ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
(19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων,
ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας
ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο
ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν
πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς
καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν
αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν
τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς
δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας.
Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ
τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς·
Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ,
ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς,
καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ
καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
(Πράξ. Ἀποστ. a΄[1] 1 – 8)
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ... ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»
Μέσα στὴν πανηγυρικὴ καὶ ἐνθουσιαστικὴ
ἀτμόσφαιρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ ἀναστάντος
Κυρίου, ὅπως μᾶς τὴν μεταφέρει τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς
τοῦ Πάσχα: «Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ
καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Ἀπευθύνεται ὁ Κύριος στοὺς Μαθητές
του καὶ τοὺς δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ ἱερὸ ἔργο ποὺ πρόκειται νὰ ἀναλάβουν.
Τοὺς ὑπόσχεται ὅτι θὰ λάβουν δύναμη καὶ ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
κι ἔτσι θὰ γίνουν μάρτυρες τῆς ζωῆς καὶ τῆς διδασκαλίας του καὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶ στὴ Σαμάρεια καὶ μέχρι τὸ τελευταῖο καὶ
πιὸ ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς γῆς.
Θὰ γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως.
Θὰ δώσουν τὴ μαρτυρία τους, θὰ βεβαιώσουν δηλαδὴ μὲ τὰ λόγια τους καὶ
τὴ ζωή τους ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Ἂς δοῦμε πῶς αὐτὸ ἐπαληθεύθηκε
πρῶτον μὲν στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, κι ἔπειτα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
διαχρονικά.
1. Ή μαρτυρία τῶν
Ἀποστόλων
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀπὸ τὴ
στιγμὴ ποὺ ἔλαβαν τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς, ἄρχισαν νὰ κηρύττουν μὲ θάρρος καὶ παρρησία καὶ νὰ
βεβαιώνουν ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, σταυρώθηκε
καὶ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴ σωτηρία καὶ τὴν αἰώνια
ζωή.
Πράγματι κάνει ἐντύπωση ἡ
δυνατὴ πίστη καὶ ἡ θαρραλέα ὁμολογία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ ἀπόστολος
Πέτρος, ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα τῶν ἁγίων Παθῶν ἀπὸ φόβο εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν
Χριστό, τώρα δὲν διστάζει νὰ κηρύξει τὴν Ἀνάσταση ἐνώπιον χιλιάδων
Ἑβραίων καὶ τονίζει ὅτι εἶναι «μάρτυς τοῦ ἀναστάντος» (Πράξ. β'[2]
32). Μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τολμοῦν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀλήθεια ἀκόμα
καὶ μέσα στὸ ἰουδαϊκὸ Συνέδριο, χωρὶς νὰ κάμπτονται ἀπὸ τὶς φοβέρες
καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἃ εἴδομεν
καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν», δηλώνουν. Δηλαδή, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μιλᾶμε
γι᾿ αὐτὰ ποὺ εἴδαμε κι ἀκούσαμε, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπὸ προσωπικὴ πείρα
ζοῦμε καὶ πιστεύουμε (Πράξ. δ'[4] 20).
Κηρύττουν μὲ παρρησία οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὄχι μόνο μὲ τὸν λόγο τους ἀλλὰ
καὶ μὲ τὴν ἁγία ζωή τους. Καὶ ἡ μαρτυρία τους αὐτὴ δὲν δίνεται μόνο
μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας, ἀλλὰ ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου
ξεκινοῦν τὸ θαυμαστὸ ἔργο τῆς μαρτυρίας τῆς Ἀναστάσεως «εἰς πάντα
τὰ ἔθνη».
Μιὰ μαρτυρία ποὺ γινόταν καὶ
μαρτύριο: Συχνὰ ἔμεναν νηστικοὶ καὶ ξάγρυπνοι, πραγματοποιοῦσαν ἐξαντλητικὲς
ὁδοιπορίες κάτω ἀπὸ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες, ὑπέφεραν σκληρὰ
βασανιστήρια, φυλακίσεις, ἐξορίες, μαρτύρια. Οἱ δυσκολίες ὅμως
αὐτὲς ὄχι μόνο δὲν μείωναν τὸν ζῆλο τους ἀλλὰ δημιουργοῦσαν στὶς ψυχές
τους μεγαλύτερο ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς ἔκαναν νὰ ποθοῦν μὲ περισσότερη
προθυμία νὰ χύσουν ἀκόμη καὶ τὸ αἷμα τους χάριν τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔδινε καὶ «ἱκανὴν ἀπόδειξιν», ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ἦταν «κήρυκες ἀληθείας» (PG 63, 498-499).
2. Ἡ μαρτυρία τῆς
Ἐκκλησίας
Τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων ἀκολούθησαν ἀναρίθμητοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀπόστολοι,
Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Εἶναι πράγματι ἐκπληκτικὸ
νὰ διαβάζει κανεὶς στὸ Συναξάρι γιὰ πιστοὺς κάθε ἡλικίας, ἀκόμη
καὶ νέα παιδιά, ἀγόρια καὶ κορίτσια, ποὺ παρουσιαζονταν ἀτρόμητοι
μπροστὰ στοὺς πιὸ σκληροὺς ἄρχοντες καὶ μὲ παρρησία ὁμολογοῦσαν τὴν
πίστη τους στὸν ἀναστάντα Κύριο. Ἡ πίστη τους στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
τοὺς ὅπλιζε μὲ θάρρος καὶ δύναμη. Τοὺς ἔκανε νὰ περιφρονοῦν τὶς πιὸ
δελεαστικὲς ὑποσχέσεις γιὰ πλούτη καὶ δόξα, νὰ μὴν ὑπολογίζουν
τοὺς ἀφόρητους πόνους ἀπὸ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, νὰ μὴ φοβοῦνται
τὸν θάνατο, προσδοκώντας τὴν αἰώνια ζωή. Ἔγιναν ἔτσι μάρτυρες τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Καὶ σ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων οἱ πιστοί,
μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δίνουν τὴ μαρτυρία τους γιὰ
τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Τὴ δίνουν μὲ τὸν λόγο τους, κυρίως ὅμως μὲ
τὴ ζωή τους, ποὺ εἶναι ζωὴ ἀναστημένη, γεμάτη ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ
τῆς Ἀναστάσεως.
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὸ ὅμως
εἶναι τὸ ἔργο τῶν ἱεραποστόλων σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς.
Αὐτοί, βαδίζοντας στὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, κήρυξαν καὶ συνεχίζουν
νὰ κηρύττουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», παρὰ τὶς
κακουχίες καὶ τὶς πρωτοφανεῖς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν.
Στὴν ἁλυσίδα αὐτὴ τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων καὶ Ὁσίων καλούμαστε κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας
νὰ λάβουμε τὴ δική μας θέση. Ἂς ἀγωνιζόμαστε λοιπὸν νὰ ζοῦμε ὅπως
θέλει ὁ Θεὸς· ἂς προχωροῦμε στὴ ζωὴ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, χωρὶς νὰ λυγίζουμε
στὶς δυσκολίες καὶ τὶς θλίψεις· καὶ τότε θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς μάρτυρες
τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ θὰ κηρύττουμε «ἔργῳ καὶ λόγῳ» ὅτι ὁ
Κύριος ἀληθῶς ἀνέστη!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ
Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι'
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ
ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει,
καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ
Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ
περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ
φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει
πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος
δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ
οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν
τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ
αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς, ἀλλ'
ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν,
καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός,
πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν
λέγων· Οὗτος ἦν ὃν εἶπον, Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν,
ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν,
καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ
ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
(Ἰωάν. a΄[1]
1 – 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὴν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε ὁ Υἱός
τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀχρόνως ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς
Λόγος ἀπὸ ἀπειροτέλειο καὶ πάνσοφο Νοῦ. Καὶ ὁ Λόγος ὡς δεύτερο πρόσωπο
τῆς Θεότητος ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ πάντοτε ἑνωμένος
μαζί του. Καὶ ἦταν Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος. Στὴν ἀρχή τῆς δημιουργίας
αὐτὸς ὑπῆρχε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὅλα τὰ δημιουργήματα δημιουργήθηκαν
δι’ αὐτοῦ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· καὶ χωρὶς
αὐτὸν δὲν ἔγινε τὸ παραμικρὸ ἀπ' ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει. Εἶχε μέσα
του τὴ ζωή, καὶ αὐτός, ὡς πηγὴ τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι, δημιούργησε καὶ συντηρεῖ
κάθε ζωή. Καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι λογικὰ ὄντα, ἦταν ἀπὸ τὴν
ἀρχή καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, ποὺ φωτίζει τὸ νοῦ τους καὶ τοὺς ὁδηγεῖ
στὴν ἀλήθεια. Τὸ φῶς βέβαια σκορπίζει τὴ λάμψη του καὶ ἀνάμεσα στοὺς
ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη, γιὰ
νὰ τοὺς φωτίσει κι αὐτούς. Ἀλλὰ οἱ σκοτισμένοι αὐτοί ἄνθρωποι δὲν τὸ
ἀντιλήφθηκαν καὶ δὲν τὸ ἐγκολπώθηκαν, ἀλλά καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἐξουδετερώσουν
καὶ νὰ τὸ κατανικήσουν. Γιὰ νὰ γνωρίσουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τὸ φῶς, ἐμφανίστηκε
κάποιος ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ λεγόταν Ἰωάννης.
Αὐτὸς ἦλθε ἔχοντας ὡς κύρια ἀποστολή του νὰ δώσει τὴ μαρτυρία του
γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἦλθε δηλαδὴ νὰ δώσει τὴ μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ
φῶς, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ κήρυγμά του στὸν Ἰησοῦ
Χριστό. Δὲν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τὸ φῶς, ἄλλα ἦλθε ἀπεσταλμένος ἀπὸ
τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ
φῶς. Ὡς Λόγος καὶ ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦταν πάντοτε ὁ Χριστὸς
τὸ ἀπολύτως τέλειο φῶς, ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ φωτός, ποὺ φωτίζει κάθε
ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχή στὸν κόσμο, προνοοῦσε
καί κυβερνοῦσε τὸν κόσμο. Καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα ἀπ'
τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος κι ὁ οὐράνιος κόσμος, διαμέσου
αὐτοῦ ἔγιναν. Κι ὅμως, ὅταν αὐτὸς σαρκώθηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ
διεφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν προσκολλημένος στὰ γήινα
δὲν τὸν ἀναγνώρισε ὡς δημιουργό του. Καὶ ὄχι μόνο ὁ κόσμος, ἀλλά καὶ
οἱ δικοὶ του οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἀπέρριψαν. Ἦλθε ἀπ' τὸν οὐρανὸ κι ἔζησε
ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ ἦταν ξεχωρισμένη πρὶν ἀπὸ
πολλοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν Θεό ὡς ἰδιαιτέρως δική του. Μὰ οἱ δικοί του
ἄνθρωποι, οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν τὸν παραδέχθηκαν, ἀλλά τόν ἀρνήθηκαν
σὰν ξένο καὶ ἐχθρό. Ὅσοι ὅμως τὸν δέχθηκαν καὶ τὸν ἐγκολπώθηκαν ὡς σωτήρα
τους, καὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος
γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χάρη νὰ γὶνουν
τέκνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπὸ
σαρκικὴ ἐπιθυμία, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία κάποιου ἄνδρα, ἀλλά γεννήθηκαν
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γιά νὰ ἐντυπωθεῖ περισσότερο στὸν καθένα ποιός
ἐπιτέλεσε τὴν ὑπερφυσικὴ αὐτὴ γέννηση καὶ υἱοθεσία, ἐπαναλαμβάνω
ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε μέσα στὸ χρόνο ἄνθρωπος. Καὶ ἔχοντας ὡς σκηνὴ καὶ
ὡς ναὸ ἅγιο τήν ἀνθρώπινη φύση, παρέμεινε μὲ πολλὴ οἰκειότητα μεταξύ
μας σὰν ἕνας ἀπό μᾶς. Κι ἐμεῖς χορτάσαμε νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας
τὴν ὑπέρλαμπρη καὶ θεοπρεπῆ δόξα του, ἡ ὁποία φανερωνόταν μὲ τὰ
θαύματα του καί τὴ διδασκαλία του καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης
καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἅγιας ζωῆς του. Ἦταν δόξα πού δὲν πῆρε ὡς χάρισμα
καὶ δωρεά, ὅπως τὴν παίρνουν τά λογικά δημιουργήματα, ἀλλά τὴν εἶχε
φυσικὴ ἀπό τὸν Πατέρα του, ὡς Υἱὸς μονάκριβος ποὺ ἦταν· Yἱός γεμάτος
χάρη, μὲ τὴν ὁποία τότε θαυματουργοῦσε καί τώρα μᾶς ἀναγεννᾶ, καὶ
γεμάτος ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς διδάσκει. Ὁ Ἰωάννης
μαρτυρεῖ γι' αὐτὸν καὶ φωνάζει δημόσια καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό,
μὲ παρρησία, λέγοντας: Αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπα ὅτι:
αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὴ δημόσια δράση ὕστερα ἀπὸ μένα ὑπῆρξε ἀσυγκρίτως
λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος πολὺ πρὶν ἀπὸ μένα. Αὐτὸν ἔβλεπαν καὶ
κήρυτταν ὅλοι οἱ πατριάρχες καὶ οἱ προφῆτες· διότι ὡς πρωτότοκος
καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ μένα. Ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητο
πλοῦτο τῆς τελειότητος καὶ τῶν δωρεῶν του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε
τὴ μία χάρη πάνω στὴν ἄλλη. Μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν
μας λάβαμε καὶ τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακάριας ζωῆς. Καὶ ὁλοένα
δεχόμαστε νέα ὑπεράφθονη χάρη πάνω σ' ἐκείνη ποὺ προηγουμένως
λάβαμε. Διότι ὁ νόμος, ποὺ τὸν παρέβαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸ γίνονταν ἔνοχοι καὶ ἀνάξιοι νὰ λάβουν τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας,
δόθηκε διαμέσου ἀνθρώπου καὶ δούλου, τοῦ Μωυσῆ. Ἐνῶ ἡ χάρη καὶ ἡ τέλεια
ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τὶς σκιὲς καὶ τὰ
σύμβολα τοῦ νόμου, ἦλθαν διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ χάρη
καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας
καὶ τὸν ἀναγεννοῦν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου