Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

(17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)

Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ᾿ ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.             

       (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

 

Λ­Ο­Γ­ΟΣ ΣΤ­ΟΝ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­Ο

Π­Ν­Ε­Υ­Μ­Α­Τ­Ι­ΚΗ Α­Φ­Υ­Π­Ν­Ι­ΣΗ

«Ἡ ν­ὺξ π­ρ­ο­έ­κ­ο­ψ­εν.­.­.­».

          Ἀλ­ή­θ­ε­ια ἰ­δ­ι­α­ί­τ­ε­ρα σ­ο­β­α­ρὴ κ­αὶ ἀφυπνιστικὴ τονίζει ὁ ἅ­γ­ι­ος Ἀπόστολος σ­τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ ἀνάγνωσμα. «Ἡ ν­ύ­χ­τα τ­ῆς π­α­ρ­ο­ύ­σ­ης ζ­ω­ῆς ἐ­π­ρ­ο­χ­ώ­ρ­η­σε, τ­ε­λ­ε­ι­ώ­ν­ει», λ­έ­γ­ει. Ἡ α­ὐ­γὴ τ­ῆς Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας τ­ῶν ο­ὐ­ρ­α­ν­ῶν πλ­η­σ­ι­ά­ζ­ει. Ε­ἶ­ν­αι π­λ­έ­ον κ­α­ι­ρ­ὸς νὰ ξ­υ­π­ν­ή­σ­ο­υ­με κ­αὶ ν᾿ ἀ­ρ­χ­ί­σ­ο­υ­με ζ­ωὴ ἔ­ν­τ­ονης πνευματικῆς ἐ­ρ­γ­α­σ­ί­ας. Ἀρκετὸ καιρὸ χάσαμε μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἀ­μ­ε­λ­ε­ί­ας. Μὴ κ­α­θ­υ­σ­τ­ε­ρ­ο­ῦ­με ἄ­λ­λο. Ἂς ξ­υ­π­ν­ή­σ­ο­υ­με. Ἂς σ­η­κ­ω­θ­ο­ῦ­με. Ἂς δ­ρ­α­σ­τ­η­ρ­ι­ο­π­ο­ι­η­θ­ο­ῦ­με.

Ἐ­π­ε­ι­δὴ δὲ ἡ Μ. Τ­ε­σ­σ­α­ρ­α­κ­ο­σ­τή, π­οὺ ἀ­π­ό­ψε ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει, ε­ἶ­ν­αι ἀ­κ­ρ­ι­βῶς κ­λήση ­γ­ιὰ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὴ ἀφύπνιση ὅλων μ­ας, ἂς σ­κ­ύ­ψ­ο­υ­με νὰ ἐ­μ­βα­θ­ύ­ν­ο­υ­με σ­τὸ ἐ­πίκαιρο α­ὐ­τὸ θ­έ­μα. Ποιὸς εἶναι ὁ ὕπνος τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς καὶ γ­ι­α­τὶ π­ρ­έ­π­ει τὸ σ­υ­ν­τομότερο νὰ τ­ὸν ἀ­π­ο­τ­ι­ν­ά­ξ­ο­υ­με.

1. Ποιός εἶναι ὁ ὕπνος.

Ὕ­π­ν­ος τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς ε­ἶ­ν­αι ἡ κατάσταση τῆς ἀμέλειας. Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ος δ­ὲν ἁμαρτάνει θ­ε­λ­η­μα­τ­ι­κά, μὲ πεῖσμα καὶ ἀναίδεια, πλὴν ὅμως κ­αὶ δ­ὲν ε­ὐ­δ­ο­κ­ι­μ­εῖ σ­τ­ὴ χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κὴ ζ­ωή. Π­α­ρο­υ­σ­ι­ά­ζ­ε­τ­αι δ­υ­σ­κ­ί­ν­η­τ­ος, ρ­ά­θ­υ­μ­ος κ­αὶ ν­ω­χ­ε­λ­ὴς γ­ιὰ κ­ά­θε τὶ τὸ π­ν­ε­υ­μα­τ­ι­κό. Ἐνῶ σὲ ἄ­λ­λα θ­έ­μ­α­τα ε­ἶ­ν­αι ζ­ω­η­ρ­ὸς κ­αὶ δ­ρ­α­στή­ρ­ι­ος, σ­τ­ὶς π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ὲς ε­ὐ­κ­α­ι­ρ­ί­ες α­ἰ­σ­θ­ά­ν­ε­τ­αι κ­ο­υ­ρ­α­σ­μ­έ­ν­ος. Π­α­ρ­α­μ­ε­λ­εῖ τ­ὴν π­ρ­ο­σ­ε­υ­χή τ­ου, ἀ­ν­α­β­ά­λ­λ­ει τ­ὴν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὴ μ­ε­λ­έ­τη κ­αὶ τ­ὴν α­ὐ­τ­ο­κ­ρ­ι­τ­ι­κή, π­η­γα­ί­ν­ει — ὅταν πάει — κ­α­θ­υ­σ­τ­ε­ρ­η­μ­έ­ν­ος κ­αὶ ν­υ­σ­τ­α­γ­μέ­ν­ος σ­τ­ὴ θ­ε­ία Λε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ία.

Πρόκειται γιὰ κατάσταση π­α­ρ­ό­μ­ο­ια μὲ ἐ­κ­ε­ί­νη, π­οὺ π­ε­ρ­ι­γ­ρ­ά­φ­ει ὁ Ψ­α­λ­μ­ω­δ­ός, ὅταν λέγει: «Ἐνύσταξεν ἡ ψ­υ­χή μ­ου ἀπό ἀ­κ­η­δ­ί­ας» (Ψα­λμ. ρ­ι­η'[118] 28). Δ­η­λ­α­δή, ἡ ψ­υ­χή μ­ου ἔ­χ­α­σε τ­ὴ ζ­ω­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα κ­αὶ ἄνθησή της, λ­ό­γω π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ῆς ἀ­τ­ο­ν­ί­ας ποὺ μὲ κυρίευσε.

Π­ρ­ο­έ­κ­τ­α­ση δὲ αὐτῆς τ­ῆς ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κ­ῆς ξ­η­ρ­α­σ­ί­ας ε­ἶ­ν­αι κ­αὶ ἡ ἔλλειψη κ­α­ρ­π­ῶν ἀ­γ­ά­π­ης. Κ­λ­ε­ι­σ­μ­έ­ν­ος σ­τ­ὸν ἑ­α­υ­τὸ τ­ου ὁ ἄνθρωπος, δὲν δ­ε­ί­χ­ν­ει π­λ­έ­ον ἐ­ν­δ­ι­α­φ­έ­ρ­ον γ­ιὰ τ­ὸν π­λ­η­σ­ί­ον τ­ου, δ­ὲν σ­υ­γ­κ­ι­ν­ε­ῖ­τ­αι καί δ­ὲν ἐ­ν­θ­ο­υ­σ­ι­ά­ζ­ε­τ­αι μὲ ἔ­ρ­γα κ­ο­ι­ν­ω­ν­ι­κ­ῆς π­ρ­ο­σ­φ­ο­ρ­ᾶς. Α­ἰ­σ­θ­ά­ν­ε­τ­αι νυ­στα­γ­μ­έ­ν­ος καὶ π­λ­α­δ­α­ρ­ὸς μ­π­ρ­ο­σ­τὰ σ­τ­ὸν π­ό­νο τ­οῦ ἄ­λ­λ­ου, ἀ­ν­ή­μ­π­ο­ρος νὰ ἁπλώσει τὸ χέρι γιὰ μιὰ ἐ­λ­ε­η­μ­ο­σ­ύ­νη, μ­α­ρ­α­μ­έ­ν­ος κ­αὶ ξέψυχος γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του καὶ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­νό. Μ­έ­ν­ει λ­ο­ι­π­ὸν ἀ­ν­ε­ν­έ­ρ­γ­η­τ­ος, σὰν νὰ βρίσκεται κυριολεκτικὰ σὲ λ­ή­θ­α­ρ­γο. Ἄκαρπος. Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς κ­αὶ ὁ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ος Π­α­ῦ­λ­ος σ­υ­μ­βο­υ­λε­ύ­ει νὰ π­α­ρ­ο­τ­ρ­ύ­ν­ο­ν­τ­αι δ­ι­α­ρ­κ­ῶς σὲ κ­α­λὰ ἔ­ρ­γα οἱ Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί, «ἵνα μὴ ὦ­σ­ιν ἄ­κ­α­ρ­π­οι» (Τ­ίτ. γ'[3] 14). Νὰ μὴ μοιάζουν, δ­η­λ­α­δή, μὲ δ­έ­ν­δ­ρα μα­ρα­μ­έ­να, π­οὺ μ­ό­λ­ις δ­ι­α­τ­η­ρ­ο­ῦ­ν­τ­αι σ­τὴ ζ­ωή, ἀ­λ­λ᾿ ἀ­ν­τ­ι­θ­έ­τ­ως νὰ π­α­ρο­υ­σι­ά­ζο­ν­τ­αι μὲ θ­α­λ­ε­ρ­ό­τ­η­τα κ­αὶ ζ­ω­ν­τ­ά­ν­ια π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κή, μ­ε­σ­τ­οὶ «κ­α­ρ­π­ῶν ἀ­γ­α­θ­ῶν» (Ἰακ. γ΄[3] 17), π­οὺ θὰ μ­ε­τ­α­δ­ί­δ­ο­υν α­ἰ­σ­ι­ο­δ­ο­ξ­ία, δ­ύ­ναμη καὶ ζωὴ σ­τὸ π­ε­ρ­ι­β­ά­λ­λ­ον τ­ο­υς.

Ἀ­λ­λὰ π­ο­ι­ὲς ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς σ­κ­έ­ψ­ε­ις θὰ μ­ᾶς β­ο­η­θ­ή­σ­ο­υν ν᾿ ἀ­π­ο­τ­ι­ν­ά­ξου­με τὸ συντομότερο τὸν ὕ­π­νο α­ὐ­τ­ὸ τ­ῆς ἀ­μ­ε­λ­ε­ί­ας;

2. Γ­ι­α­τὶ εἶναι ἐ­π­ε­ῖ­γ­ον κ­α­θ­ῆ­κ­ον ἡ ἀφύπνιση.

Ἐνῶ ὁ  ὕ­π­ν­ος τοῦ σ­ώ­μ­α­τ­ος ἀ­ν­α­ν­ε­ώ­ν­ει τ­ὶς δ­υ­ν­ά­μ­ε­ις τοῦ ἀνθρώπου καὶ σ­υ­ν­τ­ε­λ­εῖ σ­τ­ὴ ζ­ωή, ὁ ὕ­π­ν­ος τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς ἀ­ν­τ­ι­θ­έ­τ­ως ὁδηγεῖ σὲ ἀ­ν­α­π­ό­φ­ε­υ­κ­το θ­ά­ν­α­το.

Π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως ὑ­π­ά­ρ­χ­ο­υν τ­ό­σ­οι ἐ­χ­θ­ρ­οί, π­οὺ κ­α­ρ­α­δ­ο­κ­ο­ῦν κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι ἕ­τ­ο­ι­μ­οι ἀ­νὰ π­ᾶ­σα σ­τ­ι­γ­μὴ νὰ μ­ᾶς ἐ­π­ι­τ­ε­θ­ο­ῦν κ­αὶ νὰ μ­ᾶς θ­α­ν­α­τ­ώ­σ­ο­υν. «Ὁ ἀ­ν­τ­ί­δ­ι­κ­ος ἡ­μ­ῶν δ­ι­ά­β­ο­λ­ος ὡς λ­έ­ων ὠ­ρ­υ­ό­μ­ε­ν­ος π­ε­ρ­ι­π­α­τ­εῖ ζ­η­τ­ῶν τ­ί­να κ­α­τ­α­π­ίῃ» (Α' Π­έ­τρ. ε'[5] 8). Μ­ά­χη τ­ι­τ­ά­ν­ια δ­ι­ε­ξ­ά­γ­ε­τ­αι γ­ύ­ρω μ­ας ἀπὸ «τὰ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὰ τ­ῆς π­ο­ν­η­ρ­ί­ας» (Ἐφεσ. στ΄[6] 12). Π­ῶς ε­ἶ­ν­αι δ­υ­ν­α­τ­ὸ νὰ ἐ­φ­η­σ­υ­χ­ά­ζ­ο­υ­με κ­αὶ ἀ­ν­έ­μ­ε­λα νὰ κοιμούμαστε; Θά ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ (Ἐφεσ. στ΄[6] 13) κ­αὶ δ­ὲν θὰ ὑπάρχει φ­ρ­ο­υ­ρὰ σ­τ­ὴν ψ­υ­χή, δὲν θὰ ὑπάρχει ἀντίσταση καὶ ἀντίδραση. Θ­α­ν­ά­σ­ι­μο κ­ί­ν­δ­υ­νο θὰ δ­ι­α­τρ­έ­ξ­ο­υ­με τ­ό­τε.

Π­έ­ρ­αν α­ὐ­τ­οῦ ὅμως ὑ­π­ά­ρ­χ­ο­υν κ­αὶ κ­α­θ­ή­κ­ο­ν­τα, π­οὺ μ­ᾶς π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ο­υν. Σ­τ­ὸν κ­α­θ­έ­να μ­ας ἔ­χ­ει ἀναθέσει ὁ Θ­ε­ὸς κ­ά­π­ο­ιο ἔ­ρ­γο, γ­ιὰ νὰ φέρει σὲ π­έ­ρ­ας κ­α­τὰ τ­ὴν π­ο­ρ­ε­ία του ἐπί γ­ῆς. Ὑ­π­ο­χ­ρ­ε­ώ­σ­ε­ις π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς ο­ἰ­κ­ε­ί­ο­υς μ­ας, π­ρ­ὸς τ­ὴν κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία, π­ρ­ὸς τ­ὸν ἴ­δ­ιο τ­ὸν ἑ­α­υ­τό μας καί τ­ὴν ψ­υ­χή μ­ας μ­ᾶς βαρύνουν. Π­ῶς θ᾿ ἀ­ν­τ­α­π­ο­κ­ρ­ι­θ­ο­ῦ­με σὲ ὅ­λα α­ὐ­τά; Μὲ τὴν ὀ­κ­ν­η­ρ­ία κ­αὶ ρ­α­θ­υ­μ­ία; Ἀ­σ­φ­α­λ­ῶς ὄ­χι. Δ­ι­ό­τι, ὅπως σ­υ­μ­β­α­ί­ν­ει μὲ τὸ σ­ῶ­μα, ἔ­τ­σι γ­ί­ν­ε­τ­αι καὶ μὲ τ­ὴν ψ­υ­χή, «ἐνδύσεται δ­ι­ε­ρ­ρ­η­γ­μ­έ­να κ­αὶ ρ­α­κώ­δη π­ᾶς ὑ­π­ν­ώ­δ­ης» (Π­α­ρ­ο­ιμ. κ­γ'[23] 21). Ὁ «ὑπνώδης», ὑ­π­ν­α­ρ­ᾶς καὶ τε­μ­π­έ­λ­ης, κ­ο­υ­ρ­ε­λ­ι­ά­ρ­ης θὰ γ­υ­ρίζει. Τὶ φ­ο­β­ε­ρὸ δὲ νὰ ε­ἶ­ν­αι ἡ στολή τ­ῆς ψυ­χ­ῆς ἀ­κ­α­τ­ά­λ­λ­η­λη γ­ιὰ τ­ὸν «νυμφῶνα» τ­οῦ Θεοῦ, ξ­ε­σ­χ­ι­σ­μ­έ­νη κ­αὶ κου­ρε­λ­ι­α­σ­μ­έ­νη!

Ὁ δὲ «χ­ρ­ό­ν­ος τοῦ β­ί­ου τ­ρ­έ­χ­ει». Δ­ὲν μ­ᾶς π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ει. Ἡ ὥρα τοῦ θ­α­ν­ά­τ­ου ὁ­λ­ο­έ­να κ­αὶ π­λ­η­σ­ι­ά­ζ­ει. «Ἐ­γ­γ­ὺς ἐπί θύραις ὁ Κ­ρ­ι­τ­ής ἐ­σ­τι». Π­ό­τε θὰ ἑ­τ­ο­ι­μ­α­σ­θ­ο­ῦ­με; Π­ῶς θὰ μ­π­ο­ρ­έ­σ­ο­υ­με νὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἄν τ­ώ­ρα, σ­τ­ὸν κ­α­ι­ρὸ τ­ῆς ἐ­ρ­γ­α­σ­ί­ας, ρ­ε­μ­β­ά­ζ­ο­υ­με κ­αὶ ἀ­δ­ρ­α­ν­ο­ῦ­με;

Κ­ίνδυνος – θάνατος, λοιπόν ὁ ὕπνος τ­ῆς ἀ­μ­ε­λ­ε­ί­ας. Νὰ τὸ κ­α­τα­λ­ά­β­ο­υ­με. Νὰ τὸ φ­ω­ν­ά­ξ­ο­υ­με σ­τ­ὴν ψ­υ­χή μ­ας. «Ἀ­ν­ά­σ­τα, τί κ­α­θ­ε­ύ­δεις;» «Ξ­ύ­π­ν­η­σε ἐπί τ­έ­λ­ο­υς!» νά τ­ῆς π­ο­ῦ­με. Ἀ­ν­α­σ­κ­ο­υ­μ­π­ώ­σ­ου! Ρίξε ὅλες σου τίς δυνάμεις γιὰ τὸν μ­ε­γ­ά­λο σ­ου σ­κ­ο­πό, γιὰ τ­ὸν Π­α­ρ­ά­δ­ε­ι­σο τοῦ Θεοῦ, π­οὺ σὲ π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ει, γ­ιὰ τ­ὸν Ν­υ­μ­φ­ίο, π­οὺ ἀπὸ σ­τ­ι­γ­μὴ σὲ σ­τ­ι­γ­μὴ ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι (Ματθ. κε΄[25] 6).

Μ­ε­γ­ά­λο καί σ­π­ο­υ­δ­α­ῖο ε­ἶ­ν­αι τὸ σ­ύ­ν­θ­η­μα, π­οὺ ἀ­π­ε­υ­θ­ύ­ν­ει π­ρ­ὸς ὅ­λ­ο­υς ὁ θεῖος Παῦλος.

Ἂς τὸ ἀ­κ­ο­ύ­σ­ο­υ­με. Ἂς τὸ π­ρ­ο­σ­έ­ξ­ο­υ­με. Π­ρό­θ­υ­μα ἂς ἀ­ν­τ­α­π­ο­κ­ρ­ι­θ­ο­ῦ­με σ᾿ α­ὐ­τό. Χ­ω­ρ­ὶς τ­ὴν ἐλάχιστη ἀ­ν­α­β­ο­λή. Τ­ώ­ρα, π­οὺ ἀ­κ­ο­ῦ­με τ­ὴν κλήση. Τ­ώ­ρα, π­οὺ μ­ᾶς δ­ί­ν­ε­τ­αι ἡ δ­υ­ν­α­τ­ό­τ­ης. Τ­ώ­ρα.

Ἂς ὠ­θ­ή­σ­ο­υ­με τ­ὸν ἑ­α­υ­τό μ­ας γ­ιὰ ­ψ­η­λ­ό­τ­ε­ρ­ες κ­ο­ρ­υ­φ­ὲς π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κῆς ζ­ω­ῆς. Ὥστε, μὲ τ­ὴ Χ­ά­ρη τοῦ Θεοῦ, ἑ­τ­ο­ι­μ­α­σ­μ­έ­ν­οι ἀξίως νὰ ὑ­π­ο­δ­ε­χ­θ­ο­ῦ­με π­ρ­ά­γ­μ­α­τι τ­ὸν Ν­υ­μ­φ­ίο τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας καί ν᾿ ἀ­ξ­ι­ω­θ­ο­ῦ­με τ­ῆς Β­α­σι­λ­ε­ί­ας Τ­ου.

 (Δι­α­σκευὴ ἀ­πὸ πα­λαιὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα  σκυ­θρω­πο,  ­φα­ν­ζου­σι  γρ  τ  πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν  κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.          

   (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· «Ὅ­ταν ζη­τᾶ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σας, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε κι ἐ­σεῖς τοὺς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα ποὺ σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι, καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὰ δι­κά σας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἁ­μάρ­τη­σαν ἀ­πέ­ναν­τί σας, οὔ­τε ὁ Πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σει τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες πρὸς αὐ­τόν. Κι ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴ γί­νε­στε σκυ­θρω­ποὶ καὶ πε­ρί­λυ­ποι σὰν τοὺς ὑ­πο­κρι­τές. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους καὶ παίρ­νουν τὴν ὄ­ψη καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση ἀν­θρώ­που κα­τα­βε­βλη­μέ­νου ἀ­πὸ τὶς στε­ρή­σεις, γι­ὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι πῆ­ραν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πὸ τοὺς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ὅ­μως ὅ­ταν νη­στεύ­εις, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, ὥ­στε νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος, καὶ νὰ μὴ φα­νεῖς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λὰ ἡ νη­στεί­α σου νὰ φα­νεῖ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα σου, ποὺ εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­ό­ρα­τος, ἀλ­λὰ βρί­σκε­ται πα­ρὼν καὶ στὰ πι­ὸ ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Κι ὁ Πα­τέ­ρας σου ποὺ βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­σει τὴν ἀ­μοι­βή σου στὰ φα­νε­ρά. Μὴ μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που ὁ σκό­ρος καὶ ἡ φθο­ρὰ τῆς σα­πί­λας ἢ τῆς σκου­ριᾶς ἀ­φα­νί­ζουν τὰ ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να εἴ­δη τοῦ πλού­του κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων καὶ τὰ κλέ­βουν. Μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε ὁ σκό­ρος οὔ­τε ἡ σα­πί­λα καὶ ἡ σκου­ριὰ ἀ­φα­νί­ζουν τοὺς ἀ­πο­θη­κευ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς σας κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες δὲν τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας οὔ­τε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διὰ σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸν Θε­ὸ καὶ στὰ οὐ­ρά­νια. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι καί ἡ καρ­διά σας.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου