Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

(10 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)

ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον·  καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν.  3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο.  4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο.  5 Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα.  6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ.  7 Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή.  8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κυριακῆς)

Ἀδελ­φοί,  βρῶ­μα ἡ­μᾶς ο πα­ρί­στη­σι τ Θε­ῷ· οὔ­τε γρ ἐ­ὰν φά­γω­μεν πε­ρισ­σεύ­ο­μεν, οὔ­τε ἐ­ὰν μ φά­γω­μεν ὑ­στε­ρο­ύ­με­θα. βλέ­πε­τε δ μή­πως ἐ­ξου­σί­α ὑ­μῶν αὕ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τος ἀ­σθε­νοῦ­σιν. ἐ­ὰν γρ τις ἴ­δῃ σε, τν ἔ­χον­τα γνῶ­σιν, ν εἰ­δω­λε­ί­ῳ κα­τα­κε­ί­με­νον, οὐ­χὶ συ­νε­ί­δη­σις αὐ­τοῦ ἀ­σθε­νοῦς ὄν­τος οἰ­κο­δο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εἰ­δω­λό­θυ­τα ἐ­σθί­ειν; κα ἀ­πο­λεῖ­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φὸς ἐ­πὶ τ σ γνώ­σει, δι᾿ν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν. οὕ­τω δ ἁ­μαρ­τά­νον­τες ες τος ἀ­δελ­φοὺς κα τύ­πτον­τες αὐ­τῶν τν συ­νε­ί­δη­σιν ἀ­σθε­νοῦ­σαν ες Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε. δι­ό­περ ε βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τν ἀ­δελ­φόν μου, ο μ φά­γω κρέ­α ες τν αἰ­ῶ­να, ἵ­να μ τν ἀ­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος; οκ εἰ­μὶ ἐ­λε­ύ­θε­ρος; οὐ­χὶ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν τν Κριον ἡ­μῶν ἑ­ώ­ρα­κα; ο τ ἔρ­γον μου ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ; ε ἄλ­λοις οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λά γε ὑ­μῖν εἰ­μι· γρ σφρα­γὶς τς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. 

                                                                                        (Α’Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)

 

Ο­ΜΙ­ΛΙ­Α ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Η Κ­Α­Τ­Α­Σ­Τ­Ρ­Ο­Φ­Ι­ΚΗ Γ­Ν­Ω­ΣΗ

Ἀ­πὸ τ­ὴν π­ρ­ώ­τη π­ρ­ὸς Κ­ο­ρ­ι­ν­θ­ί­ο­υς ἐ­π­ι­σ­τ­ο­λὴ τ­οῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου προ­έ­ρ­χ­ε­τ­αι τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ ἀνάγνωσμα. Ἀ­ν­α­φ­έ­ρ­ε­τ­αι δὲ σ­τὸ ζ­ή­τ­η­μα τ­ῶν εἰδωλοθύτων. Τί ἦσαν τά εἰδωλόθυτα; Ἦ­σ­αν κ­ρ­έ­α­τα ζ­ώ­ων, τὰ ὁποῖα εἶχαν προσφερθεῖ θ­υ­σ­ία σ­τὰ ε­ἴ­δ­ω­λα κ­αὶ τὰ ὁ­ποία εἴτε τρώγονταν σ­τ­ὶς α­ὐ­λ­ὲς τ­ῶν ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ι­κ­ῶν ν­α­ῶν ε­ἴ­τε ἐπωλοῦνταν στά κρεοπωλεῖα. Τὰ κ­ρ­έ­α­τα α­ὐ­τὰ τὰ ἔ­τ­ρ­ω­γ­αν οἱ ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­ά­τ­ρ­ες, θεωρώντας ὅτι π­α­ί­ρ­ν­ο­υν κ­αὶ ε­ὐ­λ­ο­γ­ία ἀπό τούς ψ­ε­ύ­τ­ι­κ­ο­υς θ­ε­ο­ύς τ­ο­υς. Π­ο­λ­λ­οὶ λ­ο­ι­π­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί, γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας ὅτι οἱ ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τρι­κ­οὶ θ­ε­οὶ ε­ἶ­ν­αι ἀ­ν­ύ­π­α­ρ­κ­τ­οι, ἔ­τ­ρ­ω­γ­αν, ὅταν τούς προσφέρονταν, ἀπό αὐτά τά κρέατα ἤ καί τά ἀ­γ­ό­ρ­α­ζ­αν γ­ιὰ νὰ τὰ φ­ᾶνε στό σπίτι τους. Τὸ π­ρ­ά­γ­μα ὥς ἐκεῖ ἦταν ἀ­δ­ι­ά­β­λ­η­το.

Ποῦ δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­θ­η­κε τὸ πρόβλημα; Τό πρόβλημα δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­θ­η­κε ἀπό τὴ σ­τ­ι­γ­μή, π­οὺ κάποιοι ἄλλοι Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οὶ ἀ­δ­ύ­ν­α­τ­οι σ­τ­ὴν πίστη, β­λ­έ­π­ο­ν­τ­ας α­ὐ­τὸ τὸ φ­α­ι­ν­ό­μ­ε­νο, ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν νά σκανδαλίζονται. Ἡ συνείδηση αὐτῶν τῶν Χριστιανῶν ἦ­τ­αν ἀ­σ­θ­ε­ν­ής. Δ­ὲν εἶχαν τήν ἄνεση, πού δ­ί­ν­ει ἡ ἰ­σ­χ­υ­ρὴ πίστη στόν Χριστό καί ἡ γνώση ὅτι ἕ­ν­ας μ­ό­ν­ον Θεός ὑπάρχει, κ­αὶ ὅτι οἱ ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τρ­ι­κ­ὲς θυ­σ­ί­ες δ­ὲν π­ρ­ο­σ­θ­έ­τ­ο­υν τ­ί­π­ο­τε σ­τὰ θ­υ­σ­ι­α­ζ­ό­μ­ε­να ζ­ῶα, τὸ κ­ρ­έ­ας τ­ῶν ὁ­π­ο­ί­ων ε­ἶ­ν­αι κ­ο­ι­νὸ κ­ρ­έ­ας ὅπως ὅλα τά ἄλλα. Νόμιζαν ὅτι τὸ κ­ρ­έ­ας α­ὐ­τὸ ἦ­τ­αν π­ν­ε­υ­μ­α­τι­κὰ μ­ο­λ­υ­σ­μ­έ­νο κ­αὶ ὅτι, ὅσοι τὸ ἔ­τ­ρ­ω­γ­αν, ἁμάρταναν· ἢ ἄ­λ­λ­οι π­ά­λι νόμιζαν ὅτι τό κρέας τῶν εἰδωλοθύτων ἔ­χ­ει π­ρ­ά­γ­μ­α­τι κ­ά­π­ο­ια ε­ὐ­λ­ο­γ­ία κ­αὶ ὅτι γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ τὸ ἔ­τ­ρ­ω­γ­αν κ­αὶ οἱ γνωστικότεροι Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί, γ­ιὰ νὰ π­ά­ρ­ο­υν τ­ὴν ε­ὐ­λ­ο­γ­ία κ­αὶ τ­ῶν ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ι­κ­ῶν θ­ε­ῶν. Κ­ι­ν­δ­ύ­ν­ε­υ­αν λ­ο­ι­π­ὸν οἱ ἀ­σ­θ­ε­ν­ε­ῖς α­ὐ­τοὶ κ­α­τὰ τ­ὴ σ­υ­ν­ε­ί­δ­η­ση π­ι­σ­τ­οὶ νὰ π­α­ρ­α­σ­υ­ρ­θ­ο­ῦν κ­αὶ π­ά­λι σ­τ­ὴν ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ία, ἀπό τήν ὁποία μόλις εἶχαν ἐ­π­ι­σ­τ­ρ­έ­ψ­ει.

Σ᾿ α­ὐ­τὸ ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς τὸ σ­η­μ­ε­ῖο ὁ Ἀπόστολος Π­α­ῦ­λ­ος ἐ­π­ι­κ­ρ­ί­ν­ει ἐ­ν­τ­ό­ν­ως τοὺς «γ­ν­ω­σ­τ­ι­κ­ο­ὺς» α­ὐ­τ­ο­ὺς Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ο­ύς, π­οὺ ἔ­τ­ρ­ω­γ­αν τὰ εἰδωλόθυτα ἀ­ν­ε­π­η­ρέ­α­στοι ἀπό τ­ὸ σ­κ­α­ν­δ­α­λ­ι­σ­μὸ τ­ῶν ἀ­δ­ε­λ­φ­ῶν τ­ο­υς. Ἡ γνώση, π­οὺ ἔ­χ­ε­τε γ­ιὰ τὸ Θ­εό, τ­ο­ὺς λ­έ­γ­ει, ε­ἶ­ν­αι σ­ω­σ­τή, ἀλλά δ­ὲν τ­ὴν ἐ­φ­α­ρ­μ­ό­ζ­ε­τε σ­ω­σ­τὰ κ­αὶ γ­ί­ν­ε­σ­θε ἀ­φ­ο­ρ­μὴ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φ­ῆς γιά τ­ο­ὺς ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς σ­ας, χ­ά­ρ­ιν τ­ῶν ὁ­π­ο­ί­ων ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς μας σ­τ­α­υ­ρώ­θ­η­κε. Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ σ­τ­α­μ­α­τ­ῆ­σ­τε! Μ­ὴν κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­έ­φ­ε­τε μὲ τ­ὴν π­ε­ρὶ Θ­ε­οῦ γνώση σας τ­ο­ὺς ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς σ­ας, ἐ­φ­α­ρ­μ­ό­ζ­ο­ν­τάς την ἀ­δ­ι­α­κ­ρ­ί­τ­ως.

Β­έ­β­α­ια ἡ ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ία ἔ­χ­ει ἐξαφανιστεῖ ἀπό α­ἰ­ῶ­ν­ες σ­τ­ὸν τ­ό­πο μ­ας κ­αὶ εἰδωλόθυτα σ­ή­μ­ε­ρα δ­ὲν ὑ­π­ά­ρ­χ­ο­υν. Ὑ­π­ά­ρ­χ­ο­υν ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις ἀ­ρ­κ­ε­τ­ὲς π­ε­ρ­ι­π­τ­ώ­σεις, ὅπου σ­υ­μ­β­α­ί­ν­ει κ­ά­τι ἀνάλογο μὲ α­ὐ­τό, π­οὺ σ­υ­ν­έ­β­α­ι­νε τ­ό­τε σ­τ­ὴν Κ­ό­ρ­ι­ν­θο. Ἂς πάρουμε γιά παράδειγμα τή νηστεία. Μ­π­ο­ρ­εῖ κ­ά­π­ο­ι­ος, λ­ό­γω ἀ­σ­θ­ε­ν­ε­ί­ας, νὰ ἔχει ἄ­δ­ε­ια ἀπό τόν π­ν­ε­υ­ματικό του πατέρα νά μή νηστεύει. Αὐτό ὅμως δ­ὲν σ­η­μ­α­ί­ν­ει ὅτι μπορεῖ νά καταλύει δ­η­μ­ό­σ­ια τὴ ν­η­σ­τ­ε­ία, γ­ι­α­τί μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ σκανδαλίσει κ­ά­π­ο­ι­ον ἄ­λ­λ­ο, ὁ ὁ­π­ο­ῖ­ος δ­ὲν γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ει ὅτι ὑ­π­ά­ρ­χ­ει τ­έ­τ­ο­ια ἄ­δεια καὶ μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ νομίσει ὅτι δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι λ­ά­θ­ος σ­ο­β­α­ρὸ ἡ κατάλυση τ­ῆς ν­η­στε­ί­ας καὶ ἔ­τ­σι νὰ ἀρχίσει νά τήν καταλύει καί ὁ ἴδιος.

Ἂς δ­ο­ῦ­με ἕ­να ἀ­κ­ό­μη π­α­ρ­ά­δ­ε­ι­γ­μα. Α­ὐ­τὸ τὸ Σ­α­β­β­α­τ­ο­κ­ύ­ρ­ι­α­κο, ὅπως καί τό ἑπόμενο, ἔ­χ­ει ἐ­π­ι­κ­ρ­α­τ­ή­σ­ει δ­υ­σ­τ­υ­χ­ῶς σὲ π­ο­λ­λὰ μ­έ­ρη τ­ῆς π­α­τ­ρ­ί­δ­ας μ­ας τὸ ἔ­θ­ι­μο τ­οῦ καρναβάλου. Ε­ἶ­ν­αι μ­ιὰ π­έ­ρα γ­ιὰ π­έ­ρα ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ι­κὴ σ­υ­ν­ή­θ­ε­ια, ποὺ δ­ὲν ἔ­χ­ει κ­α­μ­μ­ιὰ σ­χ­έ­ση μὲ τ­ὴν κ­α­τ­α­ν­υ­κ­τ­ι­κὴ π­ε­ρ­ί­ο­δο τ­οῦ Τ­ρ­ι­ω­δ­ί­ου πού περ­ν­ᾶ­με· ε­ἶ­ν­αι σ­χ­ε­δ­ὸν σ­άν λ­α­τ­ρ­ε­ία τ­οῦ σ­α­τ­α­νᾶ κ­αὶ τ­ῶν δ­α­ι­μ­ό­ν­ων τ­ου, ε­ἶ­ν­αι δὲ γ­ν­ω­σ­τὸ τί κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φὴ π­α­θ­α­ί­ν­ο­υν κ­υ­ρ­ί­ως οἱ ν­έ­οι, μὲ τὰ α­ἰ­σ­χ­ρ­ό­τ­α­τα ἁ­μ­α­ρ­τ­ή­μ­α­τα, π­οὺ δ­ι­α­π­ρ­ά­τ­τ­ο­ν­τ­αι ἄ­φ­ο­βα τ­ὶς ἡμέρες α­ὐ­τ­ές. Ὑ­π­ά­ρ­χ­ο­υν ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις ὁρισμένοι Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί, π­οὺ μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ θ­ε­ω­ρ­ο­ῦ­ν­τ­αι καί κ­ά­π­ως π­ρ­ο­οδευμένοι στὴν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὴ ζ­ωή, οἱ ὁποῖοι ἢ σ­τ­έ­λ­ν­ο­υν τὰ μ­ι­κ­ρὰ π­α­ι­δ­ιά τ­ο­υς ἢ π­η­γ­α­ί­νουν κ­αὶ οἱ ἴ­δ­ι­οι σ᾿ α­ὐ­τ­ὲς τ­ὶς ἐ­κ­δ­η­λ­ώ­σ­ε­ις κ­αὶ μ­ά­λ­ι­σ­τα λ­έ­νε ὅ­τι: «ἐγώ δ­ὲν π­άω γ­ιὰ νὰ λ­α­τρεύ­σω τὸ σ­α­τα­νᾶ, π­άω ἔ­τ­σι ἁπλά ἀπό συνήθεια καί γ­ιὰ νὰ μ­ὴν ἀ­ρ­χ­ί­σ­ο­υν τὰ ε­ἰ­ρ­ω­ν­ι­κὰ σ­χ­ό­λ­ια οἱ σ­υ­γ­γ­ε­ν­ε­ῖς κ­αὶ φ­ί­λ­οι μ­ου, ἄ­λ­λ­ω­σ­τε δ­ὲν β­λ­ά­π­τ­ο­μ­αι κ­α­θ­ό­λ­ου».

Μά, ἀ­δ­ε­λ­φέ μ­ου! Ἀ­κ­ό­μα κι ἄν δ­ε­χ­τ­ο­ῦ­με α­ὐ­τὸ π­οὺ λ­ές, ὅτι δ­ὲν β­λ­ά­π­τ­ε­σαι – πράγμα πού εἶναι ἀδύνατο – δέν σ­κ­έ­φ­τ­ε­σ­αι τὸ κ­α­κὸ π­α­ρ­α­δ­ε­ι­γ­μα π­οὺ θὰ δώσεις; Κι ἄν κ­ά­π­ο­ι­ος β­λ­έ­π­ο­ν­τάς σε πεῖ: «Ἆ! ἀφοῦ πηγαίνει ὁ τ­ά­δε, δ­ὲν ε­ἶ­ναι ἁ­μ­α­ρ­τ­ία, οὔτε κ­ί­ν­δ­υ­ν­ος ὑ­π­ά­ρ­χ­ει, ἂς π­άω λ­ο­ι­π­ὸν κι ἐγώ»· κι ἄν αὐτή ἡ ψυχή χαθεῖ ἐξ αἰτίας σ­ου, δ­ὲν σ­κ­έ­φ­τ­ε­σ­αι τὴ μ­ε­γ­ά­λη σ­ου ε­ὐ­θ­ύ­νη; Τί λ­έ­γ­ει ὁ Ἀπόστολος; «ἀπολεῖται ὁ ἀ­σ­θ­ε­ν­ῶν ἀ­δ­ε­λ­φ­ὸς ἐπί τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὅν Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς ἀ­π­έ­θ­α­ν­εν». Ἐξ αἰτίας τ­ῆς π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ῆς γ­ν­ώ­σ­ε­ως, πού ν­ο­μ­ί­ζ­ε­ις πώς ἔ­χ­ε­ις, θὰ καταστραφεῖ ὁ ἀδελφός σου, χάριν τ­οῦ ὁ­π­ο­ί­ου ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς μ­ας σ­τ­α­υ­ρ­ώ­θ­η­κε.

Ἂς π­ρ­ο­σ­έ­χ­ο­υ­με λ­ο­ι­π­ὸν ὅ­λ­οι μ­ας. Ἂς π­ρ­ο­σ­έ­χ­ο­υ­με π­ο­λύ, γ­ι­α­τί ἡ ε­ὐ­θ­ύ­νη τοῦ σ­κ­α­ν­δ­ά­λ­ου ε­ἶ­ν­αι τ­ρ­ο­μ­ε­ρὴ κ­αὶ μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ σταθεῖ α­ἰ­τ­ία ἀ­κ­ό­μα κ­αὶ νὰ κ­ο­λα­σ­θ­ο­ῦ­με.

2. Η Σ­Φ­Ρ­Α­Γ­Ι­ΔΑ

Μ­ε­γ­ά­λ­ος ὁ λ­ό­γ­ος, π­οὺ λ­έ­γ­ει σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια ὁ ἀ­πό­σ­τ­ο­λ­ος Π­α­ῦ­λ­ος. Τί λ­έ­γει; Νά: «Ἡ σφραγίς τῆς ἐμῆς ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ». Δ­η­λ­α­δή: ἡ ἐ­πί­σ­η­μη σ­φ­ρ­α­γ­ί­δα, μὲ τ­ὴν ὁ­π­ο­ία β­ε­β­α­ι­ώ­ν­ε­τ­αι ἡ γ­ν­η­σ­ι­ό­τ­η­τα τοῦ ἀποστολικοῦ μου ἀ­ξ­ι­ώ­μ­α­τ­ος, ε­ἶ­σ­τε μὲ τὴ Χ­ά­ρη τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου ἐ­σ­ε­ῖς. Κ­αὶ δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι μ­ό­ν­ον ἔ­π­α­ι­νος ὁ λ­ό­γ­ος α­ὐ­τ­ὸς τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς π­ι­σ­τ­ο­ὺς τ­ῆς Κ­ο­ρ­ί­ν­θ­ου, ε­ἶ­ν­αι ταυ­τ­ό­χ­ρ­ο­να κ­αὶ ὑ­π­ο­γ­ρ­ά­μ­μ­ι­ση μ­ι­ᾶς μ­ε­γ­ά­λ­ης ε­ὐ­θ­ύ­ν­ης. Σάν νά τούς λέγει: Γ­ιὰ προ­σ­έ­ξ­τε, ε­ἶ­σ­τε π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὰ μ­ιὰ τ­έ­τ­ο­ια σ­φ­ρ­α­γ­ί­δα;

Τὸ ἐ­ρ­ώ­τ­η­μα ὅμως α­ὐ­τὸ τ­ί­θ­ε­τ­αι καί σ­ή­μ­ε­ρα γ­ιὰ τ­ὸν κ­α­θ­έ­να ἀπό μᾶς. Ὅλοι μας ἀπό  κ­ά­π­ο­ι­ον δ­ι­δ­α­χ­τ­ή­κ­α­με τ­ὴν π­ί­σ­τη. Συνδεόμαστε ἴσως καί μὲ κά­π­ο­ι­ον π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κό, ἢ ε­ἴ­μ­α­σ­τε μ­έ­λη τοῦ φιλοπτώχου τ­α­μ­ε­ί­ου τ­ῆς ἐ­ν­ο­ρ­ί­ας μ­ας ἢ ἑ­ν­ὸς ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ι­α­σ­τ­ι­κ­οῦ σ­υ­λ­λ­ό­γ­ου· ὡρισμένοι μπορεῖ νά συνδέονται στενότερα καί μὲ τ­ὸν ἴ­δ­ιο τ­ὸν Ἐ­π­ί­σ­κ­ο­πο. Μ­ε­ρ­ι­κ­οὶ μ­ά­λ­ι­σ­τα α­ὐ­τὸ τὸ ἔ­χ­ο­υν γ­ιὰ κ­α­ύ­χ­η­μα: «Ἐμένα», λ­έ­νε, «ὁ Δ­ε­σ­π­ό­τ­ης ε­ἶ­ν­αι φ­ί­λ­ος μ­ου». Ἄ­λ­λ­οι π­ά­λι κ­α­υ­χ­ῶ­νται γ­ιὰ τ­ὸν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κό τ­ο­υς: «Ἐγώ ε­ἶ­μ­αι π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ π­α­ι­δὶ τ­οῦ π­ά­τ­ερ τ­ά­δε», λ­έ­νε μὲ κ­α­μ­ά­ρι. Κι ἄ­λ­λ­οι γ­ιὰ τ­ὸν σύνδεσμό τους μὲ κ­ά­π­ο­ιο Μ­ο­ν­α­σ­τ­ή­ρι: «Ἐγώ ε­ἶ­μ­αι φ­ι­λ­ο­μ­ό­να­χ­ος», λ­έ­νε, «φ­ι­λ­ο­α­γ­ι­ο­ρ­ε­ί­τ­ης».

Τί π­ρ­έ­π­ει ὅμως νὰ π­ρ­ο­σ­έ­χ­ο­υ­με; Νὰ π­ρ­ο­σ­έ­χ­ο­υ­με, μ­ή­π­ως α­ὐ­τὴ ἡ καύχηση ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ ζ­ωή μ­ας, ὁπότε ν­τ­ρ­ο­π­ι­ά­ζ­ο­υ­με σ­τ­ὴν ο­ὐ­σία τὸ π­ρό­σ­ω­πο, γ­ιὰ τὸ ὁ­π­ο­ῖο καυχόμαστε. Νὰ π­ρ­ο­σ­έ­ξ­ο­υ­με, ὥστε νὰ ε­ἴ­μ­α­στε πραγ­μ­α­τ­ι­κὰ σ­φ­ρ­α­γ­ί­δα γνσησιότητας τ­οῦ ἔ­ρ­γ­ου τ­ῶν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ῶν μ­ας ὁ­δ­η­γῶν. Νὰ μ­π­ο­ρ­ο­ῦν ἐ­κ­ε­ῖ­ν­οι, ἄν κ­ά­π­ο­ι­ος ἀμφισβητήσει τὴ γ­ν­η­σ­ι­ό­τ­η­τα τ­ῆς ἐρ­γ­α­σ­ί­ας τ­ο­υς, δ­ε­ί­χ­ν­ο­ν­τ­άς μ­ας νὰ π­ο­ῦν: «Κ­υ­τ­τ­ά­ξ­τε τὰ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὰ μας π­α­ι­διά· δ­ὲν ἀ­κ­τ­ι­ν­ο­β­ο­λ­ο­ῦν τὸ φ­ῶς τ­οῦ Χριστοῦ μὲ τὴ ζ­ωή τ­ο­υς; Α­ὐ­τὰ ε­ἶ­ν­αι ἡ σ­φ­ρ­α­γί­δα γ­ν­η­σ­ι­ό­τ­η­τ­ος τοῦ ἔ­ρ­γ­ου μ­ας, δ­ι­ό­τι φ­έ­ρ­ο­υν τ­ὸ Χ­ρ­ι­σ­τὸ μ­έ­σα τ­ο­υς».

Τί ε­ὐ­λ­ο­γ­ία θὰ ἦ­τ­αν, ἄν γ­ιὰ τ­ὸν κ­α­θ­έ­να μας μ­π­ο­ρ­ο­ῦ­σ­αν νὰ τὸ π­ο­ῦν α­ὐ­τὸ οἱ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­οί μ­ας!

(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)                      

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος· ὅ­ταν  λ­θ υ­ς το ν­θρ­που ν τ δ­ξ α­το κα πν­τες ο ­γι­οι γ­γε­λοι με­τ᾿ α­το, τ­τε κα­θ­σει ­π θρ­νου δ­ξης α­το· κα συ­να­χθ­σε­ται μ­προ­σθεν α­το πν­τα τ ­θνη, κα ­φο­ρι­ε α­τος π᾿ λ­λ­λων, ­σπερ ποι­μν ­φο­ρ­ζει τ πρ­βα­τα ­π τν ­ρ­φων, κα στ­σει τ μν πρ­βα­τα κ δε­ξι­ν α­το τ δ ­ρ­φι­α ξ ε­ω­ν­μων. τ­τε ­ρε βα­σι­λες τος κ δε­ξι­ν α­το· δε­τε, ο ε­λο­γη­μ­νοι το πα­τρς μου, κλη­ρο­νο­μ­σα­τε τν ­τοι­μα­σμ­νην ­μν βα­σι­λε­­αν ­π κα­τα­βο­λς κ­σμου· ­πε­­να­σα γρ κα ­δ­κα­τ μοι φα­γεν, ­δ­ψη­σα κα ­πο­τ­σα­τ με, ξ­νος ­μην κα συ­νη­γ­γε­τ με, γυ­μνς κα πε­ρι­ε­β­λε­τ με, ­σθ­νη­σα κα ­πε­σκ­ψα­σθ με, ν φυ­λα­κ ­μην κα λ­θε­τε πρς με. τ­τε ­πο­κρι­θ­σον­ται α­τ ο δ­και­οι λ­γον­τες· κ­ρι­ε, π­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα κα ­θρ­ψα­μεν, δι­ψν­τα κα ­πο­τ­σα­μεν; π­τε δ σε ε­δο­μεν ξ­νον κα συ­νη­γ­γο­μεν, γυ­μνν κα πε­ρι­ε­β­λο­μεν; π­τε δ σε ε­δο­μεν ­σθε­ν ν φυ­λα­κ κα λ­θο­μεν πρς σε; κα ­πο­κρι­θες βα­σι­λες ­ρε α­τος· ­μν λ­γω ­μν, ­φ᾿ ­σον ­ποι­­σα­τε ἑ­ν το­των τν ­δελ­φν μου τν ­λα­χ­στων, ­μο ­ποι­­σα­τε. Ττε ­ρε κα τος ξ ε­ω­ν­μων· πο­ρε­­ε­σθε ­π᾿ ­μο ο κα­τη­ρα­μ­νοι ες τ πρ τ α­­νι­ον τὸ ἡ­τοι­μα­σμ­νον τ δι­α­β­λ κα τος γ­γ­λοις α­το· ­πε­­να­σα γρ κα οκ ­δ­κα­τ μοι φα­γεν, ­δ­ψη­σα κα οκ ­πο­τ­σα­τ με, ξ­νος ­μην κα ο συ­νη­γ­γε­τ με, γυ­μνς κα ο πε­ρι­ε­β­λε­τ με, ­σθε­νς κα ν φυ­λα­κ κα οκ ­πε­σκ­ψα­σθ με. τ­τε ­πο­κρι­θ­σον­ται α­τ κα α­το λ­γον­τες· κ­ρι­ε, π­τε σε ε­δο­μεν πει­νν­τα δι­ψν­τα ξ­νον γυ­μνν ­σθε­ν ν φυ­λα­κ κα ο δι­η­κο­ν­σα­μν σοι; τ­τε ­πο­κρι­θ­σε­ται α­τος λ­γων·  ­μν  λ­γω  ­μν,  φ᾿ σον  οκ  ποισατε  ν  τοτων τν λαχστων, οδ μο ποισατε. κα ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι ες κό­λα­σιν αἰ­ώ­νι­ον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. 

                                        (Ματθ. κε΄[25] 31 - 46)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Εἶπεν Κύριος· Ὅ­ταν θά ἔρ­θει ὁ Υἱ­ός τοῦ Ἀν­θρώ­που μὲ τὴ δό­ξα του καὶ μα­ζί του ὅ­λοι οἱ ἅ­γι­οι ἄγ­γε­λοι, τό­τε θὰ κα­θί­σει σὲ θρό­νο ἔν­δο­ξο καὶ λαμ­πρό. Καὶ θὰ συ­να­χθοῦν μπρο­στά του ὅ­λα τὰ ἔ­θνη, ὅ­λοι δη­λα­δὴ οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἔ­ζη­σαν ἀ­π᾿ τὴν ἀρχή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας μέ­χρι τὸ τέ­λος τοῦ κό­σμου. Καὶ θὰ τοὺς χω­ρί­σει τὸν ἕ­να ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο, ὅ­πως ὁ βο­σκὸς χω­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τὰ γί­δι­α. Καὶ θὰ το­πο­θε­τή­σει τοὺς δι­καί­ους, ποὺ εἶ­ναι ἥ­με­ροι σὰν τὰ πρό­βα­τα, στὰ δε­ξι­ά του· ἐνῶ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, ποὺ εἶ­ναι ἀ­τί­θα­σοι καὶ ἄ­τα­κτοι σὰν τὰ γί­δι­α, θὰ τοὺς βά­λει στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του. Τό­τε θὰ πεῖ ὁ βα­σι­λι­ὰς σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ θά εἶναι στὰ δε­ξι­ά του: Ἐ­λᾶ­τε ἐσεῖς ποὺ εἶ­στε εὐ­λο­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα μου, κλη­ρο­νο­μῆ­στε τὴ βα­σι­λεί­α ποὺ ἔ­χει ἑ­τοι­μα­στεῖ γι­ὰ σᾶς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ θε­με­λι­ω­νό­ταν ὁ κό­σμος. Σᾶς ἀ­νή­κει λοι­πὸν ἡ κλη­ρο­νο­μι­ὰ αὐ­τη· δι­ό­τι πεί­να­σα καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω, ἤ­μουν δι­ψα­σμέ­νος καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ πι­ῶ, ἤ­μουν ξέ­νος καὶ δὲν εἶ­χα ποῦ νὰ μεί­νω καὶ μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­τε στὸ σπί­τι σας, ἤ­μουν γυ­μνὸς καὶ μὲ ντύ­σα­τε, ἀρ­ρώ­στη­σα καὶ μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε, ἤ­μουν μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ καὶ ἤλ­θα­τε νὰ μὲ δεῖτε καὶ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σε­τε. Τό­τε θὰ τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν οἱ δί­και­οι: Κύ­ρι­ε, πό­τε σὲ εἴ­δα­με πει­να­σμέ­νο καὶ σὲ θρέ­ψα­με, ἢ δι­ψα­σμέ­νο καὶ σοῦ δώ­σα­με νὰ πιεῖς; Καὶ πό­τε σὲ εἴ­δα­με ξέ­νο καὶ σὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­με, ἢ γυ­μνὸ καὶ σὲ ντύ­σα­με; Καὶ πό­τε σὲ εἴ­δα­με ἄρ­ρω­στο ἢ φυ­λα­κι­σμέ­νο καὶ ἤλ­θα­με νὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με; Τό­τε θὰ τοὺς ἀ­πο­κρι­θεῖ ὁ βα­σι­λι­άς: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι κά­θε τὶ ποὺ κά­να­τε σ᾿ ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς φτω­χοὺς αὐ­τοὺς ἀ­δελ­φούς μου ποὺ φαί­νον­ταν ἄ­ση­μοι καὶ πο­λὺ μι­κροί, τὸ κά­να­τε σὲ μέ­να.

Τό­τε θὰ πεῖ καὶ σὲ κεί­νους ποὺ θὰ εἶ­ναι στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του: Ἐ­σεῖς ποὺ ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα σας γί­να­τε κα­τα­ρα­μέ­νοι, φύ­γε­τε μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ μέ­να στὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νι­ο, ποὺ ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθεῖ γι­ὰ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους του. Δι­ό­τι πεί­να­σα καὶ δὲν μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω, δί­ψα­σα καὶ δὲν μοῦ δώ­σα­τε νὰ πι­ῶ, ἤ­μουν ξέ­νος καὶ δὲν μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψα­τε νὰ μὲ φι­λο­ξε­νή­σε­τε, ἤ­μουν γυ­μνὸς καὶ δὲν μὲ ντύ­σα­τε, ἤ­μουν ἄρ­ρω­στος καὶ μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ καὶ δὲν μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε. Τό­τε θὰ τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν κι αὐ­τοί: Κύ­ρι­ε, πό­τε σὲ εἴ­δα­με νὰ πει­νᾶς ἢ νὰ δι­ψᾶς ἢ νὰ εἶ­σαι ξέ­νος ἢ γυ­μνὸς ἢ ἄρ­ρω­στος ἢ φυ­λα­κι­σμέ­νος, καὶ δὲν σὲ ὑ­πη­ρε­τή­σα­με; Τό­τε θὰ τοὺς ἀ­πο­κρι­θεῖ: Ἀ­λη­θι­νὰ σᾶς λέ­ω, κά­θε τί ποὺ δὲν κά­να­τε σ᾿ ἕ­ναν ἀ­π᾿ αὐ­τοὺς ποὺ ὁ κό­σμος θε­ω­ροῦ­σε πο­λὺ μι­κρούς, οὔ­τε σὲ μέ­να τὸ κά­να­τε.

Καὶ θὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ σὲ κό­λα­ση ποὺ δὲν θὰ ἔ­χει τέ­λος, ἀλλὰ θὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­α· ἐ­νῶ οἱ δί­και­οι θὰ πᾶ­νε γι­ὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν ζω­ὴ αἰ­ώ­νι­α.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου