Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ. ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 
ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ 


ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (
Ματ­θ. κϚ΄[26] 6 - 16)
Τοῦ Ἰ­η­σοῦ γε­νο­μέ­νου ἐν Βη­θα­νί­ᾳ ἐν οἰ­κί­ᾳ Σίμωνος τοῦ λε­προῦ, 7προσῆλθεν αὐ­τῷ γυ­νὴ ἀ­λά­βα­στρον μύ­ρου ἔ­χου­σα βα­ρυ­τί­μου, καὶ κα­τέ­χε­εν ἐ­πὶ τὴν κε­φα­λὴν αὐ­τοῦ ἀ­να­κει­μέ­νου. 8ἰδόντες δὲ οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἠ­γα­νά­κτη­σαν λέ­γον­τες· Εἰς τί ἡ ἀ­πώ­λεια αὕ­τη; 9ἠδύνατο γὰρ τοῦ­το τὸ μύ­ρον πρα­θῆ­ναι πολ­λοῦ καὶ δο­θῆ­ναι τοῖς πτω­χοῖς. 10γνοὺς δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τί κό­πους πα­ρέ­χε­τε τῇ γυ­ναι­κί; ἔρ­γον γὰρ κα­λὸν εἰρ­γά­σα­το εἰς ἐ­μέ. 11τοὺς πτω­χοὺς γὰρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ' ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δὲ οὐ πάν­το­τε ἔ­χε­τε. 12βαλοῦσα γὰρ αὕ­τη τὸ μύ­ρον τοῦ­το ἐ­πὶ τοῦ σώ­μα­τός μου, πρὸς τὸ ἐν­τα­φι­ά­σαι με ἐ­πο­ί­η­σεν. 13ἀμὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ὅ­που ἐ­ὰν κη­ρυ­χθῇ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον τοῦ­το ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ, λα­λη­θή­σε­ται καὶ ὃ ἐ­πο­ί­η­σεν αὕ­τη εἰς μνη­μό­συ­νον αὐ­τῆς. 14Τότε πο­ρευ­θεὶς εἷς τῶν δώ­δε­κα, ὁ λε­γό­με­νος Ἰ­ο­ύ­δας Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, πρὸς τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς εἶ­πε· 15Τί θέ­λε­τέ μοι δοῦ­ναι, καὶ ἐ­γὼ ὑ­μῖν πα­ρα­δώ­σω αὐ­τόν; οἱ δὲ ἔ­στη­σαν αὐ­τῷ τρι­ά­κον­τα ἀρ­γύ­ρια. 16καὶ ἀ­πὸ τό­τε ἐ­ζή­τει εὐ­και­ρί­αν ἵ­να αὐ­τὸν πα­ρα­δῷ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Κι ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἦλ­θε στή Βη­θα­νί­α, στήν οἰ­κί­α το Σί­μω­νος το λε­προῦ, 7 τόν πλη­σί­α­σε μιά γυ­ναί­κα πού κρα­τοῦ­σε ἕ­να δο­χεῖ­ο ἀ­πό ἀ­λά­βα­στρο γε­μά­το μέ πο­λύ ἀ­κρι­βό μύ­ρο. Κι ἄρ­χι­σε νά χύ­νει τό μύ­ρο αὐ­τό στό κε­φά­λι του, κα­θώς ἐ­κεῖ­νος κα­θό­ταν στό τρα­πέ­ζι. 8 Ὅ­ταν ὅ­μως τό εἶ­δαν αὐ­τό ο μα­θη­τές, ἀ­γα­νά­κτη­σαν κι ἔ­λε­γαν: Για­τί νά γί­νει αὐ­τή ἄ­σκο­πη καί χα­μέ­νη σπα­τά­λη το πο­λύ­τι­μου αὐ­τοῦ μύ­ρου; 9 Δι­ό­τι τό μύ­ρο αὐ­τό μπο­ροῦ­σε νά που­λη­θεῖ ἀ­κρι­βά καί τό ἀν­τί­τι­μό του νά δο­θεῖ στούς φτω­χούς. 10 Ἀλ­λά ὁ Ἰ­η­σοῦς τό ἀν­τι­λή­φθη­κε αὐ­τό καί τούς εἶ­πε: Για­τί ἐ­νο­χλεῖ­τε τή γυ­ναί­κα; Μήν τήν πι­κραί­νε­τε. Δι­ό­τι πρά­ξη κα­λή ἔ­κα­νε σέ μέ­να. Καί πρά­ξη αὐ­τή εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρη στήν πε­ρί­στα­ση αὐ­τή καί ἀ­πό τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί τή βο­ή­θεια τν φτω­χῶν. 11 Δι­ό­τι τούς φτω­χούς τούς ἔ­χε­τε πάν­το­τε μα­ζί σας καί μπο­ρεῖ­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ὥ­ρα νά τούς εὐ­ερ­γε­τή­σε­τε. Ἐ­μέ­να ὅ­μως δέν θά μ᾿ ἔ­χε­τε πάν­το­τε. Ἄ­ρα λοι­πόν μήν ἐ­νο­χλεῖ­τε τή γυ­ναί­κα γι᾿ αὐ­τό πού ἔ­κα­νε. 12 Δι­ό­τι ὅ­ταν αὐ­τή ἔ­χυ­σε τό μύ­ρο αὐ­τό στό σῶ­μα μου, τό ἔ­κα­νε γιά νά ἑ­τοι­μά­σει τήν τα­φή μου. 13 Ἀ­λη­θι­νά σς λέ­ω, ὁ­που­δή­πο­τε κι ν κη­ρυ­χθεῖ τό εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό πού κη­ρύτ­τω καί σς πα­ρέ­δω­σα, σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο δη­λα­δή, θά ἀ­να­φέ­ρε­ται κι αὐ­τό πού ἔ­κα­νε αὐ­τή, γιά νά πα­ρα­μέ­νει ἀ­λη­σμό­νη­τη ἡ μνή­μη τς γυ­ναί­κας αὐ­τῆς. 14 Τό­τε ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα μα­θη­τές, αὐ­τός πού λε­γό­ταν Ἰ­ού­δας Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, πῆ­γε στούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τούς εἶ­πε: 15 Τί θέ­λε­τε νά μο δώ­σε­τε, κι ἐ­γώ θά σς τόν πα­ρα­δώ­σω. Αὐ­τοί λοι­πόν το πα­ρέ­δω­σαν τριά­ντα ἀ­ση­μέ­νια νο­μί­σμα­τα. 16 Καί ἀ­πό τό­τε ζη­τοῦ­σε νά βρε τήν κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α γιά νά τούς τόν πα­ρα­δώ­σει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου