὑ­πο­δο­χὴ αὐ­τή, δι­η­γοῦνταν καὶ δι­α­βε­βαί­ω­ναν τὸ θαῦ­μα τοῦ Λα­ζά­ρου σ' ὅ­σους δὲν τὸ εἶ­χαν δεῖ. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν προ­ϋ­πάν­τη­σαν, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τοὺς αὐ­τό­πτες αὐ­τοὺς μάρ­τυ­ρες ὅ­τι αὐ­τὸς εἶχε κά­νει τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ θαῦ­μα.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου