ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄
ΛΟΥΚΑ
(8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως
καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει.
Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν
γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι
εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε
εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ᾽Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν,
ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ
σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν
καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι
εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾽ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ
(Β΄ Κορ. θ΄[9] 6-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, πρέπει νὰ γνωρίζετε αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος
πού σπέρνει μὲ τσιγγουνιά, μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει. Κι ἐκεῖνος
πού σπέρνει ἄφθονα, ἄφθονα καὶ θὰ θερίσει. Ὁ καθένας ἂς δίνει ἐλεύθερα ὅ,τι ἔχει διάθεση ἡ καρδιά του, χωρὶς
νὰ στενοχωριέται ἢ νὰ ἐξαναγκάζεται· διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον
πού δίνει μὲ προθυμία καὶ χαρούμενο πρόσωπο. Κι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη
νὰ σᾶς δώσει ὑπεράφθονη κάθε χάρη: καὶ τὴ χάρη δηλαδὴ τῆς προθυμίας
νὰ εἰσφέρετε γενναία, καὶ τὴ χάρη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὥστε νὰ εἶστε
πάντοτε σ' ὅλα τελείως αὐτάρκεις κι ἔτσι νὰ κάνετε μὲ τὸ παραπάνω
κάθε καλὸ ἔργο. Κι ἔτσι νὰ γίνει καὶ μὲ σᾶς ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή:
Μοίρασε
ἄφθονα, ἔδωσε στοὺς φτωχοὺς· ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες του μένει
γιὰ πάντα. Κι ὁ Θεὸς πού χορηγεῖ ἄφθονο σπόρο σ' ἐκεῖνον πού
σπέρνει, καὶ ἄρτο γιὰ νὰ τρῶμε, ἂς χορηγήσει κι ἂς πληθύνει τὰ ὑλικὰ
ἀγαθά σας κι ἂς αὐξήσει τούς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας, ὥστε νὰ γίνεστε
πλούσιοι σὲ κάθε τι, σὲ κάθε εἶδος γενναιοδωρίας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἀναπέμπουν
εὐχαριστίες στὸ Θεὸ αὐτοὶ πού θὰ πάρουν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους
τὶς συνεισφορές σας πού θὰ τοὺς μεταφέρουμε.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἐπορεύετο
ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν
καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς
υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ
αὐτοῦ, καὶ αὕτη
ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ
καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς
καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ.
ζ΄[7] 11 – 16)
ΠΟΡΕΙΑ
ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
1. ΜΠΡΟΣΤΑ
ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὴν πόλη Ναΐν. Τὸν συνοδεύουν
πολλοὶ μαθηταὶ καὶ πλήθη λαοῦ. Μόλις ὅμως πλησιάζει στὴν πύλη τῆς πόλεως,
συμβαίνει κάτι τὸ συγκινητικό. Ἐκεῖ ἔξω συναντήθηκαν δύο συνοδεῖες. Ἡ μία ποὺ
ἀκολουθοῦσε τὸν Κύριο τῆς ζωῆς, καὶ μιὰ ἄλλη ποὺ συνώδευε ἕνα θύμα τοῦ θανάτου,
τὸν μονάκριβο γυιὸ μιᾶς χήρας μάννας. Τὸ θέαμα ἦταν σπαραξικάρδιο. Πλῆθος
ἀνθρώπων ἀκολουθοῦσε τὴν νεκρικὴ αὐτὴ πομπὴ μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμούς. Ὅλη ἡ πόλη
εἶχε βυθισθεῖ στὸ πένθος. Συμπαραστεκόταν στὴ χήρα μάννα ποὺ ἀπέμεινε πλέον
ἀπροστάτευτη καὶ μόνη. Εἶχε χάσει ἤδη τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα συνώδευε τὸν γυιό
της πρὸς τὸν τάφο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος βλέποντας τὴν μάννα αὐτὴ νὰ κλαίει
ἀπαρηγόρητα τῆς λέγει: Μὴ κλαῖς.
Αὐτὴν τὴν προτροπὴ ὅμως δὲν τὴν λέγει μόνο στὴν
χαροκαμένη αὐτὴ χήρα, ἀλλὰ τὴν λέγει στὸν κάθε πονεμένο ἄνθρωπο, ποὺ θλίβεται
καὶ πονᾶ καθὼς ἀποχαιρετᾶ πάνω ἀπὸ τὸν τάφο ἀγαπημένα πρόσωπα. Τότε ποὺ ἡ λύπη
του εἶναι ἀβάστακτη καὶ ὁ θρῆνος πολύς. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ πεῖ στὸν
κάθε θλιβόμενο πενθοῦντα: Μὴ κλαῖς.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους; Εἶναι
δυνατὸν νὰ μὴ κλαίει κανεὶς μπροστὰ σὲ πρόσωπα ἀγαπημένα ποὺ κείτονται νεκρὰ
μέσα στὸ φέρετρο; Ἀποδοκιμάζει ὁ Κύριος τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο; Ὄχι ἀσφαλῶς.
Ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος ἐδάκρυσε για τὸν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του φίλου
Λαζάρου. Κάθε ἄνθρωττος εἶναι φυσικὸ νὰ πονᾶ καὶ νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν θάνατο.
Κοιλάδα δακρύων καὶ στεναγμῶν εἶναι ἡ γῆ μας. Ἡ προτροπὴ ὅμως τοῦ Κυρίου ἔχει
ἄλλο νόημα. Ὁ Κύριος καλεῖ τὴν χήρα μάννα νὰ μὴ κλαίει, διότι εἶναι βέβαιος γιὰ
τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Κι αὐτὴ ἡ πραγματικότης εἶναι ἐντελῶς
διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα βλέπει ἡ χήρα μάννα.
Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ ὅλους μας.
Καθὼς στεκόμαστε καὶ μεῖς μὲ πόνο μπροστὰ σὲ ἀγαπημένους μας νεκρούς, νὰ ἔχουμε
τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἀναστήσει ὅλους τοὺς νεκρούς. Ὅτι ὁ θάνατος δὲν
εἶναι τέλος ἀλλὰ γέφυρα γιὰ μια ἄλλη ζωὴ ἀσυγκρίτως ὡραιότερη. Μ᾿ αὐτὸ λοιπὸν
τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητος θὰ πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν θάνατο. Ὅταν χάνουμε κι
ἐμεῖς ἀγαπημένα μας πρόσωπα, δὲν θὰ πρέπει νὰ θρηνοῦμε, νὰ ὀδυρόμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε
ἀπαρηγόρητα «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄[4] 13). Ποτὲ
δὲν θὰ πρέπει ἡ λύπη μας νὰ μᾶς παραλύει καὶ νὰ μᾶς καθιστᾶ ψυχικὰ ἐρείπια. Ἢ
νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία, γογγυσμὸ ἢ ἀσέβεια πρὸς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ
θὰ πρέπει τὶς κρίσιμες αὐτὲς ὧρες νὰ ἔχουμε ἐπιπλέον τὴν πίστη ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς
παίρνει ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά μας τὸν ἀδελφό μας ἢ τὸ παιδί μας, μᾶς ζητᾶ νὰ
ὑποτασσόμαστε στὸ θέλημά του κατανοώντας ὅτι αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά μας μὲ τόσο πόνο
ἀντικρίζει εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς συμφέρει.
2. παρηγορια
Ἀφοῦ πλησίασε ὁ Κύριος τὴν χήρα μάννα, ἄγγιξε τὸ
φέρετρο καὶ εἶπε πρὸς τὸν νεκρό: Νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ. Σήκω. Καὶ ὁ νεκρὸς
ἀνασηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἐκάθησε πάνω στὸ φέρετρο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὅλοι
γέμισαν μὲ φόβο, διότι αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως τοῦ Κυρίου μας.
Καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι προφήτης μεγάλος φάνηκε καὶ ὅτι ὁ Θεὸς
ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε ἕνα τόσο ἐκπληκτικὸ
θαῦμα, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τόσο πολλῶν μαρτύρων; Μήπως γιὰ νὰ φανεῖ μόνον ἡ
θεϊκὴ του ἐξουσία ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου; Ὄχι μόνον ἢ τόσο γι᾿ αὐτό.
Ἀλλὰ τὸ ἐντυπωσιακὸ αὐτὸ θαῦμα ἦταν μιὰ ἔκφραση τῆς μεγάλης ἀγάπης καὶ
στοργῆς τοῦ Κυρίου μας πρὸς κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει πόσο
συμπαθὴς εἶναι ὁ Κύριος σ᾿ ὅσους πονοῦν. Ἄλλωστε καμμία ἱκεσία δὲν ἀπευθύνθηκε
πρὸς τὸν Κύριο στὴν περίπτωση αὐτή. Κι ὅμως ὁ Κύριος αὐθόρμητα, καθὼς εἶδε τὴν
χήρα γυναίκα νὰ κλαίει ἀπαρηγόρητα, τὴν συμπόνεσε καὶ μὲ καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα
προχώρησε στὸ θαῦμα. Οἱ λυγμοὶ καὶ οἱ ὀδυρμοὶ τῆς μητέρας τὸν συγκίνησαν
βαθύτατα. Ὁ Κύριος ἄκουσε ὅμως καὶ μιὰν ἄλλη σιωπηλὴ ἱκεσία, ἡ ὁποία
ἀπευθύνθηκε ἀπὸ ὅλη τὴν συνοδεία τοῦ νεκροῦ. Ἐὰν ὅλη ἡ πόλη συγκεντρώθηκε γιὰ
νὰ συμπαρασταθεῖ στὸν πόνο τῆς χήρας μάννας καὶ ἔδειξε τέτοια εὐσπλαγχνία, πόσο
περισσότερο ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης; Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος
ποὺ συμπονεῖ ὅλους μας ἀληθινὰ στὶς δυστυχίες καὶ στὰ βάσανά μας. Εἶναι ὁ μόνος
ποὺ ξέρει τὸν ἀβάσταχτο πόνο μας, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὸν θεϊκὸ τρόπο νὰ μᾶς
παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς βοηθεῖ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια νὰ μὴ τὴν ξεχνοῦμε ποτέ. Στὶς
μεγάλες δοκιμασίες ποὺ ὅλοι κάποτε θὰ ἀντιμετωπίσουμε, οἱ γύρω μας ἄνθρωποι
ἴσως ἀδιαφορήσουν γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστὸς ὅμως ποτέ. Διότι εἶναι ὁ μέγας παρηγορητής
μας, ὁ στοργικὸς φίλος μας, ὁ Ὁποῖος ἀπαλύνει καὶ σηκώνει τὸν πόνο καὶ ὡς ὁ
Νικητὴς τοῦ θανάτου χαρίζει τὴν αἰωνία ζωή.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου