Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Ο ΙΩΣΗΦ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟΥ


Ο ΙΩΣΗΦ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟΥ

Στὸ ση­με­ρι­νὸ (8/4) πρῶ­το Ἀ­νά­γνω­σμα στὴν Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­στη­κε τὸ πιὸ κά­τω ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ Βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως.
ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Προ­σή­νεγ­καν τῷ Ἰ­ω­σὴφ οἱ ἀ­δελ­φοὶ αὐ­τοῦ τὰ δῶ­ρα, ἃ εἶ­χον ἐν ταῖς χερ­σὶν αὐ­τῶν εἰς τὸν οἶ­κον, καὶ προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ ἐ­πὶ πρό­σω­πον ἐ­πὶ τὴν γῆν. Ἠ­ρώ­τη­σε δὲ αὐ­το­ύς, πῶς ἔ­χε­τε; καί εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ὑ­γι­α­ί­νει ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ πρε­σβύ­της, ὃν εἴ­πα­τε ἔ­τι ζῆν· οἱ δὲ εἶ­πον· Ὑ­γι­α­ί­νει, ὁ παῖς σου ὁ πα­τὴρ ἡ­μῶν, ἔ­τι ζῇ. Καὶ εἶ­πεν· Εὐ­λο­γη­τός ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος τῷ Θε­ῷ, καὶ κύ­ψαν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ. Ἀ­να­βλέ­ψας δὲ τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς Ἰ­ω­σήφ, εἶ­δε Βε­νια­μὶν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ τὸν ὁ­μο­μή­τριον, καὶ εἶ­πεν· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἀ­δελ­φὸς ὑ­μῶν ὁ νε­ώ­τε­ρος, ὃν εἴ­πα­τε πρός με ἀ­γα­γεῖν, καὶ εἶ­πεν· ὁ Θε­ὸς ἐ­λε­ῆ­σαι σε τέ­κνον. Ἐ­τα­ρά­χθη δὲ Ἰ­ω­σήφ· συ­νε­στρέ­φε­το γὰρ τὰ σπλάγ­χνα αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τῷ ἀ­δελ­φῷ αὐ­τοῦ, καὶ ἐ­ζή­τει κλαῦ­σαι, εἰ­σελ­θὼν δὲ εἰς τὸ τα­μεῖ­ον, ἔ­κλαυ­σεν ἐ­κεῖ, καὶ νι­ψά­με­νος τὸ πρό­σω­πον, ἐ­ξελ­θὼν ἐ­νε­κρα­τε­ύ­σα­το.
Καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το Ἰ­ω­σήφ ἀ­νέ­χε­σθαι πάν­των τῶν πα­ρε­στη­κό­των αὐ­τῷ, ἀλ­λ' εἶ­πεν· Ἐ­ξα­πο­στε­ί­λα­τε πάν­τας ἀ­π' ἐ­μοῦ, καὶ οὐ πα­ρει­στή­κει οὐ­δεὶς τῷ Ἰ­ω­σήφ, ἡ­νί­κα ἀ­νε­γνω­ρί­ζε­το τοῖς ἀ­δελ­φοῖς αὐ­τοῦ, καὶ ἀ­φῆ­κε φω­νὴν με­τὰ κλαυθ­μοῦ. Ἤ­κου­σαν δὲ πάν­τες οἱ Αἰ­γύ­πτιοι, καὶ ἀ­κου­στὸν ἐ­γέ­νε­το εἰς τὸν οἶ­κον Φα­ραώ. Εἶ­πε δὲ Ἰ­ω­σὴφ πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ· Ἐ­γώ εἰ­μι Ἰ­ω­σήφ, ἔ­τι ὁ πα­τήρ μου ζῇ; Καὶ οὐκ ἠ­δύ­ναν­το οἱ ἀ­δελ­φοὶ ἀ­πο­κρι­θῆ­ναι αὐ­τῷ· ἐ­τα­ρά­χθη­σαν γάρ. Εἶ­πε δὲ Ἰ­ω­σὴφ πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ. Ἐγ­γί­σα­τε πρός με, καὶ ἤγ­γι­σαν. Καὶ εἶ­πεν· Ἐ­γώ εἰ­μι Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­δελ­φὸς ὑ­μῶν, ὃν ἀ­πέ­δο­σθε εἰς Αἴ­γυ­πτον, νῦν οὖν μὴ λυ­πεῖ­σθε, μη­δὲ σκλη­ρὸν ὑ­μῖν φα­νε­ί­τω, ὅ­τι ἀ­πέ­δο­σθέ με ᾧ­δε· εἰς γὰρ ζω­ὴν ἀ­πέ­στει­λέ με ὁ Θε­ὸς ἔμ­προ­σθεν ὑ­μῶν. Τοῦ­το γὰρ δε­ύ­τε­ρον ἔ­τος λι­μὸς ἐ­πὶ τῆς γῆς, καὶ ἔ­τι λοι­πὰ πέν­τε ἔ­τη, ἐν οἷς οὐκ ἔ­στιν ἀ­ρο­τρί­α­σις, οὐ­δὲ ἀ­μη­τός. Ἀ­πέ­στει­λε γάρ με ὁ Θε­ὸς ἔμ­προ­σθεν ὑ­μῶν, ὑ­πο­λε­ί­πε­σθαι ὑ­μῖν κα­τά­λειμ­μα ἐ­πὶ τῆς γῆς, καὶ ἐκ­θρέ­ψαι ὑ­μῶν κα­τά­λει­ψιν με­γά­λην· νῦν οὖν οὐχ ὑ­μεῖς με ἀ­πε­στάλ­κα­τε ᾧ­δε, ἀλ­λὰ ὁ Θε­ός, καὶ ἐ­πο­ί­η­σέ με, ὡς πα­τέ­ρα Φα­ρα­ὼ καὶ Κύριον παν­τὸς τοῦ οἴ­κου αὐ­τοῦ, καὶ ἄρ­χον­τα πά­σης γῆς Αἰ­γύ­πτου. Σπε­ύ­σαν­τες οὖν, ἀ­νά­βη­τε πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου, καὶ εἴ­πα­τε αὐ­τῷ· Τάδε λέ­γει ὁ υἱ­ός σου Ἰ­ω­σήφ. Ἐ­πο­ί­η­σέ με ὁ Θε­ὸς κύ­ριον πά­σης γῆς Αἰ­γύ­πτου· κα­τά­βη­θι οὖν πρός με, καὶ μὴ με­ί­νῃς, καὶ κα­τοι­κή­σεις ἐν γῇ Γε­σὲμ Ἀ­ρα­βί­ας, καὶ ἔ­σῃ ἐγ­γύς μου σύ, καὶ οἱ υἱ­οί σου, καὶ οἱ υἱ­οὶ τῶν υἱ­ῶν σου, τὰ πρό­βα­τά σου, καὶ οἱ βό­ες σου, καὶ ὅ­σα σοι ἐ­στι, καὶ ἐκ­θρέ­ψω σε ἐ­κεῖ· ἔ­τι γὰρ πέν­τε ἔ­τη λι­μὸς ἔ­σται ἐ­πὶ τῆς γῆς, ἵ­να μὴ ἐ­κτρι­βῇς σύ, καὶ οἱ υἱ­οί σου, καὶ πάν­τα τὰ ὑ­πάρ­χοντά σου. Ἰ­δοὺ οἱ ὀ­φθαλ­μοὶ ὑ­μῶν βλέ­που­σι, καὶ οἱ ὀ­φθαλ­μοὶ Βε­νια­μὶν τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μου, ὅ­τι τὸ στό­μα μου τὸ λα­λοῦν πρὸς ὑ­μᾶς. Ἀ­παγ­γε­ί­λα­τε οὖν τῷ πα­τρί μου πᾶ­σαν τὴν δό­ξαν μου τὴν ἐν Αἰ­γύ­πτῳ, καὶ ὅ­σα ἴ­δε­τε, καὶ τα­χύ­ναν­τες, κα­τα­γά­γε­τε τὸν πα­τέ­ρα μου ᾧ­δε. Καὶ ἐ­πι­πε­σὼν ἐ­πὶ τὸν τρά­χη­λον Βε­νια­μὶν τοῦ ἀ­δελ­φοῦ αὐ­τοῦ, ἔ­κλαυ­σεν ἐ­π' αὐ­τῷ, καὶ Βε­νια­μὶν ἔ­κλαυ­σεν ἐ­πὶ τῷ τρα­χή­λῳ αὐ­τοῦ. Καὶ κα­τα­φι­λή­σας πάν­τας τοὺς ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, ἔ­κλαυ­σεν ἐ­π' αὐ­τοῖς, καὶ με­τὰ ταῦ­τα, ἐ­λά­λη­σαν οἱ ἀ­δελ­φοὶ αὐ­τοῦ πρὸς αὐ­τόν. Καὶ δι­ε­βο­ή­θη ἡ φω­νὴ εἰς τὰ ὦ­τα Φα­ραώ, λέ­γον­τες·  Ἥ­κα­σιν οἱ ἀ­δελ­φοὶ Ἰ­ω­σήφ. Ἐ­χά­ρη δὲ Φα­ραώ, καὶ πᾶ­σα ἡ θε­ρα­πε­ί­α αὐ­τοῦ.
(Γε­ν.  μγ' [43] 25-30 με' [45] 1-16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ)
Ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ στὸ σπί­τι τὸ με­ση­μέ­ρι. Τό­τε οἱ ἕν­δε­κα ἀ­δελ­φοὶ τοῦ πρό­σφε­ραν ἐ­κεῖ στὸ σπί­τι του τὰ δῶ­ρα, ποὺ κρα­τοῦ­σαν στὰ χέ­ρια τους, καὶ ἔ­πε­σαν μὲ τὸ πρό­σω­πο κα­τὰ γῆς καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σαν ὡς ἄρ­χον­τα τῆς Αἰ­γύ­πτου. Καὶ ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοὺς ρώ­τη­σε μὲ εὐ­γέ­νεια καὶ φι­λο­φρο­σύ­νη: «Πῶς εἶ­σθε; πῶς εἶ­ναι ἡ ὑ­γεί­α σας;» Πά­λιν τοὺς ρώ­τη­σε μὲ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον: «Εἶ­ναι κα­λὰ ὁ πα­τέ­ρας σας, ὁ γέ­ρον­τας, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο μοῦ εἴ­πα­τε στὴν προ­η­γού­με­νη συ­νάν­τη­ση; Ζεῖ ἀ­κό­μη;» Αὐ­τοὶ δὲ τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν μὲ πολ­λὴ συν­τρι­βή: «Μά­λι­στα· ὁ τα­πει­νὸς δοῦ­λος σου, ὁ πα­τέ­ρας μας, εἶ­ναι κα­λὰ στὴν ὑ­γεί­α του· ζεῖ ἀ­κό­μη». Καὶ ὁ Ἰ­ω­σὴφ εἶ­πε: «Εὐ­λο­γη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος. Ὁ Θε­ὸς εἴ­θε νὰ τοῦ δώ­σει κά­θε πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ὑ­λι­κὸ ἀ­γα­θό». Οἱ ἀ­δελ­φοί του, γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σουν τὶς εὐ­χα­ρι­στί­ες των γιὰ τὴν εὐ­χή, ἔ­σκυ­ψαν πά­λιν καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σαν. Ὁ Ἰ­ω­σήφ, ἀ­φοῦ σή­κω­σε τὰ μά­τια του, ἐ­ξέ­τα­σε μὲ τρό­πο με­τα­ξὺ τῶν ἕν­δε­κα, καὶ εἶ­δε τὸν Βε­νια­μίν, τὸν ἀ­δελ­φὸ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια μη­τέ­ρα μὲ αὐ­τόν. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δε, εἶ­πε στοὺς ἄλ­λους: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ μι­κρό­τε­ρος ἀ­δελ­φός σας, τὸν ὁ­ποῖ­ο εἴ­πα­τε ὅ­τι θὰ μοῦ ἐ­φέρ­να­τε;» Καὶ ἀ­φοῦ στρά­φη­κε πρὸς τὸν Βε­νια­μίν, τοῦ εἶ­πε: «Ὁ Θε­ὸς νὰ σὲ εὐ­λο­γή­σει καὶ νὰ φα­νεῖ ἵ­λε­ως σὲ σέ­να, παι­δί μου!» Ἐ­τα­ρά­χθη­κε δὲ ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ «ἀ­να­κα­τεύ­θη­καν τὰ σω­θι­κά του», ἡ καρ­διά του πῆ­γε νὰ σπά­σει ἀ­πὸ τὴ δυ­να­τὴ συγ­κί­νη­ση, δι­ό­τι τὸν ἐ­νί­κη­σεν ἡ φυ­σι­κὴ ἀ­δελ­φι­κὴ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν μό­νο ὁ­μο­μή­τριο ἀ­δελ­φό του. Γι᾿ αὐτὸ ἔ­φυ­γε ἀ­μέ­σως, ὥ­στε νὰ βρεῖ ἀ­πό­με­ρο, μο­να­χι­κὸ τό­πο νὰ κλαύ­σει. Διὰ νὰ μὴ προ­δο­θεῖ μπῆ­κε στὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο δω­μά­τιό του καὶ ἐ­κεῖ ξέ­σπα­σε σὲ πολ­λὰ δά­κρυ­α. Ἀ­φοῦ ξε­θύ­μα­νε ἡ συγ­κί­νη­σή του, ἔ­νι­ψε καὶ σκού­πι­σε τὸ πρό­σω­πό του, βγῆ­κε καὶ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στοὺς ἀ­δελ­φούς του, κυ­ρι­αρ­χών­τας στὰ συ­ναι­σθή­μα­τά του.
Ὁ Ἰ­ω­σὴφ δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ κυ­βερ­νᾶ τὰ ἔν­το­να συ­ναι­σθή­μα­τά του. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­δο­θεῖ μπρο­στὰ στὴν ἀ­κο­λου­θί­α του, δι­έ­τα­ξε· «ἀ­πο­μα­κρύ­να­τε ὅ­λους τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους ἀ­πὸ κον­τά μου». Ἔ­τσι δὲν ἔ­μει­νε κα­νέ­νας Αἰ­γύ­πτιος δί­πλα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­σήφ, ὅ­ταν φα­νε­ρω­νό­ταν στοὺς ἀ­δελ­φούς του. Ἀ­φοῦ ἔ­μει­νε μό­νος με­τα­ξὺ τῶν ἀ­δελ­φῶν του, ξέ­σπα­σε, φώ­να­ξε καὶ ἔ­κλαυ­σε μὲ πο­λὺ δυ­να­τοὺς λυγ­μοὺς· τὸ γε­γο­νὸς τοῦ­το τὸ πλη­ρο­φο­ρή­θη­σαν ὅ­λοι οἰ Αἰ­γύ­πτιοι· ἔ­γι­νε ἐ­πί­σης γνω­στὸ τὸ γε­γο­νὸς στὸ πα­λά­τι καὶ τὸ πε­ρι­βάλ­λον τοῦ Φα­ρα­ώ. Εἶ­πε δὲ ὁ Ἰ­ω­σὴφ πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς του: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ζεῖ ἀ­κό­μη ὁ πα­τέ­ρας μου ὁ Ἰ­α­κώβ;» Ὅ­ταν οἱ ἀ­δελ­φοί του ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τά, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σουν· ἔ­μει­ναν ἄ­φω­νοι καὶ ἐ­στέ­κον­ταν ἐμ­πρός του μὲ ἀ­μη­χα­νί­α, δι­ό­τι ἀ­να­στα­τώ­θη­σαν καὶ τρο­μο­κρα­τή­θη­σαν. Ὅ­μως ὁ Ἰ­ω­σὴφ γιὰ νὰ τοὺς πα­ρη­γο­ρή­σει καὶ τοὺς κα­θη­συ­χά­σει τοὺς εἶ­πε: «Πα­ρα­κα­λῶ, ἐ­λᾶ­τε κον­τά μου· πλη­σιά­στε, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με ὡς ἀ­δελ­φοί». Ἐ­κεῖ­νοι πῆ­ραν θάρ­ρος καὶ πλη­σί­α­σαν. Τό­τε γιὰ νὰ μα­λα­κώ­σει τὴ θλί­ψη καὶ κα­θη­συ­χά­σει τοὺς φό­βους των τοὺς εἶ­πε: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Ἰ­ω­σήφ, ὁ ἀ­δελ­φός σας· αὐ­τός, τὸν ὁ­ποῖ­ον ἐ­πω­λή­σα­τε ὡς δοῦ­λο στὴν Αἴ­γυ­πτο. Τώ­ρα ὅ­μως μὴ λυ­πεῖ­σθε· μὴ σᾶς τα­ράσ­σει τοῦ­το οὔ­τε νὰ θε­ω­ρεῖ­τε σκλη­ρὸ καὶ ἀ­πάν­θρω­πο τὸ ὅ­τι μὲ ἐ­πω­λή­σα­τε ἐ­δῶ· δι­ό­τι τὰ γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ ὀ­φεί­λον­ται σὲ θεί­α οἰ­κο­νο­μί­αν. Αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κά­μα­τε ἦ­ταν μὲν κα­κὸ με­γά­λο, οὐ­σι­α­στι­κῶς ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μὲ ἀ­πέ­στει­λε ἐ­δῶ πρὶν ἀ­πὸ σᾶς γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῆς ζω­ῆς σας καὶ τῆς ζω­ῆς τοῦ λα­οῦ. Δι­ό­τι τὸ ἔ­τος αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ δεύ­τε­ρο ἔ­τος τῆς πεί­νας στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τὶς χῶ­ρες, ποὺ γει­το­νεύ­ουν μὲ αὐ­τήν. Θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν δὲ ἄλ­λα πέν­τε χρό­νια ἀ­κό­μη, κα­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν θὰ γί­νε­ται οὔ­τε ὄρ­γω­μα οὔ­τε σπο­ρὰ τῆς γῆς οὔ­τε θε­ρι­σμός. Ὁ Θε­ὸς μὲ ἀ­πέ­στει­λε μὲ αὐ­τὸν τὸν θαυ­μα­στὸ τρό­πο στὴν Αἴ­γυ­πτο πρὶν ἀ­πὸ σᾶς, γιὰ νὰ μεί­νω καὶ χρη­σι­μεύ­σω ὡς μο­να­δι­κὸ στή­ριγ­μά σας στὴ γῆ, ὥ­στε νὰ σᾶς συν­τρέ­ξω καὶ τρο­φο­δο­τή­σω στὴ με­γά­λη σας στέ­ρη­ση. Ἑ­πο­μέ­νως δὲν μὲ ἐ­ξα­πο­στεί­λα­τε σεῖς ἐ­δῶ, ἀλ­λὰ μὲ ἐ­ξα­πέ­στει­λεν οὐ­σι­α­στι­κῶς ὁ Θε­ός. Αὐ­τὸς μὲ ἀ­νέ­δει­ξε πα­τέ­ρα τοῦ Φα­ρα­ὼ (δη­λα­δὴ ἰ­δι­αί­τε­ρο σύμ­βου­λο καὶ ἀ­νώ­τα­το ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χο του) καὶ κυ­βερ­νή­τη ὅ­λης τῆς βα­σι­λι­κῆς αὐ­λῆς του καὶ αὐ­θέν­τη ὅ­λης τῆς χώ­ρας τῆς Αἰ­γύ­πτου. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν βε­βαι­ω­θή­κα­τε, ὅ­τι δὲν κα­τα­λο­γί­ζω εἰς βά­ρος σας τὰ ὅ­σα μοῦ ἐ­κά­μα­τε, ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα ἀ­πο­δί­δω στὸν Θε­ό, πη­γαί­νε­τε τώ­ρα γρή­γο­ρα πί­σω στὸν πα­τέ­ρα μου καὶ πέ­στε του: «Αὐ­τὰ λέ­γει ὁ υἱ­ός σου ὁ Ἰ­ω­σὴφ· ὁ Θε­ὸς μὲ ἔ­κα­με αὐ­θέν­τη καὶ κυ­βερ­νή­τη ὅ­λης τῆς χώ­ρας τῆς Αἰ­γύ­πτου· ἔ­λα λοι­πὸν κον­τά μου χω­ρὶς κα­θυ­στέ­ρη­ση καὶ μὴ μεί­νεις στὴ Χα­να­άν. Ἔ­λα νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θεῖς ἐ­δῶ καὶ νὰ κα­τοι­κή­σεις στὴν πε­ρι­ο­χὴ Γε­σὲμ τῆς Ἀ­ρα­βί­ας· ἔ­τσι θὰ εἶ­σαι κον­τά μου σὺ καὶ τὰ παι­διά σου καὶ τὰ ἐγ­γό­νια σου, τὰ πρό­βα­τά σου καὶ τὰ βό­δια σου καὶ ὅ­λα, ὅ­σα ἔ­χεις. Καὶ ἐ­γὼ θὰ σὲ δι­α­θρέ­ψω καὶ θὰ σὲ συν­τη­ρή­σω ἐ­κεῖ στὴ Γε­σέμ, δι­ό­τι ἡ πεί­να θὰ δι­αρ­κέ­σει ἀ­κό­μη ἄλ­λα πέν­τε χρό­νια· ἔ­λα λοι­πὸν γιὰ νὰ μὴ ἐ­ξο­λο­θρευ­θεῖς ἀ­πὸ τὴν πεῖ­να σὺ καὶ τὰ παι­διά σου καὶ ὅ­λα τὰ ζῶ­α σου»». Ὁ Ἰ­ω­σὴφ συ­νέ­χι­σε καὶ εἶ­πεν ἀ­κό­μη πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς του: «Νά· τὰ μά­τια σας καὶ τὰ μά­τια τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μου (ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια μη­τέ­ρα μὲ μέ­να) τοῦ Βε­νια­μὶν βλέ­πουν, ὅ­τι δὲν σᾶς ὁ­μι­λεῖ κα­νέ­νας ἄλ­λος, πα­ρὰ τὸ δι­κό μου στό­μα εἶ­ναι αὐ­τό, ποὺ λα­λεῖ πρός σᾶς. Ἀ­παγ­γεί­λα­τε λοι­πὸν στὸν πα­τέ­ρα μου ὅ­λη τὴ δύ­να­μη, τὴν ἐ­ξου­σί­α, τὴ λάμ­ψη καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο, ποὺ ἔ­χω στὴν Αἴ­γυ­πτο, καὶ δι­η­γη­θῆ­τε σ᾿ αὐ­τὸν ὅ­λα, ὅ­σα εἴ­δα­τε· καὶ βι­α­σθεῖ­τε νὰ με­τα­βεῖ­τε στὴ Χα­να­ὰν καὶ νὰ μοῦ τὸν φέ­ρε­τε γρή­γο­ρα ἐ­δῶ στὴν Αἴ­γυ­πτο». Καὶ ὁ Ἰ­ω­σήφ, ἀ­φοῦ εἶ­πε αὐ­τὰ καὶ τοὺς πα­ρη­γό­ρη­σε, ἔ­πε­σε στὸν τρά­χη­λο τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Βε­νια­μίν, τὸν ἐ­ναγ­κα­λί­σθη­κε καὶ ἔ­κλαυ­σε ἀ­πὸ συγ­κί­νη­ση καὶ ἀ­γά­πη. Καὶ ὁ Βε­νια­μὶν ἐ­πί­σης ἔ­κλαυ­σε πε­σμέ­νος στὸν τρά­χη­λο τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Ἰ­ω­σήφ. Κα­τό­πιν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἐ­ναγ­κα­λί­σθη­κε ὅ­λους τοὺς ἀ­δελ­φούς του καὶ τοὺς κα­τε­φί­λη­σε μὲ δά­κρυ­α καὶ πολ­λὴ συγ­κί­νη­ση. Καὶ οἱ ἀ­δελ­φοί του ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὰ τό­σα, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­πε σ᾿ αὐ­τούς, με­τὰ τὰ δά­κρυ­α καὶ τὴν ὁ­δη­γί­α, ποὺ τοὺς ἔ­δω­κε, μό­λις μπό­ρε­σαν νὰ πά­ρουν θάρ­ρος καὶ νὰ ὁ­μι­λή­σουν ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ μὲ οἰ­κει­ό­τη­τα στὸν Ἰ­ω­σήφ. Καὶ ἀ­πὸ στό­μα σὲ στό­μα δι­ε­δό­θη ἡ εἴ­δη­ση στὸ ἀ­νά­κτο­ρο τοῦ Φα­ρα­ώ: «Ἔ­φθα­σαν ἐ­δῶ οἱ ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Ἰ­ω­σήφ». Στὸ ἄ­κου­σμα τῆς εἴ­δη­σης αὐ­τῆς χά­ρη­κε ὁ Φα­ρα­ὼ καὶ ὅ­λοι οἱ αὐ­λι­κοί του.


ΣΧΟΛΙΑ:
1. Νὰ θαυ­μά­σου­με ἐ­δῶ τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πέ­ναν­τι στὰ ἀ­δέλ­φια του καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πέ­ναν­τι στὸν ὁ­μο­μή­τριο ἀ­δελ­φό του, τὸν Βε­νια­μίν. Ἀ­πο­μά­κρυ­νε ὅ­λους τους Αἰ­γυ­πτί­ους γιὰ νὰ μὴν τὸν δοῦν στὴν κα­θα­ρὰ προ­σω­πι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μα­ζί τους.
2. Νὰ θαυ­μά­σου­με ἀ­κό­μα τὴν ἀ­νε­ξι­κα­κί­α τοῦ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πέ­ναν­τι στὰ ἀ­δέλ­φια του ποὺ πρὶν ἀ­πὸ χρό­νια τὸν πώ­λη­σαν δοῦ­λο σὲ κά­ποι­ους ἐμ­πό­ρους ποὺ πή­γαι­ναν στὴν Αἴ­γυ­πτο, προ­κει­μέ­νου νὰ τὸν ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­φοῦ τὸν ζή­λευ­αν. Ὁ Ἰ­ω­σὴφ εἶ­χε κά­θε λό­γο νὰ τοὺς ἐκ­δι­κη­θεῖ τώ­ρα καὶ νὰ χαι­ρε­κα­κή­σει γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α στὴν ὁ­ποί­α βρέ­θη­καν. Ἀν­ταυ­τοῦ ὅ­μως ὁ Ἰ­ω­σὴφ ποὺ εἶ­ναι τύ­πος τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τοὺς συγ­χω­ρεῖ καὶ τοὺς μι­λᾶ μὲ πολ­λὴν ἀ­γά­πη, σὰν νὰ μὴν τοῦ ἔ­κα­ναν κα­νέ­να κα­κό. Ἐκεῖνος πῶς συμπεριφέρθηκε στοὺς σταυρωτές Του;
3. Νὰ δοῦ­με ἀ­κό­μη πῶς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸ κα­κὸ ποὺ τοῦ ἔ­κα­ναν τὰ ἀ­δέλ­φια του. «μὴ σᾶς τα­ράσ­σει τοῦ­το οὔ­τε νὰ θε­ω­ρεῖ­τε σκλη­ρὸ καὶ ἀ­πάν­θρω­πο τὸ ὅ­τι μὲ ἐ­πω­λή­σα­τε ἐ­δῶ· δι­ό­τι τὰ γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ ὀ­φεί­λον­ται σὲ θεί­α οἰ­κο­νο­μί­α. Αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κά­μα­τε ἦ­ταν μὲν κα­κὸ με­γά­λο, οὐ­σι­α­στι­κῶς ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μὲ ἀ­πέ­στει­λε ἐ­δῶ πρὶν ἀ­πὸ σᾶς γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῆς ζω­ῆς σας καὶ τῆς ζω­ῆς τοῦ λα­οῦ». Μή­πως αὐ­τὸ λέ­ει κά­τι καὶ σὲ μᾶς ποὺ ἀγ­χω­νού­μα­στε σή­με­ρα καὶ γογ­γύ­ζου­με γιὰ τὸν κο­ρω­νο­ϊ­ὸ καὶ ψά­χνου­με μέ­σα ἀ­πὸ ποι­κί­λες συ­νο­μω­σι­ο­λο­γί­ες νὰ βροῦ­με ποι­ὸς φταί­ει καὶ νὰ δι­α­μαρ­τυ­ρό­μα­στε γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ μᾶς βρῆ­κε; Τί λέ­ει στὰ ἀ­δέλ­φια του ὁ Ἰ­ω­σήφ; «Αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κά­μα­τε ἦ­ταν μὲν κα­κὸ με­γά­λο, οὐ­σι­α­στι­κῶς ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μὲ ἀ­πέ­στει­λε ἐ­δῶ». Οἱ ἄν­θρω­ποι μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζον­ται τὸ κα­κὸ καὶ νὰ θέ­λουν τὴν κα­τα­στρο­φή μας. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως, ἡ Θεί­α Πρό­νοι­α, μπο­ρεῖ καὶ ἀ­πὸ τὸ χει­ρό­τε­ρο κα­κὸ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει νὰ βροῦ­με ὠ­φέ­λεια γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Τὶ λέει ἐξάλλου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «13 πει­ρα­σμὸς ὑ­μᾶς οὐκ εἴ­λη­φεν εἰ μὴ ἀν­θρώ­πι­νος· πι­στὸς δὲ ὁ Θε­ός, ὃς οὐκ ἐ­ά­σει ὑ­μᾶς πει­ρα­σθῆ­ναι ὑ­πὲρ ὃ δύ­να­σθε, ἀλ­λὰ ποι­ή­σει σὺν τῷ πει­ρα­σμῷ καὶ τὴν ἔκ­βα­σιν τοῦ δύ­να­σθαι ὑ­μᾶς ὑ­πε­νεγ­κεῖν.» (Α΄ Κορ.ι΄[10] 13) ΕΡΜΗΝΕΙΑ.  « 13 Δέν σᾶς κα­τέ­λα­βε μέ­χρι τώ­ρα πει­ρα­σμός με­γά­λος, ἀλ­λά κά­θε πει­ρα­σμός πού ἀν­τι­με­τω­πί­σα­τε ἦ­ταν προ­σω­ρι­νός καί ἀ­νά­λο­γος μέ τίς ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις σας. Κι ὅ­σο γιά τούς πει­ρα­σμούς πού ἐν­δέ­χε­ται νά σᾶς βροῦν στό μέλ­λον, καί ἐ­πει­δή μέ τήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν εἰ­δω­λο­θύ­των θά γί­νε­στε δυ­σά­ρε­στοι στούς εἰ­δω­λο­λά­τρες, μήν ξε­χνᾶ­τε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ξι­ό­πι­στος ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος σύμ­φω­να μέ τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του δέν θά σᾶς ἀ­φή­σει νά πει­ρα­σθεῖ­τε πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τή δύ­να­μή σας· ἀλ­λά μα­ζί μέ τόν πει­ρα­σμό θά φέ­ρει καί τό τέ­λος του, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ­τε νά τόν ἀν­τέ­ξε­τε.»
Γι᾿ αὐ­τό, ἀ­δελ­φοὶ ἄς ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με ἀ­πό­λυ­τα τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ στὸ πλά­σμα Του καὶ ἂς συμ­μορ­φω­νό­μα­στε στὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τῶν εἰ­δι­κῶν καὶ ἂς «μέ­νου­με σπί­τι».





Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου