ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ
(22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι
κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε
ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε
γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν
ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον
ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως
ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν
ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος
αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι
αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ
ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον
εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη
τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς
αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ
᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ. α΄11 – 19)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Σᾶς γνωστοποιῶ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅτι τό Εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα δέν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, ἀλλά κι ἐγώ
δέν τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχθηκα ἀπό κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλά τό
παρέλαβα μέ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπευθείας μοῦ φανέρωσε καί μοῦ ἀποκάλυψε τόν Κύριο Ἰησοῦ. Καί
τό ὅτι τό Εὐαγγέλιο μοῦ
παραδόθηκε μέ ὑπερφυσική ἀποκάλυψη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀποδεικνύεται ἀπό τή δράση μου στό παρελθόν. Διότι ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή πού ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τό νόμο καί τά ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἀκούσατε δηλαδή ὅτι καταδίωκα ὑπερβολικά τήν Ἐκκλησία
τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξολοθρεύσω. Καί προόδευα στόν Ἰουδαϊσμό περισσότερο ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου
καί ἔδειχνα περισσότερο ζῆλο ἀπ’ αὐτούς γιά τίς παραδόσεις πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς
πατέρες μας. Ὅταν ὅμως εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μέ ξεχώρισε καί μέ διάλεξε ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού ἤμουν στήν
κοιλιά τῆς μητέρας μου, καί μέ κάλεσε μέ τή χάρη του, χωρίς ἐγώ ἀπό τά ἔργα μου νά εἶμαι ἄξιος γιά μία τέτοια ἐκλογή, νά ἀποκαλύψει
στό βάθος τῆς ψυχῆς μου τόν Υἱό του,
γιά νά τόν κηρύττω στά ἔθνη, ἀμέσως δέν
συμβουλεύθηκα σάρκα καί αἷμα, δηλαδή κάποιον θνητό ἄνθρωπο, οὔτε ἀνέβηκα
στά Ἱεροσόλυμα γιά νά συναντήσω τούς ἀποστόλους
πού εἶχαν κληθεῖ πρίν ἀπό μένα
στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ἀλλά πῆγα στήν Ἀραβία καί πάλι ἐπέστρεψα
στή Δαμασκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τότε πού εἶχα ἐπιστρέψει
στό Χριστό, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα μαζί του δεκαπέντε
μέρες. Ἄλλον ἀπό τούς ἀποστόλους
δέν εἶδα, παρά μόνο τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ Κυρίου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ)
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε
γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν,
καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς
εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο·
αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
(Λουκ. η΄ 26 – 39)
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ
1. Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΦΩΝΕΙ
Μόλις ἔφθασε ὁ
Κύριος στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, Τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε
κυριευθεῖ ἀπὸ πολλὰ δαιμόνια ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶχε καταντήσει θηρίο
ἀνήμερο. Δὲν φοροῦσε ροῦχα, δὲν ἔμενε σὲ σπίτι, τριγυρνοῦσε στὰ μνήματα. Καὶ
ἐπειδὴ τὰ δαιμόνια τὸν ἔφερναν σὲ κατάσταση μανίας καὶ ἀγριότητος, τὸν ἔδεναν
οἱ ἄνθρωποι μὲ ἁλυσίδες βαριὲς νὰ μὴν κάνει κανένα κακό. Ἀλλὰ αὐτὸς τὶς ἔσπαζε
καὶ ἐξαγριωμένος σερνόταν βίαια ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὶς ἐρημιές.
Αὐτὸ τὸ
«ἀγρίμι» λοιπὸν ποὺ τρομοκρατοῦσε τὸν κόσμο, τώρα τρομοκρατήθηκε καθὼς
ἀντίκρισε τὸν Κύριο, κι ἀπὸ τὸ φόβο του ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ κραυγή. Κι ἀφοῦ ἔπεσε
μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, φώναξε δυνατά: –Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ
μένα καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις
καὶ μὲ κλείσεις ἀπὸ τώρα στὰ σκοτάδια τοῦ Ἅδη. –Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; τὸν
ρώτησε ὁ Κύριος. –Λεγεών, ἀπάντησε, δηλαδὴ ταξιαρχία. Διότι εἶχε μέσα του
χιλιάδες δαιμόνια. Τότε τὰ δαιμόνια αὐτὰ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν καὶ πάλι τὸν
Κύριο νὰ μὴν τοὺς στείλει στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Ἀλλὰ καθὼς ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντὰ
στὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν, Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς
ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στὰ ζῶα αὐτά. Ὁ Κύριος τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Τὸ θέαμα ἦταν
φρικτό: Μόλις τὰ δαιμόνια βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους, τὸ
κοπάδι ὅρμησε μὲ ἀσυγκράτητη μανία πρὸς τὸ γκρεμό. Τὰ ζῶα μὲ ὁρμὴ ἔπεσαν ἀπὸ
ψηλὰ κάτω στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν ὅλα.
Μέσα ἀπὸ τὸ
ἐκπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ποιὰ κατάσταση ὁδηγεῖ ὁ διάβολος
κάθε ἄνθρωπο ποὺ κυριεύει. Τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα ὅταν εἰσέρχονται στὸν ἄνθρωπο,
τοῦ σαλεύουν τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή. Τὸν ἀπογυμνώνουν ἀπ᾿ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸν
καθιστοῦν ἀκυβέρνητο, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη. Τὸν ἀπομονώνουν ἀπὸ συγγενεῖς καὶ
φίλους. Τὸν ὁδηγοῦν στοὺς τόπους τῆς φρίκης καὶ τοῦ θανάτου. Διότι οἱ δαίμονες,
ἐπειδὴ μισοῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, αἰσθάνονται μεγάλη ἡδονὴ νὰ ταλαιπωροῦν
τὰ ὄντα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο.
Τὸ καταχθόνιο αὐτὸ ἔργο τους τὸ
ἐπιτελοῦν ὄχι μόνο στοὺς δαιμονισμένους ἀλλὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι μας
ξέρουμε πόσο μεγάλο κακὸ προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ πόσο φοβερὴ πανουργία
μᾶς πολεμοῦν, πῶς κάποιες φορὲς γινόμαστε θύματα τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ τοῦ
ἀρχηγοῦ τους διαβόλου, τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ μας; Πῶς δελεαζόμαστε ἀπό τὶς
ὑποσχέσεις του, πῶς παρασυρόμαστε καὶ γινόμαστε σκλάβοι στὰ πάθη καὶ στὴν
ἐξουσία του; Ἂς προσέξουμε πολύ, διότι κινδυνεύουμε. Μὴ δίνουμε δικαιώματα στὸν
διάβολο. Θὰ μᾶς καταστρέψει χωρὶς νὰ τὸ πάρουμε εἴδηση. Θὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ
τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ἀπώλεια.
2. ΟΛΑ ΣΤΗΝ
ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μετὰ τὸ θαῦμα
ἂλλαξαν πλέον ὅλα. Τὸ μανιασμένο «ἀγρίμι» ἔγινε ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου.
Τρομοκρατημένοι οἱ χοιροβοσκοὶ ἔτρεξαν στὴν πόλη καὶ ἀνήγγειλαν τὸ φοβερὸ
γεγονός. Κι ἄρχισαν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς νὰ βγαίνουν ἔκπληκτοι νᾶ δοῦν τί
ἔγινε. Μόλις ὅμως ἀντίκρισαν τὸν πρώην δαιμονισμένο νὰ κάθεται ἤρεμα δίπλα στὸν
Κύριο ντυμένος καὶ μυαλωμένος, φοβήθηκαν. Καὶ ὅλοι μὲ μία φωνή, ἀντὶ νὰ
ζητήσουν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μείνει κοντά τους, Τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὸν
τόπο τους· ἐπειδὴ κυριεύθηκαν ἀπὸ τρόμο, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μὴν τιμωρηθοῦν κι
αὐτοὶ γιὰ τὶς ἀνομίες τους, διότι τὸ χοιρεμπόριο τότε ἦταν παράνομο. Καὶ ὁ
Κύριος ἔφυγε ἀπὸ κοντά τους. Ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύτηκε Τὸν
παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του. Ὁ Χριστὸς ὅμως τοῦ εἶπε: Γύρισε στὸ σπίτι σου
γιὰ νὰ διηγεῖσαι τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε ὁ Θεός.
Κι ἐκεῖνος
ἔγινε μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὴ ζωὴ του μάρτυρας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς παντοδύναμης
ἐξουσίας τοῦ Κυρίου. Ἔγινε ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα στὸν τόπο του. Ὁ πρώην
δαιμονισμένος ἔγινε φορέας τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀπέφευγε κάθε
ἀνθρώπινη κοινωνία ἔγινε κήρυκας τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου.
Ὅλα αὐτὰ τί
μαρτυροῦν; Ὅτι ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ
τὴν ἐξουσία τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ παντοδύναμος ἐξουσιαστὴς
τῶν πάντων. Μπροστά του τρέμουν οἱ δαίμονες, ἑξαφανίζονται.
Σ᾿ αὐτὴ λοιπὸν
τὴ δαιμονοκρατούμενη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, ὅπου πολλοὶ ἄνθρωποι παραμορφώνονται
παρασυρμένοι ἀπὸ τὴν ἁρπακτικὴ μανία τοῦ διαβόλου, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ
δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε, νὰ ἀγωνιοῦμε. Στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἱστορία
τοῦ κόσμου καὶ ἡ δική μας. Αὐτὸς κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα, στὰ χέρια του εἶναι ἡ ζωή
μας. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμία ἐξουσία ἐπάνω μας, ἐὰν ἐμεῖς δὲν τοῦ τὴ δώσουμε
μὲ τὴ συγκατάθεσή μας. Ἂς ἐμπιστευόμαστε λοιπὸν τὴ ζωή μας στὸν βασιλέα τῆς
κτίσεως Κύριο Ἰησοῦ, ζώντας μέσα στὴ χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, για νὰ
ἀσφαλιζόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν κραταιὰ ἐξουσία του καὶ νὰ πλημμυρίζουμε ἀπὸ τὸ φῶς
του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου