Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, ὁ σπε­ί­ρων φει­δο­μέ­νως, φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει. Ἕ­κα­στος κα­θὼς προ­αι­ρεῖ­ται τῇ καρ­δί­ᾳ, μὴ ἐκ λύ­πης ἢ ἐξ ἀ­νάγ­κης· ἱ­λα­ρὸν γὰρ δό­την ἀ­γα­πᾷ ὁ Θε­ός. Δυ­να­τὸς δὲ ὁ Θε­ὸς πᾶ­σαν χά­ριν πε­ρισ­σεῦ­σαι εἰς ὑ­μᾶς, ἵ­να ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶ­σαν αὐ­τάρ­κειαν ἔ­χον­τες πε­ρισ­σε­ύ­η­τε εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θόν, κα­θὼς γέ­γρα­πται· ᾽Ε­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν, ἡ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. Ὁ δὲ ἐ­πι­χο­ρη­γῶν σπέρ­μα τῷ σπε­ί­ρον­τι καὶ ἄρ­τον εἰς βρῶ­σιν χο­ρη­γή­σαι καὶ πλη­θύ­ναι τὸν σπό­ρον ὑ­μῶν καὶ αὐ­ξή­σαι τὰ γε­νή­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὑ­μῶν· ἐν παν­τὶ πλου­τι­ζό­με­νοι εἰς πᾶ­σαν ἁ­πλό­τη­τα, ἥ­τις κα­τερ­γά­ζε­ται δι᾽ ἡ­μῶν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῷ Θε­ῷ                                                         
              (Β΄ Κορ. θ΄[9] 6-11)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζε­τε αὐ­τό, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος πού σπέρ­νει μὲ τσιγ­γου­νιά, μὲ τσιγ­γου­νιὰ καὶ θὰ θε­ρί­σει. Κι ἐ­κεῖ­νος πού σπέρ­νει ἄ­φθο­να, ἄ­φθο­να καὶ θὰ θε­ρί­σει. Ὁ κα­θέ­νας ἂς δί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα ὅ,τι ἔ­χει δι­ά­θε­ση ἡ καρ­διά του, χω­ρὶς νὰ στε­νο­χω­ρι­έ­ται ἢ νὰ ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται· δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ἀ­γα­πᾶ ἐ­κεῖ­νον πού δί­νει μὲ προ­θυ­μί­α καὶ χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο. Κι ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ σᾶς δώ­σει ὑ­πε­ρά­φθονη κά­θε χά­ρη: καὶ τὴ χά­ρη δη­λα­δὴ τῆς προ­θυ­μί­ας νὰ εἰ­σφέ­ρε­τε γεν­ναί­α, καὶ τὴ χά­ρη τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν ὥ­στε νὰ εἶ­στε πάν­το­τε σ' ὅ­λα τε­λεί­ως αὐ­τάρ­κεις κι ἔ­τσι νὰ κά­νε­τε μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω κά­θε κα­λὸ ἔρ­γο. Κι ἔ­τσι νὰ γί­νει καὶ μὲ σᾶς ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἁγία Γρα­φή: Μοί­ρα­σε ἄ­φθο­να, ἔ­δω­σε στοὺς φτω­χοὺς· ἡ ἀρετή του ἀ­πὸ τὶς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες του μέ­νει γιὰ πάν­τα. Κι ὁ Θε­ὸς πού χο­ρη­γεῖ ἄ­φθο­νο σπό­ρο σ' ἐ­κεῖ­νον πού σπέρ­νει, καὶ ἄρ­το γιὰ νὰ τρῶ­με, ἂς χο­ρη­γή­σει κι ἂς πλη­θύ­νει τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά σας κι ἂς αὐ­ξή­σει τούς καρ­ποὺς τῆς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας σας, ὥ­στε νὰ γί­νε­στε πλού­σιοι σὲ κά­θε τι, σὲ κά­θε εἶ­δος γεν­ναι­ο­δω­ρί­ας, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀ­να­πέμ­πουν εὐ­χα­ρι­στί­ες στὸ Θε­ὸ αὐ­τοὶ πού θὰ πά­ρουν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους τὶς συ­νει­σφο­ρές σας πού θὰ τοὺς με­τα­φέ­ρου­με.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πο­ρε­ύ­ε­το ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· κα συ­νε­πο­ρε­ύ­ον­το αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἱ­κα­νοὶ κα ὄ­χλος πο­λύς. ς δ ἤγ­γι­σε τ πύ­λῃ τς πό­λε­ως, κα ἰ­δοὺ ἐ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, κα αὕ­τη ν χή­ρα, κα ὄ­χλος τς πό­λε­ως ἱ­κα­νὸς ἦν σν αὐ­τῇ. κα ἰ­δὼν αὐ­τὴν Κύ­ριος ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τῇ κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μ κλαῖ­ε· κα προ­σελ­θὼν ἥ­ψα­το τς σο­ροῦ, ο δ βα­στά­ζον­τες ἔ­στη­σαν, κα εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σο λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι. κα ἀ­νε­κά­θι­σεν ὁ νε­κρὸς κα ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, κα ἔ­δω­κεν αὐ­τὸν τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ἔ­λα­βε δ φό­βος πάν­τας, κα ἐ­δό­ξα­ζον τν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ὅ­τι Προ­φή­της μέ­γας ἐ­γή­γερ­ται ν ἡ­μῖν, κα ὅ­τι ἐ­πε­σκέ­ψα­το ὁ Θε­ὸς τν λα­ὸν αὐ­τοῦ.
                                        (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ  ΘΑΝΑΤΟΥ
1. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν. Τὸν συνοδεύουν πολλοὶ μαθηταὶ καὶ πλήθη λαοῦ. Μόλις ὅμως πλησιάζει στὴν πύλη τῆς πόλεως, συμβαίνει κάτι τὸ συγκινητικό. Ἐκεῖ ἔξω συναντήθηκαν δύο συνοδεῖες. Ἡ μία ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν Κύριο τῆς ζωῆς, καὶ μιὰ ἄλλη ποὺ συνώδευε ἕνα θύμα τοῦ θανάτου, τὸν μονάκριβο γυιὸ μιᾶς χήρας μάννας. Τὸ θέαμα ἦταν σπαραξικάρδιο. Πλῆθος ἀνθρώπων ἀκολουθοῦσε τὴν νεκρικὴ αὐτὴ πομπὴ μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμούς. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε βυθισθεῖ στὸ πένθος. Συμπαραστεκόταν στὴ χήρα μάννα ποὺ ἀπέμεινε πλέον ἀπροστάτευτη καὶ μόνη. Εἶχε χάσει ἤδη τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα συνώδευε τὸν γυιό της πρὸς τὸν τάφο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος βλέποντας τὴν μάννα αὐτὴ νὰ κλαίει ἀπαρηγόρητα τῆς λέγει: Μὴ κλαῖς.
Αὐτὴν τὴν προτροπὴ ὅμως δὲν τὴν λέγει μόνο στὴν χαροκαμένη αὐτὴ χήρα, ἀλλὰ τὴν λέγει στὸν κάθε πονεμένο ἄνθρωπο, ποὺ θλίβεται καὶ πονᾶ καθὼς ἀποχαιρετᾶ πάνω ἀπὸ τὸν τάφο ἀγαπημένα πρόσωπα. Τότε ποὺ ἡ λύπη του εἶναι ἀβάστακτη καὶ ὁ θρῆνος πολύς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ πεῖ στὸν κάθε θλιβόμενο πενθοῦντα: Μὴ κλαῖς.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ κλαίει κανεὶς μπροστὰ σὲ πρόσωπα ἀγαπημένα ποὺ κείτονται νεκρὰ μέσα στὸ φέρετρο; Ἀποδοκιμάζει ὁ Κύριος τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος ἐδάκρυσε για τὸν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του φίλου Λαζάρου. Κάθε ἄνθρωττος εἶναι φυσικὸ νὰ πονᾶ καὶ νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν θάνατο. Κοιλάδα δακρύων καὶ στεναγμῶν εἶναι ἡ γῆ μας. Ἡ προτροπὴ ὅμως τοῦ Κυρίου ἔχει ἄλλο νόημα. Ὁ Κύριος καλεῖ τὴν χήρα μάννα νὰ μὴ κλαίει, διότι εἶναι βέβαιος γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Κι αὐτὴ ἡ πραγματικότης εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα βλέπει ἡ χήρα μάννα.
Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ ὅλους μας. Καθὼς στεκόμαστε καὶ μεῖς μὲ πόνο μπροστὰ σὲ ἀγαπημένους μας νεκρούς, νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἀναστήσει ὅλους τοὺς νεκρούς. Ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τέλος ἀλλὰ γέφυρα γιὰ μια ἄλλη ζωὴ ἀσυγκρίτως ὡραιότερη. Μ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητος θὰ πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν θάνατο. Ὅταν χάνουμε κι ἐμεῖς ἀγαπημένα μας πρόσωπα, δὲν θὰ πρέπει νὰ θρηνοῦμε, νὰ ὀδυρόμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε ἀπαρηγόρητα «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄[4] 13). Ποτὲ δὲν θὰ πρέπει ἡ λύπη μας νὰ μᾶς παραλύει καὶ νὰ μᾶς καθιστᾶ ψυχικὰ ἐρείπια. Ἢ νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία, γογγυσμὸ ἢ ἀσέβεια πρὸς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ θὰ πρέπει τὶς κρίσιμες αὐτὲς ὧρες νὰ ἔχουμε ἐπιπλέον τὴν πίστη ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς παίρνει ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά μας τὸν ἀδελφό μας ἢ τὸ παιδί μας, μᾶς ζητᾶ νὰ ὑποτασσόμαστε στὸ θέλημά του κατανοώντας ὅτι αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά μας μὲ τόσο πόνο ἀντικρίζει εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς συμφέρει.
 2. παρηγορια
        Ἀφοῦ πλησίασε ὁ Κύριος τὴν χήρα μάννα, ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ εἶπε πρὸς τὸν νεκρό: Νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ. Σήκω. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἐκάθησε πάνω στὸ φέρετρο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ φόβο, διότι αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως τοῦ Κυρίου μας. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι προφήτης μεγάλος φάνηκε καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε ἕνα τόσο ἐκπληκτικὸ θαῦμα, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τόσο πολλῶν μαρτύρων; Μήπως γιὰ νὰ φανεῖ μόνον ἡ θεϊκὴ του ἐξουσία ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου; Ὄχι μόνον ἢ τόσο γι᾿ αὐτό.
Ἀλλὰ τὸ ἐντυπωσιακὸ αὐτὸ θαῦμα ἦταν μιὰ ἔκφραση τῆς μεγάλης ἀγάπης καὶ στοργῆς τοῦ Κυρίου μας πρὸς κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει πόσο συμπαθὴς εἶναι ὁ Κύριος σ᾿ ὅσους πονοῦν. Ἄλλωστε καμμία ἱκεσία δὲν ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν Κύριο στὴν περίπτωση αὐτή. Κι ὅμως ὁ Κύριος αὐθόρμητα, καθὼς εἶδε τὴν χήρα γυναίκα νὰ κλαίει ἀπαρηγόρητα, τὴν συμπόνεσε καὶ μὲ καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα προχώρησε στὸ θαῦμα. Οἱ λυγμοὶ καὶ οἱ ὀδυρμοὶ τῆς μητέρας τὸν συγκίνησαν βαθύτατα. Ὁ Κύριος ἄκουσε ὅμως καὶ μιὰν ἄλλη σιωπηλὴ ἱκεσία, ἡ ὁποία ἀπευθύνθηκε ἀπὸ ὅλη τὴν συνοδεία τοῦ νεκροῦ. Ἐὰν ὅλη ἡ πόλη συγκεντρώθηκε γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸν πόνο τῆς χήρας μάννας καὶ ἔδειξε τέτοια εὐσπλαγχνία, πόσο περισσότερο ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης; Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ συμπονεῖ ὅλους μας ἀληθινὰ στὶς δυστυχίες καὶ στὰ βάσανά μας. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ξέρει τὸν ἀβάσταχτο πόνο μας, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὸν θεϊκὸ τρόπο νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς βοηθεῖ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια νὰ μὴ τὴν ξεχνοῦμε ποτέ. Στὶς μεγάλες δοκιμασίες ποὺ ὅλοι κάποτε θὰ ἀντιμετωπίσουμε, οἱ γύρω μας ἄνθρωποι ἴσως ἀδιαφορήσουν γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστὸς ὅμως ποτέ. Διότι εἶναι ὁ μέγας παρηγορητής μας, ὁ στοργικὸς φίλος μας, ὁ Ὁποῖος ἀπαλύνει καὶ σηκώνει τὸν πόνο καὶ ὡς ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου χαρίζει τὴν αἰωνία ζωή.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου