Στὸ σημερινὸ (8/4) πρῶτο Ἀνάγνωσμα στὴν Προηγιασμένη
Θεία Λειτουργία διαβάστηκε τὸ πιὸ κάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς
Γενέσεως.
ΓΕΝΕΣΕΩΣ
ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Προσήνεγκαν
τῷ Ἰωσὴφ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν εἰς τὸν
οἶκον, καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν. Ἠρώτησε δὲ αὐτούς,
πῶς ἔχετε; καί εἶπεν αὐτοῖς· Ὑγιαίνει ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ πρεσβύτης, ὃν εἴπατε
ἔτι ζῆν· οἱ δὲ εἶπον· Ὑγιαίνει, ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἔτι ζῇ. Καὶ εἶπεν·
Εὐλογητός ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ Θεῷ, καὶ κύψαντες προσεκύνησαν αὐτῷ.
Ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς Ἰωσήφ, εἶδε Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
τὸν ὁμομήτριον, καὶ εἶπεν· Οὗτός ἐστιν ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος, ὃν
εἴπατε πρός με ἀγαγεῖν, καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐλεῆσαι σε τέκνον. Ἐταράχθη
δὲ Ἰωσήφ· συνεστρέφετο γὰρ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ,
καὶ ἐζήτει κλαῦσαι, εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ ταμεῖον, ἔκλαυσεν ἐκεῖ, καὶ νιψάμενος
τὸ πρόσωπον, ἐξελθὼν ἐνεκρατεύσατο.
Καὶ
οὐκ ἠδύνατο Ἰωσήφ ἀνέχεσθαι πάντων τῶν παρεστηκότων αὐτῷ, ἀλλ' εἶπεν·
Ἐξαποστείλατε πάντας ἀπ' ἐμοῦ, καὶ οὐ παρειστήκει οὐδεὶς τῷ Ἰωσήφ,
ἡνίκα ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ ἀφῆκε φωνὴν μετὰ
κλαυθμοῦ. Ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ ἀκουστὸν
ἐγένετο εἰς τὸν οἶκον Φαραώ. Εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ·
Ἐγώ εἰμι Ἰωσήφ, ἔτι ὁ πατήρ μου ζῇ; Καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἀδελφοὶ ἀποκριθῆναι
αὐτῷ· ἐταράχθησαν γάρ. Εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. Ἐγγίσατε
πρός με, καὶ ἤγγισαν. Καὶ εἶπεν· Ἐγώ εἰμι Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ὃν ἀπέδοσθε
εἰς Αἴγυπτον, νῦν οὖν μὴ λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανείτω, ὅτι ἀπέδοσθέ
με ᾧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν. Τοῦτο γὰρ δεύτερον
ἔτος λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔτι λοιπὰ πέντε ἔτη, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἀροτρίασις,
οὐδὲ ἀμητός. Ἀπέστειλε γάρ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν, ὑπολείπεσθαι
ὑμῖν κατάλειμμα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐκθρέψαι ὑμῶν κατάλειψιν μεγάλην·
νῦν οὖν οὐχ ὑμεῖς με ἀπεστάλκατε ᾧδε, ἀλλὰ ὁ Θεός, καὶ ἐποίησέ με, ὡς
πατέρα Φαραὼ καὶ Κύριον παντὸς τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς
Αἰγύπτου. Σπεύσαντες οὖν, ἀνάβητε πρὸς τὸν πατέρα μου, καὶ εἴπατε αὐτῷ·
Τάδε λέγει ὁ υἱός σου Ἰωσήφ. Ἐποίησέ με ὁ Θεὸς κύριον πάσης γῆς Αἰγύπτου·
κατάβηθι οὖν πρός με, καὶ μὴ μείνῃς, καὶ κατοικήσεις ἐν γῇ Γεσὲμ Ἀραβίας,
καὶ ἔσῃ ἐγγύς μου σύ, καὶ οἱ υἱοί σου, καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν σου, τὰ πρόβατά
σου, καὶ οἱ βόες σου, καὶ ὅσα σοι ἐστι, καὶ ἐκθρέψω σε ἐκεῖ· ἔτι γὰρ πέντε
ἔτη λιμὸς ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς, ἵνα μὴ ἐκτριβῇς σύ, καὶ οἱ υἱοί σου, καὶ πάντα
τὰ ὑπάρχοντά σου. Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν βλέπουσι, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Βενιαμὶν
τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅτι τὸ στόμα μου τὸ λαλοῦν πρὸς ὑμᾶς. Ἀπαγγείλατε οὖν
τῷ πατρί μου πᾶσαν τὴν δόξαν μου τὴν ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ὅσα ἴδετε, καὶ ταχύναντες,
καταγάγετε τὸν πατέρα μου ᾧδε. Καὶ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον Βενιαμὶν
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἔκλαυσεν ἐπ' αὐτῷ, καὶ Βενιαμὶν ἔκλαυσεν ἐπὶ τῷ τραχήλῳ
αὐτοῦ. Καὶ καταφιλήσας πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, ἔκλαυσεν ἐπ' αὐτοῖς,
καὶ μετὰ ταῦτα, ἐλάλησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς αὐτόν. Καὶ διεβοήθη
ἡ φωνὴ εἰς τὰ ὦτα Φαραώ, λέγοντες· Ἥκασιν
οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσήφ. Ἐχάρη δὲ Φαραώ, καὶ πᾶσα ἡ θεραπεία αὐτοῦ.
(Γεν. μγ' [43] 25-30 με' [45] 1-16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ)
Ἦλθε ὁ Ἰωσὴφ στὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Τότε
οἱ ἕνδεκα ἀδελφοὶ τοῦ πρόσφεραν ἐκεῖ στὸ σπίτι του τὰ δῶρα, ποὺ κρατοῦσαν
στὰ χέρια τους, καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ τὸν προσκύνησαν ὡς
ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ρώτησε μὲ
εὐγένεια καὶ φιλοφροσύνη: «Πῶς εἶσθε;
πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας;» Πάλιν τοὺς ρώτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον: «Εἶναι καλὰ ὁ πατέρας σας, ὁ γέροντας,
γιὰ τὸν ὁποῖο μοῦ εἴπατε στὴν προηγούμενη συνάντηση; Ζεῖ ἀκόμη;» Αὐτοὶ
δὲ τοῦ ἀπάντησαν μὲ πολλὴ συντριβή: «Μάλιστα·
ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶναι καλὰ στὴν ὑγεία του· ζεῖ ἀκόμη».
Καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶπε: «Εὐλογημένος ἀπὸ
τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ὁ Θεὸς εἴθε νὰ τοῦ δώσει κάθε πνευματικὸ
καὶ ὑλικὸ ἀγαθό». Οἱ ἀδελφοί του, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὶς εὐχαριστίες
των γιὰ τὴν εὐχή, ἔσκυψαν πάλιν καὶ τὸν προσκύνησαν. Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ σήκωσε
τὰ μάτια του, ἐξέτασε μὲ τρόπο μεταξὺ τῶν ἕνδεκα, καὶ εἶδε τὸν Βενιαμίν,
τὸν ἀδελφὸ ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα μὲ αὐτόν. Ὅταν τὸν εἶδε, εἶπε στοὺς ἄλλους:
«Αὐτὸς εἶναι ὁ μικρότερος ἀδελφός
σας, τὸν ὁποῖο εἴπατε ὅτι θὰ μοῦ ἐφέρνατε;» Καὶ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς
τὸν Βενιαμίν, τοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ
εὐλογήσει καὶ νὰ φανεῖ ἵλεως σὲ σένα, παιδί μου!» Ἐταράχθηκε δὲ
ὁ Ἰωσὴφ καὶ «ἀνακατεύθηκαν τὰ σωθικά
του», ἡ καρδιά του πῆγε νὰ σπάσει ἀπὸ τὴ δυνατὴ συγκίνηση, διότι
τὸν ἐνίκησεν ἡ φυσικὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν μόνο ὁμομήτριο ἀδελφό
του. Γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε ἀμέσως, ὥστε νὰ βρεῖ ἀπόμερο, μοναχικὸ τόπο νὰ κλαύσει.
Διὰ νὰ μὴ προδοθεῖ μπῆκε στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό του καὶ ἐκεῖ ξέσπασε
σὲ πολλὰ δάκρυα. Ἀφοῦ ξεθύμανε ἡ συγκίνησή του, ἔνιψε καὶ σκούπισε
τὸ πρόσωπό του, βγῆκε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς ἀδελφούς του, κυριαρχώντας
στὰ συναισθήματά του.
Ὁ Ἰωσὴφ δὲν μποροῦσε
πιὰ νὰ κυβερνᾶ τὰ ἔντονα συναισθήματά του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ
προδοθεῖ μπροστὰ στὴν ἀκολουθία του, διέταξε· «ἀπομακρύνατε ὅλους
τοὺς Αἰγυπτίους ἀπὸ κοντά μου». Ἔτσι δὲν ἔμεινε κανένας Αἰγύπτιος
δίπλα ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, ὅταν φανερωνόταν στοὺς ἀδελφούς του. Ἀφοῦ ἔμεινε
μόνος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του, ξέσπασε, φώναξε καὶ ἔκλαυσε μὲ πολὺ
δυνατοὺς λυγμοὺς· τὸ γεγονὸς τοῦτο τὸ πληροφορήθησαν ὅλοι οἰ Αἰγύπτιοι·
ἔγινε ἐπίσης γνωστὸ τὸ γεγονὸς στὸ παλάτι καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ Φαραώ.
Εἶπε δὲ ὁ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ. Ζεῖ ἀκόμη ὁ πατέρας μου ὁ Ἰακώβ;» Ὅταν
οἱ ἀδελφοί του ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτά, δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀπαντήσουν·
ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἐστέκονταν ἐμπρός του μὲ ἀμηχανία, διότι ἀναστατώθησαν
καὶ τρομοκρατήθησαν. Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει καὶ τοὺς καθησυχάσει
τοὺς εἶπε: «Παρακαλῶ, ἐλᾶτε κοντά
μου· πλησιάστε, γιὰ νὰ μιλήσουμε ὡς ἀδελφοί». Ἐκεῖνοι πῆραν θάρρος
καὶ πλησίασαν. Τότε γιὰ νὰ μαλακώσει τὴ θλίψη καὶ καθησυχάσει τοὺς φόβους
των τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ, ὁ
ἀδελφός σας· αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐπωλήσατε ὡς δοῦλο στὴν Αἴγυπτο. Τώρα
ὅμως μὴ λυπεῖσθε· μὴ σᾶς ταράσσει τοῦτο οὔτε νὰ θεωρεῖτε σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο
τὸ ὅτι μὲ ἐπωλήσατε ἐδῶ· διότι τὰ γεγονότα αὐτὰ ὀφείλονται σὲ
θεία οἰκονομίαν. Αὐτὸ ποὺ ἐκάματε ἦταν μὲν κακὸ μεγάλο, οὐσιαστικῶς
ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε ἐδῶ πρὶν ἀπὸ σᾶς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ζωῆς
σας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ. Διότι τὸ ἔτος αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο ἔτος τῆς
πείνας στὴν Αἴγυπτο καὶ τὶς χῶρες, ποὺ γειτονεύουν μὲ αὐτήν. Θὰ ἀκολουθήσουν
δὲ ἄλλα πέντε χρόνια ἀκόμη, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ γίνεται οὔτε ὄργωμα
οὔτε σπορὰ τῆς γῆς οὔτε θερισμός. Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε μὲ αὐτὸν τὸν
θαυμαστὸ τρόπο στὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ σᾶς, γιὰ νὰ μείνω καὶ χρησιμεύσω
ὡς μοναδικὸ στήριγμά σας στὴ γῆ, ὥστε νὰ σᾶς συντρέξω καὶ τροφοδοτήσω
στὴ μεγάλη σας στέρηση. Ἑπομένως δὲν μὲ ἐξαποστείλατε σεῖς ἐδῶ, ἀλλὰ
μὲ ἐξαπέστειλεν οὐσιαστικῶς ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ ἀνέδειξε πατέρα τοῦ
Φαραὼ (δηλαδὴ ἰδιαίτερο σύμβουλο καὶ ἀνώτατο ἀξιωματοῦχο του)
καὶ κυβερνήτη ὅλης τῆς βασιλικῆς αὐλῆς του καὶ αὐθέντη ὅλης τῆς χώρας
τῆς Αἰγύπτου. Ἀφοῦ λοιπὸν βεβαιωθήκατε, ὅτι δὲν καταλογίζω εἰς βάρος
σας τὰ ὅσα μοῦ ἐκάματε, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀποδίδω στὸν Θεό, πηγαίνετε
τώρα γρήγορα πίσω στὸν πατέρα μου καὶ πέστε του: «Αὐτὰ λέγει ὁ υἱός
σου ὁ Ἰωσὴφ· ὁ Θεὸς μὲ ἔκαμε αὐθέντη καὶ κυβερνήτη ὅλης τῆς χώρας τῆς
Αἰγύπτου· ἔλα λοιπὸν κοντά μου χωρὶς καθυστέρηση καὶ μὴ μείνεις στὴ
Χαναάν. Ἔλα νὰ ἐγκατασταθεῖς ἐδῶ καὶ νὰ κατοικήσεις στὴν περιοχὴ
Γεσὲμ τῆς Ἀραβίας· ἔτσι θὰ εἶσαι κοντά μου σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ τὰ ἐγγόνια
σου, τὰ πρόβατά σου καὶ τὰ βόδια σου καὶ ὅλα, ὅσα ἔχεις. Καὶ ἐγὼ θὰ σὲ
διαθρέψω καὶ θὰ σὲ συντηρήσω ἐκεῖ στὴ Γεσέμ, διότι ἡ πείνα θὰ διαρκέσει
ἀκόμη ἄλλα πέντε χρόνια· ἔλα λοιπὸν γιὰ νὰ μὴ ἐξολοθρευθεῖς ἀπὸ τὴν
πεῖνα σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ ὅλα τὰ ζῶα σου»». Ὁ Ἰωσὴφ συνέχισε καὶ
εἶπεν ἀκόμη πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Νά·
τὰ μάτια σας καὶ τὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ μου (ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα μὲ μένα)
τοῦ Βενιαμὶν βλέπουν, ὅτι δὲν σᾶς ὁμιλεῖ κανένας ἄλλος, παρὰ τὸ δικό
μου στόμα εἶναι αὐτό, ποὺ λαλεῖ πρός σᾶς. Ἀπαγγείλατε λοιπὸν στὸν πατέρα
μου ὅλη τὴ δύναμη, τὴν ἐξουσία, τὴ λάμψη καὶ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ ἔχω στὴν
Αἴγυπτο, καὶ διηγηθῆτε σ᾿ αὐτὸν ὅλα, ὅσα εἴδατε· καὶ βιασθεῖτε νὰ
μεταβεῖτε στὴ Χαναὰν καὶ νὰ μοῦ τὸν φέρετε γρήγορα ἐδῶ στὴν Αἴγυπτο».
Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ τοὺς παρηγόρησε, ἔπεσε στὸν τράχηλο
τοῦ ἀδελφοῦ του Βενιαμίν, τὸν ἐναγκαλίσθηκε καὶ ἔκλαυσε ἀπὸ συγκίνηση
καὶ ἀγάπη. Καὶ ὁ Βενιαμὶν ἐπίσης ἔκλαυσε πεσμένος στὸν τράχηλο τοῦ ἀδελφοῦ
του Ἰωσήφ. Κατόπιν ὁ Ἰωσὴφ ἐναγκαλίσθηκε ὅλους τοὺς ἀδελφούς του
καὶ τοὺς κατεφίλησε μὲ δάκρυα καὶ πολλὴ συγκίνηση. Καὶ οἱ ἀδελφοί του
ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα, τὰ ὁποῖα εἶπε σ᾿ αὐτούς, μετὰ τὰ δάκρυα καὶ τὴν ὁδηγία,
ποὺ τοὺς ἔδωκε, μόλις μπόρεσαν νὰ πάρουν θάρρος καὶ νὰ ὁμιλήσουν ἐλεύθερα
καὶ μὲ οἰκειότητα στὸν Ἰωσήφ. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα διεδόθη ἡ εἴδηση
στὸ ἀνάκτορο τοῦ Φαραώ: «Ἔφθασαν ἐδῶ
οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ». Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης αὐτῆς χάρηκε ὁ Φαραὼ
καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοί του.
ΣΧΟΛΙΑ:
1. Νὰ θαυμάσουμε ἐδῶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀγάπη
τοῦ Ἰωσὴφ ἀπέναντι στὰ ἀδέλφια του καὶ ἰδιαίτερα ἀπέναντι στὸν ὁμομήτριο
ἀδελφό του, τὸν Βενιαμίν. Ἀπομάκρυνε ὅλους τους Αἰγυπτίους γιὰ νὰ μὴν
τὸν δοῦν στὴν καθαρὰ προσωπικὴ ἐπικοινωνία του μαζί τους.
2. Νὰ θαυμάσουμε ἀκόμα τὴν ἀνεξικακία τοῦ Ἰωσὴφ
ἀπέναντι στὰ ἀδέλφια του ποὺ πρὶν ἀπὸ χρόνια τὸν πώλησαν δοῦλο σὲ κάποιους
ἐμπόρους ποὺ πήγαιναν στὴν Αἴγυπτο, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαλλαγοῦν ἀφοῦ
τὸν ζήλευαν. Ὁ Ἰωσὴφ εἶχε κάθε λόγο νὰ τοὺς ἐκδικηθεῖ τώρα καὶ νὰ χαιρεκακήσει
γιὰ τὴν ἀδυναμία στὴν ὁποία βρέθηκαν. Ἀνταυτοῦ ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ποὺ εἶναι
τύπος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοὺς συγχωρεῖ καὶ τοὺς μιλᾶ μὲ πολλὴν
ἀγάπη, σὰν νὰ μὴν τοῦ ἔκαναν κανένα κακό. Ἐκεῖνος πῶς συμπεριφέρθηκε στοὺς
σταυρωτές Του;
3. Νὰ δοῦμε ἀκόμη πῶς ἀντιμετωπίζει τὸ κακὸ ποὺ
τοῦ ἔκαναν τὰ ἀδέλφια του. «μὴ σᾶς ταράσσει
τοῦτο οὔτε νὰ θεωρεῖτε σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο τὸ ὅτι μὲ ἐπωλήσατε ἐδῶ·
διότι τὰ γεγονότα αὐτὰ ὀφείλονται σὲ θεία οἰκονομία. Αὐτὸ ποὺ ἐκάματε
ἦταν μὲν κακὸ μεγάλο, οὐσιαστικῶς ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε ἐδῶ πρὶν
ἀπὸ σᾶς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ζωῆς σας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ». Μήπως αὐτὸ
λέει κάτι καὶ σὲ μᾶς ποὺ ἀγχωνούμαστε σήμερα καὶ γογγύζουμε γιὰ τὸν κορωνοϊὸ
καὶ ψάχνουμε μέσα ἀπὸ ποικίλες συνομωσιολογίες νὰ βροῦμε ποιὸς
φταίει καὶ νὰ διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε; Τί λέει στὰ ἀδέλφια
του ὁ Ἰωσήφ; «Αὐτὸ ποὺ ἐκάματε ἦταν μὲν κακὸ μεγάλο, οὐσιαστικῶς ὅμως
ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε ἐδῶ». Οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ ἐργάζονται τὸ κακὸ καὶ
νὰ θέλουν τὴν καταστροφή μας. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἡ Θεία Πρόνοια, μπορεῖ καὶ
ἀπὸ τὸ χειρότερο κακὸ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ βροῦμε ὠφέλεια γιὰ τὴ σωτηρία
μας. Τὶ λέει ἐξάλλου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «13 πειρασμὸς ὑμᾶς
οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι
ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι
ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν.» (Α΄ Κορ.ι΄[10] 13) ΕΡΜΗΝΕΙΑ. « 13 Δέν σᾶς κατέλαβε
μέχρι τώρα πειρασμός μεγάλος, ἀλλά κάθε πειρασμός πού ἀντιμετωπίσατε
ἦταν προσωρινός καί ἀνάλογος μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις σας. Κι ὅσο
γιά τούς πειρασμούς πού ἐνδέχεται νά σᾶς βροῦν στό μέλλον, καί ἐπειδή μέ
τήν ἀποφυγή τῶν εἰδωλοθύτων θά γίνεστε δυσάρεστοι στούς εἰδωλολάτρες,
μήν ξεχνᾶτε ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σύμφωνα
μέ τίς ὑποσχέσεις του δέν θά σᾶς ἀφήσει νά πειρασθεῖτε παραπάνω ἀπό
τή δύναμή σας· ἀλλά μαζί μέ τόν πειρασμό θά φέρει καί τό τέλος του, ὥστε
νά μπορεῖτε νά τόν ἀντέξετε.»
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοὶ
ἄς ἐμπιστευτοῦμε ἀπόλυτα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸ πλάσμα Του καὶ ἂς συμμορφωνόμαστε
στὶς ὑποδείξεις τῶν εἰδικῶν καὶ ἂς «μένουμε σπίτι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου