Σάββατο 18 Απριλίου 2020

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
 Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΩΝ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΣΧΑ
(19 Α­ΠΡΙ­ΛΙΟΥ 2020)

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ
Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς.
                                          (Πράξ. Ἀ­πο­στ. a΄[1] 1 – 8)

ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
«Ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ... ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς»
Μέ­σα στὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ καὶ ἐν­θου­σι­α­στι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς λαμ­προ­φό­ρου Ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­κοῦ­με τὴ φω­νὴ τοῦ ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου, ὅ­πως μᾶς τὴν με­τα­φέ­ρει τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Κυ­ρια­κῆς τοῦ Πά­σχα: «Ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ Ἰ­ου­δαί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρεί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς». Ἀ­πευ­θύ­νε­ται ὁ Κύ­ριος στοὺς Μα­θη­τές του καὶ τοὺς δί­νει ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὸ ἱ­ε­ρὸ ἔρ­γο ποὺ πρό­κει­ται νὰ ἀ­να­λά­βουν. Τοὺς ὑ­πό­σχε­ται ὅ­τι θὰ λά­βουν δύ­να­μη καὶ ἐ­νί­σχυ­ση ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα κι ἔ­τσι θὰ γί­νουν μάρ­τυ­ρες τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του καὶ στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ σ᾿ ὅ­λη τὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴ Σα­μά­ρεια καὶ μέ­χρι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο καὶ πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μεῖ­ο τῆς γῆς.
Θὰ γί­νουν μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Θὰ δώ­σουν τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους, θὰ βε­βαι­ώ­σουν δη­λα­δὴ μὲ τὰ λό­για τους καὶ τὴ ζω­ή τους ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς ἀ­να­στή­θη­κε. Ἂς δοῦ­με πῶς αὐ­τὸ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε πρῶ­τον μὲν στὴ ζω­ὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, κι ἔ­πει­τα στὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­χρο­νι­κά.
1. Ή μαρ­τυ­ρί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων
Οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔ­λα­βαν τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ἄρ­χι­σαν νὰ κη­ρύτ­τουν μὲ θάρ­ρος καὶ παρ­ρη­σί­α καὶ νὰ βε­βαι­ώ­νουν ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ός, σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­να­στή­θη­κε γιὰ νὰ χα­ρί­σει στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴ σω­τη­ρί­α καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή.
Πράγ­μα­τι κά­νει ἐν­τύ­πω­ση ἡ δυ­να­τὴ πί­στη καὶ ἡ θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γί­α τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴ νύ­χτα τῶν ἁ­γί­ων Πα­θῶν ἀ­πὸ φό­βο εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό, τώ­ρα δὲν δι­στά­ζει νὰ κη­ρύ­ξει τὴν Ἀ­νά­στα­ση ἐ­νώ­πιον χι­λιά­δων Ἑ­βραί­ων καὶ το­νί­ζει ὅ­τι εἶ­ναι «μάρ­τυς τοῦ ἀ­να­στάν­τος» (Πράξ. β'[2] 32). Μα­ζὶ μὲ τὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τολ­μοῦν νὰ δι­α­κη­ρύ­ξουν τὴν ἀ­λή­θεια ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα στὸ ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ Συ­νέ­δριο, χω­ρὶς νὰ κάμ­πτον­ται ἀ­πὸ τὶς φο­βέ­ρες καὶ τὶς ἀ­πει­λὲς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀρ­χόν­των. «Οὐ δυ­νά­με­θα ἡ­μεῖς ἃ εἴ­δο­μεν καὶ ἠ­κού­σα­μεν μὴ λα­λεῖν», δη­λώ­νουν. Δη­λα­δή, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μὴ μι­λᾶ­με γι᾿ αὐ­τὰ ποὺ εἴ­δα­με κι ἀ­κού­σα­με, γι᾿ αὐ­τὰ ποὺ ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὴ πεί­ρα ζοῦ­με καὶ πι­στεύ­ου­με (Πράξ. δ'[4] 20).
Κη­ρύτ­τουν μὲ παρ­ρη­σί­α οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὄ­χι μό­νο μὲ τὸν λό­γο τους ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ἁ­γί­α ζω­ή τους. Καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τους αὐ­τὴ δὲν δί­νε­ται μό­νο μέ­σα στὰ ὅ­ρια τῆς Ἰ­ου­δαί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ξε­κι­νοῦν τὸ θαυ­μα­στὸ ἔρ­γο τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως «εἰς πάν­τα τὰ ἔ­θνη».
Μιὰ μαρ­τυ­ρί­α ποὺ γι­νό­ταν καὶ μαρ­τύ­ριο: Συ­χνὰ ἔ­με­ναν νη­στι­κοὶ καὶ ξά­γρυ­πνοι, πραγ­μα­το­ποι­οῦ­σαν ἐ­ξαν­τλη­τι­κὲς ὁ­δοι­πο­ρί­ες κά­τω ἀ­πὸ ἀν­τί­ξο­ες και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες, ὑ­πέ­φε­ραν σκλη­ρὰ βα­σα­νι­στή­ρια, φυ­λα­κί­σεις, ἐ­ξο­ρί­ες, μαρ­τύ­ρια. Οἱ δυ­σκο­λί­ες ὅ­μως αὐ­τὲς ὄ­χι μό­νο δὲν μεί­ω­ναν τὸν ζῆ­λο τους ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν στὶς ψυ­χές τους με­γα­λύ­τε­ρο ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ τοὺς ἔ­κα­ναν νὰ πο­θοῦν μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­θυ­μί­α νὰ χύ­σουν ἀ­κό­μη καὶ τὸ αἷ­μα τους χά­ριν τοῦ ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἔ­δι­νε καὶ «ἱ­κα­νὴν ἀ­πό­δει­ξιν», ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ὅ­τι ἦ­ταν «κή­ρυ­κες ἀ­λη­θεί­ας» (PG 63, 498-499).
2. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Τὸ πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τὸ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἀ­κο­λού­θη­σαν ἀ­να­ρίθ­μη­τοι ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας: Ἀ­πό­στο­λοι, Μάρ­τυ­ρες, Ὁ­μο­λο­γη­τές, Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς οἰ­κου­μέ­νης.
Εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἐκ­πλη­κτι­κὸ νὰ δι­α­βά­ζει κα­νεὶς στὸ Συ­να­ξά­ρι γιὰ πι­στοὺς κά­θε ἡ­λι­κί­ας, ἀ­κό­μη καὶ νέ­α παι­διά, ἀ­γό­ρια καὶ κο­ρί­τσια, ποὺ πα­ρου­σι­α­ζον­ταν ἀ­τρό­μη­τοι μπρο­στὰ στοὺς πιὸ σκλη­ροὺς ἄρ­χον­τες καὶ μὲ παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν τὴν πί­στη τους στὸν ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο. Ἡ πί­στη τους στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ὅ­πλι­ζε μὲ θάρ­ρος καὶ δύ­να­μη. Τοὺς ἔ­κα­νε νὰ πε­ρι­φρο­νοῦν τὶς πιὸ δε­λε­α­στι­κὲς ὑ­πο­σχέ­σεις γιὰ πλού­τη καὶ δό­ξα, νὰ μὴν ὑ­πο­λο­γί­ζουν τοὺς ἀ­φό­ρη­τους πό­νους ἀ­πὸ τὰ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια, νὰ μὴ φο­βοῦν­ται τὸν θά­να­το, προσ­δο­κών­τας τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἔ­γι­ναν ἔ­τσι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ σ᾿ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῶν αἰ­ώ­νων οἱ πι­στοί, μο­να­χοὶ καὶ λα­ϊ­κοί, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες, δί­νουν τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους γιὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὴ δί­νουν μὲ τὸν λό­γο τους, κυ­ρί­ως ὅ­μως μὲ τὴ ζω­ή τους, ποὺ εἶ­ναι ζω­ὴ ἀ­να­στη­μέ­νη, γε­μά­τη ἀ­πὸ τὸ φῶς καὶ τὴ χα­ρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.
Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σια­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῶν ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων σὲ ὅ­λα τὰ μή­κη καὶ τὰ πλά­τη τῆς γῆς. Αὐ­τοί, βα­δί­ζον­τας στὰ ἴ­χνη τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, κή­ρυ­ξαν καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ κη­ρύτ­τουν τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς», πα­ρὰ τὶς κα­κου­χί­ες καὶ τὶς πρω­το­φα­νεῖς δυ­σκο­λί­ες ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν.
Στὴν ἁ­λυ­σί­δα αὐ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καὶ Μαρ­τύ­ρων καὶ Ὁ­σί­ων κα­λού­μα­στε κι ἐ­μεῖς ὡς μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ λά­βου­με τὴ δι­κή μας θέ­ση. Ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε λοι­πὸν νὰ ζοῦ­με ὅ­πως θέ­λει ὁ Θε­ὸς· ἂς προ­χω­ροῦ­με στὴ ζω­ὴ μὲ πί­στη καὶ ἐλ­πί­δα, χω­ρὶς νὰ λυ­γί­ζου­με στὶς δυ­σκο­λί­ες καὶ τὶς θλί­ψεις· καὶ τό­τε θὰ γί­νου­με κι ἐ­μεῖς μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ θὰ κη­ρύτ­του­με «ἔρ­γῳ καὶ λό­γῳ» ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἀ­λη­θῶς ἀ­νέ­στη!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)
    
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ
Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος.  Οὗ­τος ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἕν ὃ γέ­γο­νεν. ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν, καὶ ἡ ζω­ὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀν­θρώπων καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκο­τί­ᾳ φαί­νει, καὶ ἡ σκο­τί­α αὐ­τὸ οὐ κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν εἰς μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι' αὐ­τοῦ. οὐκ ἦν ἐ­κεῖ­νος τὸ φῶς, ἀλ­λ' ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ τοῦ φω­τός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ὃ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον εἰς τὸν κό­σμον. ἐν τῷ κό­σμῳ ἦν, καὶ ὁ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ ὁ κό­σμος αὐ­τὸν οὐκ ἔ­γνω. εἰς τὰ ἴ­δια ἦλ­θεν, καὶ οἱ ἴ­διοι αὐ­τὸν οὐ πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δὲ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τοῖς πι­στε­ύ­ου­σιν εἰς τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ ἐκ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ' ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Καὶ ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, καὶ ἐ­θε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ὡς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ καὶ κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ἦν ὃν εἶ­πον, Ὁ ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, καὶ χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, ἡ χά­ρις καὶ ἡ ἀ­λή­θεια δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.
                                              (Ἰ­ω­άν. a΄[1] 1 – 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὑ­πῆρ­χε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­χρό­νως ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­πει­ρος καὶ ζων­τα­νὸς Λό­γος ἀ­πὸ ἀ­πει­ρο­τέ­λει­ο καὶ πάν­σο­φο Νοῦ. Καὶ ὁ Λό­γος ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ πάντο­τε ἑ­νω­μέ­νος μα­ζί του. Καὶ ἦ­ταν Θε­ὸς τέ­λει­ος ὁ Λό­γος. Στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας αὐ­τὸς ὑ­πῆρ­χε ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δι’ αὐ­τοῦ σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα· καὶ χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἀ­π' ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χουν γί­νει. Εἶ­χε μέ­σα του τὴ ζω­ή, καὶ αὐ­τός, ὡς πη­γὴ τῆς ζω­ῆς ποὺ εἶ­ναι, δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ συν­τη­ρεῖ κά­θε ζω­ή. Καὶ γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ εἶ­ναι λο­γι­κὰ ὄν­τα, ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, ποὺ φω­τί­ζει τὸ νοῦ τους καὶ τοὺς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­λή­θεια. Τὸ φῶς βέ­βαι­α σκορ­πί­ζει τὴ λάμ­ψη του καὶ ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ εἶ­ναι σκο­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν πλά­νη, γιὰ νὰ τοὺς φω­τί­σει κι αὐ­τούς. Ἀλ­λὰ οἱ σκο­τι­σμέ­νοι αὐ­τοί ἄν­θρω­ποι δὲν τὸ ἀν­τι­λή­φθη­καν καὶ δὲν τὸ ἐγ­κολ­πώ­θη­καν, ἀλ­λά καὶ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­σουν καὶ νὰ τὸ κα­τα­νι­κή­σουν. Γιὰ νὰ γνω­ρί­σουν λοι­πὸν οἱ ἄνθρω­ποι τὸ φῶς, ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ λεγό­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Αὐ­τὸς ἦλ­θε ἔ­χον­τας ὡς κύ­ρια ἀ­πο­στο­λή του νὰ δώ­σει τὴ μαρ­τυ­ρί­α του γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χριστό. Ἦλθε δηλαδὴ νὰ δώσει τὴ μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶ­ναι τὸ φῶς, γιὰ νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἄλ­λα ἦλ­θε ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τὸ φῶς. Ὡς Λό­γος καὶ ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Θε­ό­τη­τος ἦ­ταν πάν­το­τε ὁ Χρι­στὸς τὸ ἀ­πο­λύ­τως τέ­λει­ο φῶς, ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ τοῦ φω­τός, ποὺ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο. Ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή στὸν κό­σμο, προ­νο­οῦ­σε καί κυ­βερ­νοῦ­σε τὸν κό­σμο. Καὶ ὅ­λα τὰ ὁ­ρα­τὰ καὶ ἀ­ό­ρα­τα κτί­σμα­τα ἀ­π' τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ὁ ἐ­πί­γει­ος κι ὁ οὐ­ρά­νιος κό­σμος, δι­α­μέ­σου αὐ­τοῦ ἔ­γι­ναν. Κι ὅ­μως, ὅ­ταν αὐ­τὸς σαρ­κώ­θη­κε κι ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος κό­σμος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἦ­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νος στὰ γή­ι­να δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς δη­μι­ουρ­γό του. Καὶ ὄ­χι μό­νο ὁ κό­σμος, ἀλ­λά καὶ οἱ δι­κοὶ του οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν. Ἦλ­θε ἀ­π' τὸν οὐ­ρα­νὸ κι ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρω­πος στὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ποὺ ἦ­ταν ξε­χω­ρι­σμέ­νη πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τὸν Θε­ό ὡς ἰ­δι­αι­τέ­ρως δι­κή του. Μὰ οἱ δι­κοί του ἄν­θρω­ποι, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, δὲν τὸν πα­ρα­δέ­χθη­καν, ἀλ­λά τόν ἀρ­νή­θη­καν σὰν ξέ­νο καὶ ἐ­χθρό. Ὅ­σοι ὅ­μως τὸν δέ­χθη­καν καὶ τὸν ἐγ­κολ­πώ­θη­καν ὡς σω­τή­ρα τους, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς ἔ­δω­σε τὸ δι­καί­ω­μα καὶ τὴ χά­ρη νὰ γὶ­νουν τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοὶ δὲν γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ γυ­ναι­κεῖ­α αἵ­μα­τα, οὔ­τε ἀ­πὸ σαρ­κι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α, οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α κά­ποι­ου ἄν­δρα, ἀλ­λά γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό. Γιά νὰ ἐν­τυ­πω­θεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸν κα­θέ­να ποι­ός ἐ­πι­τέ­λε­σε τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ αὐ­τὴ γέν­νη­ση καὶ υἱ­ο­θε­σί­α, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι ὁ Λό­γος ἔ­γι­νε μέ­σα στὸ χρό­νο ἄν­θρω­πος. Καὶ ἔ­χον­τας ὡς σκη­νὴ καὶ ὡς να­ὸ ἅ­γιο τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, πα­ρέ­μει­νε μὲ πολ­λὴ οἰ­κει­ό­τη­τα με­τα­ξύ μας σὰν ἕ­νας ἀ­πό μᾶς. Κι ἐ­μεῖς χορ­τά­σα­με νὰ βλέ­που­με μὲ τὰ μά­τια μας τὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη καὶ θε­ο­πρε­πῆ δό­ξα του, ἡ ὁ­ποί­α φα­νε­ρω­νό­ταν μὲ τὰ θαύ­μα­τα του καί τὴ δι­δα­σκα­λί­α του καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς ἀ­να­μά­ρτη­της καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἅ­γιας ζω­ῆς του. Ἦ­ταν δό­ξα πού δὲν πῆ­ρε ὡς χά­ρι­σμα καὶ δω­ρε­ά, ὅ­πως τὴν παίρ­νουν τά λο­γι­κά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα, ἀλ­λά τὴν εἶ­χε φυ­σι­κὴ ἀ­πό τὸν Πα­τέ­ρα του, ὡς Υἱ­ὸς μο­νά­κρι­βος ποὺ ἦ­ταν· Y­ἱός γε­μά­τος χά­ρη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α τό­τε θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε καί τώ­ρα μᾶς ἀ­να­γεν­νᾶ, καὶ γε­μά­τος ἀ­λή­θεια, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς φω­τί­ζει καὶ μᾶς δι­δά­σκει. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ γι' αὐ­τὸν καὶ φω­νά­ζει δη­μό­σια καὶ χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, μὲ παρ­ρη­σί­α, λέ­γον­τας: Αὐ­τὸς ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­πα ὅ­τι: αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται στὴ δη­μό­σια δρά­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μέ­να ὑ­πῆρ­ξε ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρος καὶ ἐν­δο­ξό­τε­ρος πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Αὐ­τὸν ἔ­βλε­παν καὶ κή­ρυτ­ταν ὅ­λοι οἱ πα­τριά­ρχες καὶ οἱ προ­φῆ­τες· δι­ό­τι ὡς πρω­τό­το­κος καὶ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς τε­λει­ό­τη­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν του πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς. Πή­ρα­με τὴ μί­α χά­ρη πά­νω στὴν ἄλ­λη. Με­τὰ τὴ χά­ρη τῆς ἀ­φέ­σε­ως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας λά­βα­με καὶ τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τῆς μα­κά­ριας ζω­ῆς. Καὶ ὁ­λο­έ­να δε­χό­μα­στε νέ­α ὑ­πε­ρά­φθο­νη χά­ρη πά­νω σ' ἐ­κεί­νη ποὺ προ­η­γου­μέ­νως λά­βα­με. Δι­ό­τι ὁ νό­μος, ποὺ τὸν πα­ρέ­βαι­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ γί­νον­ταν ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­νά­ξιοι νὰ λά­βουν τὴ χά­ρη τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας, δό­θη­κε δι­α­μέ­σου ἀν­θρώ­που καὶ δού­λου, τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­νῶ ἡ χά­ρη καὶ ἡ τέ­λεια ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θειας, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὶς σκι­ὲς καὶ τὰ σύμ­βο­λα τοῦ νό­μου, ἦλθαν δι­α­μέ­σου τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ χά­ρη καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ἐ­λευ­θε­ρώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τὸν ἀ­να­γεν­νοῦν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου