Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων, καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.  15 Ὅταν λοιπόν πῆραν τό πρωινό τους, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στό Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  19 Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον;  22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  23 Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει;   24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

        Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ἡ σφρα­γὶς τῆς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. Ἡ ἐ­μὴ ἀ­πο­λο­γί­α τοῖς ἐ­μὲ ἀ­να­κρί­νου­σιν αὕ­τη ἐ­στί. Μὴ οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν φα­γεῖν καὶ πι­εῖν; Μὴ οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν ἀ­δελ­φὴν γυ­ναῖ­κα πε­ρι­ά­γειν, ὡς καὶ οἱ λοι­ποὶ ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Κη­φᾶς; Ἤ μό­νος ἐ­γὼ καὶ Βαρ­νά­βας οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν τοῦ μὴ ἐρ­γά­ζε­σθαι; Τίς στρα­τε­ύ­ε­ται ἰ­δί­οις ὀ­ψω­νί­οις πο­τέ; Τίς φυ­τε­ύ­ει ἀμ­πε­λῶ­να καὶ ἐκ τοῦ καρ­ποῦ αὐ­τοῦ οὐκ ἐ­σθί­ει; Ἤ τίς ποι­μα­ί­νει πο­ί­μνην καὶ ἐκ τοῦ γά­λα­κτος τῆς πο­ί­μνης οὐκ ἐ­σθί­ει; Μὴ κα­τὰ ἄν­θρω­πον ταῦ­τα λα­λῶ; Ἤ οὐ­χὶ καὶ ὁ νό­μος ταῦ­τα λέ­γει; Ἐν γὰρ τῷ Μω­σέ­ως νό­μῳ γέ­γρα­πται· «Οὐ φι­μώ­σεις βοῦν ἀ­λο­ῶν­τα». Μὴ τῶν βο­ῶν μέ­λει τῷ Θε­ῷ; Ἤ δι᾿ ἡ­μᾶς πάν­τως λέ­γει; Δι᾿ ἡ­μᾶς γὰρ ἐ­γρά­φη, ὅ­τι ἐπ᾿ ἐλ­πί­δι ὀ­φε­ί­λει ὁ ἀ­ρο­τρι­ῶν ἀ­ρο­τρι­ᾶν, καὶ ὁ ἀ­λο­ῶν τῆς ἐλ­πί­δος αὐ­τοῦ με­τέ­χειν ἐπ᾿ ἐλ­πί­δι. Εἰ ἡ­μεῖς ὑ­μῖν τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­σπε­ί­ρα­μεν, μέ­γα εἰ ἡ­μεῖς ὑ­μῶν τὰ σαρ­κι­κὰ θε­ρί­σο­μεν; Εἰ ἄλ­λοι τῆς ἐ­ξου­σί­ας ὑ­μῶν με­τέ­χου­σιν, οὐ μᾶλ­λον ἡ­μεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­χρη­σά­με­θα τῇ ἐ­ξου­σί­ᾳ τα­ύ­τῃ, ἀλ­λὰ πάν­τα στέ­γο­μεν, ἵ­να μὴ ἐγ­κο­πήν τι­να δῶ­μεν τῷ εὐ­αγ­γε­λί­ῳ τοῦ Χρι­στοῦ.    

                                           (Α΄Κορινθ. θ΄[9] 2 – 12)

 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ

1. ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται σὲ κάποιους Κορινθίους ποὺ ἀμφισβητοῦ­σαν τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Λέει λοι­πόν: Ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία πιστο­ποι­εῖται τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου εἶστε ἐσεῖς τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλ­λους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχω κι ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου τὸ δικαίω­μα νὰ τρεφόμαστε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς προσ­φέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχου­με κι ἐμεῖς τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουμε μα­ζί μας στὶς περιοδεῖες μας κάποια ἀ­­­­δελ­φὴ γιὰ νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι; Ἢ μήπως μόνο ἐγὼ κι ὁ Βαρνάβας πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε βιοποριστικά,­ γιὰ νὰ καλύπτουμε τὰ ἔξοδά μας;

Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀ­γωνιζό­μαστε γιὰ τὴν ἐξά­πλωση τῆς ­Βα­­σι­λείας του. Ποιὸς παίρ­νει μέρος σὲ ἐκ­­στρα­τεῖες μὲ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε­ ἀμπε­λουργοὶ ποὺ καλ­­λιεργοῦμε τὸ πνευ­­μα­τικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; Εἴμαστε οἱ ποιμένες σας, κι ἐσεῖς εἶστε τὰ λογικὰ πρό­βατά μας. Ποιὸς φροντίζει ἕνα κοπάδι, καὶ δὲν πίνει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου αὐ­τοῦ;

Γιατί ὅμως τὰ γράφει ὅλα αὐτὰ ὁ ἀπόστολος­­ Παῦλος; Διότι­ κά­ποιοι Κορίνθιοι ἀντὶ νὰ ἐκτι­μοῦν τὴν αὐ­­ταπάρ­­­νηση­ καὶ τὴν ἀνι­διοτέ­λειά του, ἔψα­χναν ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν. Κι ἰσχυ­ρίζον­ταν ὅτι αὐ­τὸς δὲν δεχόταν χρήματα καὶ ἄλλα­ ἀγα­­­θὰ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅ­­­­πως ἔκα­ναν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, διό­τι δὲν αἰσ­θανόταν ὁ ἴδιος ἴσος μὲ τοὺς Ἀ­­­­ποστό­λους. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀνα­γ­κάζεται νὰ διακηρύξει τὴ γνησιότητα τοῦ ἀπο­στολικοῦ του ἀξιώματος. Ταυ­τό­χρονα­ ὅμως μέ­σα ἀπὸ τὴν ἀπολογία του αὐ­­­­­τὴ φανερώνει ἐμμέσως τὴν ἀχα­ρι­στία καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἀντι­με­τώπιζε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ τό­­ση αὐ­­ταπάρνηση ὑπηρέτησε. Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε τὰ πάντα, κι αὐτοὶ τὸν ἀμφι­σ­βη­­τοῦσαν. Αὐτὸς ἐργάστηκε ἀνάμεσά τους τόσα χρόνια, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσει οὔτε ἕνα κομμά­τι ψωμί· κι ὅμως ­αὐ­τοὶ ἐκμεταλλεύτη­καν κι αὐτὸ ἀκόμη τὸ γεγονὸς γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν.

Ἂς διδαχθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ἐὰν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπισε τόση ἀχαριστία καὶ περιφρόνηση, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς εἶ­­ναι πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίσουμε τέτοιου εἴδους πειρασμούς; Νὰ μᾶς δείξουν δηλαδὴ ἀχαριστία, νὰ μᾶς ἀδι­κή­σουν καὶ νὰ μᾶς ἀπορρίψουν ἀκόμη καὶ ἄν­θρω­ποι ποὺ τοὺς εὐεργε­τή­σαμε· κάποτε­ καὶ συγγενι­κά μας πρόσω­πα­ καὶ πο­­λὺ ἀ­­­­γα­­­πητά. Εἶναι βέ­­βαια πο­­­­­­­­λὺ με­­­γάλος τέτοιος­ πει­ρα­σμὸς καὶ δύ­­σκο­λος­ ὁ ἀ­­­­­γώ­νας. Πρέ­πει ὅμως κι ἐ­­­­­μεῖς, ὅπως ὁ ἀπό­στο­­λος Παῦλος, νὰ μά­θου­με νὰ σηκώνου­με­­ τέτοιους ­μεγάλους σταυ­ρούς, ὅ­­­­ταν τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Θε­ός, χω­ρὶς γογγυσμοὺς καὶ πικρίες ἀλ­­λὰ μὲ ὑπο­μονὴ καὶ ταπείνωση.

2. ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΤΩΧΕΙΑ

Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ τρέφονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, μὲ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Λέει λοιπόν: Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω μήπως δὲν τὰ γράφει καὶ ὁ Νόμος; Εἶναι γραμμένο στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο τὸ ἑξῆς: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Καὶ ρωτᾶ: Μήπως γιὰ τὰ βόδια νοιάζεται ὁ Θεός; Γιὰ μᾶς τὰ λέει! Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐρ­γάτες ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ γεωργὸς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει καὶ τὴ σοδειά. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει, ­πρέπει νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περιμένει νὰ ἀποκτήσει.

Ἔτσι κι ἐμεῖς, συνεχίζει ὁ θεῖος Παῦ­λος, ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας πνευ­μα­τικοὶ καλλιεργητές. Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιές σας τὸν πνευ­μα­τικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, σᾶς φαίνεται πολύ, ἂν θερίσουμε κάποια ὑλικὰ ἀγαθά σας; Κι ἂν ἄλλοι χρη­σιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ Nόμος, δὲν δικαιούμαστε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ πολὺ περισσότερο καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ὅμως δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλὰ ὑ­­­ποφέρουμε κάθε εἴδους στερήσεις, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Μᾶς προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐνῶ τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐ­αγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, στὴ συνέχεια τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ποτὲ χρήση τοῦ δικαι­ώματός του. Ἐνῶ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ δέχεται τὴν τροφή του ἀπὸ τοὺς πι­­στοὺς ποὺ θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ Κυρίου, αὐτὸς γιὰ νὰ ὠφελήσει περισσότερο τοὺς πιστοὺς δὲν ἐπιβάρυνε κανένα, ἀλλὰ ἐρ­­γαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Προτί­μησε νὰ ζεῖ μέσα σὲ στερήσεις καὶ ἀ­ν­­έχεια, καὶ ὑπέφερε συχνὰ ἀπὸ πείνα καὶ δίψα καὶ γυμνότητα, προκειμένου νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα.

Μὲ τὴ στάση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἀπό­στολος μᾶς ἔδωσε ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα: ὅτι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὅλοι οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε μιὰ ζωὴ μετρημένη καὶ φτωχική, συνετὴ καὶ ἁπλή. Νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε μὲ πλεονεξία τὰ ὑλικὰ ἀ­­­γαθά, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μὲ λιτότητα, ἀκό­­μη κι ὅταν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μὲ ἀνέσεις καὶ πλούτη. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρό­­νημα καὶ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκ­­­κλησίας μας. Βίωμα ἀσκήσεως καὶ με­τρη­μένης ζωῆς. Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε λοι­πὸν κι ἐμεῖς. Μιὰ ἁπλὴ καὶ μετρη­μένη­ ζωὴ ἔχει νὰ προσφέρει μεγάλη πνευ­ματι­κὴ οἰκοδομὴ καὶ ἀνυπολόγι­στα πνευ­ματικὰ ἀγαθὰ καὶ σὲ μᾶς καὶ στοὺς γύρω μας.

  (Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την· Ὡ­μοι­ώ­θη ἡ βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ βα­σι­λεῖ, ὃς ἠ­θέ­λη­σε συ­νᾶ­ραι λό­γον με­τὰ τῶν δού­λων αὐ­τοῦ. Ἀρ­ξα­μέ­νου δὲ αὐ­τοῦ συ­να­ί­ρειν, προ­ση­νέ­χθη αὐ­τῷ εἷς ὀ­φει­λέ­της μυ­ρί­ων τα­λάν­των. Μὴ ἔ­χον­τος δὲ αὐ­τοῦ ἀ­πο­δοῦ­ναι, ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ὁ κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ πρα­θῆ­ναι καὶ τὴν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, καὶ τὰ τέ­κνα, καὶ πάν­τα ὅ­σα εἶ­χε, καὶ ἀ­πο­δο­θῆ­ναι. Πε­σὼν οὖν ὁ δοῦ­λος προ­σε­κύ­νει αὐ­τῷ, λέ­γων· Κύριε, μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ἐ­μοὶ καὶ πάν­τα σοι ἀ­πο­δώ­σω. Σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύ­ρι­ος τοῦ δο­ύ­λου ἐ­κε­ί­νου, ἀ­πέ­λυ­σεν αὐ­τὸν, καὶ τὸ δά­νει­ον ἀ­φῆ­κεν αὐ­τῷ.  ­ξελ­θὼν δὲ δοῦ­λος ­κεῖ­νος, εὗ­ρεν ­να τῶν συν­δο­­λων αὐ­τοῦ, ὃς ­φει­λεν αὐ­τῷ ­κα­τὸν δη­νά­ρι­α, καὶ κρα­τή­σας αὐ­τὸν ­πνι­γε λέ­γων· ­πό­δος μοι εἴ τι ­φε­­λεις. Πε­σὼν οὖν σύν­δου­λος αὐ­τοῦ εἰς τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν, λέ­γων· Μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ­μοὶ, καὶ ­πο­δώ­σω σοι. δὲ οὐκ ­θε­λεν, ἀλ­λὰ ­πελ­θὼν, ­βα­λεν αὐ­τὸν εἰς φυ­λα­κὴν ­ως οὗ ­πο­δῷ τὸ ­φει­λό­με­νον. ᾿Ι­δόν­τες δὲ οἱ σύν δου­λοι αὐ­τοῦ τὰ γε­νό­με­να, ­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα· καὶ ἐλ­θόν­τες δι­ε­σά­φη­σαν τῷ κυ­ρί­ αὐ­τῶν πάν­τα τὰ γε­νό­με­να. Τότε προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τὸν κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ, λέ­γει αὐ­τῷ· Δοῦ­λε πο­νη­ρέ, πᾶ­σαν τὴν ­φει­λὴν ­κε­­νην ­φῆ­κά σοι, ­πεὶ πα­ρε­κά­λε­σάς με· οὐκ ­δει καὶ σὲ ­λε­­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ­γώ σε ­λέ­η­σα; Καὶ ὀρ­γι­σθεὶς κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ, πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τὸν τοῖς βα­σα­νι­σταῖς ­ως οὗ ­πο­δῷ πᾶν τὸ ­φει­λό­με­νον αὐ­τῷ. Οὕ­τω καὶ Πα­τήρ μου ­που­ρά­νι­ος ποι­­σει ­μῖν, ­ὰν μὴ ­φῆ­τε ­κα­στος τῷ ­δελ­φῷ αὐ­τοῦ ­πὸ τῶν καρ­δι­ῶν ­μῶν, τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν.        

    (Ματθ. ιη΄[18] 23 - 35)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε τήν πιό κά­τω πα­ρα­βο­λή: Ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μοιά­ζει μ' ἕ­ναν ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λιά, πού θέ­λη­σε ν τοῦ ἀ­πο­δώ­σουν λο­γα­ρια­σμὸ οἱ δοῦ­λοι κα αὐ­λι­κοί του, στος ὁ­ποί­ους εἶ­χε ἀ­να­θέ­σει τ δι­α­χεί­ρι­ση τν φό­ρων κα τν εἰ­σπρά­ξε­ών του. Κι ὅ­ταν αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε ν κά­νει τ λο­γα­ρια­σμό, τοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­να χρε­ώ­στη, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρω­στοῦ­σε δέ­κα χι­λιά­δες τά­λαν­τα, δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­μύ­θη­το πο­σό. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως αὐ­τὸς δν εἶ­χε ν πλη­ρώ­σει, δι­έ­τα­ξε ὁ Κύ­ριος ν που­λη­θεῖ κι αὐ­τὸς κα ἡ γυ­ναί­κα του κα τ παι­διά του κι ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε, κα ν πλη­ρω­θεῖ τ χρέ­ος. Ἔ­πε­σε λοι­πὸν κα­τα­γῆς ὁ δοῦ­λος κα τν προ­σκυ­νοῦ­σε λέ­γον­τας: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου λί­γο χρό­νο ἀ­κό­μη, κι ὅ­λα ὅ­σα χρω­στῶ θ σοῦ τ πλη­ρώ­σω. Τό­τε ὁ κύ­ριός του τν λυ­πή­θη­κε κα αἰ­σθάν­θη­κε συμ­πά­θεια γι' αὐ­τόν, κι ἔ­τσι τν ἄ­φη­σε ἐ­λεύ­θε­ρο, τοῦ χά­ρι­σε μά­λι­στα κα τ δά­νει­ο. Ὅ­ταν ὅ­μως βγῆ­κε ἔ­ξω ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος, βρῆ­κε ἕ­ναν ἀ­πό τους συν­δού­λους του πού τοῦ χρώ­στα­γε ἑ­κα­τὸ δη­νά­ρια, δη­λα­δὴ ἕ­να μι­κρὸ πο­σό. Κι ἀ­φοῦ τν στα­μά­τη­σε, τν πί­ε­ζε σκλη­ρὰ λέ­γον­τας: Ἐ­ξό­φλη­σέ μου ,τι μοῦ χρω­στᾶς. Ἔ­πε­σε λοι­πὸν στ πό­δια του ὁ σύν­δου­λός του κα τν πα­ρα­κα­λοῦ­σε λέ­γον­τας: Πε­ρί­με­νέ με καί δῶ­σ' μου μι πα­ρά­τα­ση χρό­νου, κα θ σ πλη­ρώ­σω. Αὐ­τὸς ὅ­μως δν ἤ­θε­λε, ἀλ­λά πῆ­γε στ δι­κα­στή­ριο κα τν ἔ­ρι­ξε στ φυ­λα­κή, μέ­χρι ν πλη­ρώ­σει ,τι χρω­στοῦ­σε.

Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δαν οἱ ἄλ­λοι σύν­δου­λοί του αὐ­τά πού ἔ­γι­ναν, λυ­πή­θη­καν πο­λύ. Κι ἀ­φοῦ ἦλ­θαν στν κύ­ριό τους, τοῦ δι­η­γή­θη­καν ὅ­λα ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν. Τό­τε ὁ κύ­ριός του τν προ­σκά­λε­σε κα τοῦ εἶ­πε: Δοῦ­λε πο­νη­ρέ, ὅ­λο τ χρέ­ος ἐ­κεῖ­νο, τ τό­σο με­γά­λο, σοῦ τ χά­ρι­σα, ἐ­πει­δὴ μ πα­ρα­κά­λε­σες. Δν ἔ­πρε­πε κα σ ν λυ­πη­θεῖς κα ν σπλα­χνι­σθεῖς τ σύν­δου­λό σου, ὅ­πως κι ἐ­γώ σέ λυ­πή­θη­κα κα σοῦ ἔ­δει­ξα ἔ­λε­ος, ν κα δν εἶ­μαι σύν­δου­λός σου ἀλλὰ κύ­ριος σου; Κα ὀρ­γι­σμέ­νος ὁ κύ­ριός του τν πα­ρέ­δω­σε σ' αὐ­τοὺς πού βα­σα­νί­ζουν τος φυ­λα­κι­σμέ­νους, γι ν τν τι­μω­ροῦν μέ­χρι ν ἐ­ξο­φλή­σει ὅ­λα ὅ­σα χρω­στοῦ­σε.

Ἔ­τσι θ κά­νει σ σς καἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας μου, στν ὁ­ποῖ­ο λό­γω τν ἀ­να­ρίθ­μητων ἁ­μαρ­τι­ῶν σας εἶ­στε χρε­ῶ­στες ἀ­να­ρίθ­μη­του χρέ­ους, ἐ­ὰν δν συγ­χω­ρή­σε­τε ὁ κα­θέ­νας σας τν ἀ­δελ­φό του ὄ­χι μ τ στό­μα σας μό­νο ἀλ­λά ἀ­πὸ τν καρ­διά σας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου